Ἱερομόναχος Νικόλαος Γρηγοριάτης
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Κάθε ἡμέρα, πρίν ἀπό τόν Ἑσπερινό, ἐδιάβαζε Παρακλήσεις. Τήν Δευτέρα στούς Ἀρχαγγέλους, τήν Τρίτη στόν Τίμιο Πρόδρομο, τήν Τετάρτη στήν Κυρία Θεοτόκο, τήν Πέμπτη στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί στόν Ἅγιο Νικόλαο, τήν Παρασκευή στόν Τίμιο Σταυρό καί τό Σάββατο στούς Ἁγίους Μάρτυρας.
Ἀκόμη ἐδιάβαζε καί μία ἑνιαία Παράκλησι στούς Ἁγίους, τῶν ὁποίων εἶχε λάβει τά ὀνόματα, δηλαδή Κωνσταντίνος, Ἀβέρκιος καί Νικόλαος, τήν ὁποία εἶχε συνθέσει μέ προτροπή του ἕνας ἀδελφός τῆς Μονῆς μας. Ὅταν τόν ἐνωχλοῦσαν ἄπρεποι λογισμοί ἄρχιζε τήν Παράκλησι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θωμαΐδος. Ἐάν ἔχανε κάποιο ἀντικείμενο ἄρχιζε τήν Παράκλησι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Οὐδέποτε ἐπῆγε στήν ἐκκλησία νά κοινωνήση, χωρίς πρῶτα νά διαβάση τήν θεία Μετάληψι. Ἐνῶ τήν θεία Εὐχαριστία τήν ἐδιάβαζε πάντα μόνος του μέσα στό ἐκκλησάκι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μέ πολλή προσοχή καί ἀφοσίωσι.
Ἐάν τοῦ ἔφευγε ὁ νοῦς, ἐπέστρεφε πάλι πιό πάνω καί ἐπανελάμβανε δυνατά τήν φράσι γιά νά τήν βάλη μέσα στό μυαλό του Ὅταν τελείωνε καί τήν τελευταία εὐχή καί τήν ἐπεσφράγιζε μέ τό: “Δι᾿ εὐχῶν…δέν κρατιόταν ἀπό τήν ὑπερβολική του εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν Κύριον καί φιλοῦσε μέ κρότο τήν χάρτινη εἰκόνα Του, πού τήν εἶχε κολλήσει μέ αὐτοκόλλητη ταινία μέσα στό βιβλίο του.
Κατόπιν φιλοῦσε πανηγυρικά καί ἐξωτερικά τό βιβλίο καί ἔφευγε σιωπηλός καί σκυφτός.. Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήση στό Παρεκκλησάκι του, τῶν Ἀρχαγγέλων, στρεφόταν πρός τό μέρος τῶν ἄλλων Πατέρων πού ἐστέκοντο, τούς ἔβαζε προσκυνητή μετάνοια, λέγοντας. “Εὐλογεῖτε, ἅγιοι Πατέρες” καί μετά ἔμπαινε μέσα νά κοινωνήση. Φοροῦσε πρῶτα τό ἐπιτραχήλι του, ἔλεγε δυνατά τίς εὐχές καί ἔβγαινε ἔξω νά ἀφοσιωθῆ στήν ἀνάγνωσι τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Λόγῳ τῆς πολλῆς του ἁπλότητος δημιουργοῦσε σάν νά ἦταν μικρό παιδί μερικές φασαρίες μέ τίς πολλές του μετακινήσεις. Ὅμως οἱ Πατέρες ἐχαίροντο γι᾿ αὐτήν τήν παιδική του ἁπλότητα καί τόν ἐκαμάρωναν. Ἐνίοτε οἱ Λειτουργοί Κληρικοί τόν ἐμάλωναν φιλάδελφα νά μή τούς ἐνοχλῆ μέ τό σοῦρτα-φέρτα μέσα στόν ναΐσκο. Συμμορφωνόταν ἀμέσως καί σιωποῦσε, κρατῶντας συνήθως τό πηγοῦνι του μέ τό δεξί του χέρι.
Κάποια φορά εἶχε φθάσει ἡ θεία Λειτουργία στήν ἀνάγνωσι τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται στό δικό του στασίδι κρατώντας τό πηγούνι του καί σκεπτικός…Δέν χρειάζεται νά ἀνάψη καντήλια, κεριά γιά ζωντανούς καί πεθαμένους…Δέν μπαινοβγαίνει στό ἱερό διότι τοῦ τό ἀπαγορεύει ὁ Λειτουργός ἱερεύς. Ξαφνικά, ἐνῶ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Ἀποστόλου συνεχίζεται, ὁ παπᾶ Νικόλαος τρέχει καί στέκεται μέ ὕφος παρακλητικό μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ τέμπλου. Σηκώνει τά χέρια του ψηλά καί τοῦ λέγει δυνατά: “Ἑξῆντα τρία χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος (1994) καί τίποτε δέν ἔκαμα. Θερμά σέ καθικετεύω, λυπήσου με , Κύριε…”.
Μετά ἀπό κάθε Λειτουργία, συνήθως τήν Δευτέρα, πρός τιμήν τῶν Ἀρχαγγέλων, εἶχε ἔξω ἀπό τό ἐκκλησάκι, στό τραπέζι τά κεράσματά του, κουλούρια, γλυκά, ἐνίοτε καί ποτά γιά τούς Πατέρες. Ἄλλοτε κρατοῦσε τά σφραγισμένα ποτά, κυρίως χυμούς μέσα στήν τσέπη του καί, πρίν φύγουν οἱ Πατέρες, τούς τά ἔδινε στό χέρια λέγοντάς τους καί ἕνα θερμό εὐχαριστῶ γιά τήν Λειτουργία πρός τιμήν τῶν Ἀρχαγγέλων του. Τά κεράσματα αὐτά τά προμηθευόταν ἀπό τήν προηγουμένη ἡμέρα ἀπό τόν πολυαγαπητό του ἱερομόναχο π. Π. Κοντά του ἔννοιωθε σάν ὑποτακτικός του καί τοῦ ἐκμυστειρευόταν ὅλα τά μυστικά του, τούς λογισμούς του καί τά νέα του.
Τοῦ ἄρεσε νά καῖνε τά καντήλια του Παρεκκλησίου σχεδόν ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. Γι᾿ αὐτό ἐφρόντιζε νά μή τοῦ λείπουν τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν πλήρη λειτουργία του.
-Τόν ἐρωτούσαμε: Θά σωθοῦμε, παπᾶ Νικόλα;
-Καί ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντοῦσε. “Ἐγώ εἶμαι ἄξιος αἰωνίου κολάσεως. Ἡμάρτησα ποικιλοτρόπως, ἔκαμα ὅμως τήν πρέπουσα μετάνοια; Ἄν σωθῶ ἐλέῳ Θεοῦ, πρεσβείαις τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Πνευματικῆς μας Μητρός, τῶν ἁγίων Προστατῶν τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων καί πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν. Δέν φαντάζομαι νά μ᾿ ἀφήσουν οἱ Ἀρχάγγελοι, τούς ὁποίους ὑπηρετῶ ἐδῶ 53 χρόνια! Ὅ,τι θέλουν ἄς κάνουν… Ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα. Πρίν ἀπό μένα ὑπηρετοῦσε τούς Ἀρχαγγέλους ὁ Γέρο-Γρηγοράκης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ἀνήμερα τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων..
Παπᾶ Νικόλα, φοβᾶσαι τόν θάνατο;
-Ναί, τόν φοβᾶμαι, διότι δέν ξέρω κατά πόσον μετενόησα καί πῶς θά μέ δεχθῆ ὁ Θεός. Ἐγώ σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία ἔχω λογισμούς ἀπελπισίας…Πάντως εὐχαριστῶ τόν Θεό καί τήν Πνευματική μας Μητέρα, διότι μέ κράτησαν στό Ἅγιον Ὄρος. Μ᾿ ἐζήτησαν καί στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου προσκύνησα τό 1977 μέ τόν μακαριστό Γέρο Εὐφραίμ, νά ὑπηρετήσω ἐκεῖ τά Ἱερά Προσκυνήματα. Τούς εἶπα τ᾿ Ἅγιον Ὄρος εἶναι Ἅγιον Ὄρος καί γύρισα πίσω.
Μέ κάλεσαν στήν πατρίδα μου νά μέ κάνουν ἡγούμενο στίς Βάρσες, στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου, Πνευματικό καί ἐφημέριο σέ ἐνορία νά παίρνω καί μισθό, δέν δέχθηκα, διότι μέ ἀπείλησε ὁ Γέρο Βησσαρίων ὅτι θά μοῦ στείλη πίσω ὄχι μόνο τό ἀπολυτήριο., ἀλλά καί τήν καθαίρεσι…καί φοβήθηκα καί γύρισα πίσω.
Εἶχε ἀκούσει γιά τά θαύματα πού κάνει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ ὁ Πανορμίτης, τοῦ ὁποίου μέγα Προσκύνημα εἶναι στό νησί Σύμη, πλησίον τῆς Νήσου Ρόδου.
Ἡ εὐλάβεια τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν μας πρός τόν μέγα Ἀρχάγγελο φθάνει μέχρι σημείου νά τοῦ ἀποστέλλουν, μέσῳ θαλάσσης, σφραγισμένα κουτιά ἤ μπουκάλια μέ ἀφιερώματα, συνήθως κεριά καί θυμιάματα, τά ὁποῖα καί φθάνουν πλέοντας μετά ἀπό κάποιο διάστημα στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ, πλησίον τοῦ Προσκυνήματός του. Τότε καί ὁ ἴδιος ἔβαλε σ᾿ ἕνα κονσερβοκούτι θυμίαμα καί τά ὀνόματα πρός μνημόνευσι, τό ἐσφράγισε μέ καλάϊ, τό ἐκάρφωσε ἐπάνω σέ μιά σανίδα, ἐχαράκωσε τήν διεύθυνσί του καί μᾶς ἐκάλεσε μερικούς Ἀδελφούς νά πᾶμε κοντά του.
-‘Ελᾶτε, μαζί μου νά ταχυδρομήσουμε τά δῶρα γιά τόν Ἀρχάγγελο”. Δέν ἠξέραμε ποῦ μᾶς πηγαίνει καί τόν ἐρωτήσαμε.
-Παπᾶ Νικόλα, ποῦ πᾶμε; Γιά νά ταχυδρομήσης κάτι θά πᾶς στό γραφεῖο τῆς Μονῆς.
-Τό ξέρω, ἀλλά αὐτά τά δῶρα θά ταξιδεύσουν διά θαλάσσης.
Μή ἠμπορῶντας νά καταλάβουμε τί θά κάνη, τόν ἀκολουθήσαμε. Φθάσαμε στήν ἄκρη τῆς προβλήτας τοῦ λιμανιοῦ τῆς Μονῆς μας καί σταθήκαμε. Ἐκεῖνος ἔψαλλε τό Ἀπολυτίκιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μετά ἐπέταξε τήν σανίδα μέσα στό νερό καί εἶπε. “Αγιε Ἀρχάγγελε, πάρε τό δῶρο σου καί νά μοῦ γράψης, ὅταν φθάσουν τά δῶρα μου στό Μοναστήρι σου”. Αὐτό ἔγινε τό 1975, ὅταν ἐμεῖς ἡ συντροφιά του, εἴχαμε ἔλθει σάν Δόκιμοι στό Μοναστήρι.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα, μᾶς εἰδοποίησαν ἀπό τήν Καλλιάγρα, λιμάνι μέ ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, πλησίον τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων καί μᾶς εἶπαν, ὅτι στό λιμάνι τους ἔφθασε μία σανίδα μέ καρφωμένο ἕνα κουτί καί τήν διεύθυνσι τοῦ παπᾶ Νικολάου. Ὁ Ἀρχάγγελος μετέφερε σέ ἄλλο ἐκκλησάκι του τό δῶρο τοῦ παπᾶ Νικόλα, τό ὁποῖον οἱ Πατέρες ἐκεῖ τό χρησιμοποίησαν πρός δόξα καί τιμήν τοῦ Ἀρχαγγέλου.
Λίαν ἐκπληκτική ἦτο ἡ ἁπλότης του καί στήν ἀλληλογραφία μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς του καί τούς ὀλίγους γνωστούς του.
Εὑρισκόμουν τό 2002 στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο Κολουέζι τοῦ Κογκό. Ὁ παπᾶ Νικόλαος συχνά πυκνά νά ἐρωτᾶ τόν Γραμματέα τῆς Μονῆς μήπως ἦλθε γράμμα ἀπό τόν πατριώτη του, τόν Δαμ. Μέ τηλέφωνησε ὁ Γραμματεύς ὅτι “πρέπει τό ταχύτερον νά γράψης γράμμα στόν παπᾶ Νικόλαο, διότι ἀνησυχεῖ γιά σένα, τόν πατριώτη του”. Τοῦ ἔστειλα γράμμα τοῦ παπᾶ Νικολάου κι ἔλαβα σέ λίγο διάστημα τήν ἐπιστολή του. Ἐπειδή εἶναι πολύ χαρακτηριστική, θά μοῦ ἐπιτρέψουν οἱ ἀγαπητοί ἀναγνῶστες νά τήν περιλάβω σ᾿ αὐτό τήν σύντομη βιογραφία του ὁλόκληρη:
Μονή Γρηγορίου 12/ 7/ 2002
“Λίαν ἀγαπητέ ἐν Χριστῶ ἀδελφέ Δαμ…., χαῖρε ἐν Κυρίῳ καί ὑγίαινε κατ᾿ ἄμφω, ψυχῆ τε καί σώματι. Ἐν Ἀφρικῆ.
Ἀγαπητέ συμπολῖτα Δαμ…
Γνωρίζω ὑμῖν διά τῆς παρούσης μου ὅτι πρό ἡμερῶν ἔλαβον τάς ὑμετέρας ἐπιστολάς καί εἶδον ἐν αὐταῖς τά γεγραμμένα. Ἡ ἱεραποστολή εἶναι θεάρεστον καί καλόν ἔργον, ἀλλά θέλει προσοχή, διότι ἔχει πολλούς κινδύνους. Λοιπόν προσοχή καί προσευχή….
Ἐγώ σᾶς ἐνθυμοῦμαι πάντοτε εἰς τάς πενιχράς μου προσευχάς καί ἐλπίζω νά ἀνταμώσωμεν πρίν ἀποθάνω, διότι εἶμαι 90 ἐτῶν.
Ἡ κατάστασις εἶναι ρευστή μέ πολλούς κινδύνους. Ἐδῶ εἰς Ἅγιον Ὄρος ἔρχεται πολύς κόσμος. Βλέπομεν καί ἀκούομεν πολλά…
Ἔχετε τά δέοντα τοῦ Γέροντος καί τῶν Ἀδελφῶν. Ἀναμένω ἐπιστολήν σας ἀνυπερθέτως.
Διατελῶ μετ᾿ ἀγάπης Χριστοῦ καἰ εὐχῶν πρός Κύριον ὑπέρ ὑμῶν.
Ἐλάχιστος ἐν ἱερομονάχοις καί ἁμαρτωλός
+Νικόλαος Ἱερομόναχος Γρηγοριάτης (Κάνταρος)
Ἦτο ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἰσχυρᾶς κράσεως καί ἀσυνήθους μυϊκῆς δυνάμεως. Ἐνθυμοῦμαι, στά 70 χρόνια του ἅρπαζε τό σακκί τό τσιμέντο στήν ἀγκαλιά του καί τό ἀνέβαζε στό μπαλκόνι τοῦ κελλιοῦ του, τρεῖς ὀρόφους ψηλά, γιά νά κάνη μερικές μαστοροδουλειές.
Στά πρῶτα χρόνια, ἐπειδή εἴμασταν ὀλίγοι μοναχοί καί οἱ ἐργάτες δυσεύρετοι, ἐκάναμε ὅλες τίς μαστορικές δουλειές: Κτίστες, ὑδραυλικοί, σοβατζῆδες, ἐλαιοχρωματιστές κλπ. Εἴχαμε γίνει, κατά τήν παροιμία πολυτεχνίτες καί ἐρημοσπίτες. Ὁ γράφων εἶχα δῆθεν τήν εἰδικότητα τοῦ κτίστου καί τοῦ σοβατζῆ. Μέ κάλεσε μιά ἡμέρα ὁ παπᾶ Νικόλας νά τοῦ κτίσω ἕνα κολονάκι καί νά τό σοβατίσω. Τελείωσα τήν δουλειά μου, ἀλλά ἤθελα, λόγῳ καί τῆς νεότητός μου, νά παίξω καί λίγο μέ τήν ἁπλότητα τοῦ παπᾶ Νικόλα.
Ἐκεῖνος κατέβηκε νά φέρη τό λάστιχο γιά νά πλύνουμε τό μπαλκόνι. Ἐγώ πέφτω κάτω στό τσιμεντένιο δάπεδο τοῦ μπαλκονιοῦ. Ρίχνω λάσπη μέ ἀσβέστι ἐπάνω μου, δύο τρεῖς πέτρες στά πλευρά μου γιά νά φανῆ ὅτι μέ σκότωσαν οἱ πέτρες. Ἦλθε ὁ παπᾶ Νικόλας.
-Σήκω ἀπάνω, ρέ…
-Μιλιά ὁ…νεκρός.
-Μέ πλησιάζει ἀνήσυχος.
-Ἔε, Δαμ….
Μέ κλωτσάει μέ τό πόδι του.
Ἐγώ ἀτάραχος κι ἀμίλητος.
Ἀκούω νά λέγει: Πάει…, πέθανε…. Ὁ νοσοκόμος. Φωνάξτε τόν νοσοκόμο. Πάτερ Δημήτριεεεε!
Κατεβαίνει ἐπί τροχάδην τίς σκάλες. Ψάχνει γιά νοσοκόμους καί γιατρούς. Ἔφθασαν στό μπαλκόνι λαχανιασμένοι, ἀλλά ὁ …νεκρός εἶχε ἀναστηθῆ καί εἶχε ἐξαφανισθῆ.
Μέ τό πάθημά του αὐτό ὁ παπᾶ Νικόλας ἀπέδειξε πόσο θερμά καί εἰλικρινά μᾶς ἀγαποῦσε. Γι᾿ αὐτό χαιρόταν νά μᾶς συντροφεύει. Χαιρόταν νά πηγαίνουμε στό Κελλί του. Χαιρόταν νά μιλᾶ καί νά συζητᾶ μαζί μας.
Τότε δέν καταλάβαινα ὅτι μέ τά ἀστεῖα μου αὐτά, τόν προκαλοῦσα ψυχικά. Τόν εἶχα ἀρκετές φορές κουράσει. Τόν εἶχα στενοχωρήσει. Τώρα ὅμως τοῦ ζητῶ συγγνώμη. Ἐκεῖνος ὅμως δέν μοῦ κρατοῦσε ποτέ κακία. Ἄν καθυστεροῦσα δυό-τρεῖς ἡμέρες νά τόν ἐπισκεφτῶ στό κελλί του ἤ νά τόν ρωτήσω γιά τήν ὑγεία του, ἐρχόταν ἐκεῖνος. Μέ τόν δικό του τρόπο, δηλαδή μέ ἐρωτήσεις ἀπό τήν ἱστορία καί τήν γεωγραφία ἄνοιγε τήν συζήτησι καί ἐφαίδρυνε τίς μεταξύ μας φαινομενικά ψυχρές σχέσεις.
Δέν εἶχε τίποτε πλαστό καί ὑποκριτικό στήν συμπεριφορά καί στά λόγια του. Ὅλα προήρχοντο πηγαῖα ἀπό τήν ἁπλοϊκή του καρδιά. Δέν εἶχε ἴχνος ἀπό τήν λεγομένη κοσμική εὐγένεια, ὑποδοχή, ἐξωτερικευμένη καλωσύνη καί ἐγκαρδιότητα. Στά τριάντα χρόνια πού ζήσαμε μαζί, ἐλάχιστες φορές τόν εἶδα νά γελάση καί νά φανοῦν τά δόντια του.
Γι᾿ αὐτό τά λόγια του εἶχαν μία μοναδική καί ἐξέχουσα ἀξία, διότι ἦσαν ὅλα ἀληθινά. Ἐνίοτε ἐπέκρινε μερικές ἐνέργειες τοῦ Γέροντος ἤ ἄλλων διοικητικῶν προσώπων τῆς Μονῆς μας. Ὅμως μᾶς ἔλεγε ὅτι “δέν τούς κατακρίνω, ἀλλά λέγω αὐτό πού νομίζω ὅτι εἶναι ἀληθινό”.
Ὁσάκις ἔβγαινε στόν κόσμο ὁ σεβαστός μας Γέροντας ἔπαιρνε μαζί του καί κάποιον ἀπό τούς παλαιοτέρους Γέροντες διά νά γνωρίζουν μέσῳ αὐτοῦ καί οἱ ἄλλοι Γέροντες τίς πράξεις, τίς ἀποφάσεις καί τόν βίο τοῦ Γέροντός μας.
Ἀκόμη τόν χρειαζόταν γιά νά τόν συμβουλεύεται σέ πολλά διοικητικά καί μοναστηριακά θέματα καί νά ἀποφεύγη νά κάνη τό θέλημά του πρός ἁρμονικήν συμβίωσιν μέ τούς Γέροντες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι στήν ἀρχή (1974) ἦσαν 17 ἄτομα.
Κάποτε ἐπῆρε μαζί του τόν παπᾶ Νικόλαο. Μετέβησαν σέ διάφορα μέρη, κυρίως Μετόχια γιά ὑποθέσεις τῆς Μονῆς καί ἐπισκέφθηκαν καί μοναστήρια. Στήν Ἱερά Γυναικεία Μονή τοῦ Πανοράματος Θεσσαλονίκης τῆς ὁποίας ὁ Γέροντάς μας εἶναι Πνευματικός ἀπό τό 1985, ἔδωσε τήν εὐλογία καί στόν ἁπλούστατο παπᾶ Νικόλαο νά εἰπῆ λίγα λόγια στίς Ἀδελφές πρός πνευματική τους παρηγορία. Ἰδού τί τούς εἶπε περίπου:
– “Σεβαστέ μου, Γέροντα, ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀγράμματος Καλόγηρος καί δέν ξέρω τί νά εἰπῶ, ἀλλά γιά τήν ὑπακοή καί τόν σεβασμό πού τρέφω πρός τό ἅγιο πρόσωπό σας, θά εἰπῶ λίγα λόγια. Λοιπόν, Ἁγία Καθηγουμένη, θά σᾶς ὁμιλήσω ἐμπράκτως.
Ὁσάκις ἔκανα τό θέλημά μου, ἔσπασα τά μοῦτρα μου… Γι᾿ αὐτό ἄν τά χαλάσω μέ τόν Θεό, ἔχω πρεσβευτή τόν Γέροντά μου, μά ἄν τά χαλάσω μέ τόν Γέροντά μου, ποιός θά μέ συνδέση μέ τόν Θεό; Ἁγία Καθηγουμένη, ὁ Γέροντάς μας, τραβάει ἐξ αἰτίας μας τά βάσανα τῶν βασάνων του. Ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει, μᾶς οἰκονομάει. Καί ἐσύ νά οἰκονομῆς τίς Ἀδελφές.
Λοιπόν, Ἅγία Καθηγουμένη, πίστις, ἐλπίς καί ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί “ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσης”. Αὐτές εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἀρετές. Πρέπει νά εἴμαστε τύπος καί ὑπογραμμός.
Ἔφυγα ἀπό τόν κόσμο 18 ἐτῶν παιδί καί ἦλθα στό Ὄρος γιά σπουδές.
Ὁ Γέροντάς μου Γέρο-Ἀβέρκιος μέ ξεγέλασε καί μέ κράτησε γιά Καλόγηρο στό Κελλί του. Ἀλλά καλλίτερα πού δέν σπούδασα. Θά εἶχε πάρει τώρα τό μυαλό μου ἀέρα…Εὐχαριστῶ τήν Παναγία μας πού ἔγινα οἰκήτωρ τοῦ Ἁγίου Ὄρους… Μ᾿ αὐτά πού βλέπω ἐδῶ στόν κόσμο, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι. Λοιπόν, μέ τήν ἐξαγόρευσι τῶν λογισμῶν μας, τήν προσευχή, τήν ταπείνωσι καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σπάζει τό μέτωπο τοῦ ἐχθροῦ….
Ὁ διάβολος δέν θέλει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά κρύβουμε τούς λογισμούς μας ἀπό τούς Πνευματικούς μας πατέρες. Ὁ Γέροντάς μας ἔχει μεγάλη σοφία πού τήν ἀπέκτησε ὄχι τόσο ἀπό τά βιβλία, ὅσο ἀπό τήν τεράστια πνευματική πεῖρα ἀπό τίς ἐξομολογήσεις. Αὐτά σᾶς τά εἶπα ἐπειδή μέ προέτρεψε ὁ ἅγιος Γέροντάς μου. Σᾶς εὐχαριστῶ”.
Κάποια ἄλλη φορά εἶχε βγῆ στόν κόσμο μέ ἕνα ἄλλο δυναμικό Προϊστάμενο τῆς Μονῆς, τόν Γέροντα Δαμιανό. Μαζί του διατηροῦσε ἀδελφικές σχέσεις, τίς ὁποῖες ἐνίοτε ἐπεσκίαζαν οἱ ἀνθρώπινες ἐκρήξεις, λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ τους καί τῶν δύο χαρακτῆρος. Ἔμεναν σ᾿ ἕνα διαμέρισμα τῆς Μονῆς μας, τό λεγόμενο Ἐπιτροπικό, πλησίον τῆς Ροτόντας. Ἐκεῖνο τόν καιρό, γιά τά περιβόητα διοικητικά εἶχαν διαπληκτισθῆ.
Κατά σύμπτωσι τούς ἐπισκέφθηκε ὁ τότε νεαρός, ἀπόφοιτος τῆς Χημείας κ. Γεώργιος Παπανικολάου, ὁ μετέπειτα Ἀρτέμιος ἱερομόναχος, ἀδελφός τῆς Μονῆς μας. Εἶχε μόλις φθάσει ἀπό τήν Ἀθήνα μέ προορισμό τό Μοναστήρι μας, ὅπου καί εἶχε ἀποφασίσει λίαν προσεχῶς νά κοινοβιάση.
Ὁ παπᾶ Νικόλαος μέ τήν παιδική του ἁπλότητα δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία νά βάλη τόν νεαρό Γεώργιο ὡς συμφιλιωτή στήν μεταξύ τους μέ τόν Γέρο Δαμιανό ἁψιμαχία.
– Γιῶργο παιδί μου, ἔλα κοντά.
– Τί συμβαίνει παπᾶ Νικόλαε.
– Ἔλα. Ἄς εἶσαι ἐγγόνι μας καί λαϊκός. Ἔλα στάσου ἀνάμεσά μας νά μᾶς συμφιλιώσης….Ἐσύ εἶσαι ὁ συνδετικός μας κρῖκος.
Ὁ νεαρός Γεώργιος ξαφνιάσθηκε μ᾿ αὐτή τήν πρωτότυπη συμπεριφορά τοῦ παπᾶ Νικόλα. Αἰσθάνθηκε ἄσχημα. Πῶς θά ἐνεργήση δῆθεν γιά νά συμφιλιώση δύο λευκασμένα Γεροντάκια;
Προφασίσθηκε ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νά φύγη γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀνεχώρησε.
Οἱ δύο Ἀδελφοί Προϊστάμενοι ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι τους, ἀφήνοντας στόν κόσμο τίς διαφορές τους…
Κάποια φορά συνταξιδεύσαμε μαζί γιά τήν Θεσσαλονίκη. Ἐμέναμε ὡς συνήθως στό Ἐπιτροπικό. Ὁ παπᾶ Νικόλαος δέν εὐτύχησε νά ἀνέλθη τίς βαθμίδες κάποιας πανεπιστημιακῆς σχολῆς, παρότι τό ἐπιθυμοῦσε ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία. Τώρα ὅμως, ἀφοῦ ὁ νεαρός συνοδός του ἦτο τελειόφοιτος τῆς θεολογικῆς σχολῆς, “γνωστός τῶ ἀρχιερεῖ”, τό ἐθεώρησε μοναδική εὐκαιρία νά μπῆ στά διάφορα σπουδαστήρια τῆς θεολογικῆς σχολῆς.
– Λοιπόν, Δαμ…..ὅπως ξέρεις ἐγώ ἤμουν γιά γράμματα. Ὁ δάσκαλος μου τό εἶχε πῆ στόν πατέρα μου, “ὅτι ὁ Κώστας εἶναι γιά γράμματα”, ἀλλ᾿ἐκεῖνος ἀγράμματος καί χωριάτης δέν μέ ἔστειλε νά σπουδάσω. Ὁ Γεροντάς μου ὁ Ἀβέρκιος μέ γέλασε. Τώρα ὅμως θέλω νά μέ πᾶς στό πανεπιστήμιο.
-Παπᾶ Νικόλαε, ἐκεῖ πᾶνε νέοι φοιτητές. Θά μᾶς παρεξηγήσουν. Τί θά ποῦμε στούς κ. Καθηγητές;
-Θά πᾶμε. Ἐγώ θά μιλήσω μέ τούς Καθηγητές. Γνωρίζω καί ἀπό ἱστορία καί γεωγραφία καί… γιά τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐσύ νά μή μιλᾶς. Μόνο νά μέ συνοδεύης….
Μπροστά στήν ἐπιμονή του, ὑπεχώρησα. Ἐπήγαμε στήν θεολογική σχολή. Τόν συνώδευσα καί μπήκαμε κατ᾿ἀρχήν στό πρῶτο σπουδαστήριο τῆς Κατηχητικῆς καί Ἐγκυκλοπαιδείας τῆς θεολογίας. Τόν παρουσίασα στούς βοηθούς καθηγητάς κ. Δημ. Λάππα καί Γ. Βασιλόπουλο. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἦτο ἀκράτητος στίς ἐρωτήσεις, ἀλλά καί ἀνικανοποίητος ἀπό τίς ἀπαντήσεις τους. Ἡ ὥρα περνᾶ. Οἱ καθηγητές πρέπει νά φύγουν…Τόν ἔβγαλαν ἔξω τεχνηέντως. Τόν παρέλαβα ἐγώ καί ὁ ἑπόμενος σταθμός μας ἦτο τό σπουδαστήριο τῆς ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἡ συζήτησις μέ τόν καθηγητή κ. Στέργιο Σάκκο εἶναι θεαματική. Ὁ κ. Σάκκος τόν ἐπαίνεσε γιά τίς θελογικές του γνώσεις. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἀναπολεῖ τά χαμένα χρόνια του. Κρῖμα…Σήμερα θά ἤμουν κι ἐγώ καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου.
Μοῦ ζήτησε νά πάη καί στήν ἰατρική σχολή καί ἰδιαίτερα στό ἀνατομεῖο. Τοῦ εἶπα ὅτι ἔκλεισαν τά ἐργαστήρια, ἄλλωστε πρέπει νά ξεκουρασθοῦμε. Εἶναι μεσημέρι. Ἐπί τέλους γυρίσαμε. Ἔτσι ὁ παπᾶ Νικόλαος εὐτύχησε νά γίνη φοιτητής τῆς θεολογικῆς σχολῆς, ἔστω γιά μισή ἡμέρα!
Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό κάποιο ταξίδι του στόν κόσμο, ἔφερνε καί κάτι δωράκια στούς νεώτερους Ἀδελφούς. Τούς ἔφερνε κυρίως γλυκά ἤ μπανάνες, τίς ὁποῖες ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τά φροῦτα. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή οἱ Ἀδελφοί τόν ὑπεδέχοντο μέ χαρά καί χαμόγελα καί τόν συνώδευαν μέχρι τό Κελλί του, ὅπου ὁ παπᾶ Νικόλας ἔπρεπε νά τούς ἐξιστορήση ὅλα τά νέα του μέ τήν παροιμιώδη ἁπλότητά του.
-Παπᾶ Νικόλα, ἐπῆγες καί στό Μετόχι τῆς Σταυρουπόλεως, τούς ὡμίλησες στήν ἐκκλησία;
-Καθώς λέτε καί ἐσεῖς, Πατέρες, ὅτι ἔχω τό χάρισμα τοῦ λόγου, τούς ὡμίλησα καί μέσα καί ἔξω. Σ᾿ αὐτούς πού ἦταν μέσα στόν ναό τούς εἶπα. “Ἄν ἔχουμε ἕνα Χρυσόστομο, τό ὀφείλουμε σέ μία Ἀνθοῦσα, τήν μητέρα του. Ἄν ἔχουμε ἕνα Βασίλειο, τό ὀφείλουμε σέ μία Ἐμέλεια κι ἄν ἔχουμε ἕνα Ἱερό Αὐγουστῖνο, τό χρεωστοῦμε στά δάκρυα τῆς ἁγίας μητέρας του, τῆς Μόνικας.
Ἦλθαν καί κάτι παιδιά τοῦ γυμνασίου. Πώ, πώ, πώ τί παμπόνηρα. Τά ξέρουν ὅλα. Ἐμεῖς στήν ἡλικία τους δέν ξέραμε ἀπό πονηριές. Τούς ρώτησα νά μοῦ κλίνουν τό ρῆμα παιδεύω καί κανένα δέν ἤξερε. Τούς τό ἔκλινα ἐγώ λέγοντάς τους, ὅτι τό θυμᾶμαι ἐδῶ καί 60 χρόνια. Λοιπόν κλίνεται ἔτσι: Παιδεύω, ἐπαίδευον, παιδεύσω, ἐπαίδευσα, παπαίδευκα, ἐπεπαιδεύκειν. Αὐτά μέ κύτταζαν καί ἀποροῦσαν.
Τούς ρώτησα πῶς γράφεται ἡ λέξις ἄγγλος μέ ὄμικρον ἤ μέ ὠμέγα. Μοῦ λένε μέ ὠμέγα. Τούς ρωτάω τί εἶναι αὐτή ἡ λέξις ἐπίρρημα ἤ οὐσιαστικό καί δέν ἤξεραν. Τελείως ἀστοιχείωτα αὐτά τά παιδιά. Τί τούς μαθαίνουν στά σχολεῖα τους….;
Ἕνα παιδάκι ἦλθε νά μέ ρωτήση πῶς νά ξεπεράση τά νεανικά του προβλήματα. Τοῦ εἶπα. “Μέ τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τίς εὐχές τῶν γονέων σου, τήν ἐπίκλησι τῆς θείας βοηθείας, τίς προστασία τῆς Πνευματικῆς μας Μητρός, τῆς Παναγίας, θά ἠμπορέσης νά ἀνταπεξέλθης μέ τρόπο χριστιανικό καί εὐγενικό τά προβλήματά σου καί θά λές, ὅπως θέλει ὁ Θεός… Καί ἐκεῖνο μοῦ εἶπε¨
– Συμφωνῶ, πάτερ καί σ᾿ εὐχαριστῶ.
– Πῶς εἶναι ἔξω ὁ κόσμος παπᾶ Νικόλα;
– Τί νᾶ σᾶς πῶ, βρέ Πατέρες μου, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια καί γύμνια στό κατακόρυφο.Γι᾿ αὐτό λέγανε οἱ Παλιοί ὅτι, ὅταν θά γυρίζουν οἱ ἄνθρωποι γυμνοί στούς δρόμους, θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου. Τό πιό εὔκολο πρᾶγμα στό κόσμο σήμερα εἶναι νά ἁμαρτήση κανείς.
Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ὑπάρχουν, ὑπάρχουν καί καλές οἰκογένειες καί καλά ἀγόρια καί κορίτσια, ἀλλά ὑπάρχουν καί …διαβόλοι οὐκ ὀλίγοι. Πάντως, Πατέρες μου, σήμερα οἱ εὐσεβεῖς γίνονται εὐσεβέστεροι καί οἱ ἀσεβεῖς ἀσεβέστεροι. Ὁ κόσμος ἔξω μᾶς θέλει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὄχι στά σπίτια γιά κεράσματα καί γνωριμίες, διότι δέν ξέρουμε τί μπορεῖ νά μᾶς συμβῆ.
Κάποια ἡμέρα μπῆκα στό λεωφορεῖο. Μέ εἶδε μία νεαρή κοπέλλα μέ μίνι φούστα καί αἰσθάνθηκε ντροπή. Ἄρχισε νά τραβάη τήν φοῦστα της. Τῆς εἶπα. “Πήγαινε στήν μοδίστρα νά σοῦ τήν μακρύνη. Μή τήν τραβᾶς γιατί θά τήν ξηλώσης καί θἆναι χειρότερα. Ἐκείνη ντροπιάστηκε καί δέν μοῦ μίλησε…
Μιά ἄλλη φορά ταξίδευα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη μέ τό τραῖνο. Δίπλα μου συνταξίδευαν καί 2-3 φοιτήτριες. Μέ ἐρώτησαν νά τούς ἐξηγήσω τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Πῶς δηλαδή ἡ Παναγία μας γέννησε παιδί καί ταυτόχρονα εἶναι Παρθένος.
-Ἀκοῦστε, βρέ παιδιά μου, τούς εἶπα. Βλέπετε τώρα πού ταξιδεύουμε ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτῖνες του στήν γῆ. Μία δεσμίδα ἀπ᾿ αὐτές μπαίνουν μέσα στό βαγόνι μας ἀπό τό τζάμι. Χρειάζεται νά σπάσουν τό τζάμι γιά νά μποῦν μέσα;
-Ὄχι, πάτερ, δέν σπάζουν τό τζάμι.
-Ἔε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. Μπῆκε μέσα της τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἄφησε κατά τρόπο ἀνερμήνευτο ἔγκυον, χωρίς νά σπάση τά δεσμά τῆς ἀειπαρθενίας της.
Ἐξεπλάγησαν μέ τό παράδειγμα αὐτό. Δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά ἀπό κάποιο βιβλίο τό διάβασα.
Ἕνα βράδυ βρέθηκε στόν σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης τῆς Ἀθήνας.
Εἶχε κατέβει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί περίμενε τήν αὐτοκινητάμαξα ὥρα 11 τήν νύκτα γιά νά συνεχίση τό ταξίδι του μέχρι τήν πατρίδα του τήν Τρίπολι. Τόν εἰδοποίησαν νά κατέβη, διότι πεθαίνει ὁ ἀδελφός του.
Ντυμένος μέ τά καθαρά καί σιδερωμένα ροῦχα του, μεγαλοπρεπής καί αὐστηρός στήν ὄψι, ἔκανε βόλτες στήν εὐρύχωρο πεζοδρόμιο τοῦ σταθμοῦ. Κάποιος νυκτοδιαβάτης τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό πίσω καί συχνά τόν ἐνωχλοῦσε ζητῶντας χρήματα ἴσως γιά τά ναρκωτικά του ἤ καί γιά τό ποτό του…
Ὁ παπᾶ Νικόλαος στάθηκε ἀγέρωχα, τοῦ ἔριξε μιά βλοσυρή ματιά καί συνέχισε τίς βόλτες του. Ἐκεῖνος ὁ παράξενος ἐπισκέπτης νά μή σταματᾶ τίς ἐνοχλήσεις του.Ὁ Παπᾶς ἔβγαλε τό κομποσχοίνι του καί φώναζε τούς Ἀρχαγγέλους του. “Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, σῶστε με ἀπό τοῦτον τόν…τόν…ὁρατόν διάβολον”.
Ἀλλά ποῦ νά ἡσυχάση ὁ νυκτερινός αὐτός…πειρασμός. Ξαφνικά ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται μπροστά του. Βγάζει ἕνα τεράστιο μαυρομάνικο σουγιᾶ τῆς Κατοχῆς ἀπό τόν κόρφο του καί τοῦ λέγει ἀπειλητικά: “Τόν βλέπεις; Θά σοῦ τόν μπήξω στήν ραχοκοκκαλιά σου….”. Ἐξαφανίσθηκε ὁ ὁρατός…διάβολος καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔβαλε τό…σπαθί του στήν θέσι του, συνεχίζοντας τίς βόλτες του μέχρι ὅτου ἦλθε ἡ ἅμαξα, μπῆκε μέσα καί συνέχισε τό ταξίδι του.
Ὅταν γύρισε μοῦ διηγήθηκε πολύ παραστατικά τόν θρίαμβό του, λέγοντας: “Οἱ Ἀρχάγγελοι μέ φώτισαν νά βγάλω τόν σουγιά. Τόν παίρνω μαζί μου γιά ἄμυνα καί ἀσφάλεια. Δέν τόν βγάζω πάντοτε, ἀλλά…ὅταν κινδυνεύω. Ὄχι βέβαια γιά νά σφάξω, ἀλλά γιά νά ἀμυνθῶ…
Ἄλλοτε πάλι ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖνο τόν καιρό ἡ Κυβέρνησις μέ πρωτεργάτη τόν μακαρίτη ὑπουργό Ἐσωτερικῶν κ. Κουτσόγιωργα εἶχε προχωρήσει στήν ἀπαίσια νομιμοποίησι τῶν ἐκτρώσεων. Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς κύκλοι καί ἄνθρωποι, μοναχοί καί λαϊκοί ἦσαν ἀγανακτισμένοι.
Ὁ παπᾶ Νικόλαος συμμετεῖχε ἐγκαρδίως σ᾿ ὅλα τά προβλήματα τῆς Χώρας μας, διότι δέν ἦταν μόνο Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὅπως ἔλεγε, ἀλλά καί Ἕλλην πολίτης τῆς Ἑλλάδος.
Μέσα στό λεωφορεῖο λοιπόν, ἐπῆρε τήν ἄδεια ἀπό τόν ὁδηγό καί ἅρπαξε τό μικρόφωνο στά χέρια του.
Καυτηρίασε δημοσίως αὐτή τήν ἀπόφασι τοῦ Κράτους. Ἐσυμβούλευσε τίς γυναῖκες νά μή σκοτώνουν τά παιδιά τους, διότι τό ἔμβρυο δέν εἶναι ἕνα ἀναίσθητο πλάσμα στήν ὁποιαδήποτε διάθεσι τῶν γονέων του, ἀλλά εἶναι πλήρης ἄνθρωπος, μέ σῶμα καί ψυχήν.
Κατόπιν, ἔριξε καί μερικές κατάρες, γι᾿ αὐτές πού σκοτώνουν τά παιδιά τους…γιά νά τίς φοβίση.
Δέν ἐπρόκειτο νά σταματήση, διότι σκεπτόταν νά ἀναπτύξη τό θέμα τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ἀλλά ὁ ὁδηγός τοῦ ἅρπαξε τό μικρόφωνο ἀπό τά χέρια του. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἐπέστρεψε στό κάθισμά του καί ἐδόξαζε τόν Θεό, διότι ἔδωσε μία θαρραλέα μαρτυρία τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας.
-Τί λέει ἔξω ὁ κόσμος γιά τήν κατάστασι πού ἐπικρατεῖ σήμερα;
-Ὁ κόσμος εἶναι ἀνάστατος ἐσωτερικῶς καί ἐξωτερικῶς. Κατήντησε παρανάλωμα τοῦ πυρός. Τρώει, πίνει, γλεντάει καί τίποτε ἄλλο. Σοὖπα ὁ κόσμος…Φοβήθηκε τό μάτι μου. Εἶδα πράγματα πού ἔφριξε τό πνεῦμα μου…Τό μυαλό μου ἔγινε κουρκούτι. Ἡ κατάστασις ρευστή, ἀνώμαλη… Τό ζήτημα τῶν ἐκτρώσεων δέν τό ἔχουν γιά τίποτε. Γεννοῦν ἕνα, δύο, κανένα. Ὅσες μέ πλησίασαν νά μοῦ ποῦν τέτοια θέματα, τίς ἀπέπεμψα κακοῖν κακῶς. Οὔτε γιά συγχωρητική εὐχή εἶναι ἄξιες, οὔτε γιά θεία Μετάληψι…. ἐνῶ ἡ Εὐρώπη… διαίρει καί βασίλευε.
Πῆγα στό χωριό μου. Κι ἐκεῖ τά ἴδια…Δέν τούς εὐλόγησα τό φαγητό, γιατί εἶχαν βάλει νά φᾶνε ἡμέρα Τετάρτη ψάρι. Τούς εἶπα. “Κάνετε μόνοι σας τόν σταυρό σας. Ἐσεῖς τίς ἁμαρτίες σας κι ἐγώ τίς ἁμαρτίες μου…Ἀλλά Κυριακή καί Πέμπτη ἔφαγα ψάρι γιά νά διατηρήσω τόν ἑαυτό μου…Καταλάβατε;
Μοῦ ἔλεγαν Τετάρτες καί Παρασκευές. “Πάρε γάλα..
-Ὄχι, ὄχι, ὄχι…Καλλίτερα νά πεθάνω παρά νά καταλύσω τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας….
Τίς νύκτες σηκωνόμουνα καί διάβαζα τίς Ἀκολουθίες μου μέ τά Βιβλία πού πάντοτε ἔφερνα μαζί μου. Μέ φώναζαν οἱ δικοί μου νά ξαπλώσω, ἀλλά δέν τούς ἄκουγα. Πρῶτα ἔπρεπε νά τελειώσω τίς καθημερινές Ἀκολουθίες μου καί μετά νά ξαπλώσω.
-Τί σοῦ εἶπαν οἱ γιατροί γιά τήν πάθησι τῶν ματιῶν σου;
-Ἐδῶ διεπίστωσα ὅτι τό θαῦμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς εἶχε γίνει μέ τίς προσευχές καί Παρακλήσεις πού διάβαζα κάθε ἡμέρα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων. Ἡ ὅρασις τῶν ματιῶν μου ἔχει βελτιωθῆ κατά 30%. Πῶς ἔγινε; Τό πρᾶγμα θέλει συνεργασία καί μυστικότητα μέ τόν Ἅγιο πού ἀγαπᾶς. Καταλάβατε;
Ἕνας Ἀδελφός τόν ἐρώτησε.
-Παπᾶ Νικόλαε, ἔχω πειρασμούς, τί νά κάνω;
Ἄκουσε, πατέρα μου, τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι Ἅγιον Ὄρος. Ἐγώ ἐτράβηξα οὐκ ὀλίγα στίς Καρυές, ἀλλά εὐχαριστῶ τόν Θεό καί τήν Παναγία πού μέ συγκράτησαν ἐδῶ στ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Δέν κατακρίνω κανέναν, ἀλλά λέγω πῶς ἐξελίχθηκαν τά πράγματα στήν ζωή μου. Ἡ εὐχή τῆς κουρᾶς λέγει. “Καί γάρ πεινᾶσαι ἔχεις, καί διψῆσαι καί γυμνητεῦσαι, ὑβρισθῆναι τε καί χλευασθῆναι, ὀνειδισθῆναί τε καί διωχθῆναι, καί πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς…”. Ἐγώ ὅλα αὐτά τά ὑπέφερα, ἀλλά δόξα σοι ὁ Θεός. Τώρα ἔχω περιορισθῆ στόν ἑαυτό μου καί στό κελλί μου. Δέν εἶμαι οὔτε ἡγούμενος, οὔτε Πνευματικός νά ἔχω εὐθύνη γιά τούς ἄλλους. Ὑπομονή, σιωπή καί περιφρόνησις. Ὅ,τι θέλετε κάνετε.
Καί ὁ Ἀδελφός. Ποῦ νά κάνουμε περιφρόνησι, στόν Ἀδελφό;
-Ὄχι στόν λογισμό μας, ἐνίοτε καί στόν Ἀδελφό, ἐάν συνεχίζη νά μᾶς ἐνοχλῆ…
Σέ Ἀδελφό πού ἑτοιμαζόταν γιά τό ἔργο τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, τοῦ ἔλεγε.
-Ἐσύ μέ τό σῶμα σου εἶσαι ἐδῶ, μέ τά μυαλά σου εἶσαι στήν Ἀλβανία…Μία στό Κογκό, μία στήν Ἀλβανία, μία στήν Ρουμανία…Δέν ἡσυχάζεις. Ἐσύ ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους… Πές στόν Ἡγούμενο νά στείλη κι ἄλλους. Πές. “Κουράσθηκα, Γέροντα, ἄς πᾶνε κι ἄλλοι”. Εἶσαι…εἶσαι…γράφε ἐδῶ βιβλία. Πήγαινε στήν Ἀθωνιάδα νά διδάξης τά παιδιά. Κάτσε κάτω… Δέν σοῦ κρύβω, σέ χρειάζομαι κι ἐγώ…
-Παπᾶ Νικόλα, ἔλα καί σύ νά μᾶς βοηθήσης στήν Ἱεραποστολή. Ἔχεις καί τό χάρισμα τοῦ λόγου…
-Ποῦ νά πάω, ρέ…Δέν βλέπεις πού εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ τάφου;
Σέ ἀδελφό ἱερομόναχο πού ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἐξωτερική ἱεραποστολή γιά ψυχική ξεκούρασι στό Μοναστήρι, ἀπέφευγε νά τόν χαιρετίση λέγοντάς του “Φῦγε, φῦγε θά μέ κολλήσης μαλάρια (ἑλονοσία).
-Παπᾶ-Μ. στήν Ἀφρική οἱ ἄνθρωποι φορᾶνε ροῦχα;
-Καί βέβαια φορᾶνε παπᾶ-Νικόλα.
-Πότε βγῆκαν ἀπό τά δάση;
-Ἀπό τό 1930 ἄρχισαν νά βγαίνουν…
-Τρῶνε, τρῶνε ἀνθρώπους, ὅπως παλιά;
-Τώρα δέν τρῶνε.
-Καλά, καλά, ἀφοῦ δέν τρῶνε, ἄν ἤμουνα κατά 10 χρόνια νεώτερος θά ἐρχόμουνα κι ἐγώ.
Κάποια ἄλλη φορά εἶχε πάει στήν Δάφνη. Τότε εἶχαν τοποθετήσει γιά πρώτη φορά τά καρτοτηλέφωνα. Ἐπιστρέφοντας στήν Μονή μᾶς εἶπε τίς ἐντυπώσεις του.
-Τί νά σᾶς εἰπῶ, Πατέρες μου, τί γίνεται στήν Δάφνη. Μέ ἕνα σκληρό χαρτί, πού τό βάζουν μέσα σέ μία συσκευή μιλᾶνε οἱ ἄνθρωποι παντοῦ, στήν Εὐρώπη, στήν Ἀμερική, σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα αὐτά εἶναι προπαρασκευές γιά τήν τουριστικοποίησι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ πόλεμος ἀναπόφευκτος. Τά πράγματα ἀνακατωμένα.
Τελικά ἡ Τουρκία θά φάη τό κεφάλι της. Κάθε πέρυσι καί καλλίτερα. Ὁ Σίγκερ (Κίσινγκερ, ὑπουργός κάποτε τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀμερικῆς) εἶπε ὅτι θά ἀναπτύξη τίς μειονότητες…Ὁ Ἐμβέρτης (Ἔβερτ, πρόεδρος παλαιότερα τοῦ Κόμματος τῆς Νέας Δημοκρατίας) φαίνεται σθεναρός ἀρχηγός…
Ὁ Μπεσίρας (Σαλί Μπερίσια, πρόεδρος τοῦ δημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Ἀλβανίας, μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ) στίς προεκλογικές του ἐκστρατεῖες ἐπικαλεῖται σέ βοήθεια τόν Ἀλλάχ. Εἶναι πιστός, ἐνῶ οἱ δικοί μας…ἀθεϊσμός στό κατακόρυφο. Τσιμέντο νά γίνη….γι᾿ αὐτούς ὁ Θεός. Πάντως ὅσοι ἀνέρχονται πομπωδῶς, κατέρχονται παταγωδῶς.
Μοῦ ἔλεγε ὁ πρῶτος Γέροντάς μου, ὁ Γέρο-Ἀβέρκιος ὅτι σέ κάποια πολιτεία, ἔπεσε πεῖνα καί ὁ Ἐπίσκοπος ἔδωσε τήν ἄδεια νά τρῶνε οἱ Χριστιανοί ὅ,τι εὕρισκαν. Μετά τήν ἀναχαίτισι τῆς πείνας, δέν ἐδίδαξε τόν λαό του νά κρατοῦν κατόπιν τίς νηστεῖες Τετάρτης κςί Παρασκευῆς. Ὅταν πέθανε, τόν ἔβγαλαν ἄλυωτο!
Καί στίς Καρυές, μοῦ εἶχε εἰπεῖ ἕνα ἄλλο φοβερό περιστατικό. Ἕνας παπᾶς, ὀνόματι π. Ἰ. ἔδινε συνεχῶς καί ἀνεξέλεγκτα Πνευματικές Συμμαρτυρίες γιά χειροτονίες. Ὅταν πέθανε τόν ἔβγαλαν ἄλυωτο. Ἐάν ἕνας παπᾶς ἁμαρτήση, ὁ Θεός θά συγχωρήση τήν ἁμαρτία του, ἀλλά θά κρεμάση τό πετραχῆλι του. Δέν ὑπάρχει οἰκονομία. Δέν ἠμπορεῖ νά λειτουργήση. Αὐτά μοῦ τά ἔλεγε ὁ παπᾶ Ἀθανάσιος, σοφός πνευματικός μου σύμβουλος ἀπό τήν Μονή Ἰβήρων.
Ἐπίσης ὁ Γέρο-Ἀβέρκιος μοῦ εἶχε εἰπεῖ καί μία ἄλλη διδακτική ἱστορία, πού συνέβη στίς Καρυές, ἐπί τῶν ἡμερῶν του.
Ἕνας μοναχός, μεγάλος πρωτοψάλτης τῶν Καρυῶν, ἦλθε στά τελευταῖα του γιά νά πεθάνη. Ἄκουγε κοντά του μία δυνατή χορωδιά νά τοῦ ψάλλουν. Τό εἶπε στόν Πνευματικό του κι ἐκεῖνος τόν παρώτρυνε νά ἐξομολογηθῆ.
Ἐξομολογήθηκε καί ἡ χορωδία τώρα ἀκουγόταν ἀπό μακρύτερα. Μετά πάλι ὁ Πνευματικός του τοῦ διάβασε κι ἄλλες εὐχές μέχρις ὅτου ἔφυγε μακριά του αὐτή ἡ χορωδία. Ἦταν δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν μέ τήν κενοδοξία νά τόν ἁρπάξουν ἀπό τά χέρια τοῦ φύλακος ἀγγέλου του καί νά τόν κολάσουν.
Στό Ἅγιον Ὄρος παλαιότερα στά μοναστήρια εἶχε ἀναπτυχθῆ ὁ πατριωτισμός. Ἔτσι, ὅταν ἐρχόταν κάποιος γιά δόκιμος τόν ἐρωτοῦσαν ἀπό ποῦ κατάγεται καί ἀναλόγως τόν ἔστελλαν. Ἐάν π.χ. καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο ἐδέχοντο μόνο οἱ Μονές ὁσίου Γρηγορίου καί ἡ Ἐσφιγμένου.
Ὅπως, ὑπάρχει συνήθεια, στίς ἀρχές Ἰανουαρίου κάθε χρονιᾶς γίνονται οἱ ἀλλαγές τῶν διακονημάτων. Ἦταν τό 1982, ὅταν μάγειρος, ἀρχοντάρης, κηπουρός, φούρναρης καί ἀλλοῦ εἶχαν ἀναλάβει Πελοποννήσιοι μοναχοί. Ὁ π. Νικόλαος ἦταν γεμᾶτος χαρά. Περνοῦσε τίς πρῶτες ἡμέρες, ὅπου διακονοῦσαν Μωραΐτες καί τούς ἔλεγε:
-Πατέρες, κρατᾶτε τά πόστα….Κρατᾶτε μή μᾶς τά πάρουν οἱ Μακεδόνες…
Ὅταν μᾶς ἔφευγε γιά τό μεγάλο ταξίδι τῆς αἰωνιότητος κάποιος Πελοποννήσιος μοναχός, ὁ παπᾶ Νικόλας ἦτο πολύ στενοχωρημένος, διότι χάθηκε καί ἕνας ἀκόμη πατριώτης. Στούς παλαιοτέρους πατριῶτες του ἐξέφραζε τήν ἀγωνία του μέ πόνο. Ἀνησυχοῦσε γιατί τό Μοναστήρι θά τό πάρουν Μοναχοί ἀπό ἄλλα διαμερίσματα τῆς Χώρας μας.
Ἐπειδή στό Μοναστήρι μας, καθώς καί στά ἄλλα Μοναστήρια τείνει νά ἐξαφανισθῆ αὐτό τό φαινόμενο, ἕνας Ἀδελφός γιά νά πειράξη τόν παπᾶ Νικόλαο, τοῦ εἶπε:
-Παπᾶ Νικόλα, τό μοναστήρι δέν εἶναι πλέον Μωραΐτικο, διότι οἱ παλαιοί Πατέρες πού ἦσαν Μωραΐτες ἐκοιμήθησαν καί ἐσεῖς εἶσθε πλέον μειονότης.
-Ναί, ἀλλά ἐμεῖς τό ἀναδείξαμε. Ὅλοι οἱ ἡγούμενοι ἦσαν Πελοποννήσιοι. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ρίζες καί ὁ κορμός. Νά ἰδοῦμε τώρα ἐσεῖς πού εἶσθε τά φύλλα θά βγάλετε καρπό; Διότι ἔρχονται στό Ὄρος γιά μοναχοί ἄλλοι γιά νά δοξασθοῦν, ἄλλοι γιά νά ζήσουν καί ἄλλοι γιά νά σωθοῦν.
-Καί πῶς τούς ξεχωρίζουμε αὐτούς παπᾶ Νικόλαε;
-Ἀπό τήν ζωή πού κάνει ὁ καθένας τους…
Ἕνας Ἀδελφός τόν ἐρώτησε.
-Τί θά κάνουμε, παπᾶ Νικόλα, ἐάν καταργηθῆ τό ἄβατον τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
-‘Ἐγώ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος δέν φεύγω. Ἐδῶ, ἐλπίζω, ὅτι θά βρῶ τήν σωτηρία μου. Εἶδα στόν ὕπνο μου νά μέ κυνηγάει ἕνας μαῦρος σατανᾶς.
Ἔβγαλα τόν σταυρό μου, μπῆκα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων καί γλύτωσα. Πάντως λένε ὅτι θ᾿ ἀνοίξουν δρόμο ἁμαξιτό πού θά συνδέει τήν Οὐρανούπολι μέ τήν Βίγλα, τό νοτιώτερο ἄκρο τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἄθω. Θά κτίσουν ξενοδοχεῖο ὕπνου καί φαγητοῦ στήν Δάφνη καί στίς Καρυές καί ἑλικοδρόμιο στό ξηροποταμινό λειβάδι…Αὐτό εἶναι τό πρόγραμμα τῶν Εὐρωπαίων.
Ἄν ἔλθουν γυναῖκες στό Ὄρος αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία μᾶς ἐγκατέλειψε. Τότε τό Ἅγιον Ὄρος θά βυθισθῆ. Ἐγώ θά μείνω ἐδῶ κι ἄς πνιγῶ…Ἐσύ, π. Δ. ὅταν εἰδῆς νά κατεβαίνουν γυναῖκες στήν παραλία μας, σάν Ἀρχοντάρης πού εἶσαι, νά τρέξης καί νά εἰδοποιήσης τόν Γέροντά μας. Ἐγώ θά πάρω μία ντουντούκα νά διαλαλήσω ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος καίγεται καί μετά θά πάρω ἕνα λάστιχο νά τρέξω νά τίς καταβρέξω…
Παπᾶ-Νικόλα, τί γνώμη ἔχεις δέν εἶναι καλλίτερα νά φύγουμε γιά τήν πατρίδα μας, τήν Τρίπολι;
-Μοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός μου νά πάω κοντά τους, ἀλλά ποῦ θά βρῶ ἐκεῖ συχνή Θεία Κοινωνία; Πῶς θά διαβάζω τίς Ἀκολουθίες μου; Ἄλλωστε κι ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχουν γυναῖκες; Ὄχι, ἐσεῖς νά πᾶτε ὅπου θέλετε. Ἐγώ θά μείνω καί θά… ψοφήσω ἐδῶ.
Κάποια χρονιά, νομίζω, τό 1980, μπῆκε κλέφτης στό Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων καί ἔκλεψε μία παλιά εἰκόνα, στήν ὁποία εἰκονιζόταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας καί ἡ Θήκη μέ τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Ὁ π. Νικόλαος ὅταν ἀντελήφθηκε ὅτι χάθηκε ἡ εἰκόνα, ἀναστατώθηκε.
Ἔπεσε γονατιστός στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Ὕψωσε τά χέρια του σέ ἐναγώνια ἱκεσία καί τόν θερμοπαρακαλοῦσε νά ἐπιστρέψη πίσω τήν εἰκόνα. Σέ μία ἑβδομάδα τήν ἔφερε τήν εἰκόνα στά χέρια του ὁ Γέρο-Ζαχαρίας. Εἶχε κατέβει στήν παραλία γιά νά περπατήση. Ἐκάθισε γιά λίγο σέ μιά μεγάλη πέτρα γιά νά ξεκουρασθῆ. Ὅταν σηκώθηκε, κινήθηκε ἡ πέτρα καί φάνηκε ἀπό κάτω ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει μέ ποιό τρόπο ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἀνάγκασε τόν κλέφτη νά ἐγκαταλείψη τήν εἰκόνα καί νά μπῆ στό πλοῖο φοβισμένος…
Ἄλλοτε πάλι, ἦλθε στό κελλί μου, (ἔμενα δίπλα στό δικό του) καί μοῦ κτυποῦσε τήν πόρτα μέ γροθιές, δυνατά. Τοῦ ἄνοιξα κι ἐγώ σαστισμένος, χωρίς νά ξέρω τί τοῦ συμβαίνει.
-Ἔλα μαζί μου…
–Ποῦ θέλεις νά πᾶμε.
-Ἔλα μαζί μου, σοὖπα.
Τόν ἀκολούθησα καί μπήκαμε μαζί στό Παρεκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων.
-Γονάτισε ἐδῶ μπροστά στόν Ἅγιο Μηνᾶ, μοῦ λέγει.
-Γιατί νά γονατίσω, τί συμβαίνει.
-Γονάτισε, ρέ Ψυχή μου…
Καί ἐπειδή δέν γονάτιζα, γονάτισε μπροστά στήν εἰκόνα ἐκεῖνος. Σήκωσε τά χέρια του ψηλά καί εἶπε στόν Ἅγιο Μηνᾶ. “Ἅγιε Μηνᾶ μου, ὅπως μέ βοήθησες καί βρῆκα τόν σογιᾶ μου, ἔτσι βοήθησέ με νά βρῶ καί τήν σωτηρία μου…
-Τί συμβαίνει, παπᾶ Νικόλα; Ἔχασες τόν σογιᾶ σου καί ἔβαλες τόν Ἅγιο νά σοῦ τόν φέρη;
-Ἐδῶ καί μία ἑβδομάδα περίπου, δέν εὕρισκα τόν σογιᾶ μου. Ἐνόμισα ὅτι τόν ἔχασα. Τόν εἶχα φέρει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἄρχισα τίς Παρακλήσεις στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες, ἔκανε ὁ Ἅγιος τό θαῦμα του. Πρίν ἀπό λίγο ἐδιάβαζα τήν Παράκλησί του. Εἶχα φθάσει στήν ἕκτη ὠδή, ὅταν ἕνας λογισμός μοῦ εἶπε προστακτικά στό μυαλό μου. Τρέξε στό μπαοῦλο, στό τάδε συρτάρι, στό τάδε κουτάκι κι ἐκεῖ εἶναι ὁ σουγιᾶς σου.
Πράγματι, σταμάτησα τήν Παράκλησι, ἔτρεξα καί τόν βρῆκα. Νά, αὐτός εἶναι. Τώρα πῶς μπορῶ νά μήν εὐχαριστήσω τόν Ἅγιο γιά τό καλό πού μοῦ ἔκανε…
Τά τελευταία χρόνια ὑπέφερε ἀπό ἀϋπνίες, διότι εἶχε νευροστόμαχο, νευροπίεσι καί ἀγωνία γιά τήν σωτηρία του. Καθημερινά θά ἔπρεπε ἕνας ἀπό τούς δύο γιατρούς τῆς Μονῆς νά τοῦ πάρη τήν πίεσι, μά δέν ἦταν πάντα εὔκολο αὐτό. Ἄλλαξε τακτική ὁ παπᾶ Νικόλαος. Καλοῦσε τόν γείτονα μοναχό. Ἄλλοτε καλοῦσε τόν νοσοκόμο. Ἄλλοτε μόνος του μετροῦσε τήν πίεσι του… καί στήν συνέχεια μετρίαζε τό ἁλάτι του, τό φαγητό του καί τακτοποιοῦσε μόνος του τήν δίαιτά του.
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
-Παπᾶ Νικόλα, τί θά κάνης, ἄν, λόγῳ ὑψηλῆς πιέσεως σέ κτυπήση ἐγκεφαλικό;
-Νά παρακαλᾶτε τόν Θεό νά …ψοφήσω τό συντομώτερο.
Συχνά πυκνά τά βράδυα, ἀκόμη καί περασμένα μεσάνυκτα μοῦ κτυποῦσε μέ γροθιές τήν πόρτα, διότι ἔμενα δίπλα του. Ἤθελε λίγο νά παρηγορηθῆ καί νά “σκοτώση” τήν ὥρα του. Ἐπ᾿ εὐκαιρία μοῦ ἔλεγε καί τίς γνωστές του ρήσεις γιά τό Ἅγιον Ὄρος, τόν κόσμο καί τίς προφητεῖες του…
Γιά νά μοῦ προκαλέση ἐνδιαφέρον ἡ ἀνεπιθύμητη τήν νύκτα παρουσία του μέ ρωτοῦσε πρῶτα διάφορες ἐρωτήσεις ἀπό τήν παγκόσμια γεωγραφία, τήν παγκόσμια ἱστορία καί τήν ἱστορία τῆς Ἀρχαίας καί Νεωτέρας Ἑλλάδος. Πότε ἔγιναν οἱ τάδε καί οἱ τάδε μάχες τῶν Θερμοπυλῶν, τοῦ Ναυαρίνου, ποιός νίκησε στήν μάχη τοῦ Βατερλώ, πόσα τά θύματα τοῦ Βου Παγκοσμίου Πολέμου, ποιά ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Καί ἐπειδή ἐτραύλιζε λιγάκι περπατοῦσε καί μονολογοῦσε.
“Φαύ…Φαύ…Φαῦστα τήν λέγανε. Ἐπί τέλους τό εἶπα…Ποιός ὁ ἀρχηγός τῶν Σπαρτιατῶν στόν Πελοποννησιακό πόλεμο, ποιοί οἱ νομοθέτες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος καί ἄλλες ἀτέλειωτες ἐρωτήσεις. Ἐπειδή συχνά μέ συνελάμβανε νά μή ξέρω νά τοῦ ἀπαντήσω, ἔτρεχε σέ ἄλλους Πατέρες. Κρατοῦσε σημειώσεις, ἔγραφε τίς ἀπαντήσεις.
Χρησιμοποιοῦσε ὅ,τι χαρτιά ἔπεφταν στά χέρια του, χαρτοπετσέτες σέ ὥρα φαγητοῦ ἤ μέσα στήν ἐκκκλησία, χαρτάκια ἀπό μπλοκάκια, κομμάτια ἀπό ἐφημερίδες. Παντοῦ ἔγραφε τίς ἀπαντήσεις πού ἐλάμβανε ἀπό τούς Πατέρες γιά ὅ,τι δέν ἠμποροῦσε νά ἐνθυμηθῆ.
Ἐάν δέν εὕρισκε τήν ἀπάντησι σέ κάτι πού ρωτοῦσε, δέν ἠμποροῦσε νά ἡσυχάση. Στριφογύριζε ὅλο τό μοναστήρι. Ἐνωχλοῦσε τόν κάθε Ἀδελφό. Ἐάν τοῦ ἀπαντοῦσαν σωστά τούς ἔλεγε. π. Ἀ. εἶσαι ἅγιος καί πανάγιος…”. Δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τόν ἐγκαταλείψη ἡ μέχρι τά 90 διαυγής μνήμη του. Ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐρωτήσεις εἴχαμε πεισθῆ οἱ πάντες ὅτι εἶχε κυριολεκτικά “ροκανίσει” τά ἑκατοντάδες βιβλία του. Μετά τά Πατερικά ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν Γεωγραφία, τήν Ἱστορία καί τήν ἰατρική μέ ἰδιαίτερη κλίσι στήν βοτανοθεραπεία καί στήν ἀνατομία…
Στό κελλί του βρήκαμε ἑκατοντάδες χαρτιά καί χαρτοπετσέτες γεμάτα μέ ὀνόματα πόλεων, βουνῶν, πολιτικῶν, ἱστορικῶν προσώπων, ὀνόματα συγγενῶν τῶν πατέρων τῆς Μονῆς μας καί ἄλλα. Προσπαθοῦσε νά θυμᾶται τά ὀνόματα τῶν γονέων ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας, διότι ἤθελε νά τούς μνημονεύη στήν Λειτουργία καί στίς κατ᾿ ἰδίαν προσευχές του.
Γιατί θέλεις νά θυμᾶσαι τά ὀνόματα τῶν γονέων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας παπᾶ Νικόλα;
-Γιατί ἔκαναν μία μεγάλη θυσία στήν ζωή τους. Ξέρεις τί θά εἰπῆ, νά τούς φύγη τό παιδί τους ἀπό τήν ἀγκαλιά τους κι αὐτοί νά τό κατευοδώσουν μέ τήν εὐχή τους, χωρίς πλέον νά μείνη πάλι μαζί τους; Ποιά μάννα μπορεῖ νά ἀντέξη αὐτόν τόν ζωντανό χωρισμό; Θέλω νά τούς μνημονεύω καθημερινά, ὅπως μνημονεύω καί τούς δικούς μου τούς γονεῖς. Δέν μ᾿ ἀκοῦτε πού λέω κάθε ἡμέρα: “Εὐαγγέλου καί Βασιλικῆς;”
Ὁσάκις ἔβγαινε στόν κόσμο καί ἐπέστρεφε, κρατοῦσε τά χρήματα πού τοῦ ἔδινε γιά τά εἰσιτήριά του τό μοναστήρι.
-Τί τά κάνεις τά χρήματα, παπᾶ Νικόλα, πού σοῦ περισσεύουν;
Σέ σένα μόνο θά σοῦ τό εἰπῶ. Στήν Τρίπολι, ἵδρυσε ὁ Δεσπότης Ἀλέξανδρος Οἷκο Τυφλῶν. Νομίζω ὅτι αὐτοί ἐκεῖ μέσα εἶναι οἱ πιό ἀξιολύπητοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ὅταν λοιπόν, μαζεύω χρήματα, τά δίνω ἐγώ ἐκεῖ προσωπικῶς, εἴτε μέ ἄλλον ἄνθρωπο.
Κάποτε ἦλθε στήν Μονή ὁ ἀνιψιός ἑνός μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος θά πήγαινε στήν πατρίδα του, τήν Τρίπολι. Ὁ παπᾶ Νικόλαος χάρηκε διότι θά στείλει τά χρήματα στούς τρόφιμους τοῦ Ἱδρύματος. Τοῦ ἔδωσε μπροστά μου 150 χιλιάδες δραχμές μέ τήν αὐστηρή σύστασι νά τοῦ φέρη τήν ἀπόδειξι, τήν ὁποία πράγματι ἔλαβε ἐν καιρῶ. Τότε ἐδόξασε τόν Θεό καί εὐχαριστήθηκε, διότι θά φᾶνε λίγο ψωμάκι οἱ τυφλοί ἀπό τίς δικές του οἰκονομίες.
Ἀπό τό 1950 δέν ἄλλαξε Κελλί. Ἡμέρα καί νύκτα τόν εὕρισκες σχεδόν πάντοτε στό διπλανό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων νά τό σκουπίζη, νά ἀνάπτη τά καντήλια καί νά διαβάζη τίς Ἀκολουθίες του. Κάθε Δευτέρα θά ἔπρεπε νά ἔλθη ἱερεύς νά λειτουργήση, χωρίς ἀναβολές. Ἔτρεχε ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα νά συμφωνήση ποιόν ἱερέα θά φέρη αὔριο στούς Ἀρχαγγέλους γιά Θεία Λειτουργία.
Τά ἑτοίμαζε ἄλλα ἀπό τό βράδυ, ἐνῶ τό ἥμισυ τοῦ αὐριανοῦ ὄρθρου τό θυσίαζε γιά τήν προετοιμασία τοῦ Παρεκκλησίου. Εἰδοποιοῦσε καί τούς καλλίτερους ψάλτες. Πρίν ἀρχίση ἡ Λειτουργία, ἐνημέρωνε τούς Ψάλτες ὅτι: “Σήμερα θά ψάλλουμε 12 τροπάρια στούς Μακαρισμούς: Δύο τῶν Ἀρχαγγέλων, δύο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, πού μοῦ βρῆκε τόν σουγιά, δύο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πού μοὖδωσε τό φῶς τῶν ματιῶν μου, δύο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ νεαροῦ γιατροῦ μας, δύο τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τοῦ ἰατροῦ γιά τόν Προστάτη καί δύο τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Παύλου τοῦ πατριώτου μας (ἤ τοῦ τάδε Ἁγίου) πού θά τόν ἑορτάσουμε στό Καθολικό τήν ἄλλη Παρασκευή…”.
Μετά ἀπό κάθε Λειτουργία ἔνοιωθε πνευματικά πολύ εὐτυχισμένος, παρότι ἀπόφευγε νά τό δείχνη. Τήν Θεία Μετάληψι τήν διάβαζε συνήθως ὁ ἴδιος, τήν ὁποία καί μόνο αὐτός καταλάβαινε..διότι “μασοῦσε” τίς λέξεις…
Μοῦ ἔλεγε. “Ἐμεῖς στίς Καρυές δέν πίναμε οὔτε νερό, μετά τό Ἀπόδειπνο. Ἐδῶ στό Μοναστήρι μας τά βράδυα, ἐπειδή εἶχα ἀϋπνίες, ξενυχτοῦσα διαβάζοντας… Ἐκοιμώμουν μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Μοῦ ἔλεγε ὁ παπᾶ Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης ὅτι οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου εἶναι ὁμολογία πίστεως, διότι ἀρχίζουν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, τήν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ καί φθάνουν μέχρι τήν Ἀνάστασί Του.
Τό 1985 ὁ Ἀδελφός ἰατρός τῆς Μονῆς μέ εὐλογία τοῦ Γέροντος ἔπρεπε νά τόν βγάλη στήν Θεσσαλονίκη γιά ἰατρικές ἐξετάσεις. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἀπό τό βράδυ σχεδόν ἐξημέρωνε στούς Ἀρχαγγέλους διαβάζοντας τήν Παράκλησί τους, τούς Χαιρετισμούς τους, τήν Παράκλησι τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Λέσβου Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης.
Τούς παρακαλοῦσε μέ μετάνοιες ὑψώνοντας τά χέρια του σέ θερμή ἱκεσία μπροστά στίς εἰκόνες τους νά τόν βοηθήσουν στό ταξίδι του καί ἄς γίνει ὅ,τι ἀποφασίσει ὁ Θεός γιά τήν ὑγεία του. Ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἐγχείρησις προστάτη. Καί πράγματι οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι τοῦ συμπαρεστάθησαν σάν γνήσιοι Φίλοι καί Σύντροφοί του, διότι κι αὐτός ἡμέρα νύκτα εἶναι μέσα στό Παρεκκλησάκι τους.
Καθώς τόν ἐπήγαιναν στό χειρουργεῖο, μία εὐλαβής γυναῖκα, πού στεκόταν στόν διάδρομο, ἐξεπλάγη ὅταν εἶδε δύο λευκοφόρους λαμπρούς νεανίες νά συντροφεύουν τόν παπᾶ Νικόλαο. Ἐπλησίασε τούς νοσοκόμους καί τούς εἶπε τήν ἐμφάνεια τῶν δύο μεγάλων Ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά ξέρει ποιόν μεταφέρουν στό χειρουργεῖο.
Βέβαια ἡ ἐγχείρησις μέ τήν ἐπιστασία τέτοιων μεγάλων Βοηθῶν, ἐπῆγε πολύ καλά καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἐπέστρεψε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες στό Μοναστήρι μας. Στήν προσπάθειά του νά μοῦ ἐξιστορήση τήν προστασία τῶν Ἀρχαγγέλων, ἀναλυόταν σέ δάκρυα καί στεναγμούς εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης πρός τούς ἐκλαμπροτάτους Φίλους του.
Ὁσάκις ταξίδευε εἴτε ἀπό τήν Μονή πρός τά ἔξω, εἴτε ἐπέστρεφε, ἀσπαζόταν τήν φωτογραφία τοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος καί ἐπεκαλεῖτο τήν εὐχή του.
Ἔλεγε συχνά: “Τρεῖς ἄνθρωποι μέ βοήθησαν στήν ζωή μου: ὁ δάσκαλός μου Κων. Δουνοῦκος, ὁ πρῶτος Γέροντάς μου Γέρο-Ἀβέρκιος καί ὁ παπᾶ Βησσαρίων.
Ὅταν ἐπήγαινε στήν Θεσσαλονίκη, ἔμενε στό Ἐπιτροπικό. Εἴτε ἔμπαινε εἴτε ἔβγαινε ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά σκαρφαλώση στόν τοῖχο γιά νά φιλήση τό χέρι τῆς φωτογραφίας τοῦ Γέρο-Βησσαρίωνος. Καί ἐπειδή δέν τήν ἔφθανε, ἀνέβαινε μέ τά παπούτσια ἐπάνω στόν καναπέ. Τελικά ὁ καναπές ἀχρηστεύθηκε…Ἀλλά καί τήν φωτογραφία τοῦ Γ. Βησσαρίωνος τήν ἔβαλε χαμηλότερα ὁ Γέροντας μας π. Γεώργιος γιά νά μή χάσουμε κι ἄλλον καναπέ….
Συχνά ἔδινε καί πρακτικές συμβουλές, λέγοντας στούς Πατέρες. “Βλέπετε, ἐγώ εἶμαι τώρα 94 ἐτῶν. Ἔζησα τόσα χρόνια διότι τά βράδυα ἔτρωγα πολύ λίγο φαγητό ἤ καί καθόλου. Ἔτρωγα συχνά καί ἀπό δύο λεμόνια.
Ἐπίσης ἔλεγε. “Μοναχός πού δέν πηγαίνει ἀνελλειπῶς στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἠμπορεῖ νά μείνη στό Ἅγιον Ὄρος.
Κάποια ἡμέρα, λόγῳ γεροντικῆς του ἀνισορροπίας, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι του, κοντά στήν λεκάνη. Κατ᾿ ἀνάγκην κατέβηκε ἀπό τό κελλί του, πού εὑρίσκετο στόν τρίτο ὄροφο τῆς μεσαίας πτέρυγος, στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Δέχθηκε φιλάδελφα τίς ἐξαιρετικές περιποιήσεις τῶν ὑπευθύνων Πατέρων.
Ἐπειδή ἦτο ἐκ φύσεως δυναμικός ἄνθρωπος, ἀπό τίς πρῶτες κιόλας ἡμέρες, ζητοῦσε νά τόν σηκώσουν γιά νά δοκιμάση ἄν “ἔθρεψε” τό πόδι του γιά νά πηγαίνη στίς Ἀκολουθίες. Ὅμως ἀναπληροῦσε τήν ἔλλειψι αὐτή ἀκούγοντάς τες ἀπό τό ραδιόφωνο.
Σπανίως νά μήν ἀκούση τίς Ἀκολουθίες, ἔστω κι ἀπό τό ραδιόφωνο. Ὅταν ἐπήγαιναν Πατέρες νά τόν ἐπισκεφθοῦν ἤ νά ξενυκτίσουν μαζί του προσφέροντάς του τήν διακονία τους, συχνά τούς ἐρωτοῦσε τί γιορτή ἔχουμε σήμερα, τί λένε αὐτή τήν ὥρα στήν ἐκκλησία. κλ.π.
Στίς ἐπίμονες ἐπιταγές του σ᾿ ἕνα νεαρό Καλογέρι: “Σήκωσέ με…Σήκωσέ με…δέν ἄντεξε. Μέ τά δυό του χέρια ἔκανε τόν σταυρό του φωνάζοντας: “Κύριέ μου, φώτισε τό Καλογέρι νά μέ σηκώση, νά πάω στήν Λειτουργία στούς Ἀρχαγγέλους”.
Τό Καλογέρι τοῦ εἶπε: Παπᾶ-Νικόλα ἔχουμε τώρα Τεσσαρακοστή καί δέν γίνονται Λειτουργίες. Τότε τό κατάλαβε καί ἡσύχασε.
Μοῦ ἔλεγε ὁ γηροκόμος του ὅτι ἦταν πολύ αὐστηρός στίς νηστεῖες. Τόν ρωτοῦσε ὁ Ἀδελφός: Παπᾶ-Νικόλα τί θά πάρης για πρωϊνό;
-Μή μέ ρωτᾶς κάθε ἡμέρα. Τό εἴπαμε. Ἄν εἶναι Δευτέρα, Τετάρτη ἤ Παρασκευή τό πρωΐ ἕνα χυμό. Ὄχι γάλα. Ὄχι… Ἄν εἶναι ἄλλη ἡμέρα γάλα ἤ τσάϊ.
Ἐνίοτε δεχόταν τίς αὐστηρές συστάσεις τῶν ἰατρῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς. Μάλιστα ἕνας ἐξ αὐτῶν τοῦ εἶπε ἐπί λέξει: Παπᾶ-Νικόλα, σταμάτα πιά νά κάνης τόν ἀντάρτη. Θά ἀκοῦς πλέον ἐμᾶς καί θά τρώγης ὅ,τι σοῦ λέμε ἐμεῖς.
Ὁ Παπᾶ Νικόλας ὕψωσε παρακλητικά τά ἀδύνατα χεράκια του πρός τόν Ἀδελφό καί τοῦ εἶπε: “Παπᾶ Δ…παιδίμου, παπᾶ-Δ. Ἀδελφέ μου, τί σοῦ εἶπα; Ὅ,τι ξέρεις ξέρω καί ὅ,τι μοῦ λές κάνω…
Τό διάστημα αὐτό ἦτο πολύ εἰρηνικός καί πλήρης μετανοίας. Ἔλεγε συχνά. Νά πῆτε στόν Γέροντα νά στείλη ἐδῶ ὅλους τούς Πατέρες νά τούς ζητήσω συγγνώμη καί νά τούς συγχωρήσω κι ἐγώ. Καί μετά νά ἔλθη καί ὁ ἴδιος νά ἐξομολογηθῶ καί νά μοῦ διαβάση συγχωρητική εὐχή. Ὅσοι μοῦ ἔφταιξαν τούς συγχωρῶ ὅλους, διότι, ὅποιος δέν συγχωρεῖ, δέν εἶναι ἄξιος νά λέγη τό “Πάτερ ἡμῶν…”
Ὁ Γέροντάς μας π. Γεώργιος ἐπῆγε καί τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή καί στό τέλος τοῦ εἶπε. “Πάτερ Νικόλαε, νά προσεύχεσαι καί σύ γιά μένα. Καί κεῖνος τοῦ εἶπε.
-Ἐγώ εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός, Γέροντα.
Στό διάστημα πού ἔμεινε κατ᾿ ἀνάγκη στό κρεββάτι, ὅπως μοῦ ἔλεγαν οἱ ὑπεύθυνοι διακονητές του, ζοῦσε σάν ἄγγελος. Συχνά ὕψωνε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί εὐχαριστοῦσε τόν Δεσπότη Χριστό καί τήν Βασίλισσα τοῦ Ὄρους, Κυρία Θεοτόκο, διότι τόν ἐκράτησαν στό Ὄρος, τόν ἐβοήθησαν παντοιοτρόπως καί τώρα τόν ἀξιώνουν νά ἀφήση καί τό κουρασμένο σαρκίο του μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἁγιορείτικου μνήματος.
Ἀγάπησε καί ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς Πατέρες τῆς νέας Ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐπήνδρωσε τό Μοναστήρι μας τό 1974 μέ ἡγούμενο τόν παν. Ἀρχιμανδρίτη π. Γεώργιο.
Εἶχε εἰρηνικό θάνατο, πού συνέβη στίς 25 Μαΐου, παραμονή τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11 τό πρωϊ. Ἐτάφη τήν ἑπομένη, μετά τήν ἀναστάσιμη ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, μέ ἀναστάσιμη κηδεία, πού τελέσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο κ. Χριστόφορο, πρώην καθηγητή τῆς Ἀθωνιάδος Ἀκαδημίας καί νῦν βοηθό τοῦ Μητροπολίτου Καναδᾶ κ. Σωτηρίου.
Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τόν προέπεμψαν στήν τελευταία κατοικία του ψάλλοντας μέ χαρά καί ἔκδηλη εὐφροσύνη στά πρόσωπά τους τόν Κανόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔνοιωθε κανείς ὅτι γινόταν ἀναστάσιμη Λιτανεία πρός ἁγιασμόν τῆς φύσεως, ὅπως γίνεται στήν Μονή μας τήν Λαμπρο-Τρίτη.
Στό πρόσωπό του εἶχε ἁπλωθῆ μία μακαρία γαλήνη, σάν πρόγευσις τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ἐπόθησε ἡ ψυχή του ἀπό τήν νεαρή του ἡλικία. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου: “ὅταν θά πεθάνω, θά πανηγυρίσετε”.
Τόν λόγο αὐτόν τόν ἔλεγε, διότι ἐπίστευε ὅτι εἶναι ἕνα…ψοφήμι. Ὁπότε θά χαροῦν οἱ Πατέρες, ὅταν ἀπέλθη διά παντός ἀπό κοντά τους. Τελικά τόν ἐδόξασε ὁ Θεός γιά τήν ἀπερίγραπτη περιφρόνησι πού εἶχε στό πρόσωπό του καί τόν ἀξίωσε νά ταφῆ τό πολύαθλο σῶμα του μέ ἀρχιερατικές εὐχές.
Ψάχνω, σεβαστέ μου μακαριστέ παπᾶ Νικόλαε, μέ τήν σκέψι μου ἀνάμεσα στούς νέους Πατέρες καί δέν διακρίνω ἀκόμη κανέναν πού νά ἀκολουθεῖ τήν ἁγία σου ἁπλότητα.
Προσεύχου τώρα πού βρίσκεσαι μπροστά στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο γιά ἐμᾶς μήπως κατορθώσουμε νά σέ πλησιάσουμε στήν ἁγία σου ἁπλότητα καί τήν περιφρόνησι πού αἰσθανόσουν γιά τό πρόσωπό σου. Μέχρι τό τέλος σου δέν “κατώρθωσες” νά σχηματίσης κάποια καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου.
Ἔλεγες ὅτι διώχθηκες καί περιφρονήθηκες. Κι ὅμως ὁ Θεός σέ ὡδήγησε ἐκεῖ πού Ἐκεῖνος ἤθελε. Νά ἀπορῆς διότι δέν ἀπέκτησες καρπόν πνευματικόν, χωρίς νά γνωρίζης ὅτι αὐτός ἦτο ὁ καρπός: ὁ ἑκούσιος μυστικά ἐξευτελισμός σου.
Δέν σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός πολλά ἐξωτερικά χαρίσματα. Δέν γνώριζες νά ψάλλης.
Οὔτε τούς ἤχους δέν ἠμπόρεσες νά ξεχωρίσης. Δέν εἶχες τό χάρισμα τοῦ λόγου, διότι ἡ βραχνή φωνή σου δέν σέ βοηθοῦσε. Δέν μᾶς δίδαξες μέ πολλά λόγια, ὅμως μᾶς “κεραυνοβόλησες” μέ τήν σπάνια στήν ἐποχή μας ἁπλότητά σου: Νά ζῆς σάν τό ψοφήμι καί νά παρακαλῆς νά σέ θάψουν σάν ἕνα ψοφήμι.
Δέν θά ἠμπορέσουμε νά σέ ξεχάσουμε, ὅσα χρόνια καί νά ζήσουμε στό ἴδιο μέ σένα Μοναστήρι. Καθημερινά εἴμαστε κοντά σου μέ τήν πτωχή προσευχή μας καί ἐσύ εἶσαι κοντά μας μέ τήν ἁγία σου ἁπλότητα, τά ἀνυπόκριτα καί σοφά σου λόγια, τίς παιδικές ἀταξίες σου, τά κατά κόσμον λάθη σου, τό βλοσυρό σου βλέμμα, πού ἔκρυβε μία ἀθωότητα καί μία ἐξαγνισμένη καρδία….
Μέ τόν μακαριστό παπᾶ-Νικόλαο ἔκλεισε ἡ σελίδα τῆς παλαιᾶς γενεᾶς τῶν 17 Γερόντων Πατέρων, τούς ὁποίους εὑρήκαμε, ὅταν ἤλθαμε ἡ νέα Ἀδελφότης στήν Μονή τό 1974. Ἄρα γε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι θά ἠμπορέσουμε ἔστω καί λίγο ν᾿ ἀκολουθήσουμε τ᾿ ἀχνάρια τους γιά νά βροῦμε κι ἐμεῖς δικαίωσι καί σωτηρία;
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε σεβαστέ μας παπᾶ Νικόλαε. Νἄχουμε τήν εὐχή σου. Ἀμήν.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.