Ἱερομόναχος Νικόλαος Γρηγοριάτης (+1911-2005). Μέρος Α’
Ὁ μακαριστός ἱερομόναχος π. Νικόλαος Γρηγοριάτης δέχθηκε τήν τελευταία ἐπίσκεψι του Θεοῦ καί ἐναπέθεσε στάς χεῖρας Του τήν ὁσία του ψυχή στίς 25 Μαίου 2005 π. ἡμ.
Γεννήθηκε στό χωριό Καπαρέλλι τῆς ἐπαρχίας Μαντινείας Ἀρκαδίας στίς 10 Ἰουνίου τοῦ 1911. Ἦτο ὁ τέταρτος ἀπό τά δέκα παιδιά τῶν εὐσεβῶν γονέων του, Εὐαγγέλου καί Βασιλικῆς. Τά μεγάλα ἀδέλφια του ἐπρόκοψαν στήν Τρίπολι μέ τήν παρασκευή καί πώλησι κυρίως γαλακτοκομικῶν προϊόντων, τά ὁποῖα εἶναι γνωστά μέχρι σήμερα μέ τήν ἐπωνυμία “Ἀφοί Κάνταρου”.
Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ἐπέδειξε ἰδιαίτερη κλίσι στά γράμματα, γι᾿ αὐτό στό δημοτικό, τό ὁποῖο τελείωσε στό χωριό του, ἦτο ὁ πρῶτος μαθητής. Τήν ἴδια ἐπίδοσι εἶχε καί στό γυμνάσιο τῆς Τεγέας.Ὅμως δέν προχώρησε γιά ἀνώτερες σπουδές, παρά τίς συνεχεῖς συστάσεις τοῦ δασκάλου του κ. Δουνούκου πρός τόν πατέρα του.
Κάποια φορά ἦλθε στά χωριά τῆς Τεγέας ἕνας ἁγιορείτης μοναχός, καταγόμενος ἀπό τό χωριό Βουνό τῆς Τεγέας. Ὠνομαζόταν Ἀβέρκιος καί κατοικοῦσε σέ κάποιο Κελλί τῶν Καρυῶν. Γνωρίσθηκαν μέ τόν νεαρό τότε Κωνσταντῖνο Κάνταρο καί τόν παρέλαβε μαζί του στό Ἅγιον Ὄρος τό 1929, σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἀφοῦ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν βοηθήση νά σπουδάση στήν Ἀθωνιάδα Σχολή.
Ἀντί νά βρεθῆ στά θρανία τῆς Σχολῆς, βρέθηκε στά στασίδια μιᾶς μικρᾶς Καρυώτικης Μονῆς, ὅπου ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀβέρκιος. Τό Μονύδριο αὐτό ἦτο τό Κελλί τῶν Ἀρχαγγέλων. Ἐκεῖ ἀνάμεσα σέ μιά μικρή συνοδία ἄρχισε τούς μοναχικούς του ἀγῶνες, διότι ἐπίστευσε στά λόγια πού τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ μεγαλύτερος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία τῆυς ψυχῆς του. Ὅμως ποτέ δέν ξέχασε τήν μυστική του ἐπιθυμία γιά μόρφωσι καί παιδεία.
Στό Κελλί αὐτό ζοῦσαν μαζί ἕξι Ἀδελφοί μέ Γέροντα τόν μοναχό Ἀβέρκιο. Οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ παπᾶ-Γαβριήλ, οἱ μοναχοί Νεόφυτος καί Κοσμᾶς καί τελευταῖος ὁ ἴδιος.
Παράλληλα μέ τά μοναχικά τους καθήκοντα, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσαν μέ αὐστηρότητα, ἠσχολοῦντο καί μέ τήν γεωργία. Ὁ Γέροντάς τους, μοναχός Ἀβέρκιος δέν ὑποχωροῦσε στίς διατάξεις τῶν καθημερινῶν τους ἀκολουθιῶν καί τοῦ προσωπικοῦ τους κανόνος τῆς προσευχῆς.
Ἰδιαίτερα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τήν περνοῦσαν, κατά τήν τάξιν μέ ἀλάδωτο, πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς, ἄσχετα ἄν κάποιος ἀπό τήν συνοδία του ἦτο ἀρρωστος, καχεκτικός ἤ ἀδύναμος. Δέν χωροῦσε οἰκονομία. Γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε στά Καλογέρια του. “Καλλίτερα νά σᾶς θάψω παρά νά σᾶς κολάσω καταπατώντας τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν ἐποχή τους, 1935, ὁ κανόνας τοῦ μοναχοῦ ἦτο σέ ὅλους σταθερός. Ἔπρεπε κάθε εἰκοσιτετράωρο νά κάνη ὁ μοναχός 300 ἐδαφιαῖες μετάνοιες καί 12 κομποσχοίνια τῶν 100 κόμπων.
Στό Κελλί τῶν Ἀρχαγγέλων ἔμεινε μέχρι τό 1940. Μετά ἔμεινε ἑπτά χρόνια στό Κελλί τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρυῶν μαζί μέ τόν μοναχό Κοσμᾶ, καταγόμενον ἀπό τό Παλιοχῶρι Κυνουρίας, αὐστηρόν καί ἐνάρετο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό 2000.
Κατόπιν, μετά ἀπό πολλούς πειρασμούς πού εἶχε ἀπό παραδελφούς του, ἀνεχώρησε καί γιά 3 χρόνια ἔμεινε στό Γρηγοριάτικο Κελλί, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού εἶναι στήν περιοχή Κομμένους τῶν Καρυῶν.
Ὅταν μπῆκε στήν Μονή Γρηγορίου τό 1950, Γέροντας τῆς Μονῆς ἦτο ὁ ἀρχιμανδρίτης παπᾶ Βησσαρίων. Καταγόταν ἀπό τό Γεράκι τῆς Σπάρτης, ὠνομαζόταν Παναγιώτης Μίχας καί ἦλθε νέος νά μονάση, ἀφοῦ ἄφησε τίς ἰατρικές του σπουδές.
Μετά ἀπό δύο χρόνια ὁ μοναχός Ἀβέρκιος ἐκάρη μοναχός μεγαλόσχημος λαμβάνοντας τό ὄνομα Νικόλαος. Ἐν συνεχείᾳ χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς στό Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Νέας Σκήτης ἀπό τόν ἐφησυχάζοντα τότε στό Ὄρος ἀσκητικό Ἐπίσκοπο Μιλητουπόλεως Ἱερόθεο, πρώην μητροπολίτη Κορυτσᾶς.
Ὁ π. Βησσαρίων, συνήργησε καί ὁ π. Νικόλαος ἔλαβε τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου, ὅπου ἐργάσθηκε ἐπί 10 χρόνια. Παράλληλα ἐργαζόταν καί σάν παρηγουμενιάρης. Κατόπιν παραιτήθηκε ἀπό τό διοικητικό του ἀξίωμα, ἕνεκα διενέξεων μέ ἄλλον Προϊστάμενον καί ἐργάσθηκε, κυρίως σάν προσφοράρης καί Βηματάρης ἤ ξεναγός στό μουσεῖο τῆς Μονῆς. Καθήκοντα ἐφημερίου ἐπιτελοῦσε μέχρι τό 1976, ὁπότε καί οἰκειοθελῶς παρητήθη, λόγῳ ὑπερκοπώσεως καί ὁρίου ἡλικίας. Μάλιστα ἔλεγε. “Ἐγώ ὑπηρέτησα, ἄς ὑπηρετήσουν καί οἱ νεώτεροι”.
Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Ἐάν τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στήν ἐκκλησία, ἐπέστρεφε κατόπιν στό κελλί του καί διάβασε ἀπό τό σημεῖο πού ἀποκοιμήθηκε γιά νά μή χάνη τά βαθειά νοήματα τῶν τροπαρίων καί εὐχῶν.
Τά βράδυα, συχνά περίμενε τούς δύο-τρεῖς γειτόνους Ἀδελφούς του, νά τόν χαιρετίσουν. Μᾶς ρωτοῦσε μέ τήν ἐρώτησι: “Πῶς πᾶς”; Εἶχε τήν συνήθεια νά ἐξομολογῆται κάθε στενοχώρια του σχεδόν σ᾿ ὅλους τούς Ἀδελφούς, πού θά τοῦ ἔδειχναν λίγο ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη.
Πρίν ἀναχωρήσω μοῦ φώναζε στ᾿ αὐτιά μου δυνατά: Αὔριο νά μέ κτυπήσης…τ᾿ ἀκοῦς; Καί ἐννοοῦσε νά τοῦ κτυπήσω τήν πόρτα νά κατέβη στήν Ἀκολουθία. Ἀλλά δυστυχῶς δέν τόν εὕρισκα μέσα. Σπανίως καθυστεροῦσε. Μᾶλλον μ᾿ αὐτή τήν σπουδή του γιά τίς Ἀκολουθίες ἐδίδασκε ἐμᾶς.
Εἶχε πολλά ἐπιτραπέζια ὠρολόγια. Ἄλλα ἦταν κουρδιζόμενα καί ἄλλα νεώτερα -ἠλεκτρονικά. Τά κούρδιζε καί τά τακτοποιοῦσε ὅλα, περίπου δέκα, ὥστε νά ἀρχίση νά κτυπᾶ τό καθένα κάθε δέκα λεπτά, περίπου δύο ὧρες πρίν ἀρχίση ἡ Ἀκολουθία.. Γιά κάθε ἀφάλειά του, μήπως καί τόν πάρη ὁ ὕπνος, μετά ἀπό τόσα ξυπνητήρια, εἰδοποιοῦσε καί τόν γείτονα Ἀδελφό. Γι᾿ αὐτό, τελικά, αὐτός μέ ξυπνοῦσε καί μέ παρακινοῦσε νά εὑρίσκομαι σάν κι αὐτόν ἐγκαίρως στήν ἐκκλησία. Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τόν εὐχαριστῶ, διότι μέ βοήθησε νά ξυπνῶ ἐνωρίς….
Βγαίνοντας πάντοτε ἀπό τό κελλί του γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἀσπαζόταν τήν εἰκόνα τῶν Προστατῶν τῆς Μονῆς πού τήν εἶχε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Μετά προσκυνοῦσε δεξιά στόν τοῖχο τόν ἅγιο ὁσιομάρτυρα Γεδεών τόν Καρακαλλινό, κατόπιν τήν Κυρία Θεοτόκο καί τόν ἅγιο Μηνᾶ. Κατεβαίνοντας τίς σκάλες, παρά τήν αἰωνόβια γεροντική του ἡλικία, κρατιόταν γερά ἀπό τήν κουπαστή καί ψιθύριζε.
Ὅσες εἰκόνες τώρα εὕρισκε στήν πορεία του μέχρι νά κατέβη ὅλες τίς σκάλες, τίς ἀσπαζόταν ψιθυρίζοντας τά αἰτήματά του. Πολλές φορές τόν ἀκολουθοῦσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγε μπροστά στίς εἰκόνες: Ἰδού τί ἄκουγα περίπου: ” Ἅγιοι Προστάτες μου, σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ…Φροντῖστε γιά τήν σωτηρία μου…Ἅγιοι Ἀρχάγγελοί μου, δέν σᾶς ἐγκαταλείπω. Θά μείνω μαζί σας μέχρι τέλους.
Αὐτοί θέλουν νά μοῦ πάρουν τό κελλί, ἀλλά ἐγώ ἀπό τό Παρεκκλήσι σας δέν φεύγω. Ἄς μέ πάρουν νά μέ θάψουν ἀπ᾿ ἐδῶ….Ἅγιε Μηνᾶ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ. Ἔχε τόν νοῦ σου καί σύ γιά τήν σωτηρία μου. Ἅγιε Μηνᾶ μου, αὔριο θά σέ πανηγυρίσω μέ τά τροπάριά σου στό Παρεκκλήσι μας…”
Ἰδιαίτερη χαρά εἶχε ὅταν ἔβλεπε ξένους τουρίστες ἤ προσκυνητές. Τούς ἀνεγνώριζε ἀπό τήν ἐνδυμασία ἤ ἀπό τό χρῶμα τοῦ προσώπου τους ἤ ἀπό ἄλλα χαρακτηριστικά τους. Μετά τήν ἀκολουθία τούς πλησίαζε καί, χωρίς νά γνωρίζη κάποια γλῶσσα, τούς ὡμιλοῦσε τήν δική του γλῶσσα πάντα μέ διάχυτο τό χαμόγελό του. Τούς ρωτοῦσε: Ντζέρμαν, Ντζέρμαν…; Ὀρθοντόξ, προτεστάντ, Κατολίκ…Μένα, μένα Νικόλα, ἐσένα, ἐσένα….Παῦλο, Πέτρο….Πάπα νό ὀρτοντόξ, πάπα αἱρετίκ…αἱρετίκ…Ἐάν ἦταν κάποιος ἀπό τήν Σερβία ἤ ἀπό τήν Ρουμανία, τούς ἔλεγε: Σέρβο, Σέρβο καλό, καλό ὀρτοδόξ, ὀρτοδόξ. Ρουμᾶνο καλό. Μοναστήρι πολύ πολύ….(δηλ. πολλά μοναστήρια στήν Ρουμανία).
Τίς βραδυνές ὧρες, ἐδιάβαζε πάντοτε τό Ἀπόδειπνο μόνος του μέσα στό Παρεκκλήσιο. Μερικές φορές καλοῦσε καί τόν γείτονα Ἀδελφό. Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας προσκυνοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς εἰκόνες, ὄχι μόνο τοῦ τέμπλου, ἀλλά κι αὐτές πού εἶχε κρεμάσει γύρω-γύρω στούς τοίχους τοῦ Παρεκκλησίου.
Ἰδιαίτερα τιμοῦσε τρεῖς Ἁγίους, τόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ, τόν Ἅγιο Νικηφόρο, τόν Μάρτυρα τῆς ἀγάπης, ὅπως τόν ἔλεγε, καί τήν ἁγία Θωμαϊδα γιά νά τόν ἀπαλλάση ἀπό τυχόν αἰσχρούς λογισμούς, διότι, ὅπως μᾶς ἔλεγε, αὐτή ἡ Ἁγία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά διώκη ἀπό τούς ἀνθρώπους τίς ἄπρεπες σκέψεις καί ἐπιθυμίες.
Ἐάν ἔβλεπε κάτω στό δάπεδο μία λαδιά ἤ κάποιο σκουπιδάκι, ἀμέσως, χωρίς νά καλέση τούς νεωτέρους Πατέρες, ἔπαιρνε μόνος του τήν σκούπα, τό φαράσι ἐσκούπιζε καί μετά σφουγγάριζε. Τό Παρεκκλήσιο ἦτο πάντοτε πεντακάθαρο.
Δέν ἦτο σπάταλος στά πράγματά του. Ἀκόμη καί κουρέλια πού χρησιμοποιοῦσε γιά νά ξεσκονίζη, ἤ νά σκουπίζη τυχόν λεκέδες, μετά τήν χρῆσι τους, τά ἔπλενε καί τά κρατοῦσε ἤ σέ κάποιο ντουλάπι ἤ στό ἐσωτερικό μέρος τῶν στασιδίων, πού σκεπάζονται ἀπό τό ἐπάνω σανίδι τοῦ καθίσματός τους.
Δέν δέχθηκε ποτέ κανέναν ἀπό τούς νεωτέρους Πατέρες νά τοῦ πλύνουν τά ροῦχα, παρότι πολλές φορές τόν παρεκάλεσαν καί οἱ Ἀδελφοί γηροκόμοι καί οἱ γείτονές του Πατέρες. Ἀπό τό βράδυ τά ἔβαζε μέσα στό κρῦο νερό μέ μπόλικη σκόνη καί τήν ἄλλη ἡμέρα τά ἔπλενε καί τά κρεμοῦσε στό μπαλκόνι του. Μᾶς, ἔλεγε. “Γι᾿ αὐτό ἔγινα καλόγερος γιά νά αὐτοϋπηρετοῦμαι, ὅσο ἀντέχω”. Τοῦ εἴπαμε νά τοῦ βάζουμε τά ροῦχα στό πλυντήριο, ἀλλά μᾶς ἀπαντοῦσε. “Ὁ Καλόγερος δέν ἔχει ὑποτακτικούς, παρά μόνο τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους”.
Ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε καί ὁ σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, οὐδέποτε ἐπῆγε στόν ὑπεύθυνο Ἀδελφό νά τοῦ ζητήση διάφορα ροῦχα ἤ παπούτσια ἀπό τήν ἱματιοθήκη. Πάντοτε μᾶς ἔλεγε. Ἔχω ἀπ᾿ ὅλα. Ἄς λυώσω πρῶτα αὐτά καί βλέπουμε. Διατηροῦσε λοιπόν ὅλα τά ροῦχα του. Ἄν εἶχαν κουρελιασθῆ τά ἔραβε μόνος του καί τά φοροῦσε. Ὅμως στήν ἐκκλησία κατέβαινε πάντοτε μέ τό καθαρό του ζωστικό, τό σιδερωμένο ράσο καί πάντα καθαρός.
Τόν τελευταῖο καιρό ἔπασχε ἀπό συχνοουρία καί ἄλλαζε πολλές φορές τήν ἡμέρα καί κατ᾿ εὐθείαν τά βρεγμένα ροῦχα του τά ἔβαζε στό κρῦο νερό. Πολλές φορές μοῦ ἔλεγε. ” Ἔχε τόν νοῦ σου, νά μοῦ λές, ἄν μυρίζω στήν ἐκκλησία, νά βγάζω τά ροῦχα μου. Δέν θέλω οἱ Πατέρες νά αἰσθάνονται ἄσχημα ἐξ αἰτίας μου μέσα στήν ἐκκλησία”.
Δέν τόν εἶχα εἰδεῖ ποτέ νά πλύνη τό κεφάλι του μέ ζεστό νερό, οὔτε φυσικά καί στά ροῦχα χρησιμοποίησε ποτέ ζεστό νερό. Τούς χειμῶνες μέ τά κρῦα καί τά χιόνια κρατοῦσε τό ἴδιο τυπικό του σχετικά μέ τά πλυσίματά του.
Πολλές φορές τοῦ λέγαμε, παπᾶ Νικόλα θά ἀρρωστήσης, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου. Καί κεῖνος μᾶς ἀπαντοῦσε. “Σῶμα πού νηστεύει, παρθενεύει, ἀσθενεῖ καί δοξολογεῖ τόν Θεό, οὐδέποτε ὁ Θεός τό ἐγκαταλείπει”. Ὑπέμενε τό κρῦο καί τόν παγετό.
Ἀπό τό παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του, τό ὁποῖον ἔβλεπε ὁ ἥλιος μόνο τό ἀπόγευμα, ἔμπαινε πολλή ὑγρασία καί τσουχτερό βορεινό κρῦο, κι ὅμως ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔχοντας συνήθως τό παράθυρο ἀνοικτό, ντυμένος μέ βαρειά χοντρόρουχα, καθόταν στήν καρέκλα καί διάβαζε μέ τίς ὧρες τίς ἀτέλειωτες ἀκολουθίες του. Δέν διάβαζε τίς Ἀκολουθίες στίς κατάλληλες ὧρες τῆς ἡμέρας.
Ἔτσι, πολλές φορές τόν εὑρίσκαμε νά διαβάζη τό πρωϊ τόν Ἑσπερινό τῆς ἄλλης ἡμέρας, διότι τήν ἑπομένη ἐπρόκειτο νά ταξιδεύση. Ὧρες καί Μεσώρια τά διάβαζε τίς ἀπογευματινές ὧρες. Μετά τό Ἀπόδειπνο διάβαζε Κανόνες ἀπό τήν Παρακλητική, τό Μηναῖο ἤ τό Πεντηκοστάριο, ἐάν συνέπιπτε ἡ περίοδος αὐτή. Ἐάν δέν καταλάβαινε κάποια λέξι, ἐφώναζε ἄλλους Πατέρες γιά νά τούς ρωτήση.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.