ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 9
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου καὶ Φιλολόγου
MA & PhD Θεολογίας
3. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ὕστερη νεωτερικότητα.
Ἡ νεωτερικότητα ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀλλὰ συνέπεια κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν καταστάσεων. Ἡ Ἀναγέννηση[1], ἡ Θρησκευτικὴ Μεταρρύθμιση[2], ὁ Διαφωτισμός, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καθὼς καὶ ἡ Βιομηχανικὴ ἀποτέλεσαν τὴ διχοτόμο μὲ τὴν ὁποία ὁ εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμὸς χώρισε τὴν παράδοση ἀπὸ τὴ νεωτερικότητα.
Τὸ ρῆγμα μεταξὺ παραδόσεως καὶ νεωτερικότητας εἶχε σὰν συνέπεια τὴ βίαιη ἀποκοπὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς πολιτιστικές του ρίζες[3]. Σήμερα, Οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες βρίσκονται σήμερα σὲ δύσκολη θέση: ἐδῶ καὶ δεκαετίες περνοῦν μία κρίση ἀξιοπιστίας, καὶ μόνο σὲ περιορισμένο βαθμὸ ὁρισμένες προχώρησαν σὲ μία μερικὴ αὐτοκριτική τους καὶ σὲ ἕναν οἰκουμενικὸ διάλογο ἀνάμεσά τους.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ἀντιφάσεις τῆς νεωτερικότητας ὁδήγησαν στὴν ἐπανεμφάνιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἔτσι ὥστε ἡ ἐκκοσμίκευση δὲν ἐκλαμβάνεται πλέον σήμερα ὡς μία μονόδρομη ἐξέλιξη καὶ μία τάση ἐξαφάνισης τῆς θρησκείας. Ὡστόσο ἡ ἐπαναφορὰ τῆς θρησκευτικότητας σήμερα συνδέεται μὲ μία πρόκληση: πρόκειται γιὰ τὴ διάδοση μίας συγκεχυμένης θρησκευτικότητας, ἑνὸς συγκρητικοῦ νεοπαγανισμοῦ, μίας νέας Γνώσης καὶ ἑνὸς διάχυτου μυστικισμοῦ, ποὺ ἀπορρίπτουν τόσο τὸν χριστιανισμό, ὅσο καὶ τὸν ὀρθὸ Λόγο[4].
Σήμερα, στὸν 21ο αἰώνα ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ θρησκεία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση, ποὺ σὰν ὁδοστρωτήρας προσπαθεῖ νὰ τὰ σαρώσει ὅλα καὶ νὰ τὰ πολτοποιήσει. Στὸ βωμὸ τοῦ χρήματος καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης θυσιάζονται ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικά. Κατὰ τὸν Νόαμ Τσόμσκι, Καθηγητὴ τῆς Γλωσσολογίας, «ἡ παγκοσμιοποίηση μεταφέρει τὸ μοντέλο τοῦ Τρίτου Κόσμου στὶς βιομηχανικὰ ἀναπτυγμένες χῶρες. Πρόκειται γιὰ μία διταξικὴ κοινωνία. Ἀπὸ τὴ μία εἶναι ἡ τάξη τῶν ὑπέρμετρα πλούσιων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνη, ἡ ὁποία κατακλύζεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ πραγματικὲς καὶ σημαντικὲς ἀποφάσεις λαμβάνονται στοὺς κύκλους τῶν κολοσσιαίων ἐταιριῶν. Ἡ ἐπιρροὴ τῶν κοινοβουλίων καὶ τῶν πολιτικῶν εἶναι σχεδὸν ἀμελητέα».
Ἀναφορικὰ μὲ τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῆς «παγκοσμιοποίησης» ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰερόθεος Ἀργύρης ἐπισημαίνει τὰ ἑξῆς: «Λέγοντας Παγκοσμιοποίηση ἐννοοῦμε τὴν ἐνοποίηση τῆς ἀνθρωπότητας σὲ μία διεθνῆ γειτονιά, μὲ ἄφθονα ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτὸ φαίνεται θαυμάσιο καὶ ἐπιθυμητό. Θὰ ἦταν πράγματι εὐχῆς ἔργο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῶν οἰκονομικῶν, πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν διαφορῶν. Νὰ μὴν ὑπάρχουν πλέον λαοί, ποὺ νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πείνας καὶ νὰ μὴ βλέπουμε δίπλα μας ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δικαιοῦνται νὰ ἀποκτήσουν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ μία ἤρεμη ἀλλὰ καὶ ὑποφερτὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ὑπέρτατο ὅραμα καὶ ἕνα ἐξαίσιο ὄνειρο»[5].
Στὸ σημεῖο αὐτό, σημαντικὸ ρόλο ἔρχεται νὰ παίξει ἡ ἀναβίωση τοῦ κοινωνικοῦ ρόλου τῆς παραδοσιακῆς θρησκείας, δηλαδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της ἐμφανίσεώς του στὴ δημόσια δράση μία γροθιὰ στὸ κατεστημένο. Μίλησε γιὰ ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀνεξαιρέτως ἐθνικότητας, φυλῆς, θρησκείας καὶ φύλου. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ μοιράζονται ὅλα τὰ ἀγαθὰ μὲ ἴσο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ παντοῦ νὰ ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Σήμερα, ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀρχίσει νὰ καταρρίπτονται ἀπροκάλυπτα. Ἡ ἀνεργία μαστίζει τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ζοῦν κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φτώχειας μέσα σὲ ἑξαθλιωτικὲς συνθῆκες. Μικρὰ παιδιὰ ἀναγκάζονται νὰ δουλεύουν πολλὲς ὧρες κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες καὶ νὰ ὑποσιτίζονται. Ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἔχει ἀγγίξει τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν τὰ πράγματα νὰ ἔχουν γυρίσει αἰῶνες πίσω, ὅταν στὰ χρόνια της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῶν κατώτερων τάξεων δὲν εἶχε καμμία ἀξία. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἔχοντας ἀποθεώσει τὸν ἄκρατο καπιταλισμό, μαγεύτηκε ἀπὸ τὸ τραγούδι τῶν σειρήνων ποὺ ὑποσχόταν ψεύτικους παραδείσους καὶ ὁδηγήθηκε νὰ ζεῖ σὲ μία φενάκη. Χόρτασε ἀπὸ καταναλωτισμὸ καὶ ὑλικὸ εὐδαιμονισμὸ ἀλλὰ σύντομα κατάλαβε ὅτι ἦταν γυμνὸς ἀπὸ ἀξίες. Στὰ δύσκολα, λοιπόν, ἔψαξε αὐτὲς τὶς ἀξίες. Ὁ μοναδικὸς δρόμος γιὰ νὰ τὶς βρεῖ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴ θρησκεία.
Πολλοί, λοιπόν, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου καὶ ἡλικίας στρέφονται στὴ θρησκεία, πρὸς ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς[6]. Ἡ θρησκεία καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ὁ χριστιανισμὸς ἔρχεται νὰ περισώσει τὰ θύματα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ποὺ ἄφησε πίσω της ἡ κακὴ χρήση τῆς νεωτερικότητας. Ἀγωνίζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἁπαλύνει τὸν ἀνθρώπινο πόνο εἴτε μέσω ἱδρυμάτων, εἴτε μέσω συσσιτίων εἴτε μὲ βοηθήματα καὶ ὑποτροφίες γιὰ νὰ σπουδάσουν παιδιὰ κατορθώνει νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ τέλμα ποὺ ἔχει πέσει. Πρέπει νὰ γίνει σαφὲς ὅτι σήμερα ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀντίκειται στὴν οἰκουμενικότητα, ἀντίκειται στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ σὲ ὅ,τι ξεριζώνει τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πολιτιστική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ θρησκευτική του ταυτότητα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος, ποὺ προσπάθησε στὴν μετακομμουνιστικὴ καὶ διαλυμένη Ἀλβανία νὰ κάνει ἀρωγό της ἀνάπτυξης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τους κατοίκους τῆς Ἀλβανίας ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ θρήσκευμά τους. Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες μπορεῖ νὰ ἀποβοῦν φορεῖς ἀντίστασης στὴν παγκοσμιοποίηση[7].
Στὴν ὕστερη νεωτερικότητα ὁ ἄνθρωπος διαπίστωσε ὅτι ὁ ἄκρατος ἀτομικισμὸς τῆς πρώιμης καὶ μέσης νεωτερικότητας ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο[8]. Στὴν ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ πατερικὴ διδασκαλία ἔρχεται νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ξανὰ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ ἔχει ἀξία, γιατί ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει μέσα τοῦ θεϊκὴ πνοή, τὴν ψυχή του. Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κατὰ Χριστῷ ζωὴ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ θέωση, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ὡς ἀντιστάθμισμα στὴν μαζοποίηση τῶν ἀνθρώπων δίνει νέα ὀντολογικὴ διάσταση στὴν ὕπαρξη τοῦ ἔλλογου ὄντος σήμερα.
Στὶς μέρες μας ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Εὐρωπαίων καὶ κυρίως τῶν Ἑλλήνων στὴ συνειδητοποίηση τῆς θρησκευτικῆς τους ταυτότητας ἔχει ὡς ἐπακόλουθο καὶ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας. Πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ λαὸς μᾶς θεωροῦσε ὅτι ἦταν ξένο ἦταν καὶ καλό. Μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες συνειδητοποίησε -ἔστω καὶ ἀργὰ – τὰ τρωτὰ σημεῖα καὶ τῶν διαφόρων ξένων. Προσοχὴ ἰδιαίτερη θὰ πρέπει νὰ δοθεῖ μήπως ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παραδοσιακὴ θρησκεία ὁδηγήσει στὸ ἄλλο ἄκρο, ἐκεῖνο τοῦ σκοταδισμοῦ, τοῦ φονταμενταλισμοῦ καὶ τῆς δαιμονοποίησης τοῦ ἄλλου, τοῦ διαφορετικοῦ. Αὐτὸ κυρίως θὰ πρέπει νὰ ἀποφευχθεῖ. Παράδειγμα παρόμοιο πρὸς ἀποφυγὴ ἀποτελοῦν πολλὲς μουσουλμανικὲς χῶρες.
Ἡ παραδοσιακὴ θρησκεία πρέπει νὰ κάνει ἄνοιγμα καὶ πρὸς τοὺς μετανάστες, δημιουργώντας τοὺς ἕνα φιλόξενο περιβάλλον. Ἔτσι θὰ ἀποτραπεῖ ἡ γκετοποίησή τους καὶ ἡ ἀνάπτυξη σὲ αὐτῶν λανθασμένων ἰδεολογιῶν καὶ τρόπων ἀντιμετωπίσεως τοῦ παραγκωνισμοῦ τους. Μὲ ἁπλὰ λόγια ὁ παραγκωνισμὸς τοῦ ἄλλου ποὺ ἔχει διαφορετικὴ θρησκεία καὶ κουλτούρα θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ βία.
Συνεχίζεται…
[1] «Ἡ Ἀναγέννηση (ἀγγλικά: Renaissance, ιταλικά: Rinascimento, γαλλικά: Renaissance, ἀπό τά συνθετικά ri- «ξανά» καί nascere «γεννιέμαι») ἦταν ἕνα πολιτιστικό κίνημα πού τοποθετεῖται προσεγγιστικά ἀνάμεσα στό 14ο καί τό 17ο αἰῶνα, ξεκινώντας στήν Ἰταλία κατά τόν ὕστερο Μεσαίωνα, ἀπό ὅπου καί ἐξαπλώθηκε στήν ὑπόλοιπη Ευρώπη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μα με μεγαλύτερη ελευθερία καθώς το κύμα των αλλαγών που επήλθαν δεν εξαπλώθηκε με την ίδια ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ως πολιτιστικό κίνημα, επέφερε την άνθηση της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας και της πολιτικής επιστήμης, καθώς και την αναβίωση της μελέτης κλασικών συγγραφέων, την ανάπτυξη της γραμμικής προοπτικής στη ζωγραφική και τη σταδιακή, αλλά ευρέως διαδεδομένη, μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση. Παραδοσιακά, αυτή η πνευματική μεταμόρφωση είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται η Αναγέννηση γέφυρα μεταξύ του Μεσαίωνα και της Σύγχρονης Εποχής. Αν και κατά την Αναγέννηση έλαβαν χώρα επαναστατικές καινοτομίες σε πολλά πνευματικά πεδία, καθώς και κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, είναι ίσως περισσότερο συνυφασμένη με τα ρεύματα που διαμορφώθηκαν στο χώρο της τέχνης, αλλά και τη συμβολή παν-επιστημόνων όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, οι οποίοι ενέπνευσαν τον όρο Homo Universalis» http://www.netschoolbook.gr/history2007/VIanagenissi.html (2012)
[2] «Με τον όρο εκκλησιαστική μεταρρύθμιση εννοείται η διασπαστική κίνηση στην καθολική Εκκλησία του 16ου αιώνα που πραγματοποιήθηκε στην κεντρική Ευρώπη και οδήγησε στη συγκρότηση νέων χριστιανικών δογμάτων και εκκλησιαστικών οργανισμών. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των κινήσεων από θεολογικής σκοπιάς ήταν η προσήλωση στη Βίβλο και ο παραμερισμός όλων των πατερικών και άλλων συμπληρωμάτων και προεκτάσεων που είχαν συσσωρευτεί μέχρι τότε. Οι πολιτικές και πολιτισμικές επιπτώσεις αυτών των γεγονότων ήταν όμως πολύ σημαντικές και συγκάλυψαν τις θεολογικές αντιδικίες. Οι ηγέτες της μεταρρύθμισης δεν απέβλεπαν εξ αρχής στη διάσπαση της μέχρι τότε ενιαίας δυτικής Εκκλησίας, τα γεγονότα ξεπέρασαν όμως τις ηγεσίες και εξελίχθηκαν με τη δική τους δυναμική, παρασύροντας θεσμούς και παραδόσεις πολλών αιώνων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και εκ του αποτελέσματος η μεταρρύθμιση αποτέλεσε μια ενέργεια ανατρεπτική για την ελεγχόμενη πολιτική και πνευματική ζωή που προσπαθούσε να διατηρήσει η καθολική Εκκλησία, οι ηγέτες των μεταρρυθμιστικών κινήσεων είχαν κατά βάση συντηρητικούς στόχους: Διακηρυσσόμενος σκοπός τους ήταν να επανέλθει η εκκλησιαστική ζωή στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, χωρίς τις περίεργες, για τα ευρύτερα στρώματα, καλλιτεχνικές και επιστημονικές «παρεκτροπές» που συνέβαιναν στην αμαρτωλή Ρώμη, παράλληλα με την απληστία και τις ακολασίες. Η μεταρρύθμιση δεν πραγματοποιήθηκε σε ένα τόπο κι από ένα άνθρωπο, αλλά συμπυκνώνεται συχνά σε λίγα εξέχοντα πρόσωπα και χαρακτηριστικά περιστατικά, καθώς επίσης σε διάφορες μυθοπλασίες» Στ. Φραγκοπούλου, Ιστορία της Τεχνολογίας. Με παρεκβάσεις σε συναφή γεγονότα που επηρέασαν την επιστήμη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, 2008, σ. 15.
[3] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 64.
[4] Θ. Λιπόβατς, «Χριστιανισμός και Νεωτερικότητα», (2001), http://www.acadimia.gr/content/view/80/76/lang,el (2012)
[5] Κ. Κορώση, «Παγκοσμιοποίηση και θρησκευτική ταυτότητα», http://www.pee.gr/wp-content/uploads/praktika_synedrion_files/new_soft/nees_eisigiseis/mer_g_th_en_v/korosis.htm (2012)
[6] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 79.
[7] Αν. Γιανουλάτου, αρχιεπ. Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 17.
[8] Ν. Κοκοσαλάκη, όπ.π., σ. 82
http://www.enromiosini.gr