Ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας νεαρὸς μάγος ἀπὸ τὸ Θιβὲτ καὶ μοῦ διηγήθηκε πολλὰ ἀπὸ τὴν ζωή του. Αὐτὸ τὸ παιδί, μόλις ἀπογαλακτίστηκε, τὸ ἀφιέρωσε ὁ πατέρας του, σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων, σὲ μιὰ ὁμάδα τριάντα μάγων ἀνωτέρου βαθμοῦ στὸ Θιβέτ, γιὰ νὰ τὸ μυήσουν στὴν τέχνη τους. Ἔφθασε στὸν ἑνδέκατο βαθμὸ μαγείας· ὁ δωδέκατος εἶναι ὁ ἀνώτερος. Δεκαέξι χρόνων ἔφυγε ἀπὸ τὸ Θιβὲτ καὶ πῆγε στὴν Σουηδία, γιὰ νὰ δῆ τὸν πατέρα του. Ἐκεῖ συνάντησε τυχαίως ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα, πολὺ πιστό, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ συζητήσουν. Ὁ νεαρὸς μάγος δὲν ἤξερε καθόλου τί θὰ πῆ ἱερεὺς ὀρθόδοξος. Στὴν αἴθουσα λοιπὸν ποὺ κάθησαν νὰ συζητήσουν, ἄρχισε νὰ τοῦ κάνη μερικὲς ἀπὸ τὶς μαγεῖες του, γιὰ νὰ δείξη τὴν δύναμή του. Κάλεσε ἕνα ἀρχικὸ (=Ἀρχικός: ἀνώτερος, ἡγεμονικός. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν δαιμόνων. Οἱ δαίμονες, κατὰ τοὺς Πατέρες, συγκροτοῦν στρατιές) δαιμόνιο, τὸν Μήνα, καὶ τοῦ εἶπε: «Θέλω νερό». Σηκώνεται ἕνα ποτήρι ἀπὸ τὴν κουζίνα, πηγαίνει μόνο του στὴν βρύση, ἀνοίγει ἡ βρύση, γεμίζει, περνάει ἀπὸ τὴν κλειστὴ τζαμαρία καὶ ἔρχεται στὴν αἴθουσα. Τὸ πῆρε ἐκεῖνος καὶ ἤπιε. Μετὰ παρουσίασε στὸν ἱερέα, μέσα στὴν αἴθουσα, ὅλο τὸ σύμπαν, τὸν οὐρανό, τὰ ἀστέρια. Χρησιμοποίησε μαγεῖες τετάρτου βαθμοῦ καὶ θὰ προχωροῦσε μέχρι τὸν ἑνδέκατο βαθμό. Ρώτησε τότε τὸν ἱερέα πῶς τὰ ἔβλεπε ὅλα αὐτά. «Ἤμουν ἕτοιμος, μοῦ εἶπε, νὰ τὸν σκοτώσω, ἂν μοῦ ἔβριζε τὸν σατανᾶ». Ὁ ἱερεὺς ὅμως δὲν τοῦ εἶπε τίποτε.
Τότε τοῦ λέει ὁ νεαρός: «Γιατί δὲν μοῦ κάνεις κι ἐσὺ σημεῖα;». «Ὁ δικός μου Θεὸς εἶναι ταπεινός», ἀπάντησε ὁ ἱερεὺς καὶ ἔβγαλε ἕναν σταυρὸ καὶ τοῦ τὸν ἔδωσε νὰ τὸν κρατήση. «Κάνε πάλι σημεῖα», τοῦ λέει. Ὁ νεαρὸς κάλεσε τὸν Μήνα, τὸ ἀρχικὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ ὁ Μήνας ἔτρεμε, δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάση. Καλεῖ τὸν Σατὰν καὶ ἐκεῖνος τὸ ἴδιο· ἔβλεπε τὸν σταυρὸ καὶ δὲν πλησίαζε. Τοῦ εἶπε μόνο νὰ σηκωθῆ νὰ φύγη γιὰ τὸ Θιβέτ. Ὁ νεαρὸς τότε ἔβρισε τὸν Σατάν: «Τώρα κατάλαβα, τοῦ εἶπε, ὅτι ἡ μεγάλη σου δύναμη εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδυναμία». Στὴν συνέχεια κατηχήθηκε κάπως ἀπὸ τὸν καλὸ ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ μίλησε καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους, γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος κ.λπ. Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Σουηδία καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου εἶδε τὸ Ἅγιο Φῶς. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Ἀμερική, γιὰ νὰ βρίση τοὺς σατανιστὲς ποὺ γνώριζε, γιὰ νὰ ἀλλάξουν μυαλὸ – ὁ Θεὸς τὸν ἔκανε τὸν καλύτερο ἱεροκήρυκα –, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ὁ Καλὸς Θεὸς σκανδαλωδῶς τὸν βοήθησε, ἐπειδὴ ἀπὸ μικρὸς εἶχε ἀδικηθῆ. Κάνετε ὅμως προσευχή, γιατὶ τὸν πολεμοῦν οἱ μάγοι μὲ ὅλους τοὺς δαίμονες. Ἀφοῦ ἐμένα πολεμοῦν, ὅταν ἔρχεται νὰ τὸν βοηθήσω, πόσο μᾶλλον ἐκεῖνον. Τοῦ διαβάζουν οἱ ἱερεῖς ἐξορκισμοὺς καὶ ἀνοίγουν τὰ χέρια του καὶ τρέχουν αἷμα. Τὸ καημένο τὸ παιδὶ πολὺ τὸ ταλαιπωροῦν οἱ δαίμονες, ἐνῶ πρῶτα, ποὺ εἶχε φιλία μαζί τους, δὲν τὸ πείραζαν, ἀλλὰ τὸ βοηθοῦσαν καὶ τὸ ἐξυπηρετοῦσαν. Εὔχεσθε. Πρέπει ὅμως καὶ τὸ ἴδιο πολὺ νὰ προσέξη, γιατὶ λέει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ὅταν βγῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, «πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Ματθ. 12, 45.).
 
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης