«Πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ»[1] προλέγει ὁ Κύριος εἰς τούς Ἁγίους Του μαθητάς καί Ἀποστόλους ἀλλά καί σέ ὅλους ὅσους θά πιστέψουν σέ Αὐτόν, ὅτι θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς καί πολλοί ἀπό αὐτούς θά θανατωθοῦν μέ βίαιο θάνατο. Ἀλλά δέν εἶναι ὁ θάνατος τό πρόβλημα. Καί ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, τόν ὁποῖον ἑορτάζουμε σήμερα, εἶχε μαρτυρικό θάνατο, ἀλλά εὐαρέστησε στόν Θεό μέ τήν ἁγία του ζωή. Κι ἔτσι ὁ θάνατός του ἦταν ἡ μετάβασις εἰς τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα. «Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσεν χρόνους μακρούς ἀρεστή γάρ ἦν κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ»[2], λέγει στήν Σοφία Σολομῶντος. Δηλαδή ὁ δίκαιος πού τελειωποιήθηκε, καί αὐτό μπορεῖ νά γίνει «ἐν ὀλίγῳ», δηλαδή σέ μικρό χρονικό διάστημα, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ προθυμία νά κινηθεῖ πρός τόν Θεό, αὐτός εἶναι σάν νά συμπλήρωσε πολλά χρόνια ἐναρέτου ζωῆς. Ὅπως ὁ λῃστής ἐπάνω εἰς τόν σταυρό, σέ λίγο χρόνο «ἐπλήρωσεν χρόνους μακρούς».
 
«Οἱ δέ λαοί ἰδόντες καί μή νοήσαντες, μηδέ θέντες ἐν διανοίᾳ τό τοιοῦτον»[3], λέγει στήν συνέχεια στήν Σοφία Σολομῶντος. Δηλαδή, οἱ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι, ὅταν εἶδαν τήν πρόωρο ἐκδημία του, δέν κατανόησαν τήν αἰτία της, δέν ἔβαλαν στό μυαλό τους τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἀνηρπάγη ὁ δίκαιος, εἴτε μέ βίαιο εἴτε μέ ὁμαλό θάνατο. «Ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας»[4]. Ὁ δίκαιος ἔφυγε, διότι ἠθέλησε καί ὁ Θεός εὐδόκησε, νά γλιτώσει ἀπό τήν κακία καί τήν πονηρία πού ὑπάρχει στήν γῆ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Πολύ πιθανόν ἄν ἔμενε κι ἄλλο χρόνο ἐδῶ στήν γῆ, νά ἔπεφτε σέ ἁμαρτίες φοβερές καί νά ἔχανε τήν αἰώνιο ζωή.
 
«Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τά ἔσχατά σου, καί εἰς τόν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις»[5]. Πάντα σέ ὅλα τά ἔργα σου καί τά λόγια σου, λέει πάλι στήν Σοφία Σειράχ, νά θυμᾶσαι τό τέλος τῆς ζωῆς σου κι ἔτσι ποτέ δέν θά παρασυρθεῖς σέ ἁμαρτίες. Μή θέλεις νά ζήσεις πολλά χρόνια, ἀλλά αὐτά τά χρόνια πού ζεῖς, νά τά ζήσεις μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου, ἔτσι ὥστε νά μήν ἁμαρτάνεις. Ἄν ὁ ἄνθρωπος κάθε στιγμή θυμᾶται τόν θάνατο κι ὅτι πρόκειται νά δώσει λόγο στόν Θεό γιά κάθε πράξη του ἀλλά καί γιά κάθε σκέψη του καί γιά κάθε ἐπιθυμία καί γιά κάθε κίνηση τῶν αἰσθήσεών του, τότε θά προσέχει πάρα πολύ καί δέν θά ἁμαρτάνει. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι παρακαλοῦσαν τόν Θεό, νά τούς γνωρίζει νά τούς γνωστοποιήσει δηλαδή τό τέλος τους, ἔτσι ὥστε νά προετοιμαστοῦν. «Γνώρισόν μοι, Κύριε, τό πέρας μου καί τόν ἀριθμόν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ»[6], λέγει πάλι ὁ Προφήτης καί Βασιλέας Δαυίδ στόν τριακοστό ὄγδοο ψαλμό του. Σέ παρακαλῶ, Κύριε, κατάστησε σέ μένα γνωστό, πότε θά ἔρθει τό τέρμα τῆς ζωῆς μου καί ποιός εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν ἡμερῶν μου, γιά νά ἐννοήσω κατά τά διάστημα αὐτό καί νά ἀναπληρώσω τό ὑστέρημά μου.

 
Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πάρα πολύ σύντομος, αὐτῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί θά πρέπει κάθε μέρα νά τήν θεωροῦμε ὡς τήν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μας. Κάθε πρωί, ὅταν ξυπνᾶμε, νά λέμε ὅπως ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀντώνιος: Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου. Ἄς ἀγωνιστῶ, ἄς μήν λυπήσω τόν Κύριο σήμερα μέ κάποια ἁμαρτία. Καί κάθε βράδυ, ὅταν πέφτουμε νά κοιμηθοῦμε, πάλι νά λέμε, ὅπως ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἀσκητής: Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία νύχτα τῆς ζωῆς μου. Ἄς ἀγωνιστῶ ὥστε νά τήν περάσω κι αὐτή θεάρεστα.
 
«Θάνατος ἀνδρί ἀνάπαυμα, συνέκλεισε γάρ ὁ Θεός κάτ᾿ αὐτοῦ»[7], λέγει ὁ Ἰωβ ὁ δίκαιος. Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση γιά τόν ἄνθρωπο, διότι ὁ Κύριος διά τοῦ θανάτου, θέτει τέρμα στίς θλίψεις καί στίς περιπέτειές του. Μέ τόν θάνατο τελειώνει πλέον ἡ ἀγωνία μήπως ἁμαρτήσουμε καί μήπως χάσουμε τήν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάπαυσις γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Γιατί ὁ Κύριος συνέκλεισε κατ’ αὐτοῦ, ἔθεσε τέρμα στίς θλίψεις καί στίς περιπέτειές του, στίς περιπέτειες πού ἔχει αὐτή ἡ ζωή.
 
Δέν πρέπει νά φοβόμαστε τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία πρέπει νά φοβόμαστε. «Ἡ μετάβαση στήν ἄλλη ζωή», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γίνεται ὅπως ἀνοίγεις μιά πόρτα καί βρίσκεσαι σέ διπλανό χῶρο, ὅπως περνάεις μιά γέφυρα καί πάεις ἀπέναντι. Κανονικά δέν πρέπει νά λέμε “ἄλλη ζωή”. Μία εἶναι ἡ ζωή, κι ἄν ζοῦμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στή γῆ, θά μᾶς φανερώσει πῶς θά εἴμαστε μετά θάνατον»[8]. Προγεύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτή τήν ζωή τήν κατάστασή του στήν αἰωνιότητα.
 
«Ἀκοῦστε τί μᾶς λέει ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[9]»[10]. Δηλαδή, ἀγαπητά παιδιά μου, τώρα εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμα δέν ἔχει φανερωθεῖ τί θά γίνουμε. Γνωρίζουμε ὅτι ἄν φανερωθεῖ ὁ Κύριος κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία κι ἐμεῖς θά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἐφόσον ἀγωνιζόμαστε ἐδῶ στήν γῆ. Βεβαίως, ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος, καί ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ, καί ζοῦμε μέσα στήν προσπάθεια νά μιμηθοῦμε, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Κύριο «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι». Γιατί τότε θά τόν δοῦμε τόν Κύριο ὅπως εἶναι, ὅσο εἶναι δυνατό στόν ἄνθρωπο καί στήν ἀνθρώπινη φύση.
 
Εἶναι ἀπερίγραπτο τό τί θά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στή ζωή μετά τόν θάνατο. Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[11]. Θά δοῦμε αὐτά πού δέν μπορεῖ νά δεῖ τό μάτι καί νά ἀκούσει τό αὐτί, αὐτά πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν.
 
«Κάποτε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶχα πεθάνει γιά λίγο. Εἶχα πάει στόν ἄλλο κόσμο. Εἶδα τίς ὀμορφιές πού ὑπάρχουν ἐκεῖ. Δέν ἤθελα νά φύγω. Στενοχωρήθηκα πού γύρισα πίσω. Ἐκεῖ ἦταν ὅλα φωτεινά, χαρά ἀπερίγραπτη. Παράδεισος! Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος»[12]. Προγεύθηκε δηλαδή ὁ Ἅγιος Πορφύριος, καί εἶδε τόν Παράδεισο, εἶδε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμα σέ αὐτή τή ζωή. Τοῦ ἔκανε αὐτό τό δῶρο ὁ Θεός γιά τήν μεγάλη του ἀρετή. Πολλοί λένε ποῦ ξέρουμε ἄν ὑπάρχει ἄλλη ζωή.. γύρισε κανένας νά μᾶς πεῖ; Βεβαίως, πολλοί πῆγαν καί γύρισαν καί μᾶς εἶπαν! Ἀλλά δέν εἶναι τό πρόβλημα αὐτό, εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά πιστέψουν. Γιατί ἄν πιστέψουν, πρέπει νά ἀλλάξουν τήν ζωή τους, νά μισήσουν τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καί νά ἀγαπήσουν τήν ἀρετή, τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τήν ταπείνωση. Νά ἀγαπήσουν ὅλα αὐτά πού ἀγαπάει ὁ Θεός.
 
«Μοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ Ἀπόστολος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «- Γέροντα, βρίσκεσαι σέ τέτοια ἡλικία καί κάνεις ἀκόμη σχέδια γιά τό μοναστήρι; Ἦταν τότε ὁ Γέροντας 85 ἐτῶν. Τοῦ ἀπάντησα: – Ἐγώ εἶμαι αἰώνιος. Καί ὅλοι ἔτσι πρέπει νά νιώθομε, νά ἐργαζόμαστε ὡς ἀθάνατοι καί νά ζοῦμε ὡς ἑτοιμοθάνατοι, σάν νά μήν πρόκειται ποτέ νά πεθάνουμε. Νά ἐργαζόμαστε ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί τόν πλησίον, ἀλλά καί κάθε στιγμή νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά πεθάνουμε καί νά συναντήσουμε τόν Κύριο ἐν τή δόξη Αὐτοῦ. Ἑπομένως», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μποροῦμε νά φυτεύομε, νά κτίζομε, νά προσφέρομε, χωρίς νά σκεπτόμεθα ἄν θά προλάβομε ν’ ἀπολαύσομε οἱ ἴδιοι.
 
Ἐγώ πάντοτε ὅταν μεταλάμβανα, ἔλεγα ἕνα τροπάριο ἀπό τόν Κανόνα τῆς Ἀναστάσεως: «Ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ, ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου»[13]. Εἶναι ἀπό τόν κανόνα τῆς Ἀναστάσεως τό δεύτερο τροπάριο τῆς ἐνάτης ὠδῆς. Δηλαδή, Ἐσύ Χριστέ μου, πού εἶσαι τό Πάσχα τό μέγα, τό ἱερότατον, Ἐσύ πού εἶσαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος, ἡ δύναμις, δίδου καί σέ μᾶς ἐκτυπώτερον, δηλαδή δυνατότερα- ἐντονότερα νά μετέχουμε Σοῦ ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου, στήν ἡμέρα ἐκείνη πού δέν ἔχει βράδυ, δέν θά ἔχει νύχτα, πού θά εἶναι αἰώνια ἡμέρα στήν Βασιλεία Σου.
 
«Ἐάν μέ καλέσει ὁ Χριστός στόν Παράδεισο», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἐκεῖ θά ζῶ μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ «ἐκτυπώτερον», δηλαδή πιό ἔντονα τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀπ’ ὅ,τι ἐδῶ στή γῆ. Δέν ξέρω πόσα χρόνια θά ζήσω. Πέντε, δέκα, εἴκοσι; Θά χαίρω τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ ὅσο ζήσω. Ἄλλωστε «ἐν αὐτῷ ζοῦμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»[14]»[15]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος ζοῦσε τήν ἑνιαία αὐτή ζωή, πού ἀρχίζει ἀπό δῶ καί δέν τελειώνει ποτέ. Γι’ αὐτό ἔλεγε, εἶμαι αἰώνιος. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος καταδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο καί ὁ Θεός καταδίκασε τόν ἄνθρωπο στήν ἀθανασία». Θέλουμε δέν θέλουμε θά ζήσουμε αἰώνια, καί θά καθορίσουμε τό πῶς θά ζήσουμε ἀπό τό πῶς θά ζήσουμε αὐτή τήν λίγη ζωή ἐδῶ, πρίν ἀπό τόν βιολογικό θάνατο, πρίν ἀπό τήν πρόσκαιρη δηλαδή διάζευξη τῆς ψυχῆς μας ἀπό τό σῶμα μας. Καί πάλι θά πάρουμε τό σῶμα μας ἐν τῇ ἐσχάτη μέρα, στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θά τό πάρουμε ἄφθαρτο καί αἰώνιο καί θά ἑνωθεῖ μέ τήν ψυχή μας, πού κι αὐτή θά ζήσει αἰώνια μαζί μέ τό ἄφθαρτο σῶμα. Κι ἔτσι θά εἴμαστε αἰώνια στήν ὕπαρξη, θέλουμε δέν θέλουμε. Τό πρόβλημα εἶναι ἄν θά εἴμαστε μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Καί αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό πῶς θά ζήσουμε ἐδῶ. Ἄν ἀπό ἐδῶ εἴμαστε μέ τόν Θεό, δέν ἔχουμε νά φοβόμαστε τίποτε, κανένα βιολογικό θάνατο. Μόνο ἕνα πράγμα θά ἔχουμε στόν νοῦ μας, νά μήν χάσουμε τόν Χριστό. Εἴτε πεθαίνουμε εἴτε ζοῦμε, εἴμαστε τοῦ Κυρίου. Τίποτε δέν πρέπει νά μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Κύριο, οὔτε ὁ φόβος τοῦ θανάτου, οὔτε ἡ ἁμαρτία, οὔτε κάποια ἄλλη πρόσκαιρη ἀγάπη. Ὁ Θεός βέβαια θά κρίνει τί ἀπόφαση θά βγάλει. Ἐμεῖς ἄς ἀγωνιστοῦμε ταπεινά καί ἄς ἀφήσουμε τά πάντα στήν ἀγάπη Του.
 
«Ἐγώ», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶμαι ἕτοιμος γιά τόν θάνατο καί δέν θέλω νά δέχομαι στόν νοῦ μου λογισμούς ἀπελπισίας γιά κόλαση κ.λπ.»[16]. Αὐτοί οἱ λογισμοί τῆς ἀπελπισίας εἶναι πάντοτε ἀπό τόν διάβολο. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐλπίζει, ἀλλά ὄχι μέ τήν δύναμή του, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος θά κάνει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, θά ζεῖ μέ μετάνοια καί προσοχή καί ἐγκράτεια καί φυλακή τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας καί τοῦ νοός καί ὁ Θεός θά τόν σώσει μέ τήν Χάρη Του.
 
«Ὅπως σᾶς ἔχω πεῖ καί ἄλλη φορά», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὅταν κάποτε εἶχα φτάσει στόν θάνατο, εἶχα χαρά μέσα μου πού θά συναντοῦσα τόν Χριστό. Ὄχι ὅτι δέν ἔνιωθα τίς πολλές μου ἁμαρτίες, ἀλλά πίστευα ὅτι πολύ πιό μεγάλη ἀπ’ αὐτές εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. «Οὐ μέγεθος πταισμάτων, οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος, ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μου τήν πολλήν μακροθυμίαν καί φιλανθρωπίαν ἄκραν»[17], λέμε στήν ἕβδομη εὐχή τῆς ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως. Εἶναι ἡ εὐχή τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Δέν εἶναι τό μέγεθος τῶν πολλῶν μου πταισμάτων οὔτε τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μου, ὅσο μεγάλο καί ἄν εἶναι αὐτό, πού μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τήν πολλή μακροθυμία καί τήν ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά πταίσματα καταποντίζονται μέσα στό ἄπειρο πέλαγος τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
 
«Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «θά φύγουμε. Ἐδῶ κάτω στή γῆ δέν θά μείνουμε γιά πάντα. Κι αὐτό δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε ποτέ. Καί τό μυστικό εἶναι ὅτι πρέπει ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἑτοιμασθοῦμε. Αὐτός ὁ στόχος δέν πρέπει νά φεύγει ποτέ ἀπό τόν νοῦ μας. Μήν κολλᾶμε ἐδῶ στήν γῆ. Ἐδῶ θά περάσει πολύ γρήγορα ὁ χρόνος. Θά εἴμαστε εὐτυχεῖς ὅταν ἑτοιμαστοῦμε, δέν θά φοβόμαστε τόν θάνατο. Θά περιμένουμε μέ χαρά νά πᾶμε στό ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ», λέει ὁ Ἅγιος, «θά δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Παναγίας μας μαζί μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως πρέπει ν’ ἀρχίσουμε ἀπό δῶ νά ζοῦμε δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό», ὄχι μόνο μέ τά λόγια, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη μας ζωή. «Ἐάν ἀπό δῶ δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ‘μαστε μαζί Του στήν οὐράνια δόξα καί χαρά. Καί θά ζοῦμε ἀπό ἐδῶ τήν αἰώνιο ζωή, ἐάν ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο»[18].
 
Αὐτό τόν θάνατο πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί νά ποθήσουμε. Τόν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν θάνατο δηλαδή τῆς ἁμαρτίας. Νά πάψουμε νά ζοῦμε γιά τήν ἁμαρτία καί νά ζοῦμε πλέον γιά τόν Θεό. Κι αὐτός εἶναι ὁ σωτήριος θάνατος. «Κάτι σχετικό», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶδα γραμμένο στήν εἴσοδο ἑνός Μοναστηριοῦ στό Ἅγιο Ὄρος. Ἔλεγε: «Ἐάν πεθάνεις πρίν νά πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις»[19]. Δηλαδή, ἐάν πεθάνεις κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, κατά τήν ἁμαρτία, θά ζεῖς στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θάνατος.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
[1] Ἰωάν. 16, 2.
[2] Σοφ.Σολ. 4, 13-14.
 
[3] Σοφ.Σολ. 4, 14.
 
[4] Ὅ.π.
 
[5] Σοφ.Σειρ. 7, 36.
 
[6] Ψαλμ. 38, 5.
 
[7] Ἰώβ 3, 23.
 
[8] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[9] Α΄Ἰωάν. 3, 2.
 
[10] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[11] Α΄Κορ. 2, 9.
 
[12] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[13] Ὅ.π.
 
[14] Πράξ. 17, 28.
 
[15] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[16] Ὅ.π.
 
[17] Ὅ.π.
 
[18] Ὅ.π.
 
[19] Ὅ.π.