Ο θάνατος του Μεγάλου Αγίου Κωνσταντίνου
Κωνσταντίνου Καραστάθη
 
Η βάπτιση έδωσε πολύ μεγάλη χαρά στο νεοφώτιστο Κων/νο. Υψώνοντας τη φωνή του απηύθυνε ευχαριστήρια στο Θεό: «Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα με το λόγο της αλήθειας, είπε, ξέρω ότι είμαι μακάριος. Τώρα έχω γίνει άξιος της αθανάτου ζωής. Τώρα έχω πιστέψει πως έλαβα το θείον φως. «Νυν αληθή λόγω μακάριον οίδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάνθαι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα.»
Τα λόγια αυτά, λόγια ήρεμης συνείδησης, αλλά και βεβαιότητας για τα επερχόμενα μετά το θάνατο ενός αγωνιστή της πίστεως, θυμίζουν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστην τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Τιμόθ. β’. δ’. 6-8).
Ο Κων/νος ένιωθε ότι από το μυστήριο αναγεννήθηκε τελειωμένος και αξιωμένος με τη θεία σφραγίδα, και αισθανόταν ψυχική αγαλλίαση και φωτισμό με το θείο φως. Μετά τη βάπτισή του φόρεσε το λευκό χιτώνα του βαπτίσματος, αρνήθηκε να ξαναφορέσει την αυτοκρατορική πορφύρα του και υποσχέθηκε να ζήσει στο εξής αντάξια προς έναν απόστολο του Χριστού, βιώνοντας έτσι την ταπεινοφροσύνη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Ήταν τόση η χαρά, που πλημμύριζε εκείνες τις ώρες την ψυχή του, ώστε εξέφρασε τον οίκτο του για όσους ήταν ξένοι σε τέτοιες ευλογίες. Και σαν είδε τους στρατηγούς του συγκινημένους να κλαίνε εν όψει του πένθους τους, να προσεύχονται για την παράταση της ζωής του, τους διαβεβαίωσε ότι θα ανησυχούσε μάλλον από την αναβολή, παρά από την επίσπευση της αναχώρησής του στο Θεό.
Στο νεκροκρέββατό του προχώρησε στην τελική ρύθμιση κάποιων υποθέσεών του. Κληροδότησε μια ετήσια δωρεά στους κατοίκους της Ρώμης και διένειμε την αυτοκρατορία, μεταξύ των τριών αγοριών του, όπως θα ιδούμε παρακάτω. Επίσης εξέφρασε την επιθυμία ν’ αποκαταστήσει στο θρόνο του το Μέγα Αθανάσιο και την επιθυμία του αυτή πραγματοποίησε, όπως παραπάνω είδαμε, ο μεγάλος του γυιός Κωνσταντίνος Β’, καίσαρας των δυτικών επαρχιών.

Ο Μέγας Κων/νος πέθανε ήρεμα και ειρηνικά. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Σέξτου Αυρήλιου Βίκτωρος την τελευταία του πνοή άφησε στο προάστειο Αγκυρώνα της Νικομήδειας. Κατά τον Ευτρόπιο πέθανε σε μια βίλλα της εν λόγω περιοχής.
«Ο θάνατος του Κων/νου προβλέφτηκε από ένα αστέρι με ουρά, εξαιρετικού μεγέθους, που έλαμψε για πολύ και που οι Έλληνες αποκαλούν κομήτη», γράφει ο δωδεκαθεϊστής ιστορικός Ευτρόπιος, και καταλήγει με μια βαδύγδουπη πληροφορία: «Εγγράφηκε επάξια μεταξύ των θεών του Ολύμπου»! Πράγματι, η πιστή στο Δωδεκάθεο, πλην αποδυναμωμένη και ξεδοντιασμένη σύγκλητος της Ρώμης, πέραν των τελετουργικών καθηκόντων της, είχε εκείνη την εποχή και αυτήν ακόμα τη «δυνατότητα», και την αξιοποίησε ταχύτατα: Ενέγραψε το Μέγα Κων/νο μεταξύ των θεών!..
Ο Μέγας Κων/νος έφυγε νιώθοντας ευτυχισμένος από την αγάπη του λαού. Πόση αντίθεση προς τους άλλους αυτοκράτορες, ιδίως εκείνους, που κήρυξαν διωγμούς εναντίον των χριστιανών και που είχαν ένα πικρό τέλος, όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει και καταγράψει στους λόγους του!… Μετέστη προς την αιωνιότητα στις 21 Μαΐου 337 μ. Χ., ανήμερα της Πεντηκοστής, μεσημέρι, σε ηλικία 63 ετών, αφού βασίλευσε τριάντα ένα χρόνια.
Ο Ευσέβιος περιγράφει τις σπαρακτικές σκηνές που ακολούθησαν: «Αμέσως τότε οι δορυφόροι και οι σωματοφύλακες έσχισαν τα ενδύματά τους πέφτοντας στο έδαφος, χτυπούσαν τα κεφάλια τους και, βγάζοντας θρήνους, οιμωγές και κραυγές, ανακαλούσαν το δεσπότη, τον κύριο, τον βασιλέα, όχι ως δεσπότη, άλλ’ όπως τα παιδιά φωνάζουν τον πατέρα τους. οι μεν ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν το σωτήρα, το φύλακα, τον ευεργέτη, οι δε λοιποί στρατιωτικοί εξέφραζαν τον πόνο τους με την πρέπουσα τάξη, όπως τα κοπάδια τον αγαθό ποιμένα τους. Ο λαός επίσης περιέτρεχε όλη την πόλη εκδηλώνοντας με κραυγές και βοές τον ενδόμυχο άλγος της ψυχής, άλλοι δε με την κατήφειά τους έμοιαζαν με σαστισμένους. Και καθένας θεωρούσε το πένθος ως δικό του και θρηνούσε για λόγου του, ωσάν να αφαιρέθηκε από τη ζωή του το κοινό αγαθό όλων».
Κανένα από τα παιδιά του δε βρισκότανε κοντά του εκείνες τις ώρες, γιατί, όντας καίσαρες και οι τρεις τους, βρίσκονταν στις έδρες τους. Έφτασε όμως ο Κωνστάντιος λίγες μέρες αργότερα και συνόδευσε τον πατέρα του στην τελευταία του κατοικία.
Το ιερό σκήνωμά του τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και, κατ’ επιθυμία του, μεταφέρθηκε στην Κων/πολη και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και υπό το γενικό θρήνο λαού και στρατού στο Ναό των αγίων Αποστόλων, στον οποίο είχε σχεδιάσει να ενταφιάσει τα λείψανα των δώδεκα αποστόλων.
Κατ’ άλλες μαρτυρίες ενταφιάστηκε προσωρινά στο ναό του Αγίου Ακακίου, επειδή η ανέγερση του ναού των αγίων Δώδεκα αποστόλων δεν είχε αποπερατωθεί, και αργότερα, όταν ο ναός τελειοποιήθηκε, ο γυιός του Μεγάλου Κων/νου καίσαρας Κωνστάντιος Β’ μετέφερε τα λείψανά του εκεί. Στο ναό αυτόν τελικά συγκεντρώθηκαν τα λείψανα μονάχα του αποστόλου Ανδρέα από την Πάτρα, του Ευαγγελιστή Λουκά από την Θήβα και του αγίου Τιμοθέου από την Έφεσο. Τα αναφερόμενα από τον Ευσέβιο για έξι λάρνακες από την μια πλευρά του ναού, άλλες έξι από την άλλη και στη μέση εκείνου του Μ. Κων/νου ήταν σχέδια μάλλον που τελικά δεν εφαρμόστηκαν.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά τα εξής στο «Συναξαριστή» του: «Ο θείος Χρυσόστομος λέγει ότι ο Μέγας Κων/νος ενταφιάσθηκε εις τον νάρθηκα του ναού των αγίων Αποστόλων, τον οποίον έκτισεν ο ίδιος ο Κων/νος και βασιλεύς, ήτον τρόπον τινά θυρωρός και πορτιέρης των αλιέων, ούτω γαρ φασί».
Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ».
 
https://wra9.blogspot.com/2024/05/blog-post_23.html