ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Β΄ Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΝΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ὁ κοινοτικός θεσμός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.
«Στήν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας» παρατηρεῖ ὁ Κ. Χολέβας «οἱ αὐτοδιοικούμενες κοινότητες τῶν Ρωμηῶν ἀπετέλεσαν τόν αὐτοφυῆ πολιτικό θεσμό τοῦ Γένους, καλλιέργησαν τό δημοκρατικό φρόνημα καί βοήθησαν τούς ὑποδούλους νά ἀποφύγουν τήν μεγάλη ἀνάμιξη τῶν Ὀθωμανῶν στά ἐσωτερικά τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔβαλε ἔντονη τήν σφραγίδα της στόν θεσμό. Στήν πράξη: ἡ κοινότητα ἀποτελεῖ συνέχεια καί προέκταση τῆς Ἐνορίας. Μετά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς οἱ Χριστιανοί, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπο ἤ τόν Ἱερέα, συγκεντρώνονται στόν αὐλόγυρο τοῦ Ναοῦ καί συζητοῦν, ἀποφασίζουν, ψηφίζουν.
Οἱ κοινότητες ἐκφράζουν τήν δημοκρατική παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου, ἀλλά καί τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο τηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἤδη, ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρχίζει ἡ ἀποκέντρωση μέ θεσμούς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως (μητροκωμία) στά χρόνια τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τή νομοθεσία τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Τό πνεῦμα αὐτό βρίσκει ἐφαρμογή στῶν Ἑλλήνων τίς κοινότητες ἐπί Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί στίς συντεχνίες πού ἄνθισαν κατά τήν περίοδο ἐκείνη.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό καταστατικό τῆς συντεχνίας τῶν Ἀμπελακίων Θεσσαλίας ὑπάρχουν συνεχεῖς ἀναφορές στό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ὡς συντάκτης ὑπογράφει ὁ Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος καί Λυκοστομίου Διονύσιος.
Καί σέ αὐτό τό θέμα κάποιοι ἀμφισβητίες προσπάθησαν νά μειώσουν τόν ρόλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παραδόσεως. Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ κοινοτικός θεσμός εἶναι ἔμπνευση τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων γιά νά συλλέγουν εὐκολώτερα τούς φόρους. Τότε, ὅμως, πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἐπιτυχής λειτουργία τοῦ θεσμοῦ στούς Ἀποδήμους Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Εὐρώπης; Ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν Τοῦρκοι γιά νά ζητοῦν φόρους. Κι ὅμως, οἱ κοινότητες τῶν Ἑλλήνων ἄνθισαν μέ ἐπίκεντρο πάντα τόν Ὀρθόδοξο Ναό καί τόν Ἱερέα. Στήν Βιέννη, στήν Βενετία, στήν Τεργέστη, στό Λιβόρνο, στήν Ὀδησσό, στήν Νίζνα Οὐκρανίας, στό τότε αὐστριακό Σεμλίνο-Ζέμουν (σήμερα προάστιο τοῦ Βελιγραδίου) καί σέ πολλά ἄλλα μέρη τῆς ξενιτιᾶς οἱ Ἕλληνες λόγιοι καί πραματευτάδες συγκεντρώνονται γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία τους, ἱδρύουν κοινοτικούς θεσμούς ὅπως καί οἱ ὑπόδουλοι ἀδελφοί τους, διαβάζουν πατριωτικά κείμενα καί προετοιμάζουν μέ τόν τρόπο τους τήν Ἀνάσταση τοῦ Γένους»112.
Κοινότητα καί Ἐνορία σχεδόν ταυτίζονται στήν Τουρκοκρατία. Τό κέντρο τῆς κοινότητας εἶναι ὁ ναός. «Ἡ ὕπαρξη κοινότητας τόσο στίς ἐπαρχίες ὅσο καί στό κέντρο τῆς ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας προϋπέθετε τήν ὕπαρξη ναοῦ ὡς ἀποδεικτικοῦ στοιχείου τῆς λαϊκῆς ἀποδοχῆς τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητας μέσῳ τῆς συμμετοχῆς στήν λατρεία. Ἔπρεπε δηλαδή ὁ λαός νά πηγαίνει στήν Ἐκκλησία γιά νά τεκμηριώνει τήν ὕπαρξη κοινότητας. Χωρίς ναό καί θέση Ἱερέα, οἱ χριστιανοί μιᾶς περιοχῆς ὑποχρεώνονταν ἤ νά ἐξισλαμιστοῦν ἤ νά μετοικήσουν, ὥστε νά ἀπαρτίσουν Ἐνορία.
Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία δέν προέβλεπε διοικητικές θέσεις χωρίς προηγούμενη ἐνυπόγραφη δήλωση τῶν χριστιανῶν μιᾶς περιοχῆς. Μάλιστα, ἦταν ἀδύνατο νά προβιβάσει μία Ἐπισκοπή σέ Μητρόπολη ἤ Ἀρχιεπισκοπή χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ποιμνίου.
Αὐτή ἡ στενή ἀλληλεξάρτηση προέκυψε ἀναγκαστική, ἀφοῦ ὁ κλῆρος μισθοδοτεῖτο ἀπό τόν λαό καί ὁ λαός ἀποκτοῦσε δικαίωμα ἐθνικῆς καί κοινωνικῆς διαφοροποίησης ἀπό τούς μουσουλμάνους, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνῆκε στό ἐκκλησιαστικό σύστημα»113. Ἔτσι οἱ ὑπόδουλοι ρωμηοί κινοῦνται ὡς ἐλεύθερα ὀρθόδοξα πρόσωπα μέσα στούς ἀλλόπιστους μουσουλμάνους.
«Ὁ κοινοτισμὸς μὲ τὶς διάφορες μορφές του (πολιτική, θρησκευτική, οἰκονομική, στρατιωτική) εἶχε κατορθώσει νὰ ὑποκαταστήσει τὸ ‘‘Βυζαντινὸ’’ κράτος ποὺ εἶχε καταλυθεῖ, καὶ εἶχε πραγματοποιήσει αὐτὸ ποὺ στὴν ἀρχὴ φαινόταν ἀκατόρθωτο: τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἔθνους»114.
Εἶναι πολύ σημαντικά τά ἀκόλουθα:
«Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν … τὸ κοινοτικὸ σύστημα, ποὺ στὴν τελειότερη μορφὴ του λειτουργεῖ σὲ τρεῖς βαθμοὺς (κοινότητα, ἐπαρχία, νομὸς), ἐμφανίζεται σὰν ἕνα ὀργανωμένο παρακράτος, τὸ ὁποῖο κάτω ἀπὸ ξενικὴ κατάκτηση διαμορφώνει ἕνα ζωντανὸ ἢ ἄγραφο λαϊκὸ δίκαιο πλουραλιστικοῦ χαρακτήρα καὶ βρίσκεται κάτω ἀπὸ ἑνιαία θρησκευτικὴ ἡγεσία, αὐτὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη.
Ὑπάρχει ἕνας τεράστιος πλοῦτος κοινοτικῶν παραλλαγῶν… ὑπάρχουν κοινότητες ἠπειρωτικὲς καὶ νησιωτικές, ὀρεινὲς καὶ πεδινές, ἀγροκτηνοτροφικὲς καὶ ἐμποροναυτικές. Ὑπάρχουν κοινότητες ἀκόμη κι ἐν μέσῳ ἀλλόγλωσσων, ἀλλόθρησκων καὶ ἀλλογενῶν, λιγότερο ἢ περισσότερο ἀστικές, λιγότερο ἢ περισσότερο δημοκρατικές, λιγότερο ἢ περισσότερο συνεταιριστικές, κοινότητες μὲ εὐρεία ἢ περιορισμένη αὐτονομία, μοναχικὲς ἢ ὁμοσπονδιακές. Κοινό τους στοιχεῖο: ἡ κοινή τους πίστη.
Οἱ αὐλόγυροι τῶν Ἐκκλησιῶν –ἀρέσει ἢ δὲν ἀρέσει– ἦταν οἱ ἀμεσοδημοκρατικὲς συνελεύσεις τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν. Ἐμβληματικὴ μορφὴ τῶν κοινοτήτων ἦταν καὶ ὁ Παπᾶς τους, μέλος τῆς ἀδελφότητας, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, παρὼν σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις της.
Θὰ πρέπει, βεβαίως, αὐτὲς οἱ κοινότητες νὰ ἀντιδιασταλοῦν (ἀπό τίς ἀντίστοιχες) στὶς μεσαιωνικὲς πόλεις τῆς Δύσης, ποὺ ἀναπτύχθυκαν στὰ ἐντελῶς διαφορετικὰ πλαίσια μιᾶς ἐξελιγμένης ἀστικῆς οἰκονομίας ὡς ἐμπορικά, βιοτεχνικὰ ἢ διοικητικὰ κέντρα.
Οἱ ἐδῶ κοινότητες λειτουργοῦσαν –κυριολεκτικὰ– ὡς ἑνώσεις ὁμοδόξων καὶ ἡ κοινὴ πίστη τῶν μελῶν τους ἦταν στοιχεῖο ταυτότητας καὶ διαφοροποίησής τους ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Κάθε κοινότητα εἶχε τὸν δικό της Ἅγιο, τὸν δικό της Πολιοῦχο. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ διάφορες συντεχνίες. Σὲ αὐτὸν ἔδιναν ἀναφορὰ καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιά του ἀντάμωναν στὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τους. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινότητα αὐτὴ περιλαμβάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ζῶντες, καὶ τοὺς τεθνεῶτες.
Ἡ κατὰ χῶρον περιορισμένη κοινότητα εἶναι κατὰ χρόνον ἀπεριόριστη. Πράγματι δὲ, ὁ κοινοτισμὸς εἶναι ἡ παράδοσις, εἶναι ἡ συνισταμένη ποὺ προϋποθέτει καὶ περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τῆς ζωῆς καὶ τοὺς παρόντας ἐν αὐτῇ καὶ τοὺς μέλλοντας κι ὄχι μόνον τὴν στιγμιαία παραφορὰ τοῦ ὄχλου, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ στὸ ρηχό, τὸ χωρὶς μνήμη, τὸ χρονικῶς ἀνερμάτιστο, κοινοβουλευτικὸ Κράτος, πού, ἀντίθετα, ἐπιδέχεται βέβαια ἀπεριόριστη κατὰ χῶρον ἐξάπλωση»115.
Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ὁ κοινοτικὸς θεσμὸς ἀναπτύχθηκε μόνον στὸ ὀρθόδοξο περιβάλλον καὶ ὄχι σὲ περιοχές ὅπου ἦταν φανερὴ ἡ ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος. Στὴν Μύκονο λ.χ., μέχρι τὸ 1537 ποὺ κράτησε ἡ Φραγκοκρατία, δὲν ὑπῆρξε κοινοτικὴ ὀργάνωση, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ 1667, ὅταν ὁ κλῆρος τοῦ νησιοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὰ φιλοδυτικὰ στοιχεῖα καὶ ὀρθοδοξοποιήθηκε»116.
Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωντανή ἐνοριακή ζωή καί ἡ γνήσια χριστιανική ἀντίληψη, τήν ὁποίαν ἡ Ἐνορία ἐνσάρκωνε, διατηρήθηκε, σ’ ἕναν βαθμό, στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας στίς Ἐνορίες καί κοινότητές τῆς σκλαβωμένης ἀλλά οὐσιαστικά ἀδούλωτης Ρωμηοσύνης.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού ἤδη κυκλοφορεῖ
112 Κωνσταντίνου Χολέβα, Πολιτικός Ἐπιστήμων, Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ πνευματική ἀντίσταση ἐπί τουρκοκρατίας, http://www.antibaro.gr/national/xolebas_ekklhsia.htm.
113 Βασίλη Μπακούρου, Οἱ Ἕλληνες στήν Τουρκοκρατία,http://www.oodegr.com/oode/istoria/o8wmanoi/sklav_ekkl2.htm.