«Ὁ λαός οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ»[1]. Ὁ Κύριος θέλει τήν καρδία μας καί μάλιστα καθαρά. «Υἱέ μου, δός μοί σήν καρδίαν»[2], λέγει ἀκόμα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Καί πῶς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό καρδιακά; Πῶς προσφέρει τήν καρδιά εἰς τόν Θεό καί ὅλον του τόν ἑαυτό; Βεβαίως μέ τήν ὀρθή ζωή καί τήν ὀρθή πίστη. Καί ἕνα βασικό στοιχεῖο εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται καί τηρεῖ τίς ἐντολές, προσφέρει τήν καρδιά του εἰς τόν Θεό καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόν διδάσκει πῶς νά προσεύχεται καί πῶς νά ζεῖ ὥστε νά εὐαρεστεῖ εἰς Αὐτόν.
«Ὁ ἄνθρωπος», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ζητάει στόν Οὐρανό τήν χαρά καί τήν εὐτυχία. Ζητάει τό αἰώνιο μακριά ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα. Ζητάει νά βρεῖ τήν χαρά στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι μυστήριο, εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος, εἶναι τό πᾶν. Τήν τάση τῆς ψυχῆς γιά τόν οὐρανό τήν ἔχει ὅλος ὁ κόσμος, ὅλοι ζητᾶνε κάτι τό οὐράνιο, σέ αὐτό στρέφονται ὅλα τά ὄντα, ἔστω καί ἀσυνειδήτως»[3]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά νά ἀγαπήσει καί νά προσφερθεῖ στόν Θεό καί νά προσφέρει τήν καρδιά του εἰς τόν Θεό.
«Σέ αὐτόν νά στρέφετε διαρκῶς τόν νοῦ σας», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ἀγαπῆστε τήν προσευχή, τήν κουβέντα μέ τόν Κύριο. Το πᾶν εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας μέ τόν Κύριο, τόν Νυμφίο Χριστό. Γίνετε ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν ζεῖτε στό σκοτάδι. Γυρίστε τόν διακόπτη τῆς προσευχῆς ὥστε νά ἔχετε τό θεῖο φῶς στήν ψυχή σας. Στό βάθος τοῦ εἶναι σας θά φανεῖ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ στό βάθος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστί»[4]»[5]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἐσωτερική ζωή, τήν πνευματική ζωή, τότε γίνεται πραγματικά ἄνθρωπος πού ἐκπληρώνει τόν προορισμό του, δηλαδή τό καθ’ ὁμοίωση, την ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πού κοινωνεῖ μέ τόν Θεό διά τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς, αὐτός ὁ ἄνθρωπος σιγά-σιγά καθαρίζεται, ἁγιάζεται, φωτίζεται καί θεώνεται. Βεβαίως τηρώντας παράλληλα καί τίς ἄλλες ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ προσευχή», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γίνεται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ἡ σωστή προσευχή δηλαδή δέν εἶναι αὐτό πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο διαμέσου τοῦ ἀνθρώπου. «Αὐτό διδάσκει τήν ψυχή πῶς νά προσεύχεται. «Τό γάρ τί προσευξώμεθα καθ’ ὅ δεῖ, οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ’ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλῆτοις»[6], λέει ὁ Ἄπόστολος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή. Δηλαδή δέν γνωρίζουμε ἐμεῖς πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε, ἀλλά αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο προσεύχεται γιά χάρη μας μέ ἀλάλητους στεναγμούς μέσα στήν καρδία μας. «Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά κάνουμε καμία προσπάθεια», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά ἀπευθυνόμαστε στόν Θεό, μέ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μέ φωνή παρακλητική καί ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐάρεστη εἰς τόν Θεό.
Νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια», ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί νά λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Αὐτό τά λέει ὅλα. Ὅταν κινηθεῖ γιά προσευχή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, στό δευτερόλεπτο τοῦ δευτερολέπτου ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί βλέπει μέ ἄλλα μάτια τά πάντα. Τό πᾶν εἶναι νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τήν προσευχή, τήν μελέτη. Παίρνουμε ἕνα ἑκατομμύριο καί τό κόβουμε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τό ἕνα ἑκατομμυριοστό»[7]. Σέ σχέση μέ αὐτό πού δίδει ὁ Θεός, πού βάζει ὁ Θεός, ἡ δική μας συμμετοχή εἶναι ἀπειροελάχιστη. Ὅμως αὐτή ἡ ἀπειροελάχιστη εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
«Πρίν ἀπό τήν προσευχή, ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή. Ἀκοῦστε τί εὔχεται ὁ ἱερέας μυστικά τήν ὥρα πού διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος κατά τήν Θεία λειτουργία. «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καί τόν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τάς σαρκικάς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τά πρός εὐαρέστησιν τήν σήν καί φρονοῦντες καί πράττοντες. Σύ γάρ εἶ ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός, καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ σοῦ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»[8]»[9]. Ἀμήν. Παρακαλοῦμε δηλαδή καί λέμε, νά λάμψεις, φιλάνθρωπε Δέσποτα, μέσα στίς καρδίες μας τό ἀκήρατο φῶς τῆς θεογνωσίας Σου καί νά διανοίξεις τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας μας στό νά καταλάβουμε τά εὐαγγελικά σου κηρύγματα. Βάλε μέσα στήν καρδιά μας τόν φόβο τῶν ἁγίων Σου ἐντολῶν, ἔτσι ὥστε νά καταπατήσουμε ὅλες τίς σαρκικές ἐπιθυμίες, καί νά ζήσουμε πνευματική ζωή καί πάντα ὅσα ἀρέσουν σέ Σένα αὐτά νά φρονοῦμε καί αὐτά νά πράττουμε, γιατί Ἐσύ εἶσαι ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός καί σέ Σένα ἀναπέμπουμε τήν δόξα, καθώς καί στόν ἄναρχό Σου Πατέρα καί στό Πανάγιο καί ζωοποιό Σου Πνεῦμα καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
«Στήν προσευχή μπαίνουμε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «χωρίς νά τό καταλάβουμε. Χρειάζεται νά βρεθοῦμε καί σέ κατάλληλο κλίμα. Ἡ ἀναστροφή μέ τόν Χριστό, ἡ συζήτηση, ἡ μελέτη, ἡ ψαλτική τό καντηλάκι, τό θυμίαμα, γίνονται τό κατάλληλο κλίμα, ὥστε ὅλα νά γίνουν ἁπλά, «ἐν ἁπλότητι καρδίας»[10]. Διαβάζοντας τίς ψαλμωδίες, τίς ἀκολουθίες μέ ἔρωτα, χωρίς νά τό καταλάβουμε, γινόμαστε ἅγιοι. Εὐφραινόμαστε μέ τά θεῖα λόγια. Αὐτή ἡ εὐφροσύνη, αὐτή ἡ χαρά, εἶναι ἡ δική μας προσπάθεια γιά νά μποῦμε εὔκολα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς. Ἡ προθέρμανση ὅπως λέμε. Μποροῦμε καί νά φέρουμε στόν νοῦ μας ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τοπία πού εἴδαμε. Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι ἁπλή, ἀναίμακτη. Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[11].
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς διδάξει τήν προσευχή. Δέν θά τή μάθουμε μόνοι μας, οὔτε ἄλλος κανείς θά μας τήν μάθει. Μήν λέμε, ἔκανα τόσες μετάνοιες, ἐξασφάλισα τώρα τήν χάρη, ἀλλά νά ζητᾶμε νά λάμψει ἐντός μας τό ἀκήρατο φῶς τῆς θείας γνώσεως καί νά ἀνοίξει τά πνευματικά μας μάτια, γιά νά κατανοήσουμε τά θεῖα Του λόγια.
Μέ τό τρόπο αὐτό, χωρίς νά τό καταλάβουμε, ἀγαπᾶμε τόν Θεό χωρίς, σφιξίματα, προσπάθεια, καί ἀγῶνα. Αὐτά πού εἶναι δύσκολα στούς ἀνθρώπους, γιά τόν Θεό εἶναι πολύ εὔκολα. Τόν Θεό θά Τόν ἀγαπήσουμε ξαφνικά, ὅταν ἡ Χάρις θά μᾶς ἐπισκιάσει. Ἄν ἀγαπήσουμε πολύ τόν Χριστό, ἡ εὐχή θά λέγετε μόνη της. Ὁ Χριστός θά εἶναι συνεχῶς στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας»[12]. Ἔτσι μέ ἁπλό τρόπο μας διδάσκει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
«Γιά νά μένουμε -λέγει- ὅμως, σέ αὐτή τήν κατάσταση, νά μήν τήν χάνουμε, θέλει ἔρωτα θεῖο, θέλει θεία φλογερή ἀγάπη στόν Χριστό. Ὁ ἔρως ἀπευθύνεται σέ ἕνα ὄν ἀνώτερο. Ὁ ἐραστής, ὁ Θεός, ποθεῖ τόν ἐρώμενο καί ὁ ἐρώμενος, θέλει νά φτάσει τόν ἐραστή. Ὁ ἐραστής ἀγαπάει τόν ἐρώμενο μέ μιά θεία καί τέλεια ἀγάπη. Ὁ Θεός πού ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀνιδιοτελής. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἀνώτερη ὅταν ἐκφράζεται ὡς εὐγνωμοσύνη. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀγαπᾶμε ὄχι ὡς καθῆκον, ἀλλά ὅπως εἶναι ἡ ἀνάγκη νά τρῶμε. Πολλές φορές ἐμεῖς πλησιάζουμε στόν Θεό ἀπό ἀνάγκη νά ἀκουμπήσουμε, ἐπειδή δέν μᾶς ἀναπαύουν οἱ γύρω μας καί νιώθουμε ἐρημιά».
Ἀλλά τό καλύτερο εἶναι νά ἀγαπᾶμε καί νά κινούμαστε πρός τόν Θεό ἀπό καθαρή ἀγάπη, χωρίς νά σκεφτόμαστε καθόλου τόν ἑαυτό μας καί νά λογαριάζουμε τί ἔχουμε νά ἀπολαύσουμε, τί ἔχουμε νά πάρουμε ἀπό τόν Χριστό.
Ἄς ἀγαπήσουμε τήν προσευχή καί ἄς ἐμπιστευθοῦμε μέ ἁπλότητα τόν ἑαυτό μας στόν Κύριο καί ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε θά μᾶς ἀνταμείψει. Γιατί εἶπε ὅτι, «ὅταν προσεύχεσαι νά εἰσέρχεσαι στό ταμεῖο σου καί ἀφοῦ κλείσεις τήν θύρα νά προσευχηθεῖς στόν πατέρα σου ἕν το κρυπτῷ καί ὁ πατέρας σου πού βλέπει ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ»[13]. Αὐτός πού κοπιάζει στήν προσευχή, ὁπωσδήποτε θά ἀπολαύσει τόν οὐράνιο μισθό.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 7, 6.
[2] Παρ. 23, 26.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Λουκ. 17, 21.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ρωμ. 8, 26.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[8] Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εὐχή τοῦ Εὐαγγελίου.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[10] Α΄Παραλ. 29, 17.
[11] Ἰωάν. 15, 5.
[12] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[13] Ματθ. 6, 4-6.