ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΥΣ
 
Κυθήρων Σεραφείμ: Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς, θα πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται!
 
της Στέλλας Μεϊμάρη
Η επιστολή της Συνάξεως Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, αναφορικά με την επικείμενη επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι, την οποία υπογράφουν ήδη έξι Μητροπολίτες, πολλοί Ηγούμενοι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, ήρθε, όπως φαίνεται, να ταράξει για τα καλά τα λιμνάζοντα νερά της Εκκλησίας.
Πρόκειται για μια μικρή κατάθεση ορθοδόξου ομολογίας, μέσω της οποίας μάλιστα καλείται οποιοσδήποτε από τους κληρικούς, μοναχούς ή λαϊκούς επιθυμεί να συμμετάσχει, προσυπογράφοντας απλά και δηλώνοντας: «Συμφωνώ με το κείμενο εναντίον της «Νέας Εκκλησιολογίας του Πατριάρχου Βαρθολομαίου».
Ο Μητροπολίτης Κυθήρων, κ. Σεραφείμ, ένας εκ των υπογραφόντων την επιστολή, μιλώντας αποκλειστικά στο «pentapostagma.gr”, εξηγεί γιατί, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς (τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία μας θεωρεί ως σχισματικούς και επομένως ακοινωνήτους) θα πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται.
Ακολουθούν αναλυτικά τα όσα μας δήλωσε ο Σεβασμιώτατος για το πολύ αυτό σοβαρό ζήτημα:
Γιά το πολύ σοβαρό αυτό θέμα των συμπροσευχών με τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους προστρέχουμε και αναζητούμε την θέσι της Αγίας μας Εκκλησίας, η οποία διατυπώνεται και εκφράζεται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνας της Αγιωτάτης ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες μας απεφάνθησαν διά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ως και διά των υπ’ αυτών αναγνωρισθεισών Τοπικών (Συνόδων) και Κανόνων Αγίων Πατέρων, διά τα σπουδαία αυτά κανονικά και εκκλησιολογικά θέματα και η συμμόρφωσις προς τις επιταγές των Ιερών αυτών Κανόνων είναι υποχρεωτική και ανυπέρθετη.
Κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνας οι ακοινώνητοι, οι αιρετικοί και οι εθνικοί θεωρούνται ότι είναι εκτός της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Με αυτούς δηλ. δεν επιτρέπεται η εκκλησιαστική κοινωνία.
Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται από μίσος, βδελυρία ή απέχθεια, αλλά για λόγους παιδευτικούς και παιδαγωγικούς. Το μεν, διότι η αίρεσις, το σχίσμα και η ξένη θρησκεία στερούν ή αφαιρούν τις προϋποθέσεις και την δυνατότητα συμπροσευχής ή συλλειτουργίας, καθιστώσαι ανίκανο και αδύναμο γι’ αυτές τον αιρετικό, σχισματικό και αλλόθρησκο. Καί το δε, διότι εάν εκκλησιάζωνται με τους πιστούς οι τοιούτοι και υπάρχει εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς, χωρίς προηγουμένως να ανανήψουν και να αποπτύσουν την αίρεσι, την πλάνη και την κακοδοξίαν των, τότε, κατεχόμενοι από το πνεύμα της πλάνης, της αιρέσεως και της κακοδοξίας, δεν θα αφυπνισθούν ποτέ πνευματικά και ημείς οι Ορθόδοξοι πιστοί, λαικοί και κληρικοί, έχουμε μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό και κοινωνούμε εν προκειμένω «αμαρτίαις αλλοτρίαις».
Οι παπικοί, για να απαντήσω στην ερώτησί σας, κατά τους Ιερούς Κανόνας, τις αποφάσεις Πατριαρχικών συνόδων της β’ χριστιανικής χιλιετίας και την διδασκαλία Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας (όπως του Μ.Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κ.λπ., θεωρούνται ακοινώνητοι και αιρετικοί (παρ’ ότι επισήμως η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τους θεωρεί ως σχισματικούς, και επομένως ακοινωνήτους, και όχι ως αιρετικούς).
Γιά τους ακοινωνήτους και αιρετικούς οι Ιεροί Κανόνες, ενδεικτικώς, ορίζουν τα εξής : Όποιος συμπροσεύχεται με ακοινώνητο, ακόμη και μέσα σε ένα σπίτι, ας αφορίζεται (10ος Αποστολικός). Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος εάν συμπροσευχήθηκε μόνο με αιρετικούς, ας αφορίζεται. Αν όμως επέτρεψε σ’ αυτούς να κάνουν κάτι (να ιερουργήσουν) ως κληρικοί, ας καθαιρείται (45ος Αποστολικός). Να μην επιτρέπεται στους αιρετικούς να εισέρχωνται στον οίκο του Θεού, εφ’ όσον επιμένουν στην αίρεσι (6ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Εκείνους που επιστρέφουν από τις αιρέσεις, είτε ήσαν κατηχούμενοι, είτε πιστοί κατ’ αυτούς, να μην τους προσδέχεσθε, πριν αναθεματίσουν κάθε αίρεσι, και κατ’ εξοχήν αυτήν (την αίρεσιν), στην οποία ήσαν αιχμάλωτοι (7ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει να παίρνουμε ευλογίες από τους αιρετικούς, οι οποίες είναι αλογίες μάλλον, παρά ευλογίες (32ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί ότι δεν πρέπει με αιρετικούς ή σχισματικούς να συμπροσευχόμαστε (33ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Όσο για τις συμπροσευχές με τους αλλοθρήσκους οι Ιεροί Κανόνες διατάσσουν τα εξής : Όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή γενικά από τον κατάλογο των Κληρικών, νηστεύει με τους Ιουδαίους, ή εορτάζει μαζί τους, ή δέχεται από αυτούς τα της εορτής των (δηλ. άζυμα) ή κάτι παρόμοιο ας καθαιρείται. Αν δε είναι λαικός, ας αφορίζεται (7ος και 70ος Αποστολικός, 37ος και 38ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει με τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) να συνεορτάζουμε και να κοινωνούμε με την αθεότητά τους (39ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί, αν κάποιος Χριστιανός μεταφέρη λάδι σε ιερό εθνών (μη χριστιανικό ναό), ή σε συναγωγή Ιουδαίων, στις γιορτές τους, ή ανάβει λυχνάρια, ας αφορίζεται (71ος Αποστολικός).
Μετά την δειγματοληπτική παράθεσι των ως άνω Ιερών Κανόνων είναι προφανές το τι πρέπει και τι δεν επιτρέπεται να γίνεται μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Οι συμπροσευχές και η είσοδος ακοινωνήτων και αιρετικών από την Ωραία Πύλη του Ορθοδόξου Ναού δεν συγχωρούνται, ούτε φυσικά κάτι το περισσότερο από αυτό π.χ. η ευλογία του ορθοδόξου ποιμνίου από αυτούς, η ανάγνωσις του Ιερού Ευαγγελίου εν ώρα Θ. Λατρείας από διάκονο των παπικών κ.λπ.). Ούτε πρέπει να γίνωνται συμπροσευχές με ετερόδοξους και ετεροθρήσκους, σαν κι αυτές που έγιναν στους κήπους του Βατικανού ανήμερα της Πεντηκοστής του λήγοντος έτους 2014 και που εκ των πραγμάτων εκρίθησαν ότι ήσαν πάντη ατελέσφορες. Καί βεβαίως η παρουσία Επισκόπων στις στιγμές της «χειροτονίας» ετεροδόξων, και η προσφορά τιάρας ή Αρχιερατικής Μίτρας και Ποιμαντορικής Ράβδου (όπως έγινε στην Αφρική) θεωρείται ως ανεπίτρεπτος.

Σχετικά με το θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε ανακοινωθέν της (Οκτώβριος 2014) σημειώνει επί λέξει : «Αναφορικά με τον θεολογικό διάλογο στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών τονίστηκε η ανάγκη αποφυγής κάθε μορφής συμπροσευχής».

Ἐρώτησις 1η : Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σας γιά τίς συμπροσευχές μέ παπικούς καί ἀλλοθρήσκους;
Ἀπάντησις : Γιά τό πολύ σοβαρό αὐτό θέμα τῶν συμπροσευχῶν μέ τούς ἑτεροδόξους καί τούς ἑτεροθρήσκους προστρέχουμε καί ἀναζητοῦμε τήν θέσι τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διατυπώνεται καί ἐκφράζεται ἀπό τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες μας ἀπεφάνθησαν διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς καί διά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἀναγνωρισθεισῶν Τοπικῶν (Συνόδων) καί Κανόνων Ἁγίων Πατέρων, διά τά σπουδαῖα αὐτά κανονικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα καί ἡ συμμόρφωσις πρός τίς ἐπιταγές τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων εἶναι ὑποχρεωτική καί ἀνυπέρθετη.
Κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας οἱ ἀκοινώνητοι, οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἐθνικοί θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτούς δηλ. δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται ἀπό μῖσος, βδελυρία ἤ ἀπέχθεια, ἀλλά γιά λόγους παιδευτικούς καί παιδαγωγικούς. Τό μέν, διότι ἡ αἵρεσις, τό σχῖσμα καί ἡ ξένη θρησκεία στεροῦν ἤ ἀφαιροῦν τίς προϋποθέσεις καί τήν δυνατότητα συμπροσευχῆς ἤ συλλειτουργίας, καθιστῶσαι ἀνίκανο καί ἀδύναμο γι’ αὐτές τόν αἱρετικό, σχισματικό καί ἀλλόθρησκο. Καί τό δέ, διότι ἐάν ἐκκλησιάζωνται μέ τούς πιστούς οἱ τοιοῦτοι καί ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, χωρίς προηγουμένως νά ἀνανήψουν καί νά ἀποπτύσουν τήν αἵρεσι, τήν πλάνη καί τήν κακοδοξίαν των, τότε, κατεχόμενοι ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως καί τῆς κακοδοξίας, δέν θά ἀφυπνισθοῦν ποτέ πνευματικά καί ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, λαϊκοί καί κληρικοί, ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη γι’ αὐτό καί κοινωνοῦμε ἐν προκειμένῳ «ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις».
Οἱ παπικοί, γιά νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησί σας, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, τίς ἀποφάσεις Πατριαρχικῶν συνόδων τῆς β’ χριστιανικῆς χιλιετίας καί τήν διδασκαλία Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας (ὅπως τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κ.λπ., θεωροῦνται ἀκοινώνητοι καί αἱρετικοί (παρ’ ὅτι ἐπισήμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τούς θεωρεῖ ὡς σχισματικούς, καί ἑπομένως ἀκοινωνήτους, καί ὄχι ὡς αἱρετικούς).
Γιά τούς ἀκοινωνήτους καί αἱρετικούς οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἐνδεικτικῶς, ὁρίζουν τά ἑξῆς : Ὅποιος συμπροσεύχεται μέ ἀκοινώνητο, ἀκόμη καί μέσα σέ ἕνα σπίτι, ἄς ἀφορίζεται (10ος Ἀποστολικός). Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος ἐάν συμπροσευχήθηκε μόνο μέ αἱρετικούς, ἄς ἀφορίζεται. Ἄν ὅμως ἐπέτρεψε σ’ αὐτούς νά κάνουν κάτι (νά ἱερουργήσουν) ὡς κληρικοί, ἄς καθαιρεῖται (45ος Ἀποστολικός). Νά μήν ἐπιτρέπεται στούς αἱρετικούς νά εἰσέρχωνται στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἐπιμένουν στήν αἵρεσι (6ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Ἐκείνους πού ἐπιστρέφουν ἀπό τίς αἱρέσεις, εἴτε ἦσαν κατηχούμενοι, εἴτε πιστοί κατ’ αὐτούς, νά μήν τούς προσδέχεσθε, πρίν ἀναθεματίσουν κάθε αἵρεσι, καί κατ’ ἐξοχήν αὐτήν (τήν αἵρεσιν), στήν ὁποία ἦσαν αἰχμάλωτοι (7ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Δέν πρέπει νά παίρνουμε εὐλογίες ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀλογίες μᾶλλον, παρά εὐλογίες (32ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Καί ὅτι δέν πρέπει μέ αἱρετικούς ἤ σχισματικούς νά συμπροσευχόμαστε (33ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου).
Ὅσο γιά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἀλλοθρήσκους οἱ Ἱεροί Κανόνες διατάσσουν τά ἑξῆς : Ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ γενικά ἀπό τόν κατάλογο τῶν Κληρικῶν, νηστεύει μέ τούς Ἰουδαίους, ἤ ἑορτάζει μαζί τους, ἤ δέχεται ἀπό αὐτούς τά τῆς ἑορτῆς των (δηλ. ἄζυμα) ἤ κάτι παρόμοιο ἄς καθαιρεῖται. Ἄν δέ εἶναι λαϊκός, ἄς ἀφορίζεται (7ος καί 70ός Ἀποστολικός, 37ος καί 38ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Δέν πρέπει μέ τούς ἐθνικούς (εἰδωλολάτρες) νά συνεορτάζουμε καί νά κοινωνοῦμε μέ τήν ἀθεότητά τους (39ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Καί, ἄν κάποιος Χριστιανός μεταφέρη λάδι σέ ἱερό ἐθνῶν (μή χριστιανικό ναό), ἤ σέ συναγωγή Ἰουδαίων, στίς γιορτές τους, ἤ ἀνάβει λυχνάρια, ἄς ἀφορίζεται (71ος Ἀποστολικός).
Μετά τήν δειγματοληπτική παράθεσι τῶν ὡς ἄνω Ἱερῶν Κανόνων εἶναι προφανές τό τί πρέπει καί τί δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Οἱ συμπροσευχές καί ἡ εἴσοδος ἀκοινωνήτων καί αἱρετικῶν ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ὀρθοδόξου Ναοῦ δέν συγχωροῦνται, οὔτε φυσικά κάτι τό περισσότερο ἀπό αὐτό π.χ. ἡ εὐλογία τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αὐτούς, ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἐν ὥρᾳ Θ. Λατρείας ἀπό διάκονο τῶν παπικῶν κ.λπ.). Οὔτε πρέπει νά γίνωνται συμπροσευχές μέ ἑτερόδοξους καί ἑτεροθρήσκους, σάν κι αὐτές πού ἔγιναν στούς κήπους τοῦ Βατικανοῦ ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ λήγοντος ἔτους 2014 καί πού ἐκ τῶν πραγμάτων ἐκρίθησαν ὅτι ἦσαν πάντῃ ἀτελέσφορες. Καί βεβαίως ἡ παρουσία Ἐπισκόπων στίς στιγμές τῆς «χειροτονίας» ἑτεροδόξων, καί ἡ προσφορά τιάρας ἤ Ἀρχιερατικῆς Μίτρας καί Ποιμαντορικῆς Ράβδου (ὅπως ἔγινε στήν Ἀφρική) θεωρεῖται ὡς ἀνεπίτρεπτος.
Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ ἀνακοινωθέν της (Ὀκτώβριος 2014) σημειώνει ἐπί λέξει : «Ἀναφορικά μέ τόν θεολογικό διάλογο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν τονίστηκε ἡ ἀνάγκη ἀποφυγῆς κάθε μορφῆς συμπροσευχῆς».
Ἐρώτησις 2η : Σεβασμιώτατε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν κρύβει τήν  πρόθεσή του νά πάρει ὑπό τήν δικαιοδοσία του τίς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν. Θεωρεῖτε ὅτι μία τέτοια ἐνέργεια θά ὁδηγήσει σέ διχασμό τήν Ἐκκλησία;
Ἀπάντησις : Τό θέμα πού θίγετε, κ.Μεϊμάρη, εἶναι πολύ σοβαρό, ἐπίκαιρο καί κρίσιμο. Τή σοβαρότητα καί τήν κρισιμότητά του τήν ἐπεσήμανα εὐτόνως σέ συνεδρίασι τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τόν παρελθόντα Ὀκτώβριο. Ἐτέθη τό θέμα ἐκτός ἡμερησίας διατάξεως καί γι’ αὐτό δέν συνεζητήθη διεξοδικῶς, ἀλλά παρεπέμφθη γιά ἐπεξεργασία στήν Δ.Ι.Σ. μέ προοπτική νά εἰσαχθῆ ἐπίσημα σέ προσεχῆ συνεδρίασι τῆς Ι.Σ.Ι. (Ἱεραρχίας).
                                                Συμφωνῶ μέ τίς ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ νευραλγικοῦ θέματος θέσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ.Ἀμβροσίου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τόν βαθύ πόνο καί τήν ἔντονη ἀνησυχία του γιά τίς διαφαινόμενες ἐξελίξεις του. Δέν ἠμπορῶ, ὅμως, παρά τόν σεβασμό μου στό πρόσωπό του, νά συμφωνήσω καί μέ τόν τρόπο καί τίς σκληρές ἐκφράσεις πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Καί τοῦτο, ὄχι μόνο διότι ἀπευθύνονται στόν Πρωτόθρονο Πρωθιεράρχη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ἀφοροῦσαν σέ ἕνα ἁπλό Μοναχό ἤ λαϊκό χριστιανό. Ἄς μοῦ συγχωρηθῆ αὐτή ἡ ἐπισήμανσις˙ «φίλος ὁ Πλάτων, φιλτέρα ἡ ἀλήθεια». Ἄλλο οἱ ἀλήθειες πού διατυπώνονται εὐθαρσῶς καί ἄλλο ὁ τρόπος τῆς ἐκφράσεώς των.
                                                Σημασία, ὅμως, ἔχει τό γεγονός ὅτι τά ἀναφερόμενα ὑπό τοῦ Σεβ. Καλαβρύτων δέν εἶναι εἰκαστικά ἤ φανταστικά, ἀλλά στηρίζονται σέ δηλώσεις, πεποιθήσεις καί προθέσεις  τοῦ Παναγ. Πατριάρχου. Ἄν μάλιστα ἀληθεύουν καί οἱ κατά καιρούς παρεμβάσεις του εἰς τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Πολιτείας (τούς ἑκάστοτε Ὑπουργούς τοῦ Υ.ΠΑΙ.Θ.) τά πράγματα ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σοβαρότητα καί ἐπικινδυνότητα.
                                                Οἱ Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Βορείου Ἑλλάδος καί τῶν νήσων τοῦ Ἀρχιπελάγους (Νέες Χῶρες) εὑρίσκονται ὑπό τήν πνευματική καί μόνο ἐξάρτησι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ διοικητική δικαιοδοσία τῶν καλουμένων Νέων Χωρῶν ἔχει παραχωρηθῆ διά τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου τοῦ 1928 εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ, πρός τοῖς ἄλλοις, «τά ἐκκλησιαστικά εἴωθε τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι».
                                                Ὑποστηρίζεται ὅτι παρεχωρήθησαν «ἐπιτροπικῶς καί ἄχρι καιροῦ», κατά τήν προμνησθεῖσαν Πρᾶξιν, καί ὅτι πρέπει νά ἐπαναποδοθοῦν εἰς τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως. Ἀνακύπτουν, ὅμως, δύο καίρια ἐρωτήματα : 1. Ἐάν τό ἔτος 1850, κατά τό ὁποῖον ἐξεδόθη ὁ Πατριαρχικός Τόμος διά τήν Αὐτοκεφαλίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἦσαν ἐλεύθερες ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό οἱ περιοχές αὐτές τῶν «Νέων Χωρῶν», δέν θά συμπεριελαμβάνοντο εἰς τόν Τόμον αὐτόν, ἤ θά ἐξεδίδετο ὁ Τόμος χωρίς αὐτές, καί γι’ αὐτές μόνον θά ἐξεδίδετο Πατριαρχική Πρᾶξις; καί 2. Συμφέρει στήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία καί στό Ὀρθόδοξο Γένος μας αὐτή ἡ κατάτμησις καί αὐτή ἡ διαίρεσις, γνωστοῦ ὄντος ὅτι τά γύρωθεν ἡμῶν εὑρισκόμενα ἔθνη ἐποφθαλμιοῦν διαρκῶς τήν ἐθνικήν μας ἀκεραιότητα;
                                                Παρά ταῦτα, ὅμως, παραμένει ἰσχυρή ἡ θέσις ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἀναγράφεται εἰς τήν Πατριαρχικήν Πρᾶξιν τοῦ 1928 πρέπει νά ἐκτελεσθῆ κατά γράμμα. Καί βέβαια εἶναι κατά πάντα σεβαστή μία Πατριαρχική Πρᾶξις. Δέν εἶναι, ὅμως, τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, ἤ τό Ἱερόν Πηδάλιον τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, οὔτε τό Σύνταγμα τῶν Δογματικῶν Ὅρων καί τῶν Ἀποφάσεων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι καί πρέπει νά μένουν ἀναλλοίωτα καί ἀμετάτρεπτα. Μιά Πατριαρχική Πρᾶξις, ἐφ’ ὅσον δέν ἀφορᾶ σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Δογματικῆς διδασκαλίας, δύναται, κατά τήν ταπεινή μου ἄποψι, νά τροποποιηθῆ καί νά βελτιωθῆ, ἀφοῦ πρόκειται διά τόν τρόπον διοικήσεως ἑνός τοπικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ διαμερίσματος.
                                                Ἡ νεωτέρα Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀναφερόμενη εἰς τήν ἐν θέματι Πατριαρχική Πρᾶξι τοῦ 1928 καί τήν ἐφαρμογή της, καταγράφει ὅτι, ὅταν ἐξεδόθη ἡ Πρᾶξις αὐτή, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀπηυθύνθη ἐξ ὀνόματος τῆς Δ.Ι.Σ. εἰς τήν Πατριαρχικήν Σύνοδον καί τόν τότε Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Βασίλειον, προκειμένου αὕτη νά καταστῇ πλέον λειτουργική γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀντιμετώπιζε ὡρισμένα προβλήματα κατά τήν ἐφαρμογήν της. Καί ἀφοῦ ἐπανῆλθε ἐκ νέου εἰς τό θέμα αὐτό ὁ ἀοίδιμος Πρωθιεράρχης τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία δι’ Ἀποφάσεώς της ᾖρε τά ὑφιστάμενα τότε ἐμπόδια.
                                                Δόξα τῷ Θεῷ οἱ Σεβ. Μητροπολῖται τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἱεράρχαι τῆς Παλαιᾶς καί Νέας Ἑλλάδος, ὅπως ἀποκαλοῦνται, ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο Σῶμα καί ἡ συμπόρευσις καί συνεργασία εἶναι ἁρμονική εἰς δόξαν Θεοῦ καί εὔκλειαν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἄς δεόμεθα ἅπαντες τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν νά παρέλθῃ ἀζημίως ὁ κίνδυνος καί ἡ ἀπειλή τῆς διαρχίας εἰς τό Ἱερόν Σῶμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἑλλαδικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας. Καί πρός τοῦτο ἀπευθύνουμε ἐγκάρδια καί ἔνθερμη ἔκκλησι πρός τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.Βαρθολομαῖον νά συμβάλη οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἀδιασάλευτη ἑνότητα τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διά νά ἀντιμετωπίζωνται μιᾷ ψυχῇ καί τά ἐθνικά καί πατριωτικά μας θέματα.
Ἔτσι θά ἐπιβεβαιωθοῦν τά ἐγκάρδια ἐπιφωνήματα τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν λαοῦ : «Εἶσαι τοῦ Γένους ὁ Πατριάρχης. Εἶσαι τοῦ Γένους ἡ ἐλπίδα».
Ἐρώτησις 3η : Πῶς βλέπετε τήν ἵδρυση τμήματος μουσουλμανικῶν σπουδῶν μέσα στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης;
Ἀπάντησις : Ἔχω ἀπαντήσει διά πολλῶν στήν πρό μηνός περίπου δοθεῖσα συνέντευξί μου σέ σᾶς. Ἔστειλα πρό ἡμερῶν ἕνα σχετικό μήνυμα συμπαραστάσεως στόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.Ἄνθιμο γιά τήν Σύναξι διαμαρτυρίας στίς 26/11/2014 στήν αἴθουσα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στούς ἀγωνιζόμενους φοιτητές, φοιτήτριες καί στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας Θεσσαλονίκης. Ἔχω ὁμιλήσει καί γράψει γιά τό φλέγον κάι συνταρακτικό αὐτό γιά τήν Ἑλληνορθόδοξη Πατρίδα μας, τήν χώρα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων, θέμα. Ἐδήλωσα στό μήνυμά μου αὐτό ὅτι ὡς Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης καί ὡς Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π. Θεσσαλονίκης ἐντρέπομαι καί καταισχύνομαι γιά τό, ὡς μή ὤφειλε, ἀναφυέν αὐτό ζήτημα. Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά προσθέσω. Τό τμῆμα τῶν Ἰσλαμικῶν σπουδῶν ἄς εὕρη ἄλλην στέγην, σέ ἄλλη Σχολή, ἔξω ἀπό τόν θεολογικό χῶρο, ἀφοῦ ἔχουμε Ἕλληνες πολίτες τοῦ θρησκεύματος αὐτοῦ. Καί
 Ἐρώτησις 4η (ἡ τελευταία) : Ποιό εἶναι τό μήνυμα πού θά θέλατε νά στείλετε στούς ἀναγνῶστες τοῦ «Πενταπόσταγμα» σέ μιά τόσο δύσκολη περίοδο σάν καί αὐτή πού διανύουμε;
Ἀπάντησις : Τό λειτουργικό μήνυμα : «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Μέ προσοχή, μέ ἐπαγρύπνησι, μέ ἀγωνιστική διάθεσι καί μέ ἀκατάπαυστη προσπάθεια περιφρουρήσεως τῶν τριῶν μεγίστων καί ἀνεκτιμήτων θησαυρῶν μας πού εἶναι : ὁ Χριστός, ἡ ψυχή καί ἡ Ἑλληνορθόδοξη Πατρίδα μας. Σᾶς εὐχαριστῶ.

Ι.Μ. ΚΥΘΗΡΩΝ

http://aktines.blogspot.gr/2014/12/blog-post_58.html