Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε στὸν οὐρανὸ , μὰ ἐμεῖς προτιμήσαμε τὸν ἅδη. Ἀποδειχθήκαμε ἀνάξιοί της τιμῆς ποὺ μᾶς ἔκανε. Ὓστερ’ ἀπὸ τὶς τόσες εὐεργεσίες Του, φανήκαμε ἀχάριστοι ἀλλὰ καὶ ἀσύνετοι. Ἀφήσαμε τὸν διάβολο νὰ μᾶς γυμνώσει ἀπὸ’ ὅλες τὶς θεϊκὲς δωρεές.

Κι ἔτσι, ἐμεῖς, ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ εἴμαστε παιδιὰ καὶ ἀδέλφια καὶ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ ,δὲν ξεχωρίζουμε καθόλου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ χλευάζουν τὴ μεγαλοσύνη Του καὶ καταπατοῦν τὸν νόμο Του. «Ἀλίμονο, ψυχή μου!», ἀναφωνῶ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη. «Χάθηκε ἡ εὐσέβεια ἀπὸ τὴ γῆ.

Οὒτ’ ἕνας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ κάνει τὸ καλὸ» ( Μιχ. 7:1-2 ) .
Ξέρω ὅτι πολλοὶ θεωροῦν τὰ λόγια μου ὑπερβολικὰ . Ἄλλοι ἴσως καὶ νὰ γελοῦν. Τόσο ἀνόητοι εἴμαστε , ποὺ γελᾶμε γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ κλαῖμε. «Γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ φανερώνεται ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τιμωρήσει κάθε ἀσέβεια καὶ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων» ( Ρωμ. 1: 18 ).

«Ὁ Θεὸς , ὁ Θεός μας θὰ ἔρθει φανερὰ καὶ θὰ λύσει πιὰ τὴ σιωπή Του. Μπροστά Του θὰ πηγαίνει φωτιὰ δυνατή, ὁλόγυρά Του θὰ ξεσπάει καταιγίδα σφοδρὴ» ( Ψάλμ. 49: 3 ) . «Ἡ φωτιά, ποὺ θὰ προπορεύεται, θὰ κατακαίει γύρω τους ἐχθρούς Του» ( Ψάλμ.96: 3 ) . «Νά, ἔρχεται ἡ μέρα τοῦ Κυρίου σὰν ἀναμμένο καμίνι» ( Μάλ. 4: 1 ) .
Κανένας δὲν δίνει σημασία σὲ τοῦτες τὶς προρρήσεις τῶν Γραφῶν. Τὰ φοβερὰ λόγια τῶν προφητῶν περιφρονοῦνται σὰν παραμύθια. Πῶς, λοιπόν, θὰ σωθοῦμε; Πῶς θ’ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία; «Χαθήκαμε, ἀφανιστήκαμε» ( Ἀριθ. 17:27 ) , γίναμε περιγέλια τῶν ἀπίστων, τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν δαιμόνων.

Ὁ διάβολος καμαρώνει καὶ χαίρεται. Οἱ φύλακες ἄγγελοί μας εἶναι ντροπιασμένοι καὶ σκυθρωποί. Καὶ οἱ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μάταιά μας καλοῦν καθημερινὰ σὲ μετάνοια, ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μᾶς ,καταφεύγουν ,σὰν τοὺς προφῆτες τοῦ Ἰσραὴλ ,στὰ ἄψυχα στοιχεῖα, πού, μολονότι ἄλογα, ὑποτάσσονται πάντα στοὺς νόμους καὶ ὅρους τοῦ Κτίστη τους, χωρὶς ποτὲ νὰ παραβαίνουν τὴ θεία τάξη: «Ἄκου, οὐρανέ, καὶ βάλε στ’ αὐτιά σου, γῆ, γιατί μιλάει ὁ Κύριος: ” Γέννησα παιδιὰ καὶ τὰ μεγάλωσα, αὐτὰ ὅμως μ’ ἀρνήθηκαν” » (Ἡσ. 1:2 ).
Ἐμᾶς ἀφοροῦν αὐτὰ τὰ λόγια. Ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε τὸν Πλάστη καὶ Εὐεργέτη μας. Ἐμεῖς γίναμε πιὸ ἄλογοι κι ἀπὸ τὰ ἄλογα κτίσματα, καταπατώντας τοὺς φυσικοὺς καὶ θεοσδοτους νόμους. Καιρὸς εἶναι, λοιπόν, νὰ μετανοήσουμε. Καιρὸς εἶναι νὰ συνέλθουμε. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι ἀκόμα ὑγιεῖς, ἃς βοηθήσουν τοὺς ἀρρώστους.

Ὅσοι εἶναι ὄρθιοι, ἃς ἁπλώσουν φιλάδελφα τὸ χέρι τους στοὺς πεσμένους. Ὅσοι βαδίζουν σταθερὰ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ἃς προσελκύσουν κι ἐκείνους ποὺ τριγυρνοῦν στὶς γκρεμοτοπιὲς τῆς ἀπώλειας. Ἃς μὴ νοιαζόμαστε μόνο γιὰ τὸ συμφέρον μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν μας. Ὅλοι φροντίζουμε ν’ αὐξήσουμε τὰ κέρδη μας, κανένας νὰ βοηθήσει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ὅλοι ἁπλώνουμε τὰ χέρια γιὰ νὰ πάρουμε, κανένας γιὰ νὰ δώσει. Ὅλοι σκεφτόμαστε πῶς θὰ παρατείνουμε τὴν ἐπίγεια ζωή μας, κανένας πῶς θὰ σώσει τὴν ψυχή του.

Ὅλοι φοβόμαστε τὴν ἐπίγεια δυστυχία, κανένας δὲν τρέμει τὴν αἰώνια κόλαση. Ἄφατη εἶναι ἡ ὀδύνη τῆς ψυχῆς μου γιὰ τὴν πώρωσή μας. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ κεφάλι μου πηγάδι μὲ νερὸ καὶ τὰ μάτια μου πηγὲς δακρύων, γιὰ νὰ κλαίω τὸ λαό μου τοῦτο μέρα καὶ νύχτα;» ( Ἱερ. 9:1 ) .
Ἴσως μερικοὶ ἀπὸ σᾶς νὰ λένε μὲ δυσφορία: “Ὅλο γιὰ δάκρυα καὶ θρήνους μᾶς μιλάει αὐτὸς ἐδῶ, ὅλα μαῦρα κι ἄραχνά τα βλέπει”. Δὲν θὰ τὸ ἤθελα , πιστέψτε μέ, δὲν θὰ τὸ ἤθελα. Μόνο χαρὰ κι εὐφροσύνη θὰ ποθοῦσα νὰ νιώθω, μόνο ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια ν’ ἀναφέρω. Μὰ δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ τέτοια . Τί κι ἂν δὲν κλαίω, ἀφοῦ τὰ ἔργα μᾶς εἶναι γιὰ κλάματα; Τί καὶ ἂν δὲν θρηνῶ, ἀφοῦ τὰ ἔργα μᾶς εἶναι ἀξιοθρήνητα; Σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ θρηνολογία μου; Ἀλλὰ γιατί δὲν σᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἁμαρτίες σας; Εἶναι ἀποκρουστικὸς ὁ ὀδυρμός μου; Ἀλλὰ μήπως δὲν εἶναι, καὶ περισσότερο μάλιστα , ὁ ἀντίθετος βίος σας; Μὴν πέσετε στὴν κόλαση, καὶ δὲν πενθῶ.

Μὴν πεθάνετε ψυχικά, καὶ δὲν κλαίω. Βλέποντάς σας, ὅμως, νὰ χάνεστε, πῶς νὰ μὴ λυπᾶμαι; Πατέρας σᾶς εἶμαι, πατέρας πνευματικὸς καὶ φιλόστοργος . Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Παῦλος: «Παιδιά μου, (ποὺ σᾶς γέννησα πνευματικά), γιὰ τὴν ἀναγέννησή σας πάλι περνῶ τοὺς πόνους τῆς (πνευματικῆς) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποιὰ ἐπίτοκη γυναίκα ἀφήνει τόσο πικρὴ φωνή, σὰν αὐτὴ τοῦ ἀπόστολου;
Ώ, ἂν μπορούσατε νὰ καταλάβετε καὶ τὸν δικό μου πόνο, ἂν μπορούσατε νὰ δεῖτε τὴ φωτιὰ ποὺ καίει τὴν καρδιά μου, θὰ διαπιστώνατε πὼς ὑποφέρω πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ νιόπαντρη, ποὺ χάνει τὸν ἄνδρα της, κι ἀπὸ τὸν πατέρα, ποὺ χάνει τὸν γιό του. Ὑποφέρω, γιατί ἡ ζωὴ σᾶς εἶναι γεμάτη ψεύδη καὶ συκοφαντίες , διαμάχες καὶ μίση, ἀδικίες καὶ κλοπὲς , μοιχεῖες καὶ ἀσέλγειες, κακουργίες καὶ φόνους. Ὑποφέρω, γιατί καὶ ὅσοι ἀπὸ σᾶς δὲν διαπράττουν τέτοια ἁμαρτήματα, πέφτουν καθημερινὰ στὴν κατάκριση καὶ στὴν καταλαλιά. Νομίζουν πὼς εἶναι χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν φροντίζουν νὰ εἶναι εὐάρεστοι στὸ Χριστό, δὲν προσέχουν τὸν ἑαυτό τους, δὲν ἀφοσιώνονται στὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς τους.

Μὲ τοὺς ἄλλους ἀσχολοῦνται, τοὺς ἄλλους κρίνουν, τοὺς ἄλλους καταδικάζουν σὰν ἀμείλικτοι δικαστές. “Ὁ τάδε εἶναι ἀνάξιος γιὰ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης”, ἀποφαίνονται. “Ὁ δείνα εἶναι ἄσεμνος”. “Ἐτοῦτος εἶναι ὑποκριτής” . “Ἐκεῖνος εἶναι ἀλήτης”. “Ὁ ἄλλος εἶναι συμφεροντολόγος”.

Ἀντί, ὅμως νὰ λυπόμαστε καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες, κρίνουμε τοὺς συνανθρώπους μας. Ἀκόμα κι ἂν δὲν ἁμαρτάναμε, ἀκόμα κι ἂν εἴχαμε ὅλα τα χαρίσματα τοῦ κόσμου, ἀκόμα κι ἂν ἤμασταν ἀνώτεροι ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κρίνουμε κανέναν. «Ἀλήθεια», ρωτάει τὸν καθένα μας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ποιὸς σ’ ἔκανε ἐσένα ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ποιὸ χάρισμα ἔχεις , ποῦ νὰ μὴν τὸ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ ἔλαβες, γιατί καυχιέσαι σὰν νὰ μὴν τὸ εἶχες λάβει ὡς δῶρο; « ( Ἃ΄ Κορ. 4:7).

Πολὺ περισσότερο τώρα, ποὺ καθημερινὰ ἁμαρτάνουμε μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸ ἄλλο τρόπο, δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ξεστομίζουμε κακὸ λόγο γιὰ ὁποιοδήποτε ἀδελφό μας. «Γι’ αὐτό», ξαναλέει ὁ σοφὸς Παῦλος «εἶσαι ἀδικαιολόγητος, ἄνθρωπέ μου, ἐσὺ ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλο. Κρίνοντας τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό. Γιατί κι ἐσύ, ὁ κριτής, τὰ ἴδια κάνεις.

Πηγή: Ἀγάπη ἐν Χριστῷ

http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr