Ὁ πατήρ Κυριακός.

Τό 1908 κήρυττα, κατηχοῦσα καί βάπτιζα στή βόρεια Καμτσάτκα, στίς ὄχθες τῆς θάλασσας Ὀχότσκ.
Μιά μέρα, ἐκεῖ πού βάπτιζα ὁμαδικά πολλούς ἰθαγενεῖς, μέ πλησίασε ἕνας κοριάκος ἀπό τή Γιζίγ καί ζήτησε ἐπίμονα νά τόν βαπτίσω κι αὐτόν, διαβεβαιώνοντάς με ὅτι ἦταν καλά προετοιμασμένος. Τόν βάπτισα, δίνοντάς του τό ὄνομα Ἠλίας καί ἐξηγώντας του ὅ,τι ἀφοροῦσε τή ζωή καί τήν προσωπικότητα τοῦ μεγάλου προφήτη.
Ἀπό τότε δέν τόν ξανασυνάντησα.  Βέβαια, ὄχι μόνον αὐτόν, ἀλλά καί πολλούς ἄλλους βαπτισμένους ἀπό μένα δέν εἶδα ποτέ μετά. Ἡ ἔκταση τῆς ἱεραποστολικῆς μου περιοχῆς ἦταν ἀχανής, οἱ ἀποστάσεις πού ὄφειλα νά διανύω τεράστιες καί οἱ πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου μου ἰδιόμορφες καί ἐπιτακτικές.
Ἔπρεπε ἀδιάκοπα νά κινοῦμαι ἀπό τό ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, μέ μοναδικό μέσο μεταφορᾶς τὰ ἔλκυθρα, πού τὰ ἔσερναν ταξιδιωτικά σκυλιά. Ἔτσι δέν ἦταν παράξενο, πού ποτέ ἤ σπάνια συναντοῦντα ξανά ἀνθρώπους πού εἶχα βαπτίσει.
Αὐτό συνέβη καί μέ τόν Ἠλία. Τόν εἶχα μάλιστα ξεχάσει ἐντελῶς, ὥσπου ἕνα δικό του γράμμα μ’ ἔκανε νά τόν θυμηθῶ. Ἕνα γράμμα πού πῆρα πενηνταδύο χρόνια ἀργότερα!
Εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνω ἐδῶ ἕνα χρονικό ἅλμα στή διήγησή μου, γιά νά συνδεθοῦν καλύτερα τά γεγονότα.

Τό 1960 ἤμουν μητροπολίτης Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ καί ἔμενα στό Κυροβογκράντ, ἕδρα τῆς ἐπαρχίας μου. Ἔλαβα μιάν ἐπιστολή ἀπό κάποιον ἱερομόναχο, γέρο καί πολύ ἄρρωστο, πού ὀνομαζόταν π. Κυριακός. Ζοῦσε κατάκοιτος σ’ ἕνα μακρινό οἶκο ἀναπήρων, ὅπου τόν εἶχαν κλείσει οἱ σοβιετικές ἀρχές μετά ἀπό πολύχρονη φυλάκιση –φυλάκιση ἀπό κεῖνες τίς συνηθισμένες, χωρίς ἄλλη κατηγορία, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἦταν ἱερέας…. Αὐτός ὁ π. Κυριακός ἦταν ὁ κοριάκος Ἠλίας, πού εἶχε γίνει χριστιανός ἀπό τ’ ἀνάξια χέρια μου πρίν ἀπό μισόν αἰώνα! –
Ἀπό κείνη τήν ἐπιστολή του, καί ἀπό μερικές ἀκόμα πού ἀκολούθησαν –γραμμένες ἀπό ἄλλους τρόφιμους τοῦ οἴκου ἀναπήρων, μιά καί ὁ ἴδιος δέν ἦταν σέ θέση πιά νά γράφει- πληροφορήθηκα ἕνα συναρπαστικό γεγονός.  Πρίν βαπτιστεῖ, ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων καί ἐξορκιστής τῶν σκοτεινῶν πνευμάτων.  Καί μάλιστα ἀπό τούς πιό σπουδαίους καί πιό φανατικούς.  Θέλοντας λοιπόν νά χλευάσει τό θεῖο βάπτισμα καί νά γελοιοποιήση τήν ὀρθόδοξη πίστα στά μάτια τῶν σαμανιστῶν εἰδωλολατρῶν, ἀποφάσισε νά μ’ ἐξαπατήσει καί νά βεβηλώσει τό μυστήριο. Καί τό ἔκανε.
Ἐνῶ ὅμως ἡ δυστυχισμένη καί ὑποδουλωμένη στά πονηρά πνεύματα ψυχή θέλησε νά ἐμπαίξει τό Θεό, Ἐκεῖνος τή συνέλαβε στά δίχτυα τῆς ἀγάπης Του, ἐξευτελίζοντας καί «μυκτηρίζοντας» πραγματικά τούς δαίμονες, κατά τό ψαλμικό: «ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καί ὁ Κύριος ἐκμυκτηρεῖ αὐτούς» (Ψαλμ. 2:4).
Τί συναίβη λοιπόν; Νά, ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως μετά τό βάπτισμά του, ὑπέστη μιάν ἀπροσδόκητη καί ριζική ψυχική μεταστροφή.  Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἔπνευσε μέ τρόπο μυστηριώδη καί θαυματουργικό στήν καρδιά τοῦ κοριάκου μάγου, καί τόν ἔκανε ἀπόστολό Του.
Στά γράμματά του ὁ π. Κυριακός μοῦ περιέγραψε μέ κάθε λεπτομέρεια τό ἱστορικό τῆς μεταστροφῆς του, καί μοῦ ζήτησε μέ συντριβή συγχώρηση γιά τό μεγάλο ἁμάρτημά του, τόν ἐμπαιγμό τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.  Αὐτός ἦταν ὁ μεγάλος σταυρός καί τό μαρτύριο τῆς ζωῆς του. Ἔκλαιγε καί πενθοῦσε πενηνταδύο χρόνια γιά μιά πράξη, φρικτή ὁπωσδήποτε, πού εἶχε κάνει ὅμως ἐνῶ ζοῦσε στὴν ἄγνοια καί στό σκοτάδι.  Γι’ αὐτό καί θυμᾶμαι πάντα τόν π. Κυριακό σάν ἕνα μεγάλο παράδειγμα μετανοίας, διδακτικό γιά ὅλους μας. Αὐτή ἡ βαθειά μετάνοια τοῦ ἐξασφάλισε καί τήν ἀνεπαίσχυντη, εἰρηνική καί χαρούμενη ἀναχώρησή του ἀπό τά πρόσκαιρα πρός τήν αἰωνιότητα, ὅπου τώρα πρεσβεύει γιά ὅλους μας.
Μόλις ἔλαβα τό γράμμα του, διάβασα στό παρεκκλήσι τῆς κατοικίας μου τή συγχωρητική εὐχή καί τόν σφράγισα ἀπό μακριά μέ τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀτενίζοντας πρός τήν κατεύθυνση πού βρισκόταν.
Θερμή δοξολογία καί εὐχαριστία ἀνέπεμψα στόν πανάγαθο Κύριο, πού φώτισε καί ἕσωσε τό ἀπολωλός.  Τοῦ ἔστειλα  κατόπιν μιά ἐγκάρδια, πατρική ἐπιστολή μαζί μέ τρεῖς φωτογραφίες μου.  Γιά ν’ ἀναπαυθεῖ μάλιστα περισσότερο ἡ ψυχή του, τοῦ ἔστειλα γραπτή τήν ἄφεση.  Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πῆρα τήν ἀπάντησή του:
«Σεβασμιώτατε Ἱεράρχα τοῦ Κυρίου καί προφιλέστατε Δέσποτα, πέφτω στά πόδια Σας, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος μοναχός Κυριακός, καί ζητῶ τήν πατρική Σας εὐλογία. Ἔλαβα τό γράμμα καί τίς τρεῖς φωτογραφίες, πού ἡ ἀγάπη Σας μου ἔστειλε. Ἡ μιά ἀπ’ αὐτές, ἐκείνη μέ τή χρυσοποίκιλτη ἀρχιερατική στολή, μέ γύρισε σαρανταπέντε χρόνια πίσω.  Τότε, στό Βλαντιβοστόκ, πού παραβρέθηκα στή χειροτονία Σας σέ ἐπίσκοπο. Καί τόσο πολύ γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπό χαρά, πού νόμισα πώς δέν θά ἀντέξω.
»Τό γράμμα Σας μοῦ θύμισε πολλά ἀπό τήν παλιά ζωή μου, τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας.  Μοῦ θύμισε ἀκόμα τό ὀρθόδοξο ἱεραποστολικό κέντρο γιά τούς κοριάκους, στή Γιζίγ. Ἦταν τρία σπιτάκια στήν παραλία, ἀνάμεσα στούς λόφους, ὅπου περιθάλπατε τούς λεπρούς.
Λίγο πιό πέρα ἦταν καί ἡ ἐκκλησία τους, ἀφιερωμένη συμβολικά στόν πολύαθλο Ἰώβ. Ἐγώ μόνο μιά φορά βρέθηκα ἐκεῖ, τελούσατε ἀκολουθίες γιά τούς λεπρούς, φέρνατε τρόφιμα, βιβλία, δῶρα καί παιχνίδια στά λεπρά παιδιά.  Ζοῦσαν ἐκεῖ ὅπως ζοῦμε κι ἐμεῖς ἐδῶ, στό ἵδρυμα τῶν ἀναπήρων·  στό ἕνα σπιτάκι οἱ ἄντρες, στό ἄλλο οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μόνο πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε παιδιά.
Εἴμαστε ὅλοι γέροι ἀνάπηροι, παρατημένοι, ξεχασμένοι ἀπ’ ὅλους…. ἐκτός ἀπό τόν πανάγαθο Θεό.  Διακόσια ἄτομα μέχρι προχθές.  Ἔφεραν ὅμως κι ἄλλους.  Γίναμε διακόσιοι σαράντα.  Πολύ στριμωγμένοι. Ἄχ, μέ πόση λαχτάρα θυμᾶμαι τή δική Σας φιλανθρωπία, τή δική Σας ἀγάπη στούς δυστυχισμένους καί φτωχούς ἀρρώστους στή Γιζίγ. Ὅταν ἤρθατε, νέος ἱερέας, ἤμουν τριάντα πέντε χρονῶν.
Κλέφτης, θεομπαίχτης καί ἀπατεώνας. Εἶχα μείνει ὀρφανός ἀπό ἕξι χρονῶν. Μέ μεγαλώσαν οἱ ἄποικοι ἔμποροι μέ ξύλο, μέ ἀπειλές, μέ κάθε εἴδους κακομεταχείριση.  Τό μόνο καλό ἦταν, πώς κοντά τους ἔμαθα τή ρωσική γλώσσα καί πῆρα μιάν ἀρκετά καλή γραμματική καί λογιστική ἐκπαίδευση.
Δεκαπεντάχρονο μέ μάζεψε ὁ ἔμπορος Ἰγόρ Σεμένοβιτς Μπαράνωφ. Ἐκεῖνος μέ πῆρε κάποτε μαζί του στό στρατιωτικό αὐτοκρατορικό λιαμάνι. Ἐκεῖ στό στρατόπεδο Τιέρσκυ, εἶδα γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἐκκλησία. Τήν ὥρα ἐκείνη ἔφτανε ἕνας ἀρχιερέας.
Ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Καμτσάτκας Μαρτινιανός. Δέν ἔμεινα πολύ.  Ὁ Μπαράνωφ μέ πῆρε καί φύγαμε. Δέν σβήστηκε ὅμως ποτέ ἀπό μέσα μου ἐκείνη ἡ πρώτη καί μαγευτική ἐνύπωση, ἀπό τό ὀρθόδοξο ναό.
»Ὅταν ἤρθατε κοντά μας, ὅλοι οἱ ντόποι κάναμε πολλές συζητήσεις μεταξύ μας γιά τό πρόσωπό σας.  Σᾶς ἀντιπαθοῦσαν ἀρκετοί, ἰδιαίτερα οἱ σαμάν. Ἐγώ ὁ ἄθλιος, μάλιστα θέλησα νά Σᾶς ξεγελάσω καί νά ἐμπαίξω τά θεῖα μυστήρια, παίρνοντας εἰκονικά τό βάπτισμα.
Αὐτός ὅμως ὁ φρικτός ἐμπαιγμός συνετέλεσε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή μεταστροφή του. Ὁ νοῦς μου φωίσθηκε. Ἀναγεννήθηκα πνευματικά. Σέ μερικές ἡμέρες ἤμουν, ἀνεξήγητα γιά τ’ ἀνθρώπινα μέτρα, ἕνας ἐραστής τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ποτέ καί τίποτα δέν εἶχα ποθήσει τόσο δυνατά, ὅσο τό νά γίνω σάν κι Ἐσᾶς. Ἐσεῖς ὅμως εἴχατε ἤδη φύγει.
»Μέ τήν βοήθεια ἑνός καλοῦ μου φίλου, ἦρθα στήν πόλη Μπλαγοβεστσένσκ. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ὀνομαζόταν Βλαδίμηρος. Πῆγα σ’ ἐκεῖνον.  Τοῦ διηγήθηκα καταλεπτῶς τά γεγονότα τῆς ζωῆς μου καί τόν πληροφόρησα γιά τίς καλές γραμματικές μου γνώσεις. Ὕστερα γονάτισα μπροστά του καί τόν ἱκέτεψα μέ δάκρυα νά μέ κάνει μοναχό καί ἱερέα.  Στήν ἀρχή φάνηκε ἐπιφυλακτικός.
Ὅταν ὅμως εἶδε πώς ἐπέμενα καί δυνάμωνα τούς λυγμούς, λύγισε. Μέ κράτησε κοντά του ἕνα μήνα περίπου, καί μέ παρακολουθοῦσε προσεκτικά. Μετά μ’ ἔστειλε στό Καζάν, στό μοναστήρι Σπάσκυ. Ἐκεῖ ἔμεινα ἕξι μῆνες.  Εἶχα πολύ ζῆλο. Ἔκανα σέ ὅλους ἀδιάκριτη ὑπακοή. Ἐργαζόμουν σκληρά σέ ὅλα τά διακονήματα, φροντίζοντας νά εἶμαι πολύ προσεκτικός. Ἔχοντας καλή φωνή, ἔμαθα γρήγορα νά ψάλλω, ὁπότε μ’ ἔκαναν καί μέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς χορωδίας.  Τίς νύχτες μελετοῦσα μέ πολύ πόθο τά ἱερά βιβλία.
Ἀμέτρητα βιβλία διάβασα.  Κοιμόμουν ἐλάχιστα.  Καί ἡ ψυχή μου συνέχεια γέμιζε ἀπό ἀγάπη στόν Κύριο κι ἀπό λαχτάρα γιά τό μοναχικό σχῆμα.  Προσευχόμουν ἀδιάκοπα στό Θεό νά μ’ ἀξιώσει τῆς μεγάλης τιμῆς.  Στό μισό χρόνο ἐπάνω δέν ἄντεξα περισσότερη ἀναμονή. Ἔτραξα στό Τσιστοπόλσκ Ἀλέξιο, βοηθό ἐπίσκοπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Καζάν Νικάνορος. Μέ ἱκεσίες καί δάκρυα τόν ἐκλιπάρησα νά μέ κείρει μοναχό.»
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἦταν πολύ μορφωμένος, πρύτανις τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας καί πολυγραφότατος συγγραφέας.  Διάβασα ἀργότερα πολλά βιβλία του. Ἦταν ὅμως καί πολύ ἐνάρετος.  Μέ ἀγάπησε δυνατά.  Τοῦ διηγήθηκα τή ζωή μου, τήν ἀπάτη πού ἔκανα γιά νά βαπτιστῶ, τήν κατοπινή θαυμαστή μεταστροφή μου καί τό πῶς ἄρχισε νά μέ βασανίζει καί νά μέ καίει ἡ ἐπιθυμία νά γίνω σάν τόν μπάτουσκα Νέστορα, πού μέ βάπτισε, δηλαδή μοναχός καί ἱερέας.»
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειραγώγησε πνευματικά γιά ἕνα χρόνο. Δέν τόν ἐπηρέασαν οἱ ἱκεσίες καί τά κλάματα. Ἤθελε πρῶτα νά ἐξακριβώσει τήν καθαρότητα καί σταθερότητα τοῦ ζήλου μου. Ἔπειτα μ’ ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς μου τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ ὁσίου Κυριακοῦ.»
Ἡ μέρα τῆς κουρᾶς μου ἦταν ἡ πιό μεγάλη, ἡ πιό εὐτυχισμένη μέρα τῆς ζωῆς μου. Μέ πόση χαρά, μέ πόση συγκίνηση, μέ πόσο δέος πλησίασα γιά νά λάβω τό ἀγγελικό σχῆμα, ἐνῶ οἱ χοροί ἔψαλλαν: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαι μοι σπεῦσον, ἀσώτως τόν ἐμόν κατηνάλωσα βίον….».
Μέχρι σήμερα ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ἡ ἐρώτηση του ἐπισκόπου, ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς: «Ὑπομένεις πᾶσαν θλῖψιν καί στενοχωρίαν τοῦ μονήρους βίου διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;» Καί ἡ σταθερή, ἡ ἀταλάντευτη ἀπάντησή μου, ἡ ἀπάντηση ἑνός πρώην θεομπαίχτη καί δαιμονολάτρη, ἦταν: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντός μοι, τίμιε πάτερ!».
Πολύ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειροτόνησε ἱερέα, κι ἔπειτα μέ πῆρε στὴν Ἀκαδημία καί μ’ ἔγραψε στό ἱεραποστολικό τμῆμα.  Φοίτησα ἐκεῖ ἑνάμιση χρόνο. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου, τοποθετήθηκα καί ἐργάστηκα γιά ἕνα χρόνο στό Μπίισκ, τῆς περιοχῆς Ἀλτάι.
Τέλος μετά ἀπό αἴτησή μου, ἡ Ἐκκλησία μ’ ἔστειλε νά διακονήσω τό λογικό ποίμνιο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαντιβοστόκ Εὐσεβίου. Ἦταν τό ἔτος 1912.
»Θυμᾶμαι, πού στήν πρώτη μας συζήτηση ὁ καλός ποιμενάρχης μοῦ εἶπε:»
– Ἀδελφέ μου  π. Κυριακέ, ἡ δική μου καταγωγή εἶναι ἀπό τό Τούλσκ.  Ξέρεις, ἐκεῖ πού φτιάχνουν τά καλά σαμοβάρια. Ἀλλά ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μ’ ἔφερε ἐδῶ ἀπό πολλά χρόνια, τότε πού ἤμουν ἀκόμη νεοχειροτόνητος ἱερομόναχος. Ὅταν τελείωσα τίς σπουδές μου στήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, μοῦ εἶπαν:  «Δέν ἔχουμε κάποιο λόγο νά σέ κρατήσουμε ἐδῶ, στή Μόσχα.
Οὔτε καί στό Τούλσκ μπορεῖς νά πᾶς, γιατί δέν ὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέα. Ὁ Θεός σέ στέλνει νά διακονήσεις τό ποίμνιό Του στή Σιβηρία».  Κι ἐσύ τώρα ἀδελφέ μου π. Κυριακέ, νομίζω πώς εἶναι Θεοῦ θέλημα νά διακονήσεις στά νησιά Κουρίλες τούς ἰάπωνες κατοίκους.  Θά μπορέσεις νά τούς προσεγγίσεις εὐκολότερα ἀπό ὁποιονδήποτε, γιατί τό χρῶμα καί τά χαρακτηριστικά σου εἶναι ὅμοια μέ τά δικά τους. Θά πᾶς νά βρεῖς τό δεσπότη Νικόλαο (Κασάτικιν) ἐκ μέρους μου. Κι ἐκεῖνος θά δεῖ σέ τί θέση καί διακονία θά σέ τοποθετήσει.
»Ἀπάντησα μέ σεβασμό στόν ἀρχιεπίσκοπο Εὐσέβιο, ὅτι εἶμαι ἀποφασισμένος νά κάνω ὑπακοή καί νά πάω ὅπου μέ στείλει ὁ Θεός.»
Ὅμως, μόνο λίγε ἡμέρες ἀξιώθηκα νά ὑπηρετήσω κοντά στό δεσπότη Νικόλαο. Ὁ μεγάλος φωτιστής τῶν ἰαπώνων, ἐξαντλημένος ἀπό τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες, ἀναπαύθηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1912, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν, μετά ἀπό μισόν αἰώνα ἱεραποστολῆς στή χώρα τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου.»
Ὀκτώ χρόνια ἔζησα ἀκόμα ἐκεῖ, κάτω ἀπό τόν νέο ἐπίσκοπο Σέργιο (Τυχομίρωφ), καί ἐργάστηκα ταπεινά γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου ἀνάμεσα στούς εἰδωλολάτρες. Στό διάστημα αὐτό μ’ ἔστειλε ὁ δεσπότης δυό φορές στό Βλαντιβοστόκ γιά ὑπηρεσία. Τή μιά φορά ἔμεινα τέσσερις μῆνες. Τότε ἀκριβῶς, φθινόπωρο τοῦ 1916, ἔγινε στό καθεδρικό ναό τῆς πόλεως ἡ χειροτονία σας σέ ἐπίσκοπο, στήν ὁποία παραβρέθηκα.
Τότε πίεσα τόν ἑαυτό μου νά σᾶς πλησιάσω, καί νά σᾶς ζητήσω συγχώρηση γιά τό μεγάλο ἁμάρτημα, πού διέπραξα σέ βάρος σας καί σέ βάρος τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Σέ ἕξι ἱεράρχες ἐξομολογήθηκα τό ἀνοσιούργημά μου: στό Βλαδίμηρο τοῦ Μπλαγοβεστσένσκ, τόν Ἀλέξιο τοῦ Τσιστοπόλσκ, στόν Νικάνορα τοῦ Καζάν, στόν Εὐσέβιο τοῦ Βλαντιβοστόκ, στούς Νικόλαο καί Σέργιο τῆς Ἰαπωνίας.  Σέ σᾶς ὅμως ὄχι. Δέν μπόρεσα. Κάτι μ’ ἐμπόδιζε…»
Κύριέ μου καί Ἱεράρχα τοῦ Θεοῦ, μέ ὀδύνη καί δάκρυα σᾶς ἱκετεύω, συγχωρῆστε με τόν ἄθλιο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
Ὤ, κουράστηκα νά μιλάω. Εἶμαι κατάκοπος, πονάω πολύ. Δυό μέρες γράφει αὐτό τό γράμμα ὁ καλός μου σύντροφος, πού τοῦ τό ὑπαγορεύω. Πρέπει ὅμως νά συνεχίσω.»
Τρία χρόνια μετά τήν ὀκτωβριανή ἐπανάσταση, τό 1920, βρέθηκα στήν πόλη Γιούν-Πινφού. Ὑπηρέτησα σάν ἐφημέριος στήν ἐκεῖ ρωσική ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἐπιθυμοῦσα πολύ νά ἐπισκεφθῶ τήν πατρίδα μου, ἀλλά τά ἐπαναστατικά γεγονότα δέν μοῦ τό ἐπέτρεπαν.  Πέρασαν ἔτσι δεκαέξι χρόνια. Τελικά τό 1936 δέν ἄντεξα. Πῆρα τό πλοῖο γιά νά πάω, ἔστω καί γιά λίγο, στήν ἀγαπημένη μου Καμτσάτκα.»
Δὲν πρόλαβα ὅμως νά κατέβω καλά-καλά στήν ἀποβάθρα τοῦ Πετροπαυλόφσκ, καί μέ συνέλαβαν. Λές καί μέ περίμεναν. Μ’ ἔκλεισαν στίς φυλακές (πρῶτα κάπου στίς ὄχθες τοῦ Ἀμούρ κι ἔπειτα στήν Κολίμ τῆς Τσοκότκα) γιά δεκαοχτώ ὁλόκληρα χρόνια.  Τό 1954 μέ ἀποφυλάκισαν.  Ἀλλά τί χρειάζονταν πιά ἕνα ἄρρωστο καί ἀνίκανο γέρο ὀγδονταδύο ἐτῶν; Τούς ἥμουν ἄχρηστος. Ἔτσι, μαζί μέ ἄλλους ἀναπήρους, μ’ ἔφεραν σέ τοῦτο τό θλιβερό ἵδρυμα.»
Αὐτή εἶναι, μέ δύο λόγια ἡ ζωή μου.»
Κουράστηκα, κουράστηκα δεσπότη μου.  Μακάρι νά μποροῦσα –θά τό ἤθελα πολύ- νά βρεθῶ κοντά Σας καί νά Σᾶς διηγηθῶ μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς μου –στήν Καμτσάτκα, στή Μόσχα, στήν Ἰαπωνία, στή φυλακή, ἐδῶ…. Ὅμως δέν εἶναι δυνατό. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! »
Σᾶς βάζω βαθειά μετάνοια καί ζητῶ ταπεινά τίς προσευχές Σας καί τήν ἀρχιερατική Σας εὐλογία.
Ὁ ἀνάξιος δοῦλος Σας
Κυριακός ἱερομόναχος

*  *  *

Ἡ ἀλληλογραφία μου μέ τόν π. Κυριακό συνεχίστηκε μέχρι τήν κοίμησή του.
Τό Φεβρουάριο τοῦ 1961 ἕνα σύντομο γράμμα μέ πληροφόρησε γιά τήν εἰρηνική ἐκδημία του. Ὁ Κύριος ἄς τόν ἀναπαύσει.

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.111-120
 http://anavaseis.blogspot.gr/