Γράφει ὁ Ἱερέας Μιλχὶμ Ἂλ Χαουρανὶ
Στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ 1998 ἐκδήμησε εἰς Κύριον ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες ποὺ τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Πρόκειται γιὰ τὸν ἱερομόναχο Ἰσαὰκ (Ἀτάλλα), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸν Λίβανο, τὸν μαθητὴ τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη. Τὸ πρῶτο βιβλίο μὲ τὴν βιογραφία τοῦ γέροντα Παϊσίου, ποὺ ἔχει καταγράψει μεγάλη ἀπήχηση καὶ δημοτικότητα καὶ ποὺ ἔχει μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες, ἦταν κυρίως ἔργο τοῦ ἱερομόναχου Ἰσαάκ [1]. Ὅμως, γιὰ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα δὲν γνωρίζουμε πολλὰ πράγματα*. Στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο ὑπάρχουν, βέβαια, διάσπαρτες βιογραφικὲς ἀναφορές. Προτείνουμε στοὺς ἀναγνῶστες νὰ… καλύψουμε ἐν μέρει αὐτὸ τὸ κενό, μὲ ὑλικὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ὁρισμένες προσιτὲς σὲ μᾶς ἀραβικὲς πηγές. Ὁ καμβὰς τοῦ κειμένου βασίζεται σὲ ἀναμνήσεις ποὺ διηγήθηκε ὁ ἀδελφός τοῦ πατέρα Ἰσαὰκ Ἀντώνιος, τὶς ὁποῖες κατέγραψε ὁ γαμπρός του, ὁ ἱερέας Μιλχὶμ Ἂλ Χαουρανί, ποὺ τώρα λειτουργεῖ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Μχάϊντς, στὸ Ὅρος τοῦ Λιβάνου[2].
Ὁ ἱερομόναχος Ἰσαὰκ (κατὰ κόσμον Φαρὲς Ἀτάλλα) γεννήθηκε στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1937, ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς, τοὺς Νεμὲρ καὶ Μάρθα, στὸ χωριὸ Ναμπάϊ, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Ματέν, στὴν περιφέρεια τοῦ Ὅρους τοῦ Λιβάνου. Ἦταν πρωτότοκος γιὸς ἀνάμεσα στὰ 10 παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε ἐξαιρετικὴ φωνή, ἔψελνε στὴν ἐκκλησία καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὁ γιὸς κληρονόμησε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Φαρὲς ἀγαποῦσε τὴν μόνωση καὶ συχνὰ πήγαινε νὰ προσεύχεται σὲ ἔρημα μέρη. Μία φορὰ ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία[3] μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ μείνει ἐκεῖ. Ὅμως, ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, ἐπειδὴ στὰ μοναστήρια δὲν δέχονταν τότε τοὺς πρωτότοκους, ἐπειδὴ ἐνδεχομένως θὰ χρειαζόταν νὰ φροντίζουν τοὺς γονεῖς τους.
Ὅταν ὁ Φαρὲς ἦταν 12 ἐτῶν, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ὁ πατέρας παντρεύτηκε ξανά. Ὁ νεαρὸς μαθήτευσε στὸ ἐπάγγελμα τοῦ ξυλουργοῦ καὶ βρῆκε δουλειὰ στὴν Βηρυτό. Ἐπέστρεφε σπίτι πολὺ ἀργὰ καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἔκανε συχνὰ παρατηρήσεις γιὰ αὐτό. Σύντομα ἀποκαλύφτηκε ὅτι ἡ αἰτία τῶν καθυστερήσεων ἦταν ὅτι ὁ Φαρὲς παρακολουθοῦσε μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς, τὰ ὁποία παρέδιδε ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, ὁ Μίτρι Ἂλ Μούρ.
Πρὶν πάρει τὴν ἀπόφαση τῆς ζωῆς του, ὁ Φαρὲς γιὰ 2 χρόνια δούλευε ὡς μάγειρας σὲ ἑστιατόριο τοῦ πολυτελοῦς ξενοδοχείου τῆς Βηρυτοῦ «Phoenicia Intercontinental». Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1962, παραιτήθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι. Ἀμέσως, παρέδωσε τὸ τραπεζικό του βιβλιάριο στὸν πατέρα του, λέγοντας: «Αὐτὸς εἶναι ἕνας λογαριασμὸς ταμιευτηρίου στὸ ὄνομά σου. Ὅταν λήξει ἡ χρονικὴ προθεσμία τῆς κατάθεσης, σὲ παρακαλῶ νὰ πάρεις τὰ χρήματα καὶ νὰ τὰ μοιραστεῖς ἰσόποσα μὲ τὰ ἀδέλφια μου. Ἐγὼ δὲν χρειάζομαι τίποτα. Φεύγω γιὰ τὸ μοναστήρι». Ὁ πατέρας ρώτησε: «Τί σοῦ λείπει στὴν ζωὴ καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ σένα γιὰ νὰ μὴν πᾶς σὲ μοναστήρι;». Ὁ Φαρὲς ἀπάντησε: «Ἀκόμα καὶ ἄν μοῦ δώσεις ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, αὐτὰ δὲν θὰ μὲ δελεάσουν. Ἡ θέση μου δὲν εἶναι ἐδῶ. Εἶναι στὸ μοναστήρι». Πικραμένος ὁ πατέρας κάλεσε τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ γιὰ νὰ μεταπείσουν τὸν ἀδελφό τους, ἀλλὰ ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀπόφαση τῆς ζωῆς του ἤδη εἶχε παρθεῖ.
Τὴν ἴδια μέρα, ὁ Φαρές, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀντώνιο, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Μπκεφτὶν[4], ὅπου δὲν εἶχε ξαναπάει καὶ ἤξερε μόνο τὸ ὄνομα τῆς Μονῆς. Ὡστόσο, γνώριζε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη (Μανσοὺρ) († 3 Ἀπριλίου 2018), τὸν μετέπειτα Μητροπολίτη Λατάκιας[5]. Ἡ Μονὴ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν σχεδὸν ἐρειπωμένη. Ἐκεῖ ἔμενε μόνο ἕνας ἡγούμενος μὲ ἕναν μοναχὸ (νῦν Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη (Μααλούλι)). Ὅταν ἔφτασε στὶς πύλες τῆς Μονῆς, ὁ Φαρὲς γονάτισε καί, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶπε: «Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε! Τὸ ὄνειρό μου τώρα ἐκπληρώθηκε».
Τὸ βράδυ, ὁ Ἀντώνης ἐπέστρεψε σπίτι, ὅπου τὸν περίμενε μὲ ἀνυπομονησία ὅλη ἡ οἰκογένεια. «Ποῦ πῆγε ὁ Φαρές;» – ρώτησε ὁ πατέρας. «Στὴν Μονὴ Μπκεφτίν. Ἂν κρίνω ἀπὸ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς Μονῆς, σὲ διαβεβαιώνω ὅτι τὸ πολὺ σὲ δύο μέρες θὰ ἐπιστρέψει σπίτι, καθὼς εἶχε συνηθίσει στὶς συνθῆκες ζωῆς στὸ ξενοδοχεῖο τῆς Βηρυτοῦ». Ὁ Πατέρας ἀναστέναξε: «Ὄχι, ὅποιες δυσκολίες καὶ νὰ συναντήσει, δὲν θὰ ἐπιστρέψει». Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, ὁ Φαρὲς ἔμεινε γιὰ τρεῖς μῆνες περίπου. Στὴν συνέχεια, πῆγε στὴ Μονὴ Μπαλαμὰντ[6], ὅπου φοίτησε σὲ Ἱερατικὴ Σχολή. Πρόλαβε τὴν ἐποχὴ ποὺ καθηγούμενος ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος (Χαζίμ), ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἀντιοχείας (1979-2012).
Τὸ 1963, ὁ Φαρὲς χειροτονήθηκε διάκονος μὲ τὸ ὄνομα Φίλιππος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου. Ἡ χειροτονία πραγματοποιήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰακὼβ τοῦ Πέρσου, στὸ χωριὸ Ντέντε (ἐπαρχία Τρίπολης τοῦ Λιβάνου). Παρέμεινε, ὡστόσο, στὴν Μονὴ Μπαλαμάντ, ὅπου εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ ταμία. Ὕστερα, πῆγε στὸ νησὶ τῆς Πάτμου ὅπου φοίτησε στὴν Πατμιάδα Σχολὴ καὶ πῆρε τὸ Ἀπολυτήριο Λυκείου. Ἀργότερα, σπούδασε Θεολογία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καὶ παράλληλα ὑπηρετοῦσε ὡς διάκονος στὸν καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Πολλοὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησία μὲ σκοπὸ νὰ ἀκούσουν τὶς δεήσεις στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ ἀραβικά. Ἐκείνη τὴν περίοδο, γνώρισε τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμὸ καὶ τὸν πνευματικὸ καθοδηγητή του, τὸν Γέροντα Παΐσιο.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὸν Λίβανο, ὁ πατὴρ Φίλιππος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἠλία Δ’ (1970-1979), στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μπαλαμάντ. Τὸ 1973, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου «Χαματούρα»[7], ἡ ὁποία γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἦταν ἐγκαταλελειμμένη. Μὲ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του ἀναστήλωσε τὴν Μονή, ἡ ὁποία ἔγινε εὐρέως γνωστὴ ὡς χῶρος πνευματικῶν ἀναζητήσεων. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, διέθετε μεγάλο μέρος τῆς ἐνεργητικότητάς του καὶ τῶν δυνάμεών του γιὰ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὶς γειτονικὲς περιοχές.
Τὸ 1975, στὸν Λίβανο ξέσπασε ἐμφύλιος πόλεμος καὶ ἡ Μονὴ βρέθηκε στὴν ζώνη τῶν πολεμικῶν συρράξεων. Ὁ πατὴρ Φίλιππος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ λειτουργοῦσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Βαρβάρας καὶ ἦταν ὁ πνευματικὸς τῶν σπουδαστῶν τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Μπαλαμὰντ (λόγω τῶν πολεμικῶν συρράξεων, ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Μπαλαμὰντ ἐκκενώθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὴν Θεσσαλονίκη, τὸ 1975, καὶ λειτουργοῦσε ἐκεῖ ὡς τὸ 1979). Τὸ 1978, ὁ πατὴρ Φίλιππος, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ παράκληση, πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη τοῦ Ὅρους τοῦ Λιβάνου Γεώργιο (Χόντρ) γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν μοναστικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐκάρη μεγαλόσχημος Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰσαάκ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου.
Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ πῆγε ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα χρόνο, ἀλλὰ συνέχιζε νὰ πηγαίνει γιὰ καθοδήγηση στὸν πνευματικό του πατέρα, τὸν Γέροντα Παΐσιο. Ἀργότερα, μετακινήθηκε στὸ Κελλὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Καψάλα, κοντὰ στὶς Καρυές, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἔκτισε, σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἕνα ἐρειπωμένο Κελλὶ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ 4 χρόνια μόνος του, ἀκολουθώντας ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς καὶ παλεύοντας πολλοὺς καὶ διάφορους πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες. Μία φορά, τὴν ὥρα ἑνὸς ἔντονου ἀγώνα μὲ τοὺς λογισμούς, εἶδε στὸ βάθος τοῦ δάσους ἕναν παλαιὸ τάφο. Σταμάτησε μπροστά του, προσευχήθηκε θερμὰ καὶ μονολόγησε: «Ἐδῶ θὰ πεθάνω» καὶ τότε οἱ λογισμοὶ ποὺ τὸν βασάνιζαν ἀμέσως ἐξαφανίστηκαν. Ἀκλουθώντας τὴν ἁγιορείτικη παράδοση, γιὰ νὰ ἔχει διαρκῶς τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ ἔσκαψε τάφο γιὰ τὸν ἑαυτό του στὸν κῆπο, δίπλα στὸ Κελλί του, ὅπου κάθε μέρα θυμιάτιζε.
Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ ἦταν γνωστὸς ἀγωνιστής, ἀσκητὴς καὶ εὐχέτης καὶ πολὺ αὐστηρὸς μὲ τὸν αὐτό του. Αὐτὸν τὸν προσανατολισμὸ στὴν πνευματική του πορεία τὸν εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση σκληροῦ, ἀλλὰ σύντομα ἀποκάλυπτε τὴν εἰλικρινῆ πατερικὴ φροντίδα σὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ πνευματικὴ βοήθεια. Ἰδιαίτερη προσοχὴ ἔδινε στὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης καὶ καλοῦσε τοὺς πάντες νὰ προσέρχονται πιὸ συχνὰ στὴν Ἱερὴ Ἐξομολόγηση. Ἂν καὶ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν διέκοψε τὴν σχέση μαζί του. Ἦταν, ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατήρησε ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς «ἀσυρματιστὲς τοῦ Θεοῦ», οἱ ὁποῖοι μακριὰ ἀπὸ τὸν θόρυβο συντονίζονται στὴν κατάλληλη πνευματικὴ συχνότητα γιὰ νὰ πιάνουν σήματα καὶ νὰ τὰ στέλνουν πίσω στὸν κόσμο.
Ἡ ἀδελφότητα, ποὺ εἶχε δημιουργήσει, ζοῦσε σὲ ἀκραῖες ἀσκητικὲς συνθῆκες: στὸ Κελλὶ δὲν ὑπῆρχε ἠλεκτρισμός, οὔτε φυσικὸ ἀέριο. Οἱ Μοναχοὶ δὲν χρησιμοποιοῦσαν ντοὺς καὶ σώματα θέρμανσης. Δὲν εἶχαν δικά τους χρήματα. Γιὰ τὸ μαγείρεμα καὶ τὴν θέρμανση ἀποθήκευαν ξύλα καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔπαιρναν ἀπὸ στέρνες. Ἡ ἀδελφότητα ἀσχολούταν μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν προσκυνητῶν, μὲ τὸ ἐργόχειρο καὶ μὲ τὶς ἐκδόσεις.
Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ μετέφραζε πνευματικὰ βιβλία ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ ἀραβικά. Ἐξέδωσε στὰ ἀραβικὰ τὴν μετάφραση τοῦ βιβλίου τοῦ Ὁσίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου «Λόγοι Ἀσκητικοὶ» (ἡ πρώτη ἔκδοση κυκλοφορήθηκε τὸ 1983 στὸν Λίβανο), μὲ τὸν βίο του καὶ τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ἀκολουθίας του καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκάλυψε τὸν πνευματικὸ κόσμο τοῦ Ἁγίου προστάτη του στοὺς ἀραβόφωνους χριστιανούς. Ἐπίσης, μετέφρασε καὶ ἐξέδωσε στὰ ἀραβικὰ τὴν «Κλίμακα» τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Ἐπιστολές», τὸ βιβλίο «Ὁ Γέρων Χατζη-Γεωργης Ὁ Ἀθωνίτης», τὸν βίο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Ρώσου Γέροντα Τύχωνα καὶ ἄλλα.
Ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ πατέρα Ἰσαὰκ σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἡ πρώτη βιογραφία ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸ Γέροντα Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν πνευματικὸ πατέρα του. Τὴν ἐργασία γιὰ αὐτὸ τὸ βιβλίο τὴν ἄρχισε 2 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ δὲν ὁλοκλήρωσε ὁ ἴδιος αὐτὸ τὸ ἔργο (κοιμήθηκε 4 χρόνια μετὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο). Τὴν ἐργασία καὶ τὴν προετοιμασία γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου τὴν ὁλοκλήρωσε ὁ μαθητής του, ὁ πατὴρ Εὐθύμιος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Κελλιοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρώτη ἔκδοση ἔγινε τὸ 2004 μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἱερομόναχου Ἰσαάκ.
Ὁ Πατὴρ Ἰσαὰκ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος 20 χρόνια καὶ κατὰ περιόδους ἔκανε μικρὰ ταξίδια στὸν Λίβανο, στὴν Συρία, στὴν Ἰορδανία καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἀραβόφωνος Μοναχός τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐπισκέπτονταν τὸ Κελλὶ του ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι προσκυνητὲς ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ Ἀλεξανδρείας. Χάρη στὸν πατέρα Ἰσαάκ, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προσκυνητὲς ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὴν ἁγιορείτικη μοναχικὴ παράδοση. Τὸ Κελλὶ τῆς Ἀναστάσεως ἀπέκτησε, ἀνάμεσα στοὺς ὀρθοδόξους Ἄραβες, τὸν ἄτυπο τίτλο «Πύλες τῆς Ἀντιοχείας στὸ Ἅγιον Ὅρος». Συχνά τούς ἔλεγε: «Εἶμαι ἐδῶ γιὰ ἐσᾶς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας».
Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση πολλῶν ὀρθοδόξων στὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἱερέας Μιλχίμ, ὁ γαμπρὸς τοῦ ἀδελφοῦ του, βεβαιώνει ὅτι στὰ σπίτια πολλῶν Ἑλλήνων, σὲ διάφορα μέρη τῆς χώρας, βρίσκει φωτογραφίες τοῦ «Γέροντα Ἰσαάκ», ὅτι στὸ Ἅγιον Ὅρος ἡ μνημόνευση τοῦ Λιβάνου εἶναι ὁπωσδήποτε συνδεδεμένη μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες τὸν τιμοῦν ὡς ἅγιο ἀσκητή.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1980, ὁ πατέρας του, ὁ Νεμὲρ Ἀτάλλα, ἀποφάσισε νὰ μοιράσει τὴν περιουσία του ἀνάμεσα στὰ παιδιά του. Ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ὑπόθεση ὁ μεγαλύτερός του γιός, ὁ πατὴρ Ἰσαάκ, ποὺ ἀσκήτευε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὰ ἀδέλφια του ἔγραψαν γιὰ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴν τοῦ πατέρα τους. Σύντομα ἔλαβαν ἀπάντηση, στὴν ὁποία ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ τοὺς ρωτοῦσε: «Δὲν ἑτοιμάζετε γιὰ σᾶς ἔστω ἕνα μικρὸ κλῆρο στοὺς οὐρανούς, ἀντὶ νὰ μεριμνᾶτε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου;» Ἐπειδὴ ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ δὲν πῆγε, ὁ πατέρας μόνος του ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μοιρασιὰ τῆς κληρονομιᾶς, τὴν ὁποία μοίρασε ἰσόποσα ἀνάμεσα σὲ ὅλους, χωρὶς νὰ ἀποκλείσει καὶ τὸν μεγαλύτερο γιό. Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ βρέθηκε στὸ Λίβανο. Ἐπισκέφτηκε τὸν πατέρα καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐνημέρωσε γιὰ τὴν μοιρασιὰ τῆς κληρονομιᾶς καὶ ὅτι ἔχει ἕνα μερίδιο γιὰ αὐτόν. Ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν πατέρα γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν φροντίδα του, ὁ ἁγιορείτης ζήτησε νὰ μοιραστεῖ τὸ μερίδιό του σὲ ἴσα μέρη ἀνάμεσα στὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ κληρονομήσει ἔστω ἕναν ταπεινὸ κλῆρο στοὺς Οὐρανούς.
Ἀρχὲς καλοκαιριοῦ τοῦ 1998, ἡ ὑγεία τοῦ πατρός Ἰσαὰκ ποὺ εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ κλονίζεται, χειροτέρευσε καὶ ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ θεραπεία σὲ νοσοκομεῖο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στοὺς δικούς του. Ὁ πατὴρ Μιλχὶμ ἀναθυμᾶται τὸ γεγονὸς ὡς ἑξῆς:
«Μὲ τὸν ἀδελφό του πατέρα Ἰσαὰκ Ἀντώνιο καὶ τὸν ἀνιψιὸ του Τζὸρτζ (γιὸ τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ Ἰωσὴφ) ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ μάθουμε νέα του. Μόλις φτάσαμε στὴν Θεσσαλονίκη, πήγαμε κατευθείαν στὸ νοσοκομεῖο. Στὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα Ἰσαὰκ δὲν ἐπέτρεπαν νὰ μποῦμε, ἀλλὰ ἡ Διοίκηση τοῦ νοσοκομείου, ὅταν ἔμαθαν ὅτι εἶχαν φτάσει οἱ συγγενεῖς, μᾶς ἐπέτρεψαν νὰ μποῦμε. Πρῶτος μπῆκε ὁ Ἀντώνιος. Ὅταν εἶδε τὸν ἀδελφό του σὲ τόσο σοβαρὴ κατάσταση, δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του. Ἀλλὰ ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαμόγελο καὶ μίλησε πρῶτος: “Ἀδελφέ, τί σὲ ἔφερε ἐδῶ; Σοῦ εἶπαν ὅτι εἶμαι ἄρρωστος καὶ εἶναι καλὸ νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖς; Σὲ σκεφτόμουν. Ἀσκήτευα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Κύριο καὶ τώρα νιώθω ὅτι εἶμαι ἕτοιμος γιὰ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη στιγμή. Ὅμως, ἀνησυχῶ γιὰ σένα, ἀδελφέ, γιατί ὅλον τὸν χρόνο σου τὸν ἀφιερώνεις στὴν δουλειά. Κάνεις κάτι γιὰ νὰ προετοιμαστεῖς γιὰ αὐτὴν τὴν ὥρα; Εἶσαι ἕτοιμος γιὰ νὰ παρουσιαστεῖς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;”
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς τοῦ πατρός Ἰσαὰκ στὸ νοσοκομεῖο, μᾶς ἔμεινε ἀξέχαστο τὸ ἑξῆς περιστατικό. Ὅταν τὸ πνευματικὸ παιδί του, ὁ πατὴρ Εὐθύμιος (μετέπειτα Γέρων τοῦ Κελλιοῦ τῆς Ἀναστάσεως στὴν Καψάλα), διάβαζε προσευχές, σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς μερικὲς φορὲς ἀκούστηκε ἡ λέξη “θάνατος”. Ὁ πατὴρ Εὐθύμιος ταράχθηκε, διέκοψε τὴν προσευχὴ καὶ δὲν μπόρεσε νὰ συνεχίσει τὸ διάβασμα. Ὁ πατὴρ Ἰσαὰκ τοῦ ζήτησε νὰ συνεχίσει τὴν προσευχὴ μὲ θάρρος, λέγοντάς του: “Γιατί νὰ φοβόμαστε; Μία ζωὴ ἐργαζόμουν γιὰ αὐτὴν τὴν ὥρα καὶ εἶμαι ἔτοιμος”.
Μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς παραμονῆς τοῦ Γέροντος Ἰσαὰκ στὸ νοσοκομεῖο, στὸ δωμάτιό του μπῆκε μία νοσηλεύτρια, τὴν ὁποία δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ μέχρι τότε. Ἀπευθύνθηκε σὲ αὐτὴν μὲ ἐπιτιμητικὸ ὕφος καὶ τῆς εἶπε: “Εἶναι ντροπὴ νὰ ντρέπεσαι τὸ ὄνομά σου, Σουλτάνα!” Ἡ νοσηλεύτρια ἔμεινε σύξυλη, ποὺ ὁ Γέροντας, χωρὶς νὰ τὴν ρωτήσει, ἤξερε τὸ ὄνομά της καὶ τὸ πρόβλημα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦσε. Καὶ συνέχισε ἐκεῖνος: “Γιατί ντρέπεσαι, κόρη μου; Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς σου ἔδωσαν ξενόφερτο ὄνομα, ποὺ τὸ θεωρεῖς τούρκικο καὶ μὴ χριστιανικό; Ξέρεις ὅτι στὴ χώρα μου, τὸ Λίβανο, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομα τῆς Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦμε Βασίλισσα[8] τῶν Οὐρανῶν; Νὰ χαίρεσαι τὸ μεγάλο ὄνομα ποὺ κουβαλᾶς καὶ νὰ εἶσαι ὑπερήφανη γιὰ αὐτό”. Ἡ νοσηλεύτρια ὑποκλίθηκε στὸν Γέροντα, τοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ βγῆκε, ὅταν τελείωσε τὶς νοσηλευτικές της ἐκκρεμότητες. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, ἄρχισε νὰ ὑπηρετεῖ μὲ ζῆλο τὸν ξένο ποὺ εἶχε γίνει πολὺ δικός της ἄνθρωπος καὶ ποὺ τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τὸ μυστικό της καὶ ποὺ τὴν θεράπευσε ἀπὸ τοὺς ψυχικοὺς πόνους. Ἦταν δίπλα του μέχρι τὸ τέλος τῆς παραμονῆς τοῦ Γέροντος στὸ νοσοκομεῖο. Μετὰ τὸ ἐξιτήριό του, ἔσπευσε νὰ πάει στὸ δωμάτιο ποὺ ἦταν ὁ Γέροντας γιὰ νὰ πάρει στὸ σπίτι της τὰ σεντόνια ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ κοίμηση τοῦ Γέροντος, ἡ Σουλτάνα κατάλαβε τί θησαυρὸς τῆς εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸν Λιβανέζο ἀσκητή. Ὅταν ἄνοιξαν τὴν ντουλάπα, ὅπου φυλάγονταν τὰ σεντόνια, τὸ δωμάτιο γέμισε εὐωδία. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, καλοῦσε τούς ὀρθόδοξους Λιβανέζους ποὺ ἤξεραν καλὰ τὸν πατέρα Ἰσαάκ, νὰ προσκυνοῦν γιὰ εὐλογία αὐτὰ τὰ σεντόνια ποὺ εὐωδίαζαν.
Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, ἡ κατάσταση τοῦ πατρός Ἰσαὰκ καλυτέρεψε γιὰ λίγο καὶ ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στὴβ Μεταμόρφωση[9], ὅπου καὶ ἀποδήμησε εἰς Κύριον, στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ 1998. Ὁ ἱερομόναχος Ἰσαὰκ (Ἀτάλλα) ἔχει ἐνταφιαστεῖ στὸ Κελλὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὸ Ἅγιον Ὅρος, σὲ ἐκεῖνον τὸν τάφο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ καιρό.
Ἱερέας Μιλχὶμ Ἂλ Χαουρανὶ
Ἀπὸ τὰ Ρωσικὰ στὰ Ἑλληνικὰ μετέφρασε ἡ Αναστασία Νταβίντοβα
Ἀπὸ τὰ Ἀραβικὰ στὰ Ρωσικὰ μετέφρασε καὶ ἑτοίμασε τὴν δημοσίευση ἡ Ἰουλία Πετρόβα
Greek Orthodox Patriarchate of Antioch and all the East
[1] См. русское издание: Иеромонах Исаак. Житие старца Паисия Святогорца / пер. с греч. иеромон. Доримедонта (Сухинина). М.: Изд. дом «Святая Гора», 2006. (Πρόκειται γιὰ τὴ ρωσικὴ μετάφραση τοῦ βιβλίου τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαὰκ «Ὁ βίος τοῦ γέροντα Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη» ἀπὸ τὰ ἑλληνικά).
[2] الأب ملحم الحوراني. الأب إسحق (عطالله) الآثوسي: رسول أنطاكية // النشرة. تصدرها بطريركية أنطاكية وسائر المشرق. العدد 2، 2021. ص. 48–44.
[3] Ἡ Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ βρίσκεται κοντὰ στὸ χωριὸ Σουβέιρ, στὴν περιοχὴ Ματέν, ποὺ εἶναι 31 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Βηρυτό. Τώρα ἐκεῖ εἶναι ἡ καλοκαιρινὴ κατοικία τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας.
[4] Ἡ Περιοχὴ Κούρα τοῦ Βόρειου Λίβανου.
[5] Τὸ μεγαλύτερο λιμάνι στὴν Συρία, στὶς ἀκτὲς τῆς Μεσογείου θάλασσας.
[6] Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπαλαμὰντ βρίσκεται 16 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Τρίπολης (τοῦ Λιβάνου). Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μοναστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας ποὺ ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ κέντρο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐκπαίδευση.
[7] Βρίσκεται στὸ χωριὸ Κουσμπά, τῆς περιοχῆς Κούρα (τόπος μαζικῆς διαμονῆς ὀρθόδοξου πληθυσμοῦ).
[8] Μία ἀπὸ τὶς σημασίες τῆς λέξης «σουλτᾶν» στὴν ἀραβικὴ γλῶσσα εἶναι «κύριος, δεσπότης» (τὸ θηλυκὸ «Σουλτάνα» σημαίνει «κυρία, δέσποινα»).
[9] Οἰκισμὸς στὴν Σιθωνία (Χαλκιδική, Ἑλλάδα).
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2021/08/blog-post_5256.html#more