(Γερόντισσα): Ευχαριστώ- δεν έχω λόγους νά σάς ευχαριστήσω! Καλό Παράδεισο! Όλοι ν’ αξιωθούμε νά έχουμε τέλος αγαθό, γιά νά ευφραινώμαστε στον ουρανό. Πριν από τήν εγχείρησι άλλοι μου έφερναν υψώματα», άλλοι μου έκαναν Θείες Λειτουργίες κι άλλοι αγρυπνίες.
Στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού μου έφερε ο κ. Κ. άγια Λείψανα και μου είπε, «Γερόντισσα, μή στενοχωριέσαι, θά δείξουν θαύμα- όλη τη νύχτα ευωδίαζαν τά Λείψανα, τέτοια άρρητο ευωδία πρώτη φορά»- καί μόλις τά άνοιξε, πλημμύρισε ευωδία όλο τό δωμάτιο. Τί μενεξέδες, τι ζουμπούλια, τί κρίνοι, ένα μεγαλείο! Ούτε νά τό φαντασθή κανείς! ’Έκανα μετάνοιες, τά προσκύνησα κι έπειτα ο Γέροντας μέ σταύρωσε.
Αργότερα στο Λονδίνο είπα στους γιατρούς: Ό,τι είναι, θά μου τό πήτε- δέν θά φοβηθώ». Τελικά η εγχείρησι στο έντερο είναι σοβαρή- ας λένε ότι δέν είναι τίποτε. Πολύ υπέφερα καί πολύ πόνεσα. Δέν είχα ξαναδοκιμάσει τόσο πόνο! Πέρασα πολύ μεγάλο μαρτύριο. Ο γιατρός, όταν βγήκα απ’ τό χειρουργείο πού κράτησε τέσσερες ώρες, είπε ότι ήταν πολύ πρόσφατος ο καρκίνος, δέν ήταν από παλιά. Συνέχισε ο γιατρός καί μου είπε ότι δέν ύπάρχει κάτι άλλο, ούτε μετάστασι. Τέλος μου είπε ότι από άλλη άρρώστια μπορεί νά πεθάνω, όχι όμως από τό έντερο. Η τομή πού έχω ξεκινάει άπό τό στομάχι πάνω μέχρι κάτω. Τά έβγαλαν όλα έξω.
Ο Τίμιος Σταυρός ξήρανε τον καρκίνο. Τον έβλεπα συνέχεια μπροστά μου. Πριν πάω στο Λονδίνο είχα πάει στήν Κρήτη στον π. Σταύρο, πού έχει ένα τεμάχιο τού Τιμίου Ξύλου καί με σταύρωσε. Κάποια θεία του τό χάρισε στή μητέρα του καί όταν αύτός ήταν παιδάκι καί έπεσε άπό τήν ταράτσα σκοτώθηκε. Καί ενώ χτυπούσαν οι καμπάνες, η μητέρα του θυμήθηκε τον Σταυρό, τον ακούμπησε πάνω του καί αναστήθηκε. Σήμερα ο π. Σταύρος σταυρώνει τον κόσμο καί γίνονται άπειρα θαύματα, επειδή έχει ποτισθή από τό Δεσποτικό Αίμα. Στήν κάθε πάθησι ο Σταυρός κολλάει πάνω στο σημείο πού πάσχει- καί τις μέρες πού έμεινα εκεί, είχε πολλή ευωδία καί δέν με άφηνε νά κοιμηθώ.
Τήν ώρα της εγχειρήσεώς μου όλες οι προσευχές σας, των πιστών, των ‘Αγίων πέρασαν από τά μάτια μου’ ένα μεγαλείο! Δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω. Σάς έβλεπα νοερώς όλους γονατισμένους. Μετά τήν εγχείρησι αισθανόμουν ένα τερπνό αεράκι πού μέ φυσούσε σάν ανεμιστήρας καί δέν ένοιωθα κούρασι. Οι γιατροί καί οι νοσοκόμες ήταν όλοι Εγγλέζοι. Καί τό βράδυ είχαν ως κανονισμό του Νοσοκομείου νά μή μένη κανένας συνοδός στον άρρωστο- εμείς αυτό δέν τό γνωρίζαμε. ’Έτσι έμενα μόνη μου, μιά ξένη πού δέν γνώριζε τή γλώσσα. Ηταν πολύ δύσκολο. Κι εκεί πού παρακαλούσα τήν Παναγία νά στείλη τις νοσοκόμες νά μέ εξυπηρετήσουν, ήρθε μία ουράνια συντροφιά. Δέν μπορώ νά σάς περιγράψω! Εκεί πού προσπαθούσα νά βγάλω τά πτύελα άπ’ τή νάρκωσι καί χρειαζόμουν βοήθεια, είδα δύο γιατρούς μελαμψούς, λεπτούς, μέ άσπρα δοντάκια, καί μιλούσαν στήν αραβική γλώσσα μεταξύ τους.
Μέ κοιτούσαν, σάν νά μέ ρωτούσαν τί θέλω. Είχαν καί δύο σακκουλάκια κρεμασμένα στον τράχηλό τους κι από ’κει έβγαζαν μαντήλια καί μου έδιναν, γιά νά βγάζω τά πτύελα καί μέ βοηθούσαν. Τήν άλλη μέρα ρωτούσα: «Μήπως τό βράδυ διακονούσαν μαύροι γιατροί;». Πήγε η άδελφή Μακρίνα καί ρώτησε καί της είπαν: «Όχι, δέν έχουμε μαύρους στήν κλινική». Τότε ο Γέροντας είπε ότι έχουμε δύο μελαμψούς γιατρούς, τούς Αγίους Αναργύρους. Εκείνη τήν ημέρα ήταν των ‘Αγίων Αναργύρων Κύρου καί Ιωάννου. Περίπου τρεις-τέσσερις βραδιές τούς έβλεπα καί έρχονταν μέχρι νά υποχωρήση η ενέργεια της ναρκώσεως. Είχα μαζί μου ένα εικονάκι των ‘Αγίων Αναργύρων, ευλογία του παππού Ιωσήφ. Τή νύχτα έρχονταν, πιασμένες χέρι-χέρι, καί δύο κοπέλες στά ολόλευκα ντυμένες καί μέ σκουφάκια άσπρα, στέκονταν στο κάτω μέρος τού κρεβατιού μου καί μέ κοιτούσαν γλυκά-γλυκά καί μέ παρηγορούσαν.
Όταν ήθελα κάτι, όπως νά μου βρέξουν τα χείλη μέ νερό καί δέν είχα άνθρωπο, έρχονταν καί μέ τό χαμόγελό τους μου έδιναν πολλή παρηγοριά. Κι αναρωτιόμουν ποιές νάναι αύτές, γιατί εκεί οι νοσοκόμες φορούσαν θαλασσί ρούχα. Κι άκουσα μία φωνή μέσα μου ότι είναι ο Άγγελος φύλακας της ψυχής μου καί ο Άγγελος του Μεγάλου καί Αγγελικού Σχήματός μου. Καί τότε ήταν πού ο Άγγελος της ψυχής μου μου είπε ότι δέν θά φύγω τώρα, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Δέν μπορώ νά σάς περιγράψω τί ούράνιο πράγμα μέ συντρόφευε όλες τις νύχτες! Μου ήρθε τόση ευσπλαχνία του Θεού μέσα μου, πού έλεγα στο Γέροντα, τί μεγαλείο είναι αυτή η αγάπη του Θεού! Μία φωνή συνεχώς φώναζε μέσα μου: «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών…».
Κάθε πρωί πώς περίμενα τον Γέροντα καί τίς άδελφές! Αποβραδίς τούς έλεγα νά έρθουν πρωΐ-πρωΐ. Ο Γέροντας διάβαζε ένα Τρισάγιο νωρίς στίς επτά κι έλεγε στίς αδελφές: «Άντε παιδιά, ξεκινάμε γιά τό Νοσοκομείο». Ό Γέροντας, όχι πατέρας, όχι αδελφός, όχι Άγγελος, όχι Αρχάγγελος κι εγώ δέν ξέρω! Ερχόταν πρωΐ-βράδυ, δέν έφευγε από ’κει. Ήταν ένας άγγελος μέ χρυσά φτερά δίπλα στό προσκέφαλό μου. Είχα καθημερινώς ένα άγγελο πού μου έδειχνε πολλή στοργή καί αγάπη καί παρηγοριά στούς πόνους. Όταν άρχιζαν οι πόνοι και τα μάτια μου έτρεχαν, μου Τά σκούπιζε. Μου έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον και μου έδινε τέτοια ζωή πού δέν λέγεται! Ο Γέροντας είναι ένα διαμάντι- πρέπει νά τον έχουμε ψηλά. Πολλή προσευχή έκανε καί ωφέλησε πολύ κόσμο. Τή νύχτα πάλι τον έβλεπα μέ τό πετραχήλι του. Μόλις έκλεινα τά μάτια τον έβλεπα μαζί μέ τους Αγγέλους.
Όλοι όσοι προσεύχονταν περνούσαν από μπροστά μου, σάν νά ήταν ένα τάγμα, κάθε βράδυ. Δέν φεύγατε από κοντά μου ούτε δευτερόλεπτο- πότε ο ένας, πότε ο άλλος, συνέχεια σας έβλεπα κοντά μου. Δέν μπορώ νά ανταποκριθώ στήν αγάπη που μου δείξατε, μέ τις προσευχές και τά δάκρυά σας. ’Έβλεπα να περνούν μοναχοί καί λαϊκοί μπροστά μου. Άλλοτε Πάλι έβλεπα τό κελί μου στολισμένο μέ εικόνες καί Τή μεγάλη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας στο Προσκέφαλό μου- κι έβλεπα τις αδελφές να μπαινοβγαίνουν προσευχόμενες κι αναρωτιόμουν που τίς βρήκαν τόσες εικόνες καί στόλισαν τό κελί μου. Ευχαριστώ γιά τήν αγρυπνία καί τίς Θείες Λειτουργίες που έκαναν οι άνθρωποι καί προσεύχονταν γονυπετώς. Αισθάνθηκα τήν προσευχή τους να δίνη μία μεγάλη ενίσχυσι μέσα στήν ψυχή μου. Δέν θά τό ξεχάσω ποτέ στή ζωή μου.
Ακόμη διδάχτηκα από τήν άγάπη καί τή θυσία του κόσμου. Μία νοσοκόμα, ξένη, πολύ καλό κορίτσι, στάθηκε άγγελος δίπλα μου. Οι αδελφές έρχονταν από τό πρωί μέχρι τίς 8:30 τό βράδυ. Βρήκαμε πολύ καλούς ανθρώπους εκεί. Μάς περιποιήθηκαν- έφερναν τις αδελφές δύο φορές την ημέρα, μία ώρα δρόμο, γιά επίσκεψι. Πολύ θυσιάστηκαν γιά τήν αγάπη του Χριστού. Εξυπηρέτησαν έξω τις αδελφές σέ διάφορες δουλειές. Σαράντα ήμερες φιλοξενία! Πολύ καλοί άνθρωποι οι Κύπριοι μέ δάκρυα μας αποχαιρέτησαν.
Η Χάρις του ‘Αγίου Πνεύματος να σας σκεπάζη, να σας φρουρή. Δέν έχω λόγους να ευχαριστήσω Θεό, Αγίους, Γέροντα, αδελφές, πνευματικούς αδελφούς. Πρέπει να είμαι κλεισμένη μέρα-νύχτα στο κελί μου, να τραβάω κομποσχοίνι και να μή έχω τελειωμό.
Ηταν μιά πολύ μεγάλη διδασκαλία αυτό. Κι ο πονος είναι ένα πολύ σπουδαίο πράγμα- φέρνει τον άνθρωπο κοντά στή θέωσι. Κι έρχονται ψυχοπνευματικές καταστάσεις, πού δέν μπορεί να τις συλλάβη ο νους του ανθρώπου, τά μιλάει η καρδιά, είναι πρωτόγνωρα. Ο πόνος μου έφερε μεγάλη ωφέλεια, αισθάνθηκα έντονα μέσα στην ψυχή μου. Υπήρξε μεγάλη δυσκολία, φρικτοί πόνοι, αλλά καί μεγάλη ευλογία.
Πήγαμε καί στο Γέροντα Σωφρόνιο, στο Μοναστηράκι του στο ’Έσσεξ. Μάς υποδέχτηκαν, όπως υποδέχονται έναν Ηγούμενο ή ένα Δεσπότη. Οι μοναχούλες φόρεσαν τά καλυμματάκια τους κι έψαλαν δέησι. Ήταν πολύ συγκινητικά! Ρώσοι γνήσιοι. Βγήκε ο Γέροντας, πού δεν βγαίνει καθόλου έξω, καί μας υποδέχθηκε μέ πολλή αγάπη. Ο Γέροντας Σωφρόνιος πήρε από τη μιά τον Γέροντα κι από τήν άλλη εμένα. Όλα θα μου μείνουν αξέχαστα!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_56.html