Συνεχίζουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τό θέμα περί φόβου καί θυμίζω αὐτά πού εἴχαμε πεῖ τήν προηγούμενη φορά, ὅτι ὑπάρχουνε δύο εἴδη φόβου. Τό πρῶτο εἶδος φόβου εἶναι αὐτό πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τήν δημιουργία του, ὅπως μᾶς λέει ὁ καθηγητής Jean Claude Larchet μέ βάση τούς Ἁγίους Πατέρες. Καί ἑπομένως αὐτό τό εἶδος φόβου, τό πρῶτο εἶδος, ἀνήκει στήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔχει διπλή μορφή. Ἡ πρώτη του μορφή εἶναι μία δύναμη πού, ὅπως εἴπαμε, δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο καί συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή του καί τόν κάνει νά φοβᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του. Δηλαδή συνδέεται μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τήν διατήρηση τῆς ὕπαρξης. Εἶναι μία δύναμη πού, θά λέγαμε, συντηρεῖ τόν ἄνθρωπο καί βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά συντηρήσει τήν ὕπαρξή του, νά μή χαθεῖ ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Kαί ἡ δεύτερη μορφή τοῦ πρώτου εἴδους φόβου, πού ὅπως εἴπαμε ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τήν δημιουργία του, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶναι ἀφενός μέν ὁ φόβος τῆς θείας τιμωρίας, νά μήν τιμωρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν αἰώνια κόλαση, φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος τήν αἰώνια κόλαση, εἶναι ἡ ἀρχική ἄς ποῦμε μορφή τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, καί τό τέλος, ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ εἶναι μήν ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μήν ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Θεό. Καί αὐτό, βέβαια , συνδέεται μέ τήν ἀγάπη πού φτάνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀγωνιστεῖ σωστά. Ὅταν ἀγαπήσει τόν Θεό, τότε ἔχει αὐτό τό ἀνώτερο εἶδος φόβου Θεοῦ, φοβᾶται μή λυπήσει τόν Θεό, μήν ἀπομακρυνθεῖ καί μή χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, πού τόσο τόν ἀγαπάει. Αὐτό τό εἶδος φόβου λοιπόν, τό πρῶτο εἶδος φόβου, πού ἔχει αὐτές τίς δύο μορφές, φόβος μή χάσουμε τήν ὕπαρξή μας καί φόβος μή χάσουμε τόν Θεό, μή χωριστοῦμε ἀπό τόν Θεό, ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό, καί εἶναι θά λέγαμε θεόσδοτο καί καλό-ἀγαθό εἶδος φόβου. Καί αὐτό πρέπει νά τό ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Τό δεύτερο εἶδος φόβου, πού οἱ Πατέρες τό ὀνομάζουν πάθος καί εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, εἶναι αὐτό πού ἐκδηλώνεται ὡς ἀποστροφή πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος σέ καθετί πού πάει νά φθείρει τήν ὕπαρξή του, ἀλλά ὄχι τήν κατά Θεόν ὕπαρξή του, ἀλλά τό πεπτωκός εἶναι του, δηλαδή καθετί πού ἀντιστρατεύεται στήν βιολογική του ζωή καί στίς ἀπολαύσεις πού συνδέονται μέ τήν σαρκική ζωή, μέ τήν κοσμική ζωή, μέ τήν γήινη ζωή.Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μήπως χάσει ἕνα αἰσθητό ἀντικείμενο, ἡ κατοχή τοῦ ὁποίου τοῦ παρέχει μία συγκεκριμένη αἰσθητή ἀπόλαυση∙ καί φοβᾶται ἀκόμα καί τήν αἰτία πού μπορεῖ νά ὑπάρξει νά χαθεῖ αὐτό τό ἀντικείμενο στό ὁποῖο ἔχει προσκολληθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ἔχει ἐξαρτήσει ἀπ’ αὐτό τήν «εὐτυχία» του, τήν μακαριότητά του. Ὁ ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν τήν πεπτωκυία κατάσταση πού βρίσκεται, ἔχει χάσει τόν Θεό καί προσπαθεῖ ἔτσι νά κρατηθεῖ ἀπό πράγματα τά ὁποῖα οὐσιαστικά δέν μποροῦν νά τόν κρατήσουν καί φοβᾶται νά μήν τά χάσει, γιατί σ’ αὐτά ἔχει ἐπενδύσει, καί αὐτό βέβαια τό εἶδος φόβου εἶναι ἁμαρτωλό, εἶναι συνέπεια τῆς πτώσης, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σαρκικά, σωματικά, ἐμπαθῶς, δέν ἔχει μετανοήσει, δέν ἔχει ἀνορθωθεῖ πνευματικά, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, «ἐκ τοῦ θανάτου πτοεῖται», φοβᾶται τόν θάνατο, ὄχι τόν πνευματικό θάνατο, ἀλλά τόν βιολογικό θάνατο καί καθετί τό ὁποῖο μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει σ’ αὐτόν τόν θάνατο, τήν ἀρρώστια, τήν στέρηση κάποιων προσώπων ἤ πραγμάτων, στά ὁποῖα εἶχε ἐπενδύσει τή ζωή του, τήν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός βέβαια πού ἔχει αὐτόν τόν φόβο, τόν κοσμικό φόβο, τόν ἐμπαθή φόβο, ἔχει αὐτόν τόν φόβο γιατί δέν ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει δηλαδή τόν φόβο μήπως χάσει τόν Θεό, μήπως στερηθεῖ τόν Θεό, δέν ἔχει τόν φόβο τῆς αἰώνιας κόλασης καί τιμωρίας, δέν ἔχει τόν φόβο πού συνδέεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Δέν πιστεύει στά πνευματικά ἀγαθά, ἀλλά, ὅπως θά δοῦμε τώρα, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δίδει μάταιη πίστη στά αἰσθητά ἀγαθά, στά ἀγαθά πού συνδέονται μέ τίς αἰσθήσεις καί τά ὁποῖα οὐσιαστικά δέν ὑπάρχουν ἤ ὑπάρχουν γιά πάρα πολύ λίγο καί δέν μποροῦν νά τοῦ ἐξασφαλίσουν τήν αἰώνια ὕπαρξη, τήν αἰώνια χαρά, τήν αἰώνια μακαριότητα.
Λέει λοιπόν ὁ καθηγητής, ὅτι αὐτός ὁ δεύτερος φόβος, τό δεύτερο εἶδος φόβου, πού εἴπαμε εἶναι ὁ φόβος γιά τό πεπτωκός εἶναι, γιά τήν βιολογική ζωή, ὁ φόβος τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, αὐτός ὁ φόβος συνδέεται μέ τήν ἀπιστία στά πνευματικά ἀγαθά, δέν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή, ὅτι ὑπάρχει παράδεισος, ὅτι ὑπάρχει ἀνταπόδοση μετά θάνατον ἀπό τόν Θεό, δέν πιστεύει στά πνευματικά ἀγαθά, ἀντίθετα ἔχει μία μάταιη πίστη στά αἰσθητά ἀγαθά, στά ὑλικά ἀγαθά, τῶν ὁποίων ὅμως ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀπατηλή καί ἡ παρουσία σύντομη, ὅπως τοῦ ἄνθους καί τῆς χλόης. Ἀποτελοῦν αὐτά τά ἀγαθά θησαυρούς πού ἀφανίζουν ἡ ἀποσύνθεση καί ὁ σκόρος, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, καί κλέβουν οἱ κλέφτες[1]. Ὁ ἄνθρωπος, ἀργά ἤ γρήγορα, χάνει τά αἰσθητά αὐτά ἀγαθά ἐξαιτίας τοῦ πρόσκαιρου καί τοῦ παροδικοῦ χαρακτήρα τους ἤ καί λόγω τοῦ θανάτου του. Μαζί τους χάνεται καί ἡ συνδεδεμένη μέ αὐτά ἡδονή, ἡ ὁποία ἄλλωστε, ὅπως ἔχουμε δεῖ, εἶναι πενιχρή σέ σύγκριση μέ τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπόλαυσις τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τῶν ἀγαθῶν -γενικά τῶν ἡδονῶν- πού συνδέονται μέ τίς αἰσθήσεις εἶναι πάρα πολύ πρόσκαιρη καί πάρα πολύ σύντομη καί πάρα πολύ φτωχή σέ σύγκριση μέ τήν ἡδονή πού χαρίζουν τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
«Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος σφάλλει ὡς πρός τήν ἀληθινή οὐσία τῶν πραγμάτων καί τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν στίς ὁποῖες προσκολλᾶται». Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀμετανόητος, ὁ πεπτωκώς, ὁ ἄνθρωπος τῶν παθῶν, δέν ἔχει ὀρθή ἀντίληψη τῶν πραγμάτων. «Μάλιστα εἶναι δυνατόν ὁ ἴδιος νά κατέχεται ἀπό φόβο: ἄν γνώριζε τήν φύση τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἐνδεχόμενη ἀπώλειά τους θά τοῦ ἦταν ἀδιάφορη»[2]. Δέν γνωρίζει τήν ἀληθινή φύση τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν. Ὑπερεκτιμᾶ τά αἰσθητά ἀγαθά καί χάνει τά αἰώνια. Ἐνῶ ἄν γνώριζε τί εἶναι στήν οὐσία τους αὐτά τά «πολύτιμα» ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, θά καταφρονοῦσε τήν ἀπώλειά τους, δέν θά φοβόταν μήπως τά χάσει. Βλέπουμε ἀνθρώπους πού τρελαίνονται μέ τήν ἀπώλεια κάποιας περιουσίας, κάποιων χρημάτων καί μπορεῖ νά φτάσουν καί μέχρι τήν αὐτοκτονία. Καί αὐτό ὀφείλεται ἀκριβῶς στό ὅτι ἀγνοοῦν τήν ἀληθινή φύση τῶν ἀγαθῶν, αὐτῶν πού θεωροῦν ὡς ἀγαθά, ἐνῶ δέν εἶναι τίποτα οὐσιαστικά, παρά εἶναι ἕνα ἄχυρο, ἕνα εὐτελές, τό ὁποῖο τώρα ὑπάρχει καί αὔριο χάνεται.
«Τό γεγονός ὅτι συνολικά ὁ φόβος εἶναι ἀνωφελής συνιστᾶ ἕναν ἀκόμα λόγο ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ἀσύνετη καί παράλογη στάση». Ὁ φόβος δέν ἔχει καμία ὠφέλεια. «Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐμποδίσει μέ τόν φόβο ὁ,τιδήποτε τοῦ συμβαίνει οὔτε νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο ἤ τήν στέρηση πού φοβᾶται, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι πράγματι θά ἐπισυμβοῦν»[3]. Εἴτε φοβᾶσαι ὅτι θά συμβεῖ κάτι εἴτε δέν φοβᾶσαι, δέν ὑπάρχει διαφορά οὐσιαστική. Δηλαδή τό νά φοβᾶσαι δέν θά ἐμποδίσει τό νά συμβεῖ, ἄν κάτι εἶναι νά συμβεῖ. Λέει ὁ Κύριος: «Τίς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;»[4]. Ποιός μέ τήν ἀγωνιώδη φροντίδα του καί μέ τίς φοβίες πού συνεπάγεται αὐτή μπορεῖ νά καταφέρει κάτι; Ὁ φόβος δέν βοηθάει στό νά ἐπιτευχθεῖ κάτι ἤ νά ἀποφευχθεῖ κάτι. Γι’ αὐτό, λέει ὁ καθηγητής, εἶναι ἀνώφελος καί γι’ αὐτό παρουσιάζεται ὡς ἀσύνετος καί ὡς παράλογος, ὡς μία ἀσύνετη καί παράλογη στάση.
«Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός στόν ἀναποτελεσματικό φόβο καί τήν ἀτελέσφορη μέριμνα, τούς ὁποίους ὁ Χριστός κατηγορεῖ μέ τούς λόγους Του, ἀντιπαραθέτει τήν ἐνεργό, τήν ἀποτελεσματική ἀμεριμνησία αὐτοῦ πού ἀποθέτει τόν ἑαυτό του γιά τά πάντα στήν Θεία Πρόνοια». Δηλαδή θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ ὁ ἀνώφελος φόβος μέ τήν ἐνεργό ἐναπόθεση, τήν ἐνεργό ἀμεριμνησία, τήν ἀπόθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὅλης μας τῆς ζωῆς καί τῶν οἰκείων μας καί ὅλων, κατά τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν», νά τά ἀποθέσουμε ὅλα στήν Θεία Πρόνοια, «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ἀπόθεση τῶν πάντων στήν Θεία Πρόνοια εἶναι τό ἀντίδοτο στόν φόβο ὁ ὁποῖος δέν ἔχει κανένα ὤφελος. Ἀντίθετα μάλιστα δημιουργεῖ πάρα πολλά κακά, πάρα πολλές ἀσθένειες ψυχικές καί σωματικές. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι μία ἀσθένεια, ἕνα πάθος.
«Ἡ παθολογία τοῦ φόβου», λέγει ὁ καθηγητής, «ἐμφανίζεται καί στό περισσότερο ἤ λιγότερο σημαντικό, τμῆμα τῆς φαντασίας, τό ὁποῖο τόν δέχεται γενικά». Δηλαδή συνδυάζεται-συνδέεται ὁ φόβος μέ τήν φαντασία. Τί γίνεται; «Μέ τήν φαντασία του ὁ ἄνθρωπος παραμορφώνει τήν πραγματικότητα, τῆς ἀποδίδει διαστάσεις πού δέν ἔχει, μεγεθύνοντας γιά παράδειγμα τούς κινδύνους ἤ θεωρώντας ἐπικείμενη τήν ἀπώλεια κάποιου ἀντικειμένου», ἐνῶ αὐτό δέν πρόκειται νά συμβεῖ. «Ἡ φαντασία ὅμως προβάλλει καί ἀνύπαρκτες πραγματικότητες: κατασκευάζει, προδικάζει ἤ καί ὁδηγεῖ στήν ἀποδοχή ὡς βέβαιον, στό παρόν ἤ τό ἐγγύς μέλλον, γεγονότων πού δέν ἔχουν συμβεῖ καί γιά τά ὁποῖα κανένας ἀντικειμενικός λόγος δέν ἐγγυᾶται τήν πραγματοποίησή τους»[5]. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος δίνει γιά τόν φόβο τόν ἑξῆς ὁρισμό: «Φόβος ἐστί προμελετώμενος κίνδυνος», κίνδυνος πού προμελετᾶται. «Σύντρομος αἴσθησις καρδίας». Ἡ καρδιά γίνεται ὁλόκληρη τρέμουσα, σύντρομος, «περί ἀδήλων συμφορῶν κλονουμένη καί ἀσχάλλουσα». Αὐτή ἡ καρδιά κλονεῖται, γιατί φοβᾶται συμφορές ἄδηλες, ἀφανέρωτες καί γίνεται ἡ ψυχή γεμάτη ἀγωνία.
«Παρατηρεῖ ἐπιπλέον -ὁ Ἅγιος Ἰωάννης- πώς ὁ φόβος θέτει ἐρωτηματικά καί γιά τά πιό βέβαια πράγματα καί τόν ρόλο πού ἀναλαμβάνει ἡ φαντασία στό σημεῖο αὐτό. -Λέγει- «φόβος ἐστί πληροφορίας στέρησις»». Ὅταν καταληφθεῖ ἡ ψυχή ἀπό φόβο, τότε στερεῖται πληροφορίας. Τί σημαίνει πληροφορία; Εἶνα «ἡ ἀκλόνητη βεβαιότητα γιά κάποιο θέμα μέ τήν ἐπίνευση τῆς Θείας Χάριτος». Καί ἀκολουθοῦν τά παθολογικά σημεῖα τοῦ παραληρήματος». Ἄν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀφεθεῖ στήν φαντασία καί στόν φόβο, στόν ὁποῖο ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο ἡ φαντασία καί ἡ ἀποδοχή της, μπορεῖ νά φτάσει μετά καί στό παραλήρημα, «στήν παραμόρφωση τῆς πραγματικότητας, στήν μή ἀντίληψη τοῦ συμβαίνοντος ἤ τοῦ γεγονότος καί στήν ἀντίληψη μιᾶς ἀνύπαρκτης πραγματικότητας». Καί ἡ φαντασία ἐπιβάλλεται στήν ψυχή, κυριαρχεῖ στήν ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σέ μία πραγματικότητα πού δέν ὑπάρχει. Νομίζει αὐτός ὅτι ὑπάρχει. Ἔχει χάσει τήν ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας, αὐτοῦ πού ὑπάρχει καί ζεῖ σέ κάτι ψεύτικο, τό φανταστικό. «Καί λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Κατάπληξις δέ φόβος ἐκ μεγάλης φαντασίας»»[6]. Καί φθάνει πλέον ὁ ἄνθρωπος στήν κατάπληξη, σέ μιά κατάσταση ὅπου ἔχει χάσει τήν πραγματικότητα καί αὐτό ὀφείλεται στόν φόβο πού ζεῖ ἐξαιτίας μιᾶς μεγάλης φαντασίας.
«Ἰδιαίτερα τό ἄγχος καί ἡ ἀγωνία», ἔλεγε ὁ καθηγητής, «χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἀπουσία ἀντικειμενικῶν λόγων θεμελίωσης. Στό ἄτομο πού εἶναι ὑποχείριο τοῦ φόβου σημαντικό ρόλο ἀσκεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ παραλόγου. Στόν ἔμφοβο ἄνθρωπο», στόν γεμάτο φόβο ἄνθρωπο, «μοιάζουν κατασταλμένες οἱ δυνάμεις πού θά τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἐκτιμᾶ τά πράγματα καί τά γεγονότα στίς ἀκριβεῖς τους διαστάσεις»[7]. Ἔχει χάσει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τήν διάκριση, δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό σωστό ἀπό τό λάθος, τό πραγματικό ἀπό τό φανταστικό, τό ἀληθινό ἀπό τό ψεύτικο.
«Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Σοφία Σολομῶντος» ἀναφέρει: «οὐθέν γάρ ἐστι φόβος εἰ μή προδοσία τῶν ἀπό λογισμοῦ βοηθημάτων»[8]»[9]. Τίποτα ἄλλο δέν εἶναι ὁ φόβος, λέει, παρά μία προδοσία καί τῶν βοηθημάτων πού συνδέονται μέ τήν λογική. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μπαίνοντας στήν κατάσταση τοῦ φόβου, φτάνει στόν παραλογισμό. Παραθεωρεῖ τήν λογική καί δέν ἔχει πλέον αὐτό τόν σπουδαῖο βοηθό, τό σπουδαῖο στήριγμα καί δέν βλέπει μέ τόν ὀρθό λόγο τά πράγματα.
«Ἐνδεχομένως ἡ γέννηση καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ φόβου ὑποκινοῦνται ἤ ἐννοοῦνται ἀπό διάφορα πάθη. Στήν πρώτη θέση ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τόν φόβο»[10]. Ὑπάρχουν, λοιπόν, πάθη τά ὁποῖα ὑποκινοῦν τόν φόβο, γίνονται αἰτία τοῦ φόβου, ὅπως, γιά παράδειγμα, λέει ὁ καθηγητής, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν φόβο στενά. Λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ: «ὁ ταύτης [τῆς ταπεινώσεως] ἐλλείπων», ἔχει ἔλλειψη ταπείνωσης, «ἐλλιπής ἐστί καί ἀπό τῆς τελειώσεως, καί ὁ ἀπό ταύτης ἐλλιπής, ἀεί περίφοβος ἐστί»∙ καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει φτάσει στήν τελειότητα καί δέν ἔχει φτάσει στήν ταπείνωση, αὐτός -λέει- εἶναι πάντοτε περίφοβος, γεμάτος φοβίες.
Λέει καί ἕναν ὡραῖο ὁρισμό καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ φόβος εἶναι ἡ μεγαλοποίηση ἀναμενόμενων συμφορῶν πού συνδέονται μέ ἔνοχη συνείδηση». Μεγαλοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος συμφορές πού νομίζει ὅτι θά τοῦ συμβοῦν, τίς περιμένει, ἴσως καί τίς φαντάζεται, καί ὅλα αὐτό συνδέεται μέ ἔνοχη συνείδηση, συνδέεται μέ ἁμαρτίες δηλαδή, μέ πάθη. Καί τό κατεξοχήν πάθος πού καθιστᾶ ἔνοχο τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὅτι αὐτός πού στερεῖται τῆς ταπεινώσεως καί εἶναι δοῦλος ἑπομένως τῆς ὑπερηφάνειας, αὐτός εἶναι πάντοτε περίφοβος. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος πάλι λέει: «Ὑπερήφανος ψυχή δειλίας δούλη, ἑφ’ ἑαυτῇ πεποιθυΐα καί κτύπους κτισμάτων καί σκιᾶς δεδοικυΐα». Ἡ ψυχή ἡ ὑπερήφανη εἶναι δούλη τῆς δειλίας. Βλέπουμε, λοιπόν, μιά αἰτία τῆς δειλίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Καί ἡ ψυχή αὐτή ἡ ὑπερήφανη, ἐπειδή ἔχει πεποίθηση στόν ἑαυτό της, φοβᾶται καί τά κτυπήματα τῶν κτισμάτων καί τίς σκιές ἀκόμα. Καί «ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὑπενθυμίζει, ὅτι ὁ φόβος συνδέεται προφανέστατα καί μέ τό πάθος τῆς δειλίας» καί τά δυό βέβαια μέ τήν ἁμαρτία καί μέ τήν ὑπερηφάνεια μάλιστα. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «εἶναι δυνατόν νά γεννᾶται ὁ φόβος ἀπό τήν ἁμαρτία: «θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν»[11]»[12], μιά θλίψις, μιά στενοχώρια, μιά φοβία, σέ κάθε ψυχή ἡ ὁποία κάνει τό κακό.
Καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει, ὅτι αὐτοί πού εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες, ζοῦν μαζί μέ τόν φόβο, μέ τόν συνεχή φόβο. «Οἱ ἐν ἁμαρτίαις ὄντες καί φόβῳ συζῶσι διηνεκεῖ». Εἶσαι στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀμετανοησίας; Θά ἔχεις ὡς σύζυγο τόν φόβο, συνεχή σύζυγο, συνεχῶς θά συζεῖς μέ τόν φόβο «καί καθάπερ οἱ διά νυκτός ἀσελήνου βαδίζοντες τρέμουσι, κἄν μηδείς ὁ φοβῶν παρῆ· οὕτω καί οἱ τήν ἁμαρτίαν ἐργαζόμενοι, θαῤῥεῖν οὐκ ἔχουσι, κἄν μηδείς ὁ ἐλέγχων ᾖ». Ὅπως, λέει, ἀκριβῶς αὐτοί οἱ ὁποῖοι βαδίζουν μέσα σέ μία ἀσέληνη νύκτα, μιά σκοτεινή-κατασκότεινη νύκτα πού δέν ἔχει καθόλου φεγγάρι καί τρέμουν ἐνῶ δέν ὑπάρχει κανένας πού τούς φοβίζει, ἔτσι, λέει, κι αὐτοί πού ἐργάζονται τήν ἁμαρτία δέν μποροῦν νά ἔχουν θάρρος. Ἀπό ποῦ νά πιαστοῦν δέν ἔχουν, ἀκόμα κι ἄν δέν ὑπάρχει κανένας πού νά τούς ἐλέγχει. «Ἀλλά πάντα δεδοίκασι, καί ὑποπτεύουσιν, ὑπό τοῦ συνειδότος κεντούμενοι, καί πάντα αὐτοῖς δέους καί ἀγωνίας ἐστί μεστά, πάντα περιβλέπονται, πάντα φοβοῦνται»[13]. Πόσο ὄμορφα μᾶς περιγράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τήν κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἔνοχη συνείδηση. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, λέγει, πάντα δεδοίκασι, φοβοῦνται τά πάντα καί ὑποπτεύονται τά πάντα, γιατί τρυπιῶνται-κεντῶνται ἀπό τήν συνείδησή τους∙ καί ὅλα εἶναι γεμάτα ἀπό δέος καί ἀπό ἀγωνία∙ καί ὅλα τά κοιτάζουν περίφοβοι καί ὅλα τά φοβοῦνται. Κοιτάζουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιατί κάθε στιγμή περιμένουν κάτι κακό νά τούς συμβεῖ.
«Οἱ συγκεκριμένες θέσεις φαίνεται ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφέρονται μόνο σ’ ὅσους ὑποκρίνονται ὅτι ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές ἤ ὅτι τουλάχιστον τίς γνωρίζουν, ἐνῶ τίς ἔχουν παραβεῖ καί κατά συνέπεια ὑφίστανται τόν ἔλεγχο τῆς συνείδησής τους. Πρέπει νά ἐφαρμόζονται καί σέ ὅσους, ἐνῶ ζοῦν ἔξω ἀπό τήν πίστη, ἀγνοώντας τούς κανόνες καί τίς ἐντολές της, ἔχουν ἐντούτοις κάποια ἀόριστη καί ἀσαφή αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους», γιατί καί αὐτοί ἔχουν τήν συνείδηση, ἡ ὁποία τούς πληροφορεῖ καί τούς λέει ὅτι δέν πᾶς καλά καί ἔχουνε κι αὐτοί λοιπόν μέσα τους φοβίες. Ὄχι μόνο λοιπόν οἱ πιστοί, ἀλλά καί αὐτοί πού ἐμφανίζονται ὡς ἄπιστοι, καί αὐτοί μέσα τους ἔχουνε τόν φόβο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἔστω κι ἄν ἔχουνε μία ἀσαφή αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. «Φαίνεται ἀκόμη ὅτι ἡ ἰσχύς τῆς ἁμαρτητικῆς κατάστασης πού ὑποκινεῖ τόν φόβο μέ τήν μορφή τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀγωνίας εἶναι τόσο μεγαλύτερη, ὅσο τό ὑποκείμενο δέν ἔχει συνειδητοποιήσει σαφῶς τό ἐλάττωμα καί τό σφάλμα του»[14]. Ὅσο πιό μακριά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν συνειδητοποίηση τοῦ σφάλματός του, τοῦ πάθους του καί τῆς ἁμαρτίας του, τόσο καί οἱ φοβίες του καί οἱ φόβοι του εἶναι μεγαλύτεροι.
«Ὑπενθυμίζοντας «τήν τῆς ψυχῆς δειλίαν τῆς ἑαυτῶν κακίας» ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς συμβουλεύει τόν χριστιανό, νά ἐπαγρυπνεῖ καί νά φροντίζει τήν ἐξομολόγηση, ἰδίως τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων του καί μάλιστα τῶν ἀσυνείδητων ἀπό τήν πρώτη στιγμή». Δέν πρέπει νά ἐπιμελούμαστε μόνο τά ἑκούσια ἁμαρτήματα, ἀλλά καί τά ἀκούσια καί αὐτά τά ὁποῖα εἶναι πεπραγμένα ἀσυνειδήτως. Καί «πάλι γράφει ὁ ἴδιος: «ἐάν γάρ μή πρεπόντως καί περί αὐτῶν τῶν ἀσυνειδήτων ἐξομολογησώμεθα, δειλίαν τινα ἄδηλον εὐρήσομεν ἐν ἑαυτοῖς». Ἐάν, λέει, δέν ἐξομολογηθοῦμε ὅπως πρέπει και γι’ αὐτἀ τά ἀσυνείδητα, αὐτά πού δέν συνειδητοποιήσαμε, τά ἀκούσια, τά κεκρυμμένα, θά λέγαμε τά καταχωνιασμένα στό βάθος τῆς μνήμης μας, τῆς ψυχῆς μας, τοῦ εἶναι μας, ἄν κι αὐτά δέν τά ἐξομολογηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, πάλι θά ὑπάρχει, λέει, μία ἄδηλη δειλία μέσα μας. Ὁ ἄνθρωπος θά νιώθει ὅτι κάτι ἀκόμα ἔχει, κάτι τοῦ λείπει, κάτι δέν ἔχει κάνει σωστά. Γι’ αὐτό πάντοτε νά ἐξομολογούμαστε καί τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια καί τά ἐν γνώσει καί τά ἐν ἀγνοία ἁμαρτήματα καί τά συνειδητά, ἀλλά καί τά ἀσυνείδητα καί νά ζητᾶμε γιά ὅλα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματα, τόσο οἱ δαίμονες ἔχουν δικαιώματα πάνω του καί τοῦ δημιουργοῦν αὐτές τίς φοβίες, τήν αἴσθηση αὐτή τοῦ ἀτακτοποίητου.
«Ὅπως καί τά ὑπόλοιπα πάθη, ὁ φόβος ἔχει ἄμεσα μερίδιο στήν δαιμονική ἐνέργεια, συνδεδεμένος μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι συμβάλλουν στήν ἐμφάνισή του καί ἐπωφελοῦνται πολύ ἀπό τήν παρουσία του, καθώς συνιστᾶ ἰδιαίτερα εὐνοϊκό ἔδαφος γιά τήν δράση τους». Ὅσο ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, εἶναι σέ κατάσταση φόβου, ἀγωνίας, τόσο πιό εὔκολα ὁ πονηρός μπορεῖ νά δράσει μέσα του καί νά τόν ἐπηρεάσει. «Βρίσκουν στόν φόβο τόν σύμμαχό τους παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὑπενθυμίζοντας σύνδεση φόβου καί ἁμαρτίας»[15]. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, εἶναι περίφοβος, τόσο πιό εὔκολα θά πέσει στήν ἁμαρτία καί στά διάφορα πάθη. Γι’ αὐτό καί στήν ἐποχή μας, πού ὁ διάβολος γυμνῇ τῇ κεφαλῇ προσπαθεῖ νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα, σπέρνει τόν φόβο, τόν τρόμο, τήν τρομοκρατία, ἔτσι ὥστε νά κρατᾶ τούς ἀνθρώπους σέ μία κατάσταση περίφοβη-φοβική, καί μέσα σ’ αὐτή τήν ἀναμπουμπούλα, τήν ἀναταραχή, τήν ἐσωτερική ταραχή τῶν ἀνθρώπων νά περνάει τίς δικές του ντιρεκτίβες, τά δικά του μηνύματα, τίς δικές του πλάνες.
Καί ἄς ποῦμε λίγα καί γιά τήν δειλία. Ἡ δειλία, ἤ ἀλλιῶς ὀλιγοψυχία, συχνά θεωρεῖται μορφή τοῦ πάθους τοῦ φόβου, μέ τόν ὁποῖο ἔχει ὁρισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ἔχει ὅμως καί κάποια ξεχωριστά γνωρίσματα, εἰδικά γνωρίσματα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁρίζει τό πάθος τῆς δειλίας «ὡς φόβον μελλούσης ἐνεργείας», σάν μιά ἐνέργεια μελλοντική, σάν κάτι πού θά συμβεῖ, θά διαδραματιστεῖ στό μέλλον. Αὐτό λέει εἶναι ὁ φόβος. Πρόκειται γιά στάση ἀδυναμίας καί ἔλλειψη θάρρους πρίν τήν ἐπιτέλεση ἑνός καθήκοντος. Πάει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει κάτι πού πρέπει νά κάνει, ἀλλά δέν ἔχει τό ἀπαιτούμενο θάρρος, νιώθει ἀδύναμος. Κι αὐτό εἶναι ἡ δειλία. Ἐντούτοις ἡ δειλία, μέ τήν ἔννοια τῆς ὀλιγοψυχίας, διακρίνεται ἀπό τήν ἀνανδρία. Τήν δειλία, πού φανερώνεται ὡς ἔλλειψη γενναιότητας, θάρρους καί ἀνδρείας. Μᾶλλον ἐκκλίνει πρός τήν ἀτολμία, τήν συστολή. Γι’ αὐτή τήν δειλία λοιπόν μᾶς μιλάει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Οἱ Πατέρες τήν θεωροῦν ὡς νόσο. Ὁ Ὠριγένης τήν τοποθετεῖ σέ ὁμάδα παθῶν πού ὁ ἴδιος ὀνομάζει «νόσους τῆς ψυχῆς», ἐνῶ ἕνα ἀπόφθεγμα ἀναφέρει: ἕνας ἀδελφός ἦλθε νά βρεῖ τόν ἀββά Βίκτωρα τόν Ἡσυχαστή στήν Λαύρα τῆς Ἐλούσας καί λέει: Τί πρέπει νά κάνω, πάτερ, ὅταν βυθίζομαι στό πάθος τῆς δειλίας; Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: Νόσος τῆς ψυχῆς εἶναι. Ἡ δειλία εἶναι νόσος τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς.
Ὁ Ἅγιος Κασσιανός διδάσκει ὅτι, ἄν ἡ ἀμαρτωλή λήμη προσβάλλει τό θυμικό, γεννᾶ μεταξύ τῶν ἄλλων τήν δειλία.
Τό πάθος παρομοιάζεται ἀπό τούς Πατέρες μέ μορφή μανίας. Γιά παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀποδέχεται τήν διαπίστωση τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν: «ὁ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἄφρων»[16]. Αὐτός πού ἔχει ὀλιγοψυχία, αὐτός εἶναι ἄφρων. Εἶναι δηλαδή τρελός, ἔχει μιά μορφή τρέλας, ἀφροσύνης. Ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη, ἡ ὀλιγοψυχία ἀποκαλύπτει εἰδικότερα τόν παθολογικό χαρακτήρα της ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀποτελεῖ στάση πού ἀντίκειται στήν φύση καί δέν ἀντιστοιχεῖ στήν φυσιολογική κατάσταση στήν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό. Γιατί τί μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του; «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ»[17]. Δέν εἶναι φυσική κατάσταση, φυσιολογική κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο νά δειλιάζει. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλά πνεῦμα δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ.
Αὐτή ἡ δύναμη εἶναι εἰδικότερα ἡ ἀρετή τῆς ὁποίας ἡ ἀπώλεια συνιστᾶ τήν δειλία. Ἡ ὀλιγοψυχία εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς δύναμης. Ἡ δύναμη συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν κυρίων δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού συνιστοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί καλοῦνται νά φτάσουν στήν τέλεια πραγμάτωσή τους μέσα ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἐν Χριστῷ ὁμοίωσης. Ἡ δειλία-ὀλιγοψυχία ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας καί εἶναι ξένη πρός τήν ἀληθινή φύση του. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δυνάμεως καί ὄχι πνεῦμα ἀδυναμίας καί ὀλιγοψυχίας καί δειλίας. Ἑπομένως, ἡ δύναμις εἶναι μία ἀπό τίς κύριες δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν δύναμη, αὐτή τήν κύρια δωρεά, αὐτός εἶναι σέ κατάσταση μή φυσιολογική. Ἡ δειλία ὀφείλεται στήν ἁμαρτία καί εἶναι ξένη πρός τήν ἀληθινή μας φύση. Νά γιατί ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος συμβουλεύει ἕνα ἀπό τά πνευματικά του τέκνα, «εἰπέ τῆ μικροψυχία∙ ἀλλότριός σου εἰμί». Πές στήν μικροψυχία, ἐγώ εἶμαι ξένος σου, δέν ἔχω σχέση μαζί σου. Δέν ταιριάζει στόν χριστιανό δηλαδή νά εἶναι μικρόψυχος, νά εἶναι δειλός, νά εἶναι ὀλιγόψυχος.
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ δειλία ὅπως καί ὁ φόβος ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀπώλειας πίστης. Ὁ δειλός εἶναι ὀλιγόπιστος ἤ καί ἄπιστος. Ἡ δειλία καί ὁ φόβος εἶναι ἀποδείξεις ἀπώλειας τῆς πίστεως. Δειλός καί ὀλιγόψυχος ἀποδεικνύεται ἐκεῖνος πού δέν ἐμπιστεύεται τήν θεία βοήθεια καί τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὁποῖες διαρκῶς ἐνισχύουν αὐτούς πού ἐπικαλοῦνται τόν Θεό. Δέν δικαιολογεῖται δηλαδή χριστιανός πού νά δειλιάζει καί νά φοβᾶται καί νά ὀλιγοψυχεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἑνωμένος μέ τόν Θεό, ὁ ἀποδέκτης τῆς Θείας Χάρης, ὁ μέτοχος στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά φοβᾶται. Μέ τήν ἀπόλυτη πίστη στόν Θεό ἔχει τήν ἱκανότητα, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νά μετακινεῖ καί βουνά. Ὁ χριστιανός μπορεῖ τά πάντα, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος, «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»[18]. Ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται τήν δράση, συχνά κυριαρχεῖται ἀπό τή φαντασία του. Ἡ σχέση ἀνάμεσα στό δειλό καί τό φανταστικό ὑπογραμμίζεται ἀπό τούς Πατέρες, ὅπως καί στήν περίπτωση κάθε μορφῆς φόβου. Ἔχει πολύ στενή σχέση ἡ δειλία μέ τή φαντασία. Ἀλλά καί κάθε ἄλλη μορφή φόβου, μία μορφή φόβου εἴπαμε εἶναι ἡ δειλία, ἀλλά καί κάθε ἄλλη μορφή φόβου συνδέεται μέ τή φαντασία.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν δειλία ἡ φαντασία παραμορφώνει τήν πραγματικότητα καί παρουσιάζει τήν ἐνέργεια γιά νά πραγματοποιήσουμε κάτι ἀντικειμενικά εὔκολο ὡς δυσχερή, τρομερή ἤ ἀδύνατη. Ἐνῶ εἶναι κάτι πολύ φυσικό, πολύ ἁπλό, πολύ εὔκολο, ὁ δειλός ἐξαιτίας τῆς φαντασίας πού παραμορφώνει τήν πραγματικότητα, τό βλέπει ὡς δυσχερές, ὡς τρομερή καί φοβερό καί ὡς ἀδύνατο. Γι’ αὐτό, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσευχηθεῖ, δέν μετανοήσει, δέν πολεμήσει τήν ὀλιγοπιστία του, τήν ἀπιστία του, ἀχρηστεύεται καί γεμίζει μέ πλῆθος ἀνόητες φοβίες.
Τό ὑποχείριο τῆς δειλίας εἶναι θύμα ἀπάτης καί παραίσθησης, ἀκόμη καί παραληρήματος θά μπορούσαμε νά ποῦμε. «Δειλία», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «ἐστίν ἐκτροπή πίστεως ὡς ἐπί προσδοκίᾳ ἀδοκήτων». Εἶναι μιά ἐκτροπή ἀπό τήν πίστη ἡ δειλία, σάν νά περιμένουμε πράγματα τά ὁποῖα δέν θέλουμε νά μᾶς συμβοῦν καί εἶναι ἀδόκητα, δέν μποροῦμε ἔτσι νά σκεφτοῦμε ὅτι θά μᾶς συμβοῦν αὐτά τά πράγματα, πού δέν τά περιμένουμε∙ πράγματα ξαφνικά, πράγματα πού δέν μποροῦμε κἄν νά φανταστοῦμε. Καί ὅλο αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τῆς πίστεως, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Γεμίζει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μετά μέ φοβίες γιά πράγματα πού νομίζει ὅτι θά τοῦ συμβοῦν, περιμένει νά τοῦ συμβοῦν πράγματα τελείως τρελά, ἀναπάντεχα.
Καί ὁ ἀββάς Βίκτωρ, στή συνέχεια τῶν λόγων πού ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ὅπου ἀξιολογεῖται ἡ δειλία ὡς νόσος, λέγει ὅτι, ὅπως πραγματικά, ὅσοι ἔχουν ἀσθενικά μάτια, πιστεύουν ὅτι βλέπουν περισσότερο φῶς, ὅταν ἀντέχουν νά τό παρατηροῦν ἐπί πολύ, ἐνῶ ὅσοι ἔχουν κανονική ὅραση πιστεύουν ὅτι βλέπουν λίγο φῶς, ὅταν ἀντέχουν νά τό παρατηροῦν, παρόμοια καί οἱ δειλοί ταράσσονται γρήγορα ἀπό μιά μικρή δοκιμασία καί φαντάζονται ὅτι εἶναι μεγάλη. Ἐνῶ εἶναι κάτι τιποτένιο, νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι τρομερό καί φοβερό, ὅπως καί αὐτός πού ἔχει ἀσθενεῖς ὀφθαλμούς καί τό λίγο φῶς τόν τρομάζει καί νομίζει ὅτι εἶναι πάρα πολύ φῶς καί μέγιστος κίνδυνος.
Εἶναι δυνατόν ἡ δειλία νά ἐμφανίζεται ὡς παιδική διάθεση καί στάση, ἡ ὁποία στόν ἐνήλικο σταθεροποιεῖται καί ἐκδηλώνεται ἀκανόνιστα καί ἀφύσικα, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «νηπιῶδες ἦθος ἐν γηραλέα ψυχή». Μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡλικιωμένος, γηραλέος, καί ὅμως νά δειλιάζει, νά ἔχει ἕνα νηπιῶδες ἦθος, κάτι πού ταιριάζει σέ παιδιά. Αὐτό εἶναι ἡ δειλία, μιά θά λέγαμε νηπιακή κατάσταση.
Συνδέεται κυρίως μέ τό πάθος τῆς κενοδοξίας σέ τέτοιο βαθμό πού μποροῦμε νά ἐπιβεβαιώσουμε ὅτι «πάντες οἱ δειλιῶντες κενόδοξοι», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Εἴπαμε ὅτι συνδέεται λοιπόν μέ τή φαντασία, μέ τήν ὑπερηφάνεια, μέ τήν ὀλιγοπιστία καί τώρα καί μέ τήν κενοδοξία, μέ τήν μάταιη δόξα, μέ τήν ἐπιδίωξη τῶν μπράβο-μπράβο τῶν ἀνθρώπων. Πάντες οἱ δειλιῶντες κενόδοξοι μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Ἡ δειλία ἀποξενώνει τόν ἄνθρωπο ἀσκώντας σ’ αὐτόν μιά ἐξουσιαστική κυριαρχία. Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίφοβη, ἐπειδή σταματᾶ τόν δυναμισμό του, ἀναστέλλει τήν ὁρμή του γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἄριστου, ἐπιβραδύνει ἤ καί ἀκόμα παραλύει τήν δραστηριότητά του καί σέ πολλές περιστάσεις καταστέλλει τήν λειτουργία τῶν δυνάμεών του. Ὁ ἄνθρωπος ὁ δειλός ἀποξενώνεται καί ἀπό τόν Θεό, γιατί εἴπαμε ὅτι εἶναι ὀλιγόπιστος καί ἄπιστος, ἀλλά καί ἀπό τόν πλησίον. Κυριαρχεῖ πάνω του αὐτή ἡ κατάσταση τῆς δειλίας, γίνεται περίφοβος, τελείως ἀδύναμος, χάνεται κάθε δυναμισμός, κάθε ὁρμή γιά νά πετύχει τό ἄριστο, παραλύει κάθε δραστηριότητά του καί καταστέλλονται ὅλες οἱ δυνάμεις του. Αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρό ὅταν ἀφορᾶ στήν πνευματική δραστηριότητα. Ὁ δειλός στά πνευματικά δέν δρᾶ, δέν λειτουργεῖ σωστά στό πνευματικό ἐπίπεδο. Εἶναι προφανές ὅτι ὁ διάβολος ἔχει αὐξημένο ἐνδιαφέρον νά ὑποδαυλίσει καί νά συντηρήσει τό συγκεκριμένο πάθος, πού ταράζει τήν ψυχή καί τήν ἐμποδίζει νά ἐπιτελέσει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε. Ὁ διάβολος κατεξοχήν σπέρνει τήν δειλία στόν ἄνθρωπο. Ἄς θυμηθοῦμε καί τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού λέει: «λογισμοί ἀνθρώπων πάντες δειλοί»[19]. Προσπαθεῖ ὁ διάβολος νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση αὐτή τῆς δειλίας γιά νά ἔχει τήν ψυχή του ταραγμένη καί νά ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε, δηλαδή νά ἐργάζεται στήν κατεύθυνση τοῦ καθ’ ὁμοίωση, τῆς ὁμοίωσης μέ τόν Θεό.
Αὐτά ὡς πρός τήν παρουσίαση τοῦ πάθους. Καί ἄς ἀρχίσουμε λίγο καί τήν θεραπευτική τοῦ πάθους αὐτοῦ, τήν θεραπευτική τοῦ φόβου. Μέ ἕναν λόγο, ὅπως λέει ὁ καθηγητής, ἡ θεραπευτική τοῦ φόβου, τοῦ κακοῦ φόβου, τοῦ φόβου τῆς ἀπώλειας τῶν ἀντικειμένων καί τέλος τῆς ἀπώλειας τῆς ὕπαρξής μας, τῆς βιολογικῆς ὕπαρξής μας, τοῦ πεπτωκότος εἶναι μας, ἡ θεραπευτική τελικά τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, γιατί ἐκεῖ καταλήγουν ὅλες οἱ φοβίες, οἱ ἀνόητες φοβίες τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἡ θεραπευτική εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀληθινό φόβο τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος συνδέεται ὅπως εἴπαμε μέ τόν φόβο ἀφενός μέν τῆς αἰώνιας κόλασης καί τῆς αἰώνιας τιμωρίας καί ἀφετέρου μέ τόν φόβο τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπώλειας τῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό, τῆς ἀπώλειας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰώνιας κοινωνίας μαζί Του.
Ὁ φόβος καί οἱ καταστάσεις πού συνδέονται μέ αὐτόν, λέει ὁ καθηγητής Jean Claude Larchet στό βιβλίο του «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων» πού μελετᾶμε, οἱ διάφορες καταστάσεις πού συνδέονται μέ τόν φόβο, ὅπως ἡ δειλία, ἡ ἀνησυχία, τό ἄγχος, ἡ ἀγωνία, ἡ φοβία, ὅλα αὐτά ἔχουν οὐσιαστικά σχέση, ὅπως εἴδαμε, μέ τήν προσκόλληση στά αἰσθητά ἀγαθά. Ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται σ’ αὐτά, στά αἰσθητά, στά ὑλικά καί φοβᾶται μήπως τά χάσει, γιατί ἔχει ἐξαρτήσει ἀπό αὐτά τήν ὕπαρξή του καί τήν χαρά του, τήν μακαριότητά του, τήν εὐτυχία του. Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν, ἀπό τόν φόβο καί τίς σχετικές μέ αὐτόν καταστάσεις, τό ἄγχος, τήν ἀνησυχία, τήν δειλία, διάφορες φοβίες, ἐάν δέν ἀποκολληθεῖ ἀπό αὐτά τά αἰσθητά ἀγαθά στά ὁποῖα ἔχει ἐπενδύσει, ἐάν δέν ἀποχωριστεῖ ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἀπό τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τήν προσκόλληση στά ἀγαθά τοῦ κόσμου, «ἐάν δέν ἀποθέσει ὅλη του τήν μέριμνα στόν Θεό μέ σταθερή τήν ἐλπίδα ὅτι μέσω τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ ὁ Θεός θά φροντίσει γιά ὅλες του τίς ἀνάγκες»[20]. Θά πρέπει στήν θέση τῶν αἰσθητῶν ἀντικειμένων, τῶν πραγμάτων ἤ καί προσώπων, νά βάλει τόν Θεό, νά βάλει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, νά βάλει τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί σ’ αὐτά νά ἐπενδύσει καί ἀπό αὐτά νά ἐξαρτήσει τήν ὕπαρξή του, τήν μακαριότητά του. Καί σ’ αὐτά νά ἐλπίσει γιά τήν κάλυψη ὅλων τῶν ἀναγκῶν του.
«Αὐτό διδάσκει καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας». Τί λέγει; ««Μή μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ»[21]». Λέει, μήν ἀγωνιᾶτε λέγοντας τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, τί θά ντυθοῦμε, γιατί ὅλα αὐτά τά ζητᾶνε τά ἔθνη, τά ζητᾶνε οἱ εἰδωλολάτρες. Δέν πρέπει νά τά ζητᾶτε ἐσεῖς οἱ πιστοί. Γιατί; Γιατί αὐτά θά σᾶς τά δώσω Ἐγώ. ««Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων»[22]». Γνωρίζει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ὅλα αὐτά. Ἑπομένως μήν ἀγωνιᾶτε γι’ αὐτά, Ἐγώ θά σᾶς τά δώσω. Ἐσεῖς ««ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον»[23]»[24]. Ζητᾶτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη Του, δηλαδή τήν ἀρετή, τήν σύνολη ἀρετή καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν. Λοιπόν, μήν ἀγωνιᾶτε γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ὁ Κύριος, βλέπετε, πόσο μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάθε ἀγωνιώδη μέριμνα, ἀπό κάθε ἀγωνιώδη φροντίδα, ἀκόμα καί γιά τό αὔριο, γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Καί πόσο οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωρούμαστε γιά πράγματα πού φοβόμαστε ὅτι θά συμβοῦν στό μέλλον καί μετά ἀπό μῆνες, μετά ἀπό χρόνια ἐνδεχομένως.. ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς λέγει οὔτε γιά τήν αὐριανή ἡμέρα μήν ἀγωνιᾶτε. Καί νά μή ζητᾶτε τίποτα ἀπό αὐτά τά πρόσκαιρα, τά ὑλικά, τά γήινα, τά αἰσθητά, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, τί θά ντυθοῦμε, γιατί γι’ αὐτά θά φροντίσω Ἐγώ, θά σᾶς τά δώσω Ἐγώ, ἀρκεῖ ἐσεῖς νά ζητήσετε τό ἕνα «οὗ ἐστι χρεία»[25], τό ὁποῖο πραγματικά ἔχετε ἀνάγκη καί τό ὁποῖο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη Του, δηλαδή ἡ σύνολη ἀρετή. Ἄν ζητήσετε αὐτό τό ἕνα, Ἐγώ θά μεριμνήσω γιά ὅλα τά ἄλλα!
Καί «ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος -παλι- συμβουλεύει: «ἐάν πιστεύεις, ὅτι ὁ Θεός πρόνοιάν σου ποιεῖται, τί μεριμνᾶς καί φροντίζεις περί προσκαίρων καί τῶν τῆς σαρκός σου χρειῶν;». Γιατί φροντίζεις καί ἀγωνιᾶς γιά τά πρόσκαιρα καί τίς ἀνάγκες τῆς σάρκας σου, ἐάν πιστεύεις πράγματι ὅτι ὁ Θεός προνοεῖ γιά σένα; ««Ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου, καί Αὐτός σέ διαθρέψει»[26]. Καί οὐ μή πτοηθεῖς πτόησιν ἐπερχομένην σοι». Ρίξε στόν Κύριο τήν μέριμνά σου, τήν ἀγωνιώδη φροντίδα σου, καί Αὐτός θά σέ διαθρέψει, θά φροντίσει γιά τήν συντήρησή σου. Δέν ἔχεις νά φοβηθεῖς κανένα φόβο πού ὑποτίθεται ἔρχεται νά σοῦ ἐπιτεθεῖ. «Ἔγγισον, φησίν, εἰς τό ἐλπίσας εἰς ἐμέ, καί ἀναπαύει ἐκ τοῦ ἔργου καί τοῦ φόβου»[27]. Καί πάλι λέει ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ, πλησίασε στήν ἐλπίδα, στήν ἐλπίδα σέ Μένα, πλησίασε σέ Μένα καί θά ἀναπαυτεῖς ἀπό τό ἔργο καί ἀπό τήν ἀγωνία καί ἀπό τόν φόβο. Τό φάρμακο λοιπόν εἶναι ὁ Χριστός μας, εἶναι ἡ ἐλπίδα μας σ’ Αὐτόν, τό ἄφημα στήν στοργική Του πρόνοια, καί βεβαίως αὐτό ὅλο συνδυάζεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, μέ τήν ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς δικαιοσύνη Αὐτοῦ, μέ τήν προσπάθεια νά βασιλέψει ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή μας ὡς μονοκράτωρ καί ἐμεῖς νά εἴμαστε οἱ δοῦλοι Του, νά ὑποτασσόμαστε κατά πάντα καί διά πάντα σ’ Αὐτόν.
«Ἡ ἔλλειψη πίστης, ὅπως εἴδαμε» καί προηγουμένως, «εἶναι ἡ πρώτη πηγή τοῦ φόβου». Ὁ ὀλιγόπιστος καί ὁ ἄπιστος ἔχει πάρα πολλούς φόβους, πολλές φοβίες. Κατεξοχήν ἔχει τόν φόβο τοῦ θανάτου. «Αὐτός ὑπάρχει λοιπόν σέ καταστολή στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τό μέτρο τῆς πίστης του στόν Θεό». Ὁ φόβος ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο πού εἶναι ὀλιγόπιστος ἤ καί ἄπιστος. Καί δέν ὑπάρχει, ἤ ὑπάρχει σέ καταστολή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στόν Θεό. Καί ὅσο μεγαλύτερη πίστη ἔχει στόν Θεό, τόσο περισσότερο δέν βιώνει τόν φόβο τόν ἀνόητο, τόν κακό φόβο καί τίς διάφορες φοβίες πού συνδέονται μ’ αὐτόν. Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας παρατηρεῖ: ««Πίστις οὐκ ἐκκλίνουσα […] ὑποψίαν φόβου οὐ δέχεται»»[28]. Μιά πίστη ἡ ὁποία δέν ταλαντεύεται, δέν παρεκκλίνει, δέν κλονίζεται, δέν δέχεται ὑποψία φόβου! Ἡ ψυχή ἡ ὁποία μένει σταθερή στήν πίστη, οὔτε κἄν ὑποψία τοῦ φόβου δέχεται μέσα της.
«Ὅποιος ἔχει ἀκλόνητη πίστη στόν Θεό καί τήν Πρόνοιά Του, εἶναι βέβαιο ὅτι θά λάβει ἀπ’ Αὐτόν σέ κάθε περίσταση βοήθεια καί προστασία καί δέν πρέπει πλέον νά φοβᾶται οὔτε τίς συγκυρίες οὔτε τούς ἀντιπάλους οὔτε ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν θάνατο», οὔτε κάποια ἐπιβουλή οὔτε κάποια ἀπειλή οὔτε κάποιον ἄς ποῦμε λογισμό δαιμονικό ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, ἐνεργοποιεῖ πολλές φορές καί τήν φαντασία καί δραματοποιεῖ τά πράγματα, τά ἐξογκώνει, τά διογκώνει καί τά ἀλλοιώνει, ἀλλοιώνει τήν πραγματικότητα. Ὁ πιστός, ὁ ἀληθινά πιστός, δέν φοβᾶται τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, οὔτε ἀντιπάλους, οὔτε ἐχθρούς, οὔτε μηχανορραφίες οὔτε συκοφαντίες οὔτε διωγμούς οὔτε στερήσεις, πεῖνες, λιμούς, λοιμούς, ἀσθένειες δηλαδή, κι αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο.
«Ὁ -ἴδιος- Ἀπόστολος Παῦλος ὑπενθυμίζει ὅτι «Αὐτός γάρ εἴρηκεν· οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω»[29]». Δέν θά σέ ἀφήσω οὔτε θά σέ ἐγκαταλείψω. Καί πάλι λέει στήν πρός Ἑβραίους: «θαρροῦντας ἡμᾶς λέγειν· Κύριος ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι»[30]. Νά ἔχουμε θάρρος καί νά λέμε: ὁ Κύριος εἶναι βοηθός γιά μένα καί δέν θά φοβηθῶ. Καί «ὁ Ψαλμωδός -πάλι- σημειώνει: «Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου· ἀπό τίνος δειλιάσω; […]. ἐάν παρατάξηται ἐπ’ ἐμέ παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου»[31]. Τί ὡραῖα εἶναι ὅλα αὐτά ἀπό τόν εἰκοστό ἕκτο Ψαλμό! Ὁ Κύριος εἶναι ὁ φωτισμός μου καί ὁ Σωτήρας μου, ποιόν νά φοβηθῶ; Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό ποιόν νά δειλιάσω; Ἐάν παραταχθεῖ ἐναντίον μου μία παρεμβολή, ἕνα ἐχθρικό στρατόπεδο, δέν θά φοβηθεῖ ἡ καρδία μου. Βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ πιστός, εἶναι ἄφοβος. Ἀκόμα κι ἄν ὅλοι ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του, ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν δειλιάζει∙ ἕνα μόνο πράγμα φοβᾶται, τήν ἁμαρτία. Φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται μή τυχόν λυπήσει τόν Θεό καί ἔτσι στερηθεῖ τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα μαζί Του. «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ»[32], λέει καί στόν εἰκοστό δεύτερο ψαλμό. Ἐάν βαδίσω, λέει, μέσα στόν θάνατο, μέσα στήν σκιά θανάτου, καί πάλι δέν θά φοβηθῶ κανένα κακό, γιατί Ἐσύ εἶσαι μαζί μου. Ὁ Κύριος εἶναι παντοῦ, καί στό φῶς καί στό σκοτάδι, καί στή ζωή καί στόν θάνατο. Ἀκόμα καί στόν ἅδη, παντοῦ εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν εἴμαστε μαζί Του, δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτα.
««Καί οἱ Παροιμίες ἀναφέρουν: «καί οὐ φοβηθήσῃ πτόησιν ἐπελθοῦσαν, οὐδέ ὁρμάς ἀσεβῶν ἐπερχομένας· ὁ γάρ Κύριος ἔσται ἐπί πασῶν ὁδῶν σου καί ἐρείσει σόν πόδα, ἵνα μή σαλευθῇς»[33]»[34]. Δέν θά φοβηθεῖς, λέει, ὁποιαδήποτε κατάσταση φοβική, ἡ ὁποία θά ἔρθει ἐπάνω σου, ὁποιαδήποτε τρομακτική πού δημιουργεῖ πτόηση, πού δημιουργεῖ δειλία, φόβο. Καμιά τέτοια κατάσταση δέν θά φοβηθεῖς, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως θά σοῦ ἐπιτεθεῖ, θά ἔρθει ἐπάνω σου, οὔτε ἀκόμα τίς ὁρμές, τίς ἐπιθέσεις τῶν ἀσεβῶν. Ὅσοι ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλοί καί διεστραμμένοι κι ἄν πέσουν πάνω σου, δέν θά φοβηθεῖς τίποτα∙ ὁ γάρ Κύριος ἔσται, ὁ Κύριος θά εἶναι σέ ὅλες τίς ὁδούς σου, σέ ὅλους τούς δρόμους σου, καί θά στερεώσει τόν πόδα σου γιά νά μήν σαλευθεῖς.
«Μόνη της ἡ πίστη -ὅμως- δέν ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν φόβο». Ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀπαντώντας στήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ προσφέρει τή βοήθειά Του καί τήν ἀρωγή Του. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει: «Ἐάν ἡ καρδία γαλήνη μή ἔχει ἀπό τοῦ φόβου καί τρόμου, τηνικαῦτα νοείτω καί γινωσκέτω, ὅτι οὖτος ὁ φόβος τῆς καρδίας αὐτοῦ δηλοῖ καί ἐμφαίνει, ὅτι ἐνδεής ἐστί πάντως ἑτέρου τινός βοηθοῦντος. […] Ἡ γάρ τοῦ Θεοῦ βοήθεια, φησίν, ἐστίν ἡ σώζουσα»»[35]. Ἐάν, λέει, ἡ καρδιά του δέν ἔχει γαλήνη, ἐξαιτίας τοῦ φόβου καί τοῦ τρόμου, ἀπό αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἄς σκεφτεῖ καί ἄς καταλάβει, ἄς μάθει, ὅτι αὐτός ὁ φόβος τῆς καρδίας του δηλώνει καί φανερώνει ὅτι χρειάζεται κάποιον ἄλλον νά τόν βοηθήσει. Καί αὐτός ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Θεός, γιατί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σώζουσα καί ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια καί ἡ ἀνθρώπινη ἀρετή. Χρειάζεται καί ἡ ἀνθρώπινη βέβαια προσπάθεια καί ἀρετή καί πίστις, ἀλλά ἐκεῖνο πού τελικά θά μᾶς σώσει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ἡ θεία Του ἐνέργεια.
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, γιατί βλέπουμε συμπληρώθηκε ἡ ὥρα καί ἔτσι νά ἔχουμε καί λίγο χρόνο γιά τίς ἐρωτήσεις.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εὐχαριστοῦμε πολύ, πάτερ!
Ἀπ. : Καί ἐγώ εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας καί ὅλοι τόν Κύριο.
Ἐρ. : Πάτερ, ὑπάρχει κάποια εἰδική εὐχή ἤ στάση γιά νά χρησιμοποιοῦμε ἀπέναντι στίς φοβίες;
Ἀπ. : Ὑπάρχουνε οἱ Ψαλμοί. Διαβάσαμε κάποια ἀποσπάσματα τώρα μόλις, τά ὁποῖα δίνουν πάρα πολύ θάρρος στήν ψυχή καί διώχνουνε τίς φοβίες καί τίς δειλίες. Ὅταν μέ πίστη διαβάζουμε τούς Ψαλμούς, μπαίνει πάρα πολύ θάρρος στήν ψυχή μας. Ὁ Ἅγιος Δαυίδ ὁ βασιλέας καί προφήτης, πού πέρασε πάρα πολλούς διωγμούς, πάρα πολλές καταστάσεις πού θά μποροῦσαν νά τόν κάνουν νά δειλιάσει, νά φοβηθεῖ, νά πτοηθεῖ ὅπως λέει, κι ὅμως ὅλα αὐτά τά ξεπερνοῦσε μέ τήν ἀκράδαντη πίστη του στόν Θεό. «Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ἐάν πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου»[36]. Ἄν ζῶ δηλαδή σέ μιά κατάσταση πού μυρίζει θανατίλα, νά τό ποῦμε ἔτσι λαϊκά, καί πάλι λέει, δέν θά φοβηθῶ, γιατί Ἐσύ εἶσαι μαζί μου. Αὐτά ὅλα μᾶς δίνουν πολύ θάρρος. Γι’ αὐτό βοηθάει πολύ νά διαβάζουμε τό Ψαλτήρι, καί μάλιστα αὐτούς τούς Ψαλμούς, τόν εἰκοστό ἕκτο, τόν εἰκοστό δεύτερο, πού μιλᾶνε γι’ αὐτή τήν ἀκράδαντη πίστη στήν θεία βοήθεια.
Ἐρ. : Πάτερ, ἀφοῦ ὑπάρχει στόν Θεό ἔλεος, ἀλλά ὑπάρχει καί ὀργή, εἶναι ἁμαρτία νά φοβᾶται κανείς τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ. : Ἐμεῖς τό λέμε ὀργή βέβαια.. Ὁ Θεός δέν ἔχει πάθη, εἶναι ἀπαθής, ἀλλά τό λέμε μέ τήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, πού εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαζί μέ τήν ἀγάπη, καί ἡ ὁποία δικαιοσύνη βεβαίως λειτουργεῖ ὡς παιδαγωγία. Ἐμεῖς τό λέμε τιμωρία, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι παιδαγωγία. Ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, δέν τιμωρεῖ, ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται ἀπό τά πάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Γιατί κάθε ἁμαρτία, κάθε πάθος δίνει δικαίωμα στόν πονηρό καί ὁ ἄνθρωπος ταλαιπωρεῖται τόσο ἀπό τίς ἐνοχές τῆς συνείδησεώς του καί τίς ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες του πού τοῦ δημιουργοῦν τά διάφορα πάθη καί ἀφετέρου καί ἀπό τόν πονηρό ἄμεσα.
Ἑπομένως, ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ, ἀλλά παιδαγωγεῖ. Ἀφήνει δηλαδή νά λειτουργήσουν οἱ πνευματικοί νόμοι καί ὁ ἄνθρωπος ὅσο παραμένει ἀμετανόητος μέσα στήν κατάσταση τοῦ πάθους, τῆς ἁμαρτίας, βασανίζεται, αὐτοτιμωρεῖται καί ταλαιπωρεῖται. Δέν ὀργίζεται ὁ Θεός, ἑπομένως. Ὁ Θεός εἶναι ἔλεος, εἶναι ἀγάπη, εἶναι εὐσπλαχνία, ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Κι αὐτή ἡ δικαιοσύνη ὅμως πάλι οὐσιαστικά εἶναι ἀγάπη. Εἶναι μιά ἄλλη μορφή ἀγάπης, γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος παιδαγωγούμενος καί ταλαιπωρούμενος ἀπό τά πάθη του καί τήν ἁμαρτωλότητά του καί τόν διάβολο, στόν ὁποῖο ἔχει δώσει δικαιώματα, ὑπάρχει μία ἐλπίδα νά συγκλονιστεῖ καί νά μετανοήσει καί νά ἔρθει εἰς ἑαυτόν, ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς, πού πότε ἦλθε εἰς ἑαυτόν; Ὄχι ὅταν εἶχε ἄφθονες τίς ἡδονες τίς σαρκικές, τά γλέντια καί τά χρήματα, ἀλλά ὅταν ἔχασε ὅλα τά χρήματα, ἔχασε ὅλη τήν περιουσία «ζῶν ἀσώτως»[37] καί κατήντησε αὐτό τό βασιλόπουλο νά βόσκει χοίρους καί νά μήν χορταίνει ἀπό τήν εὐτελή τροφή πού εἴχανε οἱ χοῖροι καί μέ αὐτή προσπαθοῦσε καί ὁ ἴδιος νά κορέσει τήν πείνα του. Ἑπομένως, βεβαίως ὁ Θεός εἶναι ἔλεος καί εὐσπλαχνία, ἀλλά εἶναι καί παιδαγωγία. Δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε αὐτό.
Ἄν θέλετε, πεῖτε μου τώρα πάλι τό ἐρώτημα.
Ἐρ. : Ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ὑπάρχει ἔλεος ἀλλά ὑπάρχει καί ὀργή στόν Θεό, ἄν εἶναι ἁμαρτία νά φοβόμαστε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Ἀπ. : Ναί, ἄν εἶναι ἁμαρτία νά φοβόμαστε. Ὄχι μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε, ὡς παιδαγωγία, πρέπει νά τήν φοβόμαστε. Ἄλλωστε τό εἴπαμε, ὅτι ὑπάρχει ὁ καλός φόβος, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φόβος στήν ἀρχική του μορφή εἶναι ὁ φόβος τῆς κόλασης, ὁ φόβος μήν πᾶμε στήν κόλαση. Καί πρέπει νά τόν ἔχουμε αὐτόν τόν φόβο, γιά νά κινητοποιηθοῦμε καί νά μετανοήσουμε. Ὅπως ἕνα αὐτοκίνητο στήν ἀρχή, γιά νά ξεπεράσει τήν ἀδράνεια, ὅσο εἶναι ἀκίνητο, γιά νά ἀρχίσει νά κινεῖται χρειάζεται ἀρκετή ἐνέργεια, ὁ ὁδηγός θά πρέπει νά πατήσει τό γκάζι νά ξεκινήσει τό αὐτοκίνητο, νά ξεπεράσει τίς τριβές, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος θά λέγαμε χρειάζεται στήν ἀρχή νά φοβηθεῖ τήν κόλαση, ἔτσι ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἔτσι ὥστε νά κινητοποιηθεῖ στήν μετάνοια. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστέψει στό ὅτι ὑπάρχει διάβολος καί κόλαση, δέν μετανοεῖ. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἄν βγάλουμε τόν διάβολο ἀπό τήν πίστη μας, ἀπό τήν θρησκεία μας, χάνεται ὅλη ἡ θρησκεία μας, ὅλη ἡ πίστη μας. Εἶναι στοιχεῖο κι αὐτό ἀναφαίρετο, ὁ διάβολος ὅτι ὑπάρχει. Ὁ Δυτικός ἄνθρωπος, ὁ κοσμικός ἄνθρωπος δέν θέλει νά μιλάει γιά διάβολο, ἔχει ἀπορρίψει τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Κι αὐτό βέβαια λειτουργεῖ ὡς κάτι, ὡς μιά τροχοπέδη στήν μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει κόλαση καί διάβολος, δέν μετανοεῖ. Ὁ ἄνθρωπος πού θά πιστέψει σ’ αὐτό καί θά φοβηθεῖ καί θά πεῖ, δέν πρέπει νά πάω ἐκεῖ, θά ἀρχίσει μετά νά ἀναρωτιέται πῶς δέν θά πάω! Καί θά μάθει ἀπό τόν Θεό ὅτι ἄν τηρήσει τίς ἐντολές, πού εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσεως θά λέγαμε τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, αὐτό εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά χρησιμοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τό σῶμα του καί τήν ψυχή του σωστά, σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές του, τίς προδιαγραφές τοῦ εἶναι του, τίς προδιαγραφές τοῦ Θεοῦ δηλαδή, τοῦ κατασκευαστοῦ του, θά μάθει λοιπόν ὅτι ἄν λειτουργήσει ἔτσι, τότε δέν θά πάει στήν κόλαση, θά πάει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος ἔτσι νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε εἶναι καλό νά φοβόμαστε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε, τήν αἰώνια κόλαση, τήν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια καί τίς πρόσκαιρες, ὄχι μόνο τήν αἰώνια κόλαση, καί τίς πρόσκαιρες παιδαγωγίες. Γιατί ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί δέν θέλει κανένας ἄνθρωπος νά κολαστεῖ, γι’ αὐτό παραχωρεῖ κάποιες παιδαγωγίες, πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τίς λένε ὀργή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἕνας σεισμός, ἕνας λιμός (μία πείνα), ἕνας λοιμός, μιά ἀσθένεια δηλαδή, ἐπιδημία κ.λ.π. ὅλα αὐτά εἶναι φανερώσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί μιά κλήση γιά μετάνοια. Κι ἄν θέλεις κι αὐτές νά τίς ἀποφύγεις, θά πρέπει νά ἀκούσεις τίς ἐντολές, νά ἀκούσεις τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε δέν θά χρειαστεῖ ὁ Θεός νά παρέμβει στή ζωή σου μέ αὐτές τίς παιδαγωγίες, ἐφόσον ἐσύ θά εἶσαι ἤδη στόν δρόμο πού σέ πάει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐρ. : Πάτερ, ἄν κανείς ἀποφεύγει νά περνάει ἀργά ἀπό περιοχές πού ὑπάρχει ἐγκληματικότητα καί τό κάνει ἐπειδή φοβᾶται, αὐτό εἶναι ἐμπαθής φόβος, δηλαδή εἶναι ἁμαρτία;
Ἀπ. : Ὄχι, αὐτό θά ἔλεγα εἶναι σωστός-καλός φόβος γιά νά συντηρήσει ὁ ἄνθρωπος, νά διατηρήσει τήν ὕπαρξή του, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς του, τό ὁποῖο, ὅπως θά θυμάστε, εἶναι πάλι στοιχεῖο-μορφή τοῦ καλοῦ φόβου πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πρίν τήν πτώση. Ἔχει βάλει ἀφενός μέν τόν φόβο, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν διατήρηση τῆς ὕπαρξής του, αὐτό πού λέμε τήν αὐτοσυντήρηση, ὁ Θεός ἔχει βάλει στόν ἄνθρωπο τήν δύναμη αὐτή νά θέλει νά ὑπάρχει, νά συνεχίζει νά ὑπάρχει καί ὡς σῶμα καί ὡς ψυχή. Καί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φροντίζει νά διατηρεῖ τήν ὕπαρξή του. Ἀφετέρου εἴπαμε ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε καί τόν φόβο Του, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὡς στοιχεῖο τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, τό ὁποῖο εἴπαμε ἔχει τίς μορφές, φοβᾶται μήν κολαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, καί στήν τέλεια μορφή του, φοβᾶται νά μήν χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό πού τόσο τόν ἀγάπησε καί τόν ἀγαπάει. Ἑπομένως δέν εἶναι κακός αὐτός ὁ φόβος, εἶναι καλός, εἶναι συνετός, εἶναι μέσα στά πλαίσια πού μᾶς λέει ὁ Θεός νά μήν βάζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας σέ πειρασμό.
Βέβαια δέν πρέπει νά εἶναι ὑπερβολικός. Πάντα ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά ἔχει τήν πίστη του στόν Θεό. Κι ἄν ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη, ἀδήριτη ἀνάγκη, μπορεῖ νά περάσει καί ἀπό μιά τέτοια περιοχή, ἄν δέν μπορεῖς νά κάνεις διαφορετικά. Ἀλλά ἄν ἔχεις κάποια ἄλλη ἐναλλακτική, γιατί νά βάλεις τόν ἑαυτό σου σέ πειρασμό ἀφενός καί ἀφετέρου νά βάλεις καί κάποιους ἀνθρώπους πού ἐνδεχομένως δέν σκέπτονται σωστά, νά τούς βάλεις κι αὐτούς σέ ἕναν πειρασμό νά σοῦ ἐπιτεθοῦν, νά σέ ληστέψουν κ.λ.π. Καί ἀπό ἀγάπη γι’ αὐτούς δηλαδή, ἀποφεύγεις νά τούς «σκανδαλίσεις», νά τούς δώσεις ἀφορμή νά κάνουν τό κακό. Βλέπουμε, γιά παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος καταδιώκετο ἀπό τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τόν φονεύσουν καί κρυβόταν. Δέν κρυβόταν γιατί δείλιαζε καί φοβόταν νά πεθάνει. Ἴσα-ἴσα ἦταν χαρά γι’ αὐτόν νά πεθάνει γιά τόν Χριστό, ἀλλά κρυβόταν γιά νά μήν δώσει ἀφορμή στούς διῶκτες του νά κάνουν ἕνα ἀκόμα ἔγκλημα, νά τόν φονεύσουν. Ὁπότε θά εἶχαν ἕνα ἀκόμα βαρύτερο ἁμάρτημα ἐπάνω τους. Ἀπό ἀγάπη γι’ αὐτούς ὁ Ἅγιος κρυβόταν. Αὐτό δέν εἶναι κακός φόβος καί κακή θά λέγαμε πρόνοια -καί νά τό ποῦμε- καί δειλία, ἀλλά εἶναι μιά σύνεση καί μιά ἀγάπη, ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
Ἐρ. : Πάτερ, πῶς μποροῦμε νά ἐμφυσήσουμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ στά παιδιά;
Ἀπ. : Ναί, ὡραία ἐρώτηση αὐτή. Πρῶτα-πρῶτα, ἄν τό ζοῦμε ἐμεῖς, ἄν ἡ μητέρα ζεῖ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Λέμε, Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, ὁ πανταχοῦ παρών, καί τά πάντα πληρῶν, Ἐσύ πού εἶσαι παντοῦ καί γεμίζεις τά πάντα. Ἄν αὐτό τό ζεῖ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα, θά τό περάσει στό παιδί. Καί μέ ἕναν ἁπλό λόγο πού θά τοῦ πεῖ, ὅτι ξέρεις παιδί μου, ὁ Θεός εἶναι παντοῦ καί μᾶς βλέπει καί κάθε στιγμή εἴμαστε μπροστά Του, ὁπότε πρέπει νά ζοῦμε ὅπως θέλει Ἐκεῖνος, νά εὐαρεστοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅπως εἶπε πάλι στόν Ἀβραάμ ὁ Θεός, «εὐαρέστει ἐνώπιόν Μου»[38], νά εὐαρεστεῖς μπροστά Μου, ὄχι μπροστά στούς ἀνθρώπους, ἐάν τό ζεῖ αὐτό ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα, θά τό περάσει καί στό παιδί. Αὐτό εἶναι τό πιό βασικό. Καί μετά, ὅπως εἴπαμε, καί μέ τά λόγια του, μέ τήν διδασκαλία πού πρέπει νά γίνει στό παιδί, μέ τήν κατήχηση πού πρέπει νά κάνουν οἱ γονεῖς στό παιδί, θά περάσει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά εἶναι ἡ μετάγγιση πίστεως. Ὅταν οἱ γονεῖς πιστεύουν στόν Θεό καί στήν Θεία Πρόνοια καί, ὅπως εἴπαμε, στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, στήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτό μεταγγίζεται στά παιδιά ὡς βίωμα.
Ἐρ. : Πάτερ, ἄν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει ζήσει τραύματα σέ μικρή ἡλικία, μπορεῖ τελικά νά νοσήσει μέ φοβίες ἐνῶ πιστεύει; Καί ἄν τελικά ἔχει φοβίες, εἶναι καλό νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό αὐτή τήν ψυχική ἀσθένεια;
Ἀπ. : Ἐάν ἔχει τραύματα στήν παιδική του ἡλικία, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μπορεῖ νά τά ἐξαλείψει μέ μιά καλή γενική ἐξομολόγηση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξομολογεῖται, τήν ὥρα ἐκείνη ὁ πνευματικός προσεύχεται καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πνευματικό περνάει στόν ἐξομολογούμενο καί τοῦ κλείνει τά τραύματα, τά ὁποῖα ἔχει ἀπό τήν ἐμβρυική του ζωή ἐνδεχομένως, τήν πολύ μικρή, τήν βρεφική του ἡλικία. Ἐξαλείφονται τά τραύματα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό χρειάζεται, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, νά κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν μιά γενική ἐξομολόγηση ὅλης του τῆς ζωῆς, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτημάτων του, ἀλλά καί τῶν τραυμάτων του, τῶν ἐμπειριῶν πού εἶχε, τά ὁποῖα τόν ἔχουνε σημαδέψει θά λέγαμε, τόν ἔχουνε συγκλονίσει ἀπό τήν μικρή του ἡλικία, ἀπό τότε πού θυμᾶται τόν ἑαυτό του. Καί ἔτσι φεύγουνε καί οἱ διάφορες φοβίες καί τά διάφορα αὐτά τραύματα καί κατάλοιπα. Μετά, ὅσο ὁ ἄνθρωπος προχωράει πνευματικά, ἀγωνίζεται πνευματικά, προοδεύει στήν πίστη, προοδεύει στήν ἀρετή, προοδεύει στήν ἕνωση μέ τόν Θεό, μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὁπότε γεμίζει πλέον μετά μέ ἀνδρεία, γεμίζει μέ ἀφοβία, γεμίζει μέ χαρά, μέ τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί φεύγει κάθε δειλία καί φόβος.
Ἐρ. : Πάτερ, ἄν ἔχουμε στό περιβάλλον μας ἀνθρώπους πού εἶναι ὀλιγόπιστοι, ἡ δική μας ζωή ἄν εἶναι θεάρεστη, μπορεῖ νά τούς μεταδώσει ἔτσι τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά στηριχτοῦν κι αὐτοί στήν πίστη;
Ἀπ. : Μπορεῖ νά τούς δώσει μία πολύ καλή ἀφορμή νά πιστέψουν, ἐάν θέλουν. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «οὐ πάντων ἡ πίστις»[39]. Δέν εἶναι γιά ὅλους ἡ πίστις. Γιατί δέν εἶναι γιά ὅλους; Γιατί δέν θέλουν ὅλοι νά πιστέψουν. Βλέπετε, ὁ Κύριος θαυματουργοῦσε, ἔκανε νεκραναστάσεις, μπροστά στά μάτια πολλῶν ἀνέστησε τόν Λάζαρο. Πίστεψαν ὅλοι αὐτοί; Ὄχι. Πίστεψαν ἀρκετοί, ἀλλά κάποιοι στήν κυριολεξία λύσσαξαν, σκύλιασαν θά λέγαμε, καί εἶχαν ἀποφασίσει νά φονεύσουν καί τόν Κύριο ἀλλά καί τόν Λάζαρο! Ὤ, τῆς τυφλότητος (θά λέγαμε)! Ἀντί νά πιστέψουν ὅτι Αὐτός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος καί νά ἀνιστᾶ ἔτσι νεκρούς.. κάτι ἄλλο εἶναι! Ἀντί γι’ αὐτό κύλισαν σέ βάθη κακίας, σέ βάθη μίσους!
Ἑπομένως, ὅταν ἔχουμε ἕναν ὀλιγόπιστο στό περιβάλλον μας, ἐάν ἐμεῖς ζοῦμε σωστά, τοῦ δίνουμε μία καλή ἀφορμή, ἐάν θέλει, νά πιστέψει. Ἄν ἔχει καλή διάθεση, θά παρακινηθεῖ καί θά πιστέψει, γιά νά ζήσει αὐτή τήν ἀνάπαυση, τήν ἀφοβία καί ὅλη αὐτή τή Χάρη πού ζεῖ ὁ πιστός ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως δέν ἔχει καλή διάθεση, δέν ἔχει προσπάθεια νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη του, δέν θέλει νά ἀπαλλαγεῖ, τότε φυσικά πάλι θά παραμείνει ὀλιγόπιστος καί ἄπιστος.
Ἐρ. : Καί μία ἐρώτηση σχετική, πάτερ. Ἄν κάποιος εἶναι αἱρετικός, τέλος πάντων δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν μνημονεύουμε μέσα μας κατά τήν Θεία Λειτουργία ἤ ἄν κάνουμε τήν παράκληση στό σπίτι;
Ἀπ. : Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καλύτερα λένε στό κομποσκοίνι μας νά τόν μνημονεύουμε. Στήν Θεία Λειτουργία εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί μνημονεύουμε ἐκεῖ τούς ἀνθρώπους πού ἀνήκουν στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν γράφουμε τά ὀνόματα αὐτῶν οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἕνας αἱρετικός εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὅλους μποροῦμε νά τούς μνημονεύουμε, νά τούς κάνουμε προσευχή μέ τό κομποσκοίνι μας στό σπίτι μας, νά παρακαλᾶμε γιά ὅλους.
– Εὐχαριστοῦμε πάτερ, δέν ἔχουμε ἄλλες ἐρωτήσεις, πάνω στό θέμα.
– Ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ καί ὅλοι νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Πρβλ. Ματθ. 6, 19.
[2] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet, Τόμος Α’, ἐκδόσεις Ἀποστολική Διακονία (στό ἑξῆς: Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet).
[3] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[4] Ματθ. 6, 27.
[5] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Σοφ.Σολ. 17, 11.
[9] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[10] Ὅ.π.
[11] Ρωμ. 2, 9.
[12] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Παρ. 14, 29.
[17] Β΄ Τιμ. 1, 7.
[18] Φιλ. 4, 13.
[19] Σοφ.Σολ. 9, 14.
[20] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[21] Ματθ. 6, 31-32.
[22] Ματθ. 6, 32.
[23] Ματθ. 6, 33-34.
[24] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[25] Πρβλ. Λουκ. 10, 42.
[26] Ψαλμ. 54, 23.
[27] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[28] Ὅ.π.
[29] Ἑβρ. 13, 5.
[30] Ἑβρ. 13, 6.
[31] Ψαλμ. 26, 1-3.
[32] Ψαλμ. 22, 4.
[33] Παρ. 3, 25-26.
[34] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.
[35] Ὅ.π.
[36] Ψαλμ. 22, 4.
[37] Λουκ. 15, 13.
[38] Γέν. 17, 1.
[39] Β΄Θεσ. 3, 2.