Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, διαρκῶς στήν ἐπίγεια ζωή του, ἀπό τήν στιγμή πού βγῆκε στήν δημόσια δράση θαυματουργοῦσε καί μᾶς ἔδειχνε τήν ἀγάπη Tου καί μᾶς παρακινοῦσε στό νά Tόν πιστεύουμε καί νά Tόν ἐμπιστευόμαστε∙ νά Tόν ἀγαποῦμε. Ἔτσι καί μέ αὐτό τό θαῦμα τῆς εἰρηνεύσεως τῶν κυμάτων καί τῆς θαλασσοταραχῆς.
 
«Τόν Χριστό», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «πρέπει νά τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει «Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ»[1]» καί τό καταγράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στό εὐαγγέλιό του στό δέκατο πέμπτο κεφάλαιο. «Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνωμε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά Του, ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίδει ἡ αἴσθησις τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με», ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ»[2]. Γιατί «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως»[3], ὅπως λέγει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδή εἶναι παραπάνω ἀπό τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
 
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «Μή καλέσεις τόν Θεόν δίκαιον, ὅτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασί σου»[4]. Θέλει νά πεῖ ὁ Ὅσιος, ὄχι ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι δίκαιος, ἀλλά προπάντων ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἔτσι φανερώνεται στά πράγματα. «Καί ἄν ὁ Δαυίδ -λέγει- καλεῖ αὐτόν δίκαιο καί εὐθύ, ἀλλά ὁ Υἱός Αὐτοῦ ἐφανέρωσε σέ μᾶς ὅτι εἶναι μᾶλλον ἀγαθός καί χρηστός. «Ἀγαθός ἐστι, φησί, τοῖς πονηροῖς καί ἀσεβέσι». Καί πῶς ὀνομάζεις τόν Θεό δίκαιο», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ὅταν ἀπαντήσεις τῷ κεφαλαίῳ τῷ περί τοῦ μισθοῦ τῶν ἐργατῶν;». Ὅταν διαβάζουμε αὐτή τήν παραβολή τῶν ἐργατῶν, «ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε»[5], εἶπε ὁ Κύριος σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παραπονιότανε γιατί πῆρε ἴδιο μισθό. Ἐνῶ εἶχε ἐργαστεῖ ὅλη τήν ἡμέρα, πῆρε ἴδιο μισθό μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐργαστεῖ μόνο μιά ὥρα. Φίλε, τοῦ λέγει, δέν σέ ἀδικῶ∙ «θέλω δοῦναι τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ ὡς καί σοί∙ ἤ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγώ ἀγαθός εἰμί;»[6].

 
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ διαφορετική ἀπό τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Ὁ Θεός βλέπει τήν καρδία καί τήν προαίρεσή μας. «Πῶς πάλιν καλεῖ ἄνθρωπος τόν Θεόν δίκαιον, ὅταν ἀπαντήσει τῷ κεφαλαίῳ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ;», ρωτάει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ὁ ὁποῖος ἄσωτος υἱός σκόρπισε τόν πλοῦτο του στήν ἀσωτία, καί μόνο μέ τήν ἁπλή ἐκείνη, τήν μοναδική, τήν μόνη κατάνυξη τήν ὁποία ἔδειξε καί ἀμέσως ὁ πατέρας του ἔδραμε, καί ἔπεσε στόν τράχηλό του καί τοῦ ἔδωσε ἐξουσία σέ ὅλο τόν πλοῦτο του. Κανένας ἄλλος δέν εἶπε γιά αὐτόν αὐτά, γιά νά διστάσουμε σέ αὐτόν, ἀλλά αὐτός ὁ Υἱός Αὐτοῦ, αὐτός ἐμαρτύρησε περί αὐτοῦ ταῦτα»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐμαρτύρησε γιά τόν Πατέρα ὅτι συμπεριφέρεται ἔτσι σέ κάθε ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.
 
«Ποῦ ἐστί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὅτι ἦμεν ἁμαρτωλοί καί ὁ Χριστός ἀπέθανε ὑπέρ ἡμῶν;». Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἁμαρτωλοί, χωρισμένοι ἀπό τόν Θεό, ἐχθροί ἀπό Αὐτόν, ὁ Χριστός ἔρχεται καί πεθαίνει γιά μᾶς. «Εἰ δέ ὧδέ ἐστιν ἐλεήμων, πιστεύσωμεν, ὅτι ἀλλοίωσιν οὐ δέχεται»[8]. Καί ἄν σέ αὐτή τήν περίπτωση φαίνεται ἐλεήμων, θά πρέπει νά πιστεύουμε, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος καί ὅπως σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἔτσι καί πάντοτε εἶναι ἐλεήμων καί δέν λογαριάζει τίς ἁμαρτίες μας ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Ὅπως μιά χούφτα ἄμμου πέφτει στήν μεγάλη θάλασσα, ἔτσι καί τά πταίσματα κάθε ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τήν Πρόνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι∙ πέφτουνε μέσα στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί χάνονται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Ὅταν φυλάξεις τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου καί ποιήσεις τό θέλημα Αὐτοῦ, τότε ἔλπισε εἰς τόν Κύριο καί ἐπικαλέσου Τον. Καί ἐνῶ Τόν ἐπικαλεῖσαι, θά σοῦ πεῖ «ἰδού πάρειμι»[9]∙ νά ἐδῶ εἶμαι παρών! Αὐτά ἔτσι παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ καί πολλά ἄλλα, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ Θεός προπάντων εἶναι φίλος μας καί μᾶς συγχωρεῖ καί μᾶς ἐλεεῖ.
 
Ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Νά μήν μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία», δηλαδή ἡ ἀμετανοησία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νιώθει τήν ἀμαρτωλότητά του καί μετανοεῖ, δέν πρέπει μετά νά νιώθει χωρισμένος ἀπό τόν Θεό. Γιατί ὁ Θεός τόν ἔχει συγχωρήσει. «Ὅταν πιστεύουμε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν οὔτε ὅταν ἁμαρτάνομε, ἐφόσον συνεχίζουμε νά Τόν ἀγαπᾶμε καί μετανοοῦμε. Ἔχομε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει». Ὁ Θεός πάντα μας ἀγαπάει. «Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσουμε τόν σεβασμό μας σ’ Ἐκεῖνον. Ἐδῶ ἰσχύει ἐκεῖνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία … πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή …οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος … δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»[10]»[11].
 
Οὔτε θλίψις, οὔτε στενοχώρια, οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, τίποτα δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά κάνει τόν Θεό νά πάψει νά μᾶς ἀγαπάει. «Εἶναι μιά σχέση ἀνώτερη, μοναδική, ἡ σχέση τῆς ψυχῆς μέ τόν Θεό, πού δέν τήν διασπᾶ τίποτε καί δέν τήν φοβίζει οὔτε τήν κλονίζει τίποτε.
 
Τό Εὐαγγέλιο βέβαια λέγει μέ συμβολικές λέξεις γιά τόν ἄδικο ὅτι θά βρεθεῖ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει «ὁ τριγμός καί ὁ βρυγμός των ὀδόντων»[12]. Διότι μακράν τοῦ Θεοῦ ἔτσι εἶναι. Καί ἀπό τούς νηπτικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολλοί ὁμιλοῦν γιά φόβο θανάτου καί κολάσεως. Λένε «Ἔχε μνήμην θανάτου διηνεκῶς». Αὐτές οἱ λέξεις, ἄν τίς ἐξετάσουμε βαθιά, δημιουργοῦν τόν φόβο τῆς κολάσεως. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθώντας νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, κάνει αὐτές τίς σκέψεις γιά νά κυριευθεῖ ἡ ψυχή του ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, τῆς κολάσεως, τοῦ διαβόλου.
 
Ὅλα αὐτά», λέει ὁ Ὅσιος, «ἔχουν τήν σημασία τους στόν χρόνο καί στήν περίστασή τους. Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου εἶναι καλή γιά τά πρῶτα στάδια», καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά περάσει ἀπό αὐτό τό στάδιο τό πρῶτο, τοῦ ἀρχικοῦ φόβου, νά φοβηθεῖ τόν Θεό, νά φοβηθεῖ τήν κόλαση, καί ἔτσι νά ὁδηγηθεῖ στήν ἔμπρακτη μετάνοια, νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, νά φωτιστεῖ καί νά ἀγαπήσει τόν Θεό. Ὁπότε ὁ ἀρχικός φόβος τῆς κολάσεως ἀντικαθίσταται ἀπό τόν δεύτερο φόβο, ὁ ὁποῖος εἶναι πλέον ὁ φόβος πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη καί εἶναι ὁ φόβος τοῦ νά μήν λυπήσουμε αὐτόν πού ἀγαπᾶμε. Ὁ φόβος ὁ ἀρχικός «εἶναι γιά τούς ἀρχαρίους», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γι’ αὐτούς πού ζεῖ μέσα τους ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀρχάριος, πού δέν ἔχει ἀκόμη λεπτυνθεῖ, συγκρατεῖται ἀπ’ τό κακό μέ τόν φόβο. Καί ὁ φόβος εἶναι ἀπαραίτητος, ἐφόσον εἴμαστε ὑλικοί ἄνθρωποι καί χαμερπεῖς. Ἀλλ’ αὐτό εἶναι ἕνα στάδιο, ἕνας χαμηλός βαθμός σχέσεως μέ τό θεῖο. Τό πᾶμε στή συναλλαγή, προκειμένου νά κερδίσουμε τόν Παράδεισο ἤ νά γλιτώσουμε τήν κόλαση. Αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσουμε, δείχνει κάποια ἰδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Ἐμένα, λέει ὁ Ὅσιος, «δέν μοῦ ἀρέσει αὐτός ὁ τρόπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει καί μπεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί τοῦ χρειάζεται ὁ φόβος; Ὅ,τι κάνει, τό κάνει ἀπό ἀγάπη κι ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία αὐτό. Τό νά γίνει καλός κάποιος ἀπό φόβο στόν Θεό κι ὄχι ἀπό ἀγάπη δέν ἔχει τόση ἀξία.
 
Προχωρώντας, καί τό Εὐαγγέλιο μᾶς δίνει νά καταλάβομε πώς ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, ἡ ἀλήθεια, πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Πῶς τό λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾽ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ»[13]. Προσπαθώντας διά τοῦ φόβου μπαίνομε σιγά-σιγά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πάει τότε ἡ κόλαση, πάει ὁ φόβος, πάει ὁ θάνατος! Ἐνδιαφερόμαστε μόνο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κάνομε τό πᾶν γι’ αὐτήν τήν ἀγάπη. Ὅ,τι ὁ γαμπρός γιά τή νύφη»[14].
 
Γι’ αὐτό, «ἄν θελήσομε καί Τόν ἀκολουθήσομε, καί τούτη ἡ ζωή μέ τόν Χριστό εἶναι χαρά, ἔστω καί μέσα σέ δυσκολίες», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος. «Ὅπως τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου»[15]. Χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγαπάει τόν Θεό ὅταν πάσχει γιά τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ θρησκεία μας», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «ἐκεῖ πρέπει νά πᾶμε. Δέν εἶναι τά τυπικά, ὅσο εἶναι νά ζεῖ κανείς μέ τόν Χριστό. Ὅταν αὐτό τό πετύχεις, τί ἄλλο θέλεις; Κέρδισες τό πᾶν. Ζεῖς τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ζεῖ μέσα σου. Ὅλα μετά εἶναι πολύ εὔκολα, ἡ ὑπακοή, ἡ ταπείνωση, ἡ εἰρήνη»[16].
 
Ἄς αἰσθανθοῦμε λοιπόν τόν Θεό ὡς φίλο μας, ὡς Αὐτόν ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπάει καί δέν θά μᾶς προδώσει ποτέ. Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἀγάπησε Αὐτόν, ὅπως χρωστᾶς νά τόν ἀγαπήσεις καί ὄχι γιά αὐτά τά μέλλοντα πού θά σοῦ δώσει, ἀλλά γιά αὐτά τά ὁποῖα ἤδη ἔλαβες. Καί τόν κόσμο ὅλο πού ἔφτιαξε γιά μᾶς κι αὐτό παρατηρώντας το, ὅλη αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀρκετό γιά νά μᾶς παρακινήσει νά Τόν ἀγαπήσουμε. Καί πῶς μποροῦμε νά Τόν ἀνταμείψουμε, γιά νά Τόν εὐχαριστήσουμε; Ποῦ εἶναι ἡ ἀνταπόδοση Αὐτοῦ στά ἔργα μας; Ποιός ἔπεισε αὐτόν ἐξαρχῆς νά παράξει ὅλη αὐτή τήν κτίση; Ὅλη τήν δημιουργία καί ἐμᾶς του ἴδιους; Καί ποιός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ γιά χάρη μας, ὅταν ἐμεῖς γινόμαστε ἀμνήμονες;», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ὅταν ἐμεῖς τόν ξεχνᾶμε τόν Θεό, Ἐκεῖνος συνεχίζει νά μᾶς ἀγαπᾶ. Ποιός εἶναι αὐτός πού μεσιτεύει γιά μᾶς; Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν δέν ὑπήρχαμε, ποιός ἦταν αὐτός πού μᾶς ἔδωσε τή ζωή;»[17]. Καί πάλι εἶναι ὁ Θεός.
 
Γι’ αὐτό ἄς ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ἄς Τόν βλέπουμε ὄχι ὡς ἀστυνομικό, ὡς τιμωρό, ώς ἐκδικητή, ὡς σκληρό καί δίκαιο μέ μιά ἄτηκτη δικαιοσύνη, ἀλλά ὡς ἕναν ὁ ὁποῖος εἶναι φίλος καί μᾶς ἀγαπάει πάντα καί ποτέ δέν θά σταματήσει νά μᾶς ἀγαπᾶ.
 
«Ἡ ἀνταπόδοσις τῶν ἁμαρτωλῶν ποιά εἶναι;», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. «Ἀντί τῆς ἀνταποδόσεως τῆς δικαίας, αὐτός ἀνταποδίδει καί στούς ἁμαρτωλούς ἀνάσταση καί ἀντί τῶν σωμάτων τά ὁποῖα καταπάτησαν τόν νόμο του, Αὐτός τούς ντύνει μέ τήν ἀφθαρσία. Αὐτή ἡ χάρις εἶναι μεγαλύτερη, τό νά μᾶς ἀναστήσει ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, καί εἶναι μεγαλύτερη αὐτή ἡ χάρις ἀπό ἐκείνη κατά τήν ὁποία μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη»[18].
 
Πρέπει πολύ νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν αἰώνια ζωή καί ἀφθαρσία πού μᾶς χαρίζει καί γιά τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια μακαριότητα, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι κάθε ἐλέους καί βοηθείας καί σωτηρίας.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
 Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Ἰωάν. 15, 14.
 
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[3] Ἰακ. 2, 13.
 
[4] Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, Ἀσκητικά. Λόγος Ξ΄: Περί λογισμῶν πονηρῶν ἀκουσίων τῶν ἐκ τῆς λύσεως τῆς ἀμελείας τῆς πρό αὐτῶν γενομένων, (στό ἑξῆς: Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά).
 
[5] Ματθ. 20, 13.
 
[6] Ματθ. 20, 14-15.
 
[7] Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά.
 
[8] Ὅ.π.
 
[9] Ἡσ. 58, 9.
 
[10] Ρωμ. 8, 35-39.
 
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[12] Ματθ. 8, 12 & Ματθ. 13, 42.
 
[13] Α΄Ἰωάν. 4, 18.
 
[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[15] Κολ. 1, 24.
 
[16] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[17] Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά
[18] Ὅ.π.