Χριστιανός ἀληθινός ἤ… περίπου χριστιανός
Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Δέν εἶναι κάτι διαφορετικό ὁ Χριστός καί ἡ ζωή μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή μας. Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Χριστοῦ καί ὧρες τοῦ διαβόλου. Αὐτός πού μετανόησε ἀληθινά δέν ἔχει ὧρες πού ὀφείλει νά κάνει τό καλό καί ὦρες πού πρέπει νά ἀσωτεύει οὔτε ἔχει καιρό εὐσεβείας καί καιρό παρανομίας.
Ὁ Χριστός μᾶς ζητάει ὅλο τόν χρόνο μας, ὅλη τήν ζωή μας. Ζητάει καί τήν ἐργασία μας καί τήν βόλτα μας καί τήν ὥρα τῆς ἀνάπαυσής μας.Γιατί ὅλα πρέπει νά δοθοῦν στόν Χριστό καί ὅλα νά εἶναι γεγονότα μέ πνευματική σημασία. Ὅλα νά εἶναι γιά Ἐκεῖνον… Γεγονότα πού θά μᾶς ἑνώνουν μαζί Του.
Μία βόλτα, εἶναι ἄραγε πνευματικό γεγονός;Εἶναι.
Ὅλα εἶναι πνευματικά.
Ὅλα ἔχουν πνευματική σημασία.
Ὅλα ἤ μᾶς πλησιάζουν ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό.
Ὅλα ἤ μᾶς προσθέτουν Θεία Χάρη ἤ μᾶς ἀφαιροῦν.
Ὅλα ἤ ἐνεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη ἤ τήν ἀπενεργοποιοῦν.
Ὅλα ἤ μᾶς ὑψώνουν ἤ μᾶς κατεβάζουν.
Ὅλα ἤ μᾶς ὁδηγοῦν στόν Χριστό μας ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό μας.
Τίποτε δέν εἶναι οὐδέτερο.
Τίποτε δέν εἶναι χωρίς σημασία.
Τίποτε δέν εἶναι ἀδιάφορο.
Ὅλα εἴτε μᾶς οἰκοδομοῦν πνευματικά εἴτε μᾶς γκρεμίζουν. Ὁ ἄνθρωπος κάθε στιγμή εἶναι ἤ Χριστολάτρης ἤ Χριστομάχος.
Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὁ μή ὤν μετ’ Ἐμοῦ κατ’ Ἐμοῦ ἐστίν». Καί πάλι μᾶς εἶπε: «Ὁ μή συνάγων μετ’ Ἐμοῦ σκορπίζει».
Ὅποιος δέν συγκεντρώνει μαζί Μου, σκορπίζει.
Ὅποιος δέν χτίζει μαζί μου, γκρεμίζει· ὅποιος δέν θησαυρίζει μαζί Μου, σπαταλάει· ὅποιος δέν δημιουργεῖ μαζί Μου, καταστρέφει.
«Κάθε ἄνθρωπος…εἶναι ἢ Χριστόφιλος ἢ Χριστομάχος», μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία του στὸ Α´ Ἰω. δ´ 3).
Ἄν στήν βόλτα σου δέν εἶσαι μαζί μέ τόν Χριστό, τότε εἶσαι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ.
Θά πεῖς ἴσως: «Μά δέν κάνουμε κάτι κακό».
Καί ὅμως, κάνουμε. Παραβαίνουμε τήν Α΄ Ἐντολή.
Κάνουμε κάτι πού δέν ἔχει σχέση μέ τό ἀληθινό κάλλος καί τόν «κάλλει Ὡραῖο» Κύριο, ὁ Ὁποῖος μᾶς ζητάει τά πάντα:
Ὅλο τόν χρόνο μας,
ὅλη τήν σκέψη μας,
ὅλη τήν ἐνεργητικότητά μας,
ὅλη τήν ἀγάπη μας,
ὅλη τήν βούλησή μας,
ὅλα τά θελήματά μας,
ὅλη τήν ψυχή μας,
ὅλο τό σῶμα μας,
ὅλην τήν ψυχοσωματική μας ὑπόσταση .
Τά ζητάει ὅλα, γιά νά τά κάνει ὅλα ἕνα μ’ Αὐτόν τόν Ἴδιο, καί ἔτσι νά τά σώσει.
-Πῶς μᾶς τά ζητάει; Μήπως ὑπερβάλλουμε;
-Καθόλου.
Μᾶς τά ζητάει ἀκριβῶς μέσῳ τῆς Α΄ Ἐντολῆς:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου».
Ζητάει καί κάθε τι πού κάνουμε. Θέλει ὅλα νά ξεκινοῦν ἀπό Αὐτόν καί νά καταλήγουν σέ Αὐτόν.
Ἡ ἀφορμή γιά κάθε τι νά εἶναι Αὐτός.
Ἐπίσης, τό τέλος, ὁ σκοπός γιά κάθε τί, νά εἶναι πάλι ὁ Χριστός μας.
Ξεκάθαρα μᾶς τό εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος».
Ὅ,τι δέν ἔχει ἀρχή Ἐμένα, δέν ἔχει ὕπαρξη.
Εἶναι μή ὄν, εἶναι ἀνυπόστατο, εἶναι κακό (τό κακό πράγματι εἶναι ἀνυπόστατο).
Μόνο ὅ,τι ἀρχίζει ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ μας καί σκοπεύει στόν Χριστό μας, στήν εὐαρέστησή Του, εἶναι εὐλογημένο, εἶναι ἀληθινά ὡραῖο καί ἔχει πραγματική ὀντότητα.
Μόνο ὅ,τι ἔχει Χριστό,
μόνο ὅ,τι ἔχει τήν Θεία Χάρη,
μόνο ὅτι ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει προσφερθεῖ πάλι ἀγαπητικά στόν Χριστό,
μόνο αὐτό ὐπάρχει στήν πραγματικότητα καί στήν αἰωνιότητα.
Διότι μόνο ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ὤν (ὁ ἀληθινά ‘Υπάρχων).
Μόνο ὅ,τι εἶναι δικό Του ὑπάρχει ἀληθινά καί εἶναι ἀληθινά καλό.
Μόνο ὅ,τι συνδέεται μαζί Του ἀποκτᾶ ἀληθινό κάλλος.
Κάθε πρόσωπο,
πρᾶγμα,
τέχνη,
πράξη,
σκέψη,
πολιτισμός,
«δημιουργία», χωρίς Χριστό εἶναι:
κακή,
ἀνυπόστατη,
χωρίς κάλλος,
χωρίς ὀντότητα,
χωρίς Πνεῦμα.
Ἑπομένως κάθε γεγονός,
κάθε σκέψη,
κάθε φαντασία,
κάθε κίνηση,
κάθε πράξη μας
ἔχει πνευματικές διαστάσεις,
ἔχει πνευματική ἐπίδραση,
ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή.
Ἐπηρεάζει τόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ἐπιδρᾶ εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά στήν προσπάθειά μας γιά τήν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία μας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν ἄκτιστο Τριαδικό Θεό, τότε ζεῖ καί σώζεται.
Ὅταν ἡ ἀγαπητική κοινωνία μέ τόν ἐν Τριάδι Θεό διακόπτεται, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, τότε ὁ ἄνθρωπος βαδίζει τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας.
Κάθε τί πού λειτουργεῖ ὡς ἐμπόδιο στήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι βλαβερό, εἶναι σκάνδαλο, καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ζωή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ἁπλούστερα καί πιό συγκεκριμένα θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι κάθε τί πού ἐμποδίζει τήν προσευχή,
τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση,
τήν ταπείνωση,
τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη –τά ψυχικά καί τά σωματικά–
εἶναι σκάνδαλο
καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τή ζωή τοῦ ἀγωνιστοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ.
Ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλοτε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε δοῦλος τοῦ διαβόλου, ἀλλά πάντοτε εἶναι ὁ ἴδιος.
Ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, καί ἐκεῖνος πού εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ ταυτόχρονα καί τόν Θεό, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» καί ὁ Ἀπόστολος: «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός βελίαρ; τίς δέ συγκατάθεσις Ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» Γι’αὐτό καί μᾶς προτρέπει τό Ἅγιο Πνεῦμα: «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, καί τότε ἐπιτελοῦμεν ἁγιωσύνην ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ», δηλ. κάθε καλό ἔργο. Διότι ἐκεῖνος πού ἀπέφυγε τά περισσότερα ἀπό τά ἁμαρτήματα, ὅμως κυριεύεται ἔστω καί ἀπό ἕνα, ἔστω καί ἀπό τό πιό ἐλάχιστο καί τυχαῖο, δέν εἶναι ἐλεύθερος· διότι «ᾧ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται». Εἶναι ἀδύνατον νά νικήσει κανείς τά μεγάλα πάθη, ἄν πρῶτα δέν κυριαρχήσει στά μικρά.
Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅλη δοσμένη στόν Χριστό. Οἱ μικρές ὑποχωρήσεις εἶναι αἰτίες ἀποξένωσης ἀπό τόν Χριστό καί ἀπενεργοποίησης τῆς Βαπτισματικῆς Θείας Χάρης.
Ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου: Μείνατε ἐν Ἐμοί, ἀντηχεῖ συνεχῶς στήν καρδιά αὐτῶν πού θέλουν νά εἶναι Χριστόφιλοι-Χριστολάτρες καί ὄχι Χριστομάχοι.
«Ἐγώ θέλω γλυκύτατόν μου τέκνον» μᾶς λέγει ὁ Χριστός μας «νά μή θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκούεις τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἐκτός ἀπό Ἐμέ καί ἀπό τό θέλημά Μου. Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλο πῦρ στό θυσιαστήριο τῆς καρδίας σου παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου. Διά νά κατακαύσει αὐτό τό πῦρ κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα»[1]. Τότε πραγματικά θά ἀναπαύσουμε τόν Χριστό μας, θά εὐαρεστήσουμε ἐνώπιόν Του.
Συνεχίζεται…