π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ο Απ. Μακράκης, «η μεγαλύτερη ίσως στο είδος της μορφή του ΙΘ’ αιώνα», έλαβε δημόσια θέση απέναντι στον Κοραή, με μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Λόγος» το 1877, με αφορμή την ανακομιδή των οστών του Κοραή από το Παρίσι στην Αθήνα και τις σχετικές τιμητικές εκδηλώσεις, με συμμετοχή, εκτός από την Πολιτεία, του Πανεπιστημίου και της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Αληθινή πρόκληση αποτελούσε για τον Μακράκη και όλη τη θρησκεύουσα μερίδα της τότε ελληνικής κοινωνίας, που με ενθουσιασμό τον ακολουθούσε, το «να τιμώσιν τον αντίχριστον Κοραήν εν ονόματι του ορθοδόξου ελληνικού έθνους, ως πρύτανιν της πνευματικής αυτού αναγεννήσεως, να συνοδεύωσι τα οστά αυτού οι αρχιερείς μετά των εκκλησιαστικών συμβόλων και να εγκωμιάζωσιν αυτόν οι καθηγηταί της Θεολογίας, ως ωφελίμως λίαν το του Χριστού ευαγγέλιον εις το έθνος διδάξαντα». Ο Μακράκης, ζώντας με το όραμα του βυζαντινού μεγαλείου και με βαθιά διαλεκτική και φιλοσοφική συγκρότηση, αντιπαρατάσσει αμείλικτο τον έλεγχό του. Ονομάζει τον Κοραή «εθνοπλάνον» και «διαφθορέα των νέων», «άσπονδον εχθρόν και πολέμιον της χριστιανικής πίστεως και της επ’ αυτής οικοδομηθείσης Εκκλησίας».
Η κριτική του Μακράκη έχει κύριο στόχο τον Κοραή ως θρησκευτική προσωπικότητα και την ίδια την ορθοδοξία του, την οποία δεν έπαυε ο τελευταίος να υποστηρίζει σ’ όσους την αμφισβητούσαν. Θεμελιώνει την κρίση του ιδιαίτερα στη στάση του Κοραή απέναντι στον Βολταίρο και στη σχέση του με τον πραγματικά ξένο προς την ορθόδοξη παράδοση Θεόφιλο Καΐρη. «Ο Βολταίρος εγέννησε τον Κοραήν, ο Κοραής εγέννησε τον Καΐρην (…). Η τριανδρία αύτη είναι ομοφυής και ομογενής εκ πατρός του διαβόλου». Είναι η έκρηξη του Μακράκη μέσα στην ασυγκράτητη σφοδρότητά του! Ο Κοραής είναι γι’ αυτόν «θεϊστής». Μετέβαλε τη φιλοσοφία σε θρησκεία, συνιστώντας στους Έλληνες «την δυτικήν ψευδοφιλοσοφίαν, την οποίαν υπελάμβανεν ως αυτήν την θρησκείαν». Η κρίση του Μακράκη για την απολυτοποίηση της φιλοσοφίας από τον Κοραή και τη μετατροπή στη σκέψη του της χριστιανικής πίστης σε απλή ancilla philosophiae δείχνει, πόσο μπόρεσε ο Μακράκης να εισδύσει στην ουσία του κοραϊκού στοχασμού.Έτσι, φθάνει σε σημείο να διερωτάται, αν ο Κοραής «έσωζεν εν τη ψυχή του ίχνος ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως», αμφισβητώντας καθαρά την ορθοδοξία του. Σύνολο δε το έργο του Κοραή χαρακτηρίζει με τον ακόλουθο, απόλυτο βέβαια, τρόπο: «Ανδράποδον ο Κοραής της πειραματικής ψευδοφιλοσοφίας της Γαλλίας, εις ην εδούλευε», «επεχείρησε να ελευθερώση τους ομοφύλους του Έλληνας ουχί από την τυραννίαν των βαρβάρων Τούρκων, αλλ’ από την κατ’ αυτόν δεισιδαίμονα ανθρωπολατρείαν, ήτοι από την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν και εις την μίαν, αγίαν, καθολικήν και άποστολικήν εκκλησίαν». Και το γενικό συμπέρασμά του: Φωτιστήν του έθνους ήθελαν οι τότε πανηγυριστές —και θεολόγοι — τον Κοραή, «πρύτανιν του σκοτισμού και της αποπλανήσεως του έθνους από οδού αληθείας» τον ανακηρύσσει urbi et orbi ο Μακράκης. Απόλυτα καταλυτικός στην κριτική του και κατηγορηματικά απορριπτικός ό Μακράκης, δεν βρίσκει ούτε έναν επαινετικό λόγο για τον τιμώμενο από τους συγχρόνους του καθηγητές της θεολογίας ως εθνοσωτήρα.
(…)
Ο καθηγητής της δογματικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης π. Ιωάννης Ρωμανίδης ασκεί συχνά, τόσο στα έργα του, όσο και στις προφορικές του παραδόσεις, κριτική στο πρόσωπο του Κοραή. Η σημασία της κριτικής αυτής έγκειται στο ότι δεν προσδιορίζεται μόνο από εκκλησιαστικοδογματικές, αλλά και από ιστορικές και κοινωνιολογικές προϋποθέσεις, και εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης. Γνώστης της πατερικής-ησυχαστικής παραδόσεως, ο π. Ρωμανίδης, μπορούμε να πούμε, ότι προσφέρει υπεύθυνη —ίσως την υπευθυνότερη— θεολογική κριτική για τον Κοραή μέχρι σήμερα.
Ο π. Ρωμανίδης αποδίδει απερίφραστα στον Κοραή στο «δουλοπρεπές εις την Φραγκιάν και αφελέστατον νεογραικικόν πνεύμα», και εδώ βρίσκει σύμφωνη τη σημερινή γενεά των Ελλήνων θεολόγων, όπως ο Χρ. Γιανναράς. Συμπληρώνει δε για την προσήλωση του Κοραή στο εθνικό όνομα «γραικός»: «Απορεί κανείς πως ο μορφωμένος ούτος ανήρ δεν ήνοιξε κανένα ευρωπαϊκόν λεξικόν της εποχής του να ίδη, ότι το ‘γραικός’ δια τους συγχρόνους του ευρωπαίους εσήμαινεν αιρετικός, κλέπτης, ψεύστης, αγύρτης και απατεών».
Η κριτική του π. Ρωμανίδη πολλές φορές γίνεται έντονα καυστική. Οι ρωμαίικες και αυθεντικά πατερικές προϋποθέσεις του τον αναγκάζουν να είναι απορριπτικός απέναντι στον Κοραή και την τακτική του. «Ως ο τύπος του τότε ευρωπαίου αρχαιολάτρου και ρατσιστού, επίστευεν ο Κοραής, ότι υπάρχει το γνήσιον αρχαίον, το οποίον παραφθείρεται, και πρέπει να καταβάλωμεν πάσαν δυνατήν προσπάθειαν να το αποκαθάρωμεν και να το επαναφέρωμεν εις την αρχαίαν και πρώτην του γνησιότητα. Δεν αναγνωρίζει ούτε το κύρος, ούτε την γνησιότητα, ούτε την ανάγκην των ιστορικών εξελίξεων των φυλών και εθνών, ως και της αλλαγής της σημασίας των ονομάτων. Ασχολείται με εθνικά ονόματα και με την γλώσσαν, ως να συνεσκέπτετο κατ’ ευθείαν με τον ίδιον τον Αριστοτέλην, τον Πλάτωνα και τον Περικλή, δια να καθορίση το γνήσιον αρχαίον. Το τι εννοούν οι ευρωπαίοι με το ‘γραικός’ δεν τον απασχολεί. Τον απασχολεί μόνον το τι σημαίνει, όταν εμφανίζεται το πρώτον εις την ιστορίαν».
Ο π. Ρωμανίδης βλέπει περαιτέρω συμπόρευση του Κοραή και σύνολου του κύκλου των οπαδών του με τα δυτικά σχέδια απέναντι στη Ρωμηοσύνη. «Η διάλυσις και καταστροφή της Ρωμηοσύνης εσχεδιάσθη και προωθήθη υπό των Φράγκων και περιέργως ενεφανίσθη εις τον νεογραικικόν κύκλον του Αδαμαντίου Κοραή και συμπεριελήφθη παραδόξως εις τα πρώτα Συντάγματα της Ελλάδος». Απερίφραστα δέχεται ακόμη ο π. Ρωμανίδης, ότι στο νέο Κράτος της Ελλάδος «επεβλήθη η γραμμή του Αδαμαντίου Κοραή», δηλαδή: «ο Μοναχισμός και η Εκκλησία γενικώς πρέπει να προσαρμοσθούν εις τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ως είχε γίνει εις την Ρωσίαν κατά την εποχήν του Μ. Πέτρου. Έτσι βλέπομεν, διατί κατεκλύσθη η νέα Εκκλησία της Ελλάδος με αρχιτεκτονικήν, μουσικήν, εικονογραφίαν, αλλά και θεολογίαν και πνευματικότητα ισχυρώς επηρεασμένην από την Ρωσίαν και την Ευρώπην». Τούτο οφείλετο, κατά τον π. Ρωμανίδη, σ’ ένα «φοβερό αίσθημα κατωτερότητος» —του Κοραή— έναντι της Ρωσίας και της Ευρώπης, και τη μανία «προς απομίμησιν των Ευρωπαίων και συγχρόνως αποστροφήν δια τα Ρωμαίικα».
Σπουδαίο δε είναι ότι, κατά τον π. Ρωμανίδη, «η απίστευτη άγνοια του Α. Κοραή έγινε το θεμέλιον (και) της νέας Θεολογίας και της πνευματικότητας της Εκκλησίας της Ελλάδος» με τον πόλεμό του κατά του ορθόδοξου μοναχισμού, για να καταστραφεί «η δύναμις της Ρωμηοσύνης». Βλέπει δηλαδή τον Κοραή ως «πατέρα» όχι μόνο «της Πατρίδος», αλλά και της νεοελληνικής θεολογίας. Δέχεται δε ακόμη, ότι και σήμερα συνεχίζεται «ο ανταγωνισμός μεταξύ των διανοουμένων, που επανήλθαν εις την Θεολογικήν παράδοσιν της Ρωμηοσύνης, και των οπαδών του Κοραή, που παραμένουν πιστοί εις την δυτικοποιημένην Θεολογικήν μέθοδον», κάτι που είναι φυσικά «ζωτικής σημασίας δια το μέλλον της Ρωμηοσύνης». Είναι δε απόλυτα αντικειμενικός ο π. Ρωμανίδης, όταν υποστηρίζει, ότι «τα φιλοσοφικά μεταφυσικά θεμέλια της φραγκικής και προτεσταντικής θεολογικής παραδόσεως, δια τα οποία φιλοσοφικά θεμέλια ενήργησε με φανατισμόν ο Κοραής, ώστε να εισαχθούν εις την Ελλάδα, έχουν καταδαφισθή πλέον εξ αιτίας των ευρημάτων εις τας θετικάς – κοινωνικάς επιστήμας εις τέτοιον βαθμόν, που ο ευρωπαϊκός χριστιανισμός κινδυνεύει να αφανισθή». Είναι ο κίνδυνος, που αντιμετωπίζει αναγκαστικά κάθε θεολογία, όταν περιορίζεται στο στοχασμό, αγνοώντας την εμπειρία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί και η εξ άλλης αφορμής κριτική του καθηγ. Κων. Μουρατίδη, κανονολόγου, για τις καινοτομίες του Κοραή, σχετικά με τη διαμόρφωση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στο Νεοελληνικό Κράτος. «Αφελείς και πεπλανημένας» ονομάζει τις απόψεις του Κοραή ο Κ. Μουρατίδης, υπογραμμίζοντας, ότι «ο διακεκριμένος διανοητής και πιστός χριστιανός» κατέληξε «εις την πλήρη υποταγήν της Εκκλησίας εις την Πολιτείαν, και δη και εις τον Λειτουργόν, δηλαδή τον Υπουργόν της Δημοσίου Παιδείας, εις την αρμοδιότητα του οποίου συνυπήγοντο υπ’ αυτού μετά της Θρησκείας και η Αστυνομία και Δικαιοσύνη». Μέσα στο ηθικιστικό κλίμα του ευσεβισμού, στο οποίο εκινείτο ο Κοραής, είναι αλήθεια, διέκρινε παντού νομική τάξη, επιβαλλόμενη από κάποια Αρχή, ακόμη και στο χώρο της πίστεως, εκκλησιαστικής ζωής, όχι όμως για την πραγμάτωση των σκοπών της Εκκλησίας, αλλά των στόχων της Πολιτείας, η οποία ως άλλος Μινώταυρος όφειλε να καταβροχθίζει και τη θρησκευτική ζωή, σύμφωνα με τις αρχές του διαφωτιστικού «λαϊκισμού» και της δυτικής εκκοσμικεύσεως.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η κριτική του όχι θεολόγου ex officio, αλλά θεολογικοτάτου στην παιδεία καθηγητή Νικ. Τωμαδάκη, όπως παρουσιάζεται σε παλαιότερο δημοσίευμά του. Για το θέμα μας ο Ν. Τωμαδάκης προσφέρει αξιοπρόσεκτες απόψεις. Δέχεται «αντιπάθειαν» του Κοραή προς τη θρησκεία, «την οποίαν έβλεπεν υπό το πρίσμα της εις πολλά κατά τον ηθικόν βίον σφαλλομένης εκκλησίας, και η οποία εξετείνετο και προς την Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν και την πνευματικήν αυτής παραγωγήν».
Η «γεροντική του εμπάθεια» τον έστρεψε κατά του Γρηγορίου Ε’ και του Ι. Καποδίστρια. «Εμίσει τους αργούς καλογήρους, χωρίς να υπολογίση το εκ της ευσεβείας του λαού (και δι’ αυτής της τιμής των αληθών ή ου λειψάνων) κέρδος του εθνισμού ημών, αλλά και της ηθικής συγκρατήσεως του Λαού». Δεν υποψιάζεται καν «το έργον του εθναποστόλου Κοσμά του Αιτωλού. Υπόπτως βλέπει ως δρώντας εν Ρωσσία τον πολύν Ευγένιον Βούλγαριν και τον Νικηφόρον Θεοτόκην. Τους πατριαρχικούς θεωρεί τουρκόφιλους, ως εάν το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως ηδύνατο να χαράξη άλλην πολιτικήν διασώσεως και προστασίας του ορθοδόξου ποιμνίου (…). Το έργον της Εκκλησίας βλέπει ηθικοδιδακτικόν και φιλανθρωπικόν ως ευσεβιστής (…). Πολεμεί τους εν Ανατολή Εκκλησιαστικούς, τους αντιταχθέντας εις τας ιδέας της Γαλλικής Επαναστάσεως, χωρίς να διακρίνη τας πολιτικάς ιδέας της από την αθεϊστικήν και αντιχριστιανικήν της θεωρίαν και πράξιν…».
Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε τις διαστάσεις της κριτικής της νεώτερης ελληνικής θεολογίας στον Κοραή. Όπως βλέπουμε, η στάση των θεολόγων μας απέναντί του κυμαίνεται από την πλήρη παραδοχή και κατάφασή του μέχρι την πλήρη απόρριψή του. Γιατί η στάση των θεολόγων μας απέναντί του εξαρτάται από τις δικές τους θεολογικές προϋποθέσεις, την παραδοσιακότητα ή ελευθεροφροσύνη τους, και προ πάντων την τοποθέτησή τους απέναντί στην κλασική αρχαιότητα και τη Δύση. Όσο περισσότερο ορθόδοξα είναι τα θεμέλια, τόσο ευκρινέστερα διακρίνει κανείς την αλλοίωση, την οποία επέφερε η γραμμή του Κοραή στην εκκλησιαστική μας παράδοση και στα θεολογικά κριτήριά μας, και που οδήγησε στην πνευματική εκείνη αλλοτρίωση, από την οποία απεγνωσμένα σήμερα προσπαθούμε να απελευθερωθούμε.
Κρινόμενος ο Κοραής με ανθρωπιστικά-ουμανιστικά κριτήρια, αναγνωρίζεται ως πρότυπο χριστιανικότητας, που ευεργέτησε το Έθνος σε όλο το φάσμα της ζωής του. Θεωρούμενος όμως με αυθεντικά αγιοπατερικά κριτήρια, δικαιώνει την κριτική του π. Ρωμανίδη, όσο και αν φαίνεται καταλυτική. Βέβαια δεν θα εξετάσουμε εδώ το ποσοστό της αγνοίας του Κοραή, για να ανακαλύψουμε τυχόν κρύφιες σκοπιμότητές του, διότι ο σκοπός μας δεν είναι, όπως είπαμε, η καταδίκη του Κοραή, αλλά μόνο η θεολογική αποτίμηση της προσφοράς του.
(…)
Είναι, λοιπόν, συγκινητική πράγματι η ηθικιστική κηρυγματική του Κοραή και η προσπάθειά του για ηθική βελτίωση των συμπατριωτών του. Είναι δε γεγονός, ότι για τον αθεολόγητο τα ηθικιστικά κηρύγματα πάντα δημιουργούν μεγάλες εντυπώσεις και θαυμασμό. Σημασία όμως έχει, ότι οι ηθικές προϋποθέσεις του Κοραή είναι καθαρά φιλοσοφικές και δυτικές, γιατί αγνοούν τελείως τον αγιοπνευματικό παράγοντα και την αναγεννητική δύναμη της θείας Χάρης. Αυτό που συμπερασματικά επιτρέπεται να πούμε για την ορθοδοξία του Κοραή είναι, ότι στο ποσοστό που της έμεινε πιστός, δεν εσήμανε γι’ αυτόν ποτέ η Ορθοδοξία κάτι περισσότερο από μια θρησκευτική φιλοσοφία ή ηθική. Το ύψιστο κριτήριο για τον Κοραή δεν ήταν η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, αλλ’ η αληθής φιλοσοφία, ο ορθός λόγος (ορθολογισμός-λογικοκρατία). Μένει ασφυκτικά ανθρωποκεντρικός, όταν οι άγιοι Πατέρες δεν βλέπουν περισσότερο από ένα «όργανο» τη φιλοσοφία και αναγνωρίζουν ως ύψιστο κριτήριο τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τη «θεωρία» (θεοπτία).
Ο Κοραής ταύτιζε τη φιλοσοφία με την αλήθεια. Η φιλοσοφία είχε γι’ αυτόν «δύναμιν ισόθεον».. Τη θρησκεία θεωρούσε «απλήν δόξαν και υπόληψιν του νου περί Θεού και των θείων πραγμάτων». Δεν είδε ποτέ την Ορθοδοξία ως αποκεκαλυμμένο τρόπο ζωής και αγιοπνευματικής εμπειρίας, όπως συνέβη λ.χ. με τον Αλ. Παπαδιαμάντη, η οποία οδηγεί στην ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο, με κατάληξη στο μοναδικό επί γης σκοπό της ορθόδοξης παράδοσης, τη θέωση. Ούτε πάλι —ανεξάρτητα από το αν διάβαζε Πατέρες— είδε τη θεολογία τους ως πρακτική επιστήμη-θεραπεία του πεπτωκότος ανθρώπου, κάτι δηλαδή περισσότερο από μια θεωρητική επιστήμη (γνώση) ή κώδικα ηθικής. Είχε όμως χάσει κάθε προϋπόθεση για μια τέτοια θεώρηση της πατερικής θεολογίας, κυριευμένος όπως ήταν από το θαυμασμό της φιλοσοφίας και την απολυτοποίησή της, όπως φαίνεται στη στάση του απέναντι στον Βολταίρο. Ο διαφωτισμός, απολυτοποιημένος, γέννα πάντα υπεροπτικά πνεύματα, ενώ η θεολογία ζητά «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην».
Ο Κοραής ταύτιζε τη θρησκεία με την πολιτική ηθική. «Η θρησκεία ονομάζεται παιδεία Κυρίου και το πλέον αξιοσημείωτον, παιδεία δικαιοσύνης, ήγουν διδάσκει ακριβώς ό,τι χρεωστεί να διδάσκη και η αληθινή Πολιτική». Η συχνή αναφορά του στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα γίνεται όχι σαν σε εκκλησιαστικό πατέρα, (και δεν είναι, πράγματι, εκκλησιαστικός πατέρας ο Κλήμης, παρά μόνο χριστιανός συγγραφέας και όχι μάρτυρας της παραδόσεως), αλλά σε ένα «γνωστικίζοντα» χριστιανό συγγραφέα, που προσέφερε ερείσματα στο διαφωτιστικό πρόγραμμα του Κοραή. Χρησιμοποιεί συχνά πατέρες ο Κοραής, αλλά με ένα πνεύμα υποκειμενικού εκλεκτισμού, κάτι, που επιβάλλει το πνεύμα του διαφωτισμού, από το οποίο εμφορείται. Και αυτόν τον Κλήμεντα —παρατηρεί ο Αλ. Παπαδερός— όχι σπάνια τον παρερμηνεύει.
Ο Κοραής ζητούσε στα έργα των Πατέρων —αγαπητά στους συμπατριώτες του— ιδέες, που θα στήριζαν τις δικές του απόψεις, καθιστώντας τες έτσι περισσότερο προσιτές και ευκολότερα αποδεκτές. Έβλεπε τους Πατέρες ως στηρίγματά του και όχι ως φορείς αληθείας και διδασκάλους ζωής αληθινής. Γι’ αυτό και ερμηνεύει τους Πατέρες σύμφωνα με τις πολιτικές αρχές του.
Για να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: δέχεται όσα για την παιδεία διδάσκουν οι Πατέρες, π.χ. ο Μ. Βασίλειος στο γνωστό λόγο του Προς τους νέους. Πουθενά όμως στο έργο του Κοραή δεν βρίσκουμε την προοπτική θεωρήσεως της παιδείας από τον Μ. Βασίλειο, και γενικά την Ορθοδοξία, και που είναι: «προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν», συνεπώς και την παιδευτική πολιτική μας. Αυτό που λείπει ολότελα από το έργο του Κοραή και το λόγο του είναι η κατακόρυφη διάσταση της θρησκευτικότητας, ώστε να μπορεί η θρησκευτικότητα να μεταμορφωθεί σε «ζωή εν Χριστώ». Και κατά τον Α. Παπαδερό ο Κοραής δεν θίγει μεν το δογματικό περιεχόμενο της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, απορρίπτει όμως τον παραδοσιακό τρόπο προσεγγίσεως και βιώσεώς του. Στην «αληθή θρησκείαν» του Κοραή δεν υπάρχει χώρος για «μυσταγωγία», «θεωρία», «ουρανοκατέβατον φως», «μυστικισμό». Όλα αυτά τα θεωρεί νεοπλατωνικά, όπως άλλωστε και όλοι οι δυτικοί ή δυτικόφρονες. Η Ορθοδοξία στον Κοραή έχει καταντήσει νεκρό γράμμα, δηλαδή άσαρκη ιδεολογία, που, είτε απορρίπτεται είτε όχι, είναι ένα και το αυτό.
Δεν είναι έτσι περίεργο, ότι ο Κοραής δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει τον μοναχισμό της Ανατολής, ως τρόπο ζωής, από εκείνον της Δύσεως, κάτι που ήταν απόλυτα φυσικά και ευνόητο για τον Μακρυγιάννη. Και αυτός ο Μπαλάνος θα παραδεχθεί ότι ο Κοραής «παρεγνώριζεν πως την συμβολήν του μοναχικού βίου κατά τους χρόνους της δουλείας και της εθνεγερσίας». Μέσα στον άκρατο αντιβυζαντινισμό του δεν μπόρεσε να καταλάβει, ο Κοραής, ότι το ορθόδοξο μοναστήρι πέρα από τις οποιεσδήποτε ατέλειες των προσώπων, υπήρξε ο χώρος διαπλάσεως της ελληνορθόδοξης συνειδήσεως, της διατηρήσεως των ελληνορθόδοξων κοινωνικών θεμελίων, του αγιασμού και της θεώσεως, της αναδείξεως των Νεομαρτύρων —των ακραιφνέστερων αντιστασιακών της τουρκοκρατίας—, αλλά και ο τόπος, όπου απεκρούσθη δυναμικά ο εξισλαμισμός και αφελληνισμός συνάμα, κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο.
Ενδεικτικά αναφέρουμε όσα γράφει ο Κοραής για το μοναχικό βίο στον «Ιερατικόν Συνέκδημόν» του: «Οι μοναχοί, αφίνοντες τα μοναστήρια, έφεραν μαζή των εις τας πόλεις και τας μακράς των προσευχάς, ταράσσοντες την ησυχίαν (sic) και ανατρέποντες τας οικίας των πολιτών», ως να μην ήταν για την Ορθοδοξία το μοναστήρι και η λατρεία η κιβωτός της εν Χριστώ ζωής και πνευματικότητας. Είναι γενικά αντίθετος στην ενίσχυση της φιλομοναστικής τάσεως.
Χαρακτηριστικές είναι και οι ερμηνείες του Κοραή για δύο από τα σημαντικότερα για την Ορθοδοξία φαινόμενα του ανατολικού μοναχισμού, τους «δια Χριστόν σαλούς» και τους στυλίτες. Οι πρώτοι είναι για τον Κοραή εκτροπή, αίρεση, μωρία και δεισιδαιμονία. Για τον επισημότερο δε εκπρόσωπο των δευτέρων, Συμεών, γράφει: «Το μέγα και πρωτότυπον του Θεού δώρον, το λογικόν, αντί να το τελειοποίηση εις ωφέλειαν εαυτού και των συγκοινωνών της πολιτείας, το κατέστρεψε, τεσσαράκοντα έτη εις στύλον λίθινον».
Είναι περίεργο, ότι ο Κοραής, μολονότι γιατρός, δεν θέλησε να ερευνήσει επιστημονικά τα Ιερά λείψανα μολονότι «πολύμορφον πνεύμα», αγνοεί πλήρως (στα έργα του) το φαινόμενο της «νοεράς ευχής», πεμπτουσίας της ορθοδόξου παραδόσεως· δεν ενδιαφέρθηκε δε καθόλου για το φαινόμενο των νεομαρτύρων, ενώ μιλεί για αγραμμάτους καλογήρους, νοθευτές κατ’ αυτόν της εκκλησιαστικής παραδόσεως, οι οποίοι όμως ανεδείκνυαν τους νεομάρτυρες ως πνευματικοί τους. Αδιαφόρησε τελείως για την κίνηση των Κολυβάδων και του αγίου Κοσμά του Αιτωλού και για το διαφωτιστικό, αλλά σε άλλη βάση και με άλλες προϋποθέσεις, αγώνα τους. Ξεκινώντας όμως από εντελώς προσωπικές εκτιμήσεις δεν μπορούσε να φαντασθεί μια ενδοεκκλησιαστική αναγέννηση, όπως εκείνη του αγίου Κοσμά και των συγχρόνων του Κολυβάδων. Μίαν αναγέννηση ερήμην των δικών του συλλήψεων και σχεδίων. Η μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του ίσως ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία του. Όσο μελετά κανείς τους αγιους μας Πατέρες όλων των αιώνων, τόσο διαπιστώνει την πνευματική γυμνότητα του Κοραή, παρά την πολυγνωσία του, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του κατηγόρου και σφοδρού πολεμίου του Κοραή, Απ. Μακράκη.
Ο Κοραής θεμελίωσε και την ηθικολογική κηρυγματική του κλήρου μας έξω από τα πλαίσια της ορθόδοξης πνευματικότητας, που είναι το οντολογικό θεμέλιο κάθε δράσεως. Τους ιερείς θέλει να ασχολούνται με «την καλλιέργεια του λογικού», «να στρέφωσιν όλην αυτών την προσοχήν εις την διδαχήν και εξήγησιν της ευαγγελικής ηθικής». Ο ιερεύς του Υψίστου είναι «διδάσκαλος της ηθικής». Ο ιεροκήρυκας έχει χρέος μοναδικό «να διδάσκη τους προκατηχουμένους το ηθικόν μέρος της θρησκείας». Και το σπουδαιότερο: «Οι εξηγηταί του Ευαγγελίου χρεωστούν προ πάντων να πολεμώσιν ακαταπαύστως τας δεισιδαιμονίας, να διδάσκωσι καθ’ ημέραν τον λαόν, να μη προσμένη την σωτηρίαν του μήτε από μακράς ακολουθίας και προσευχάς, μήτε από μακράς νηστείας, αλλά από την πλήρωσιν της διδασκομένης από τον Χριστόν αδελφικής ισότητος, αγάπης, ειρήνης, δικαιοσύνης, ισοπολιτείας», ως να ήτο δυνατή η μορφή αυτή κοινωνίας χωρίς τη θεραπευτική μέθοδο του Χριστού, που εκφράζεται με την πνευματικότητα της Εκκλησίας. Τέλεια αποξένωση από τα ορθόδοξα κριτήρια!
Δεν είναι λοιπόν περίεργο, ούτε και ανεξήγητο, πως, ενώ συνέπεσε ο Κοραής χρονικά με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, διαφοροποιήθηκε από εκείνον τόσο πολύ, ώστε να καταλήξει στη γραμμή του Βαρλαάμ και των ομοφρόνων του, υποτάσσοντας την πίστη στη φιλοσοφία και τη δύναμη του ορθού λόγου. Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ο Κοραής συνεχιστής ακόμη και του Ν. Θεοτόκη. Σύμφωνα με την κρίση του Φ. Ηλιού, «το έργο του Κοραή εντάσσεται οργανικά, μέσα στα πλαίσια της ιδεολογίας». Ο Κοραής θα γίνει «ο κύριος αγωγός για την μετακένωση των αντιλήψεων των ιδεολόγων στην καθ’ ημάς Ανατολήν».
Με όλα τα παραπάνω δεν θέλουμε να αρνηθούμε την επιθυμία του Κοραή, έστω με το δικό του τρόπο, τις αρχές και τη μέθοδό του, να ωφελήσει το Έθνος, οδηγώντας το εκεί, όπου κατά την κρίση του βρισκόταν η σωτηρία του. Η απόσταση όμως του Κοραή από την πίστη των Πατέρων του και ο «ευρωπαϊκός» χριστιανισμός του εξηγεί κατά τον καλύτερο τρόπο την επίδρασή του στην πνευματική και ιδεολογική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού και στην άμβλυνση των παραδοσιακών μας κριτηρίων.
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ – ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ TOΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Πρώτη έκδοση, Αθήνα 1986 – Επανεκδόσεις: 1989, 1994. 1998 – Παρούσα επανέκδοση, Αθήνα 2001
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
https://tasthyras.wordpress.com/2023/02/13/ο-αδαμάντιος-κοραής-και-η-ορθοδοξία/#more-66503