Ὁ Ἀδελφός  Κωνσταντῖνος ἁγιογράφος 

 π.Ἰωαννίκιος  Μπάλαν
Μοῦ ἐδιηγεῖτο ἀκόμη τά ἑξῆς ὁ πατήρ Κλεόπας: <῞Οταν ἤμουν Δόκιμος μοναχός, εἶχα ταλέντο στήν ἁγιογραφία. Μέ εἶχε διδάξει ζωγραφική τῶν εἰκόνων ἕνας μοναχός, Νεῖλος τό ὄνομά του ἀπό τήν Μονή Σέκου. ῞Οταν ἐσυνήθισα στήν ἰχνογραφία τῶν μορφῶν ἄρχισα  τήν ζωγραφική μέ νεροχρώματα καί ἐδούλευα καλά μέ τό πινέλλο. ‘Ενίοτε ἐρχόταν ὁ ‘Ηγούμενος στό κελλί μου νά ἰδῆ πῶς ζωγραφίζω καί τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἐργασία μου. ‘Αλλά ἐγώ εἶχα μπεῖ στόν πειρασμό τῶν χρημάτων, διότι μόνος μου ἀγόραζα τά χρώματα καί ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωγραφική τῶν εἰκόνων.

Μιά φορά ἦλθε ὁ στάρετς στό κελλί μου καί μέ πείραξε μέ τήν ἐρώτησι:
-Τί τιμή ἔχει αὐτή ἡ εἰκόνα;
-Δέν τήν κάνω γιά χρήματα, Γέροντα! Τοῦ ἀπήντησα ἐγώ.
-Γι’αὐτό, ‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, σέ ἐρωτῶ γιά τήν τιμή της, διότι εἶναι ὡραία! Μοῦ εἶπε δοκιμάζοντάς με ὁ στάρετς.
῞Οταν εἶδα ἐγώ ὅτι πρέπει νά κοστολογήσω τήν εἰκόνα καί θά ἔχω χρήματα ἀπό τούς ἀνθρώπους, φοβήθηκα μήθως νικηθῶ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν χρηματολατρεία. Κάποια ἡμέρα, ἦλθε ὁ πατήρ Κυριᾶκος, ὁ Οἰκονόμος τῆς Σκήτης στό κελλί μου καί μοῦ εἶπε:
<‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἄφησε τήν ἁγιογραφία καί πήγαινε σέ ἄλλο διακόνημα!. ῎Ετσι, ἀπό τότε ἄφησα γιά πάντα τήν ἁγιογραφία κι ἔγινα τσοπάνης τῶν ζώων τῆς Σκήτης μας.
῎Ετσι, λυτρώθηκα ἀπό δύο μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀπό τήν
ὑπερηφάνεια καί τήν φιλαργυρία!


‘Ο μοναχός Γαλακτίων ὁ πρῶτος σύμβουλος τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου.

Αὐτός ὁ ἐνάρετος μοναχός, καταγόμενος ἐκ προγόνων ἀπό τό χωριό Σαλίστεα Σιμπίου, γεννήθηκε στήν Κοινότητα Πιπιρίγκ τοῦ νομοῦ Νεάμτς ἀπό γονεῖς πτωχούς, ἀλλά εὐσεβεῖς. Στά νειᾶτα του ἦτο στό χωριό του τσοπάνης.
‘Αργότερα, ἐπιθυμῶνας ν’ ἀκολουθήση τόν Χριστό, τό ἔτος1918 εἰσῆλθε στήν μοναχική ἄσκησι στήν Σκήτη Συχαστρία, καρείς καί μοναχός τό ἔτος 1925. ‘Εδῶ εἶχε τό ἴδιο εὐλογημένο διακόνημα, βόσκοντας τά πρόβατα τῆς Σκήτης ἐπί 25 χρόνια. Αὐτός ὁ ὅσιος μοναχός ἦτο ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής. Αὐτός συνέβαλε πολύ στήν πνευματική κατάρτισι τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου ‘Ηλίε, ὁ ὁποῖος ἦτο βοηθός του στό διακόνημα αὐτό στά χρόνια 1930-1942.
‘Ιδού μερικές πτυχές ἀπό τ’ ἀγωνίσματα αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου ἀπό τόν Θεό Γέροντος Γαλακτίωνος.
Μᾶς ἔλεγε ὁ ὑποτακτικός του, Δόκιμος Κωνσταντῖνος, ὅτι ὁ πατήρ Γαλακτίων δέν ἔτρωγε ποτέ μέχρι πού νά ἐτελείωνε τόν μοναχικό του Κανόνα. ῞Οταν τόν καλοῦσαν οἱ ‘Αδελφοί στήν Τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε: <Συγχωρήσατέ με, ‘Αδελφοί, ἐγώ δέν ἔκανα ἀκόμη τίς ὑποχρεώσεις μου πρός τόν Θεό. Συνεπῶς, πῶς νά φάγω, ἀφοῦ ἔχω τά χρέη μου ἀνεξόφλητα;
῞Υστερα ὁ πατήρ ἀναχωροῦσε γιά τό δάσος, ἐτελείωνε τίς προσευχές του καί κατόπιν καθόταν γιά νά φάγη.
Μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ ὑποτακτικός του ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἔτρωγε τήν Τετάρτη καί Παρασκευή μέχρι τό βράδυ, μέχρι πού ἐφαίνοντο τ’ ἄστρα. Τότε μόνο ὁ πατήρ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ζητοῦσε συγχώρεσι ἀπό ὅλους, ἔπαιρνε τό ἀντίδωρο καί ἔτρωγε μέ τήν ἡσυχία του. Μιά φορά τόν ἐρώτησε ὁ μαθητής του:
-Πάτερ Γαλακτίων, ἡ ἡμέρα εἶναι μεγάλη καί ἡ ὁσιότης σου εἶσαι ἀδύνατος καί γέρων. Δέν θά εἶναι καλά νά διακόψης τό πρόγραμμα αὐτό τοῦ φαγητοῦ σου καί νά τρώγης ἐνωρίτερα;
-‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἄκουσε τί μοῦ εἶπε ὁ πατήρ  ‘Αθανάσιος ἀπό τό Μοναστήρι Νεάμτς. Κάποτε ἕνας ἅγιος εἶδε πώς μετέφεραν ἕνα νεκρό στόν τάφο, ἀλλά μπροστά καί πίσω του τόν συνώδευαν δυό ὡραιώτατοι ἄγγελοι. Τότε ἐκεῖνος ὁ ῞Αγιος τούς ἐρώτησε:
-Ποιοί εἶσθε ἐσεῖς; Καί οἱ ῎Αγγελοι τοῦ ἀπήντησαν:
-‘Εγώ ὀνομάζομαι Τετάρτη κι ἐγώ Παρασκευή! ῎Ηλθαμε ἐδῶ μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου νά βοηθήσουμε αὐτήν τήν ψυχή, ἡ ὁποία σ’ ὅλη τήν ζωή της ἐνήστευε Τετάρτη καί Παρασκευή πρός τιμήν τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας>.
῞Οταν μοῦ εἶπε αὐτή τήν ἱστορία ὁ πατήρ ‘Αθανάσιος, ἔπαυσα κι ἐγώ νά τρώγω αὐτές τίς ἡμέρες γιά νά βοηθήσουν κι ἐμένα ἡ ‘Αγία Τετάρτη καί ἡ ‘Αγία Παρασκευή στήν ὥρα τοῦ θανάτου μου.
Αὐτός ὁ ταπεινός μοναχός, ἐάν ἔβλεπε κάποιον νά περνᾶ δίπλα ἀπό τήν στάνη του, ἀμέσως ἔλεγε στόν βοηθό του:
-Πήγαινε, ἀδελφέ Κωνσταντῖνε καί εἰδοποίησε αὐτόν τόν ἄνθρωπο νά μείνη καί νά φάγη μαζί μας, διότι ἐδῶ τά πρόβατα εἶναι σάν μία πηγή καί, ἄν δέν δώσης ἀπ’αὐτή τήν πηγή, σίγουρα θά ξεραθῆ. ‘Ενῶ, ἄν δώσης ἔστω καί λίγο, ὁ Θεός θά φυλάξη τά πρόβατα ὑγιεινά. ‘Ακόμη νά μή γνωρίζης σέ ποιόν δίνεις τήν βοήθεια, διότι αὐτό εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Κυρίου γιά ἐμᾶς καί τήν Σκήτη μας.
Μοῦ ἔλεγαν ἀκόμη οἱ μαθηταί του ὅτι οὐδέποτε  εἶδαν τόν π. Γαλακτίωνα νά τρώγη μόνος του κάτι στά κρυφά. ‘Εάν ἐλάμβανε κάτι φαγώσιμο ἀπό τό Μοναστήρι, δέν γευόταν τίποτε μέχρι πού θά ἐπέστρεφε ἀπό τό διακόνημά του. Σ’ αὐτό προέτρεπε καί τούς ἄλλους νά κάνουν τό ἴδιο.
-Γιατί δέν τρώγεις ποτέ μόνος σου, πάτερ Γαλακτίων, τόν ἐρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι ‘Αδελφοί. καί αὐτός τούς ἀπαντοῦσε:
-Εἶναι μέγας ὁ κίνδυνος γιά τόν μοναχό νά τρώγη μόνος του κρυφά ἀπό τούς ἄλλους! Μετά μέ πραεῖα καρδιά ἐπρόσθεσε:
-῎Εε, ‘Αδελφοί, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀδελφωσύνη ξεπερνοῦν κατά πολύ τόν πλοῦτο!

Ο πατήρ Γαλακτίων ἦτο ὁ πτωχότερος μοναχός τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε μία μόνο στολή ἀπό ροῦχα, μία κάπα καί μερικά ἐσώρουχα γιά νά ἀλλάζη. Κάποτε τόν ἐρώτησε ὁ μαθητής του:
-Γιατί δέν κάνεις καί ἡ ὁσιότης σου μερικά καινούργια ροῦχα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες; Καί ὁ Γέρων τοῦ ἀπήντησε:
-‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἐξωμολογήθηκα σ’ ἕνα ἐρημίτη, τόν ὁποῖον συνάντησα, ὅταν ἔβοσκα τά πρόβατα στό δάσος. Αὐτός μοῦ εἶπε: <Πάτερ Γαλακτίων, νά ἔχης τόση περιουσία, ὅση εἶναι δυνατόν νά μεταφερθῆ μιά φορά ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο!> Κατόπιν ἐπρόσθεσε: <Νά μή παραλείπης ποτέ τόν κανόνα τῶν προσευχῶν σου, τῶν μετανοιῶν σου. Νά λέγης συνεχῶς τήν εὐχή τοῦ ‘Ιησοῦ καί νά εἶσαι εἰρηνικός μέ ὅλους, πρίν ἀπό τήν δύσι τοῦ ἡλίου! ‘Εάν τά φυλάξης ὅλα αὐτά, ὁ Θεός θά σοῦ χαρίση τόπο στόν παράδεισο.
῎Αλλη φορά συνήντησε ὁ Γέροντας στό δάσος ἕναν ἅγιο ‘Ερημίτη καί τόν ἐρώτησε:
-Λέγε μου, πάτερ, πότε θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου;
Καί ὁ ὅσιος ‘Ησυχαστής στενάζοντας τοῦ εἶπε:
-Γνωρίζεις πότε θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου; ῞Οταν δέν θά ὑπάρχη δρόμος ἀπό τήν μιά γειτονιά στήν ἄλλη! Δηλαδή, ὅταν θά ἐκλείψη ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Τό βράδυ, ἐσυνήθιζε ὁ πατήρ Γαλακτίων νά βάζη τούς ‘Αδελφούς νά διαβάζουν ἀπό  τό Ψαλτήριο  καί τήν ‘Αγία Γραφή, διότι ἐπιθυμοῦσε πάρα πολύ νά ἀκούη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε  εἶπε στόν μαθητή του:
-‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, σέ παρακαλῶ διάβασε ἀκόμη ἀπό τήν ‘Αγία Γραφή γιά τήν ὑπομονή τοῦ ‘Ιώβ.
῞Οσο καιρό ἐδιάβαζε ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος, ὁ πατήρ Γαλακτίων ἔκλαιγε. Κατόπιν ἐπρόσθεσε:
-‘Ιδού, αὐτός ἦτο ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος στόν κόσμο, διότι δέν παραπονέθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοῦ ἐπῆρε τά πρόβατά του, τά βόδια καί τά παιδιά του. ‘Ενῶ ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, πόσο ἀδύνατος εἶμαι στήν πίστι! ‘Εάν ἀσθενήση ἤ κτυπήση κάποιο πρόβατο ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἠμπορῶ οὔτε νά φάγω!
-Γιατί τότε δέν ἠμπορεῖς νά φάγης, πάτερ Γαλακτίων; Τόν ἐρώτησε ὁ ὑποτακτικός του.
-Δέν ἔχω πλέον κουράγιο νά φάγω, ὅταν βλέπω ὅτι ὁ Θεός παιδεύει τό κοπάδι μου, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου!
Μετά ἀπό 12 χρόνια διακονίας στήν στάνη τῶν προβάτων καί σέ ἄλλες ὑπηρεσίες τῆς Μονῆς, τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1942 ὁ μοναχός Κλεόπας ‘Ηλίε διωρίσθηκε ἀναπληρωτής τοῦ ‘Ηγουμένου στήν Σκήτη Συχαστρία καί ὁ πατήρ Γαλακτίων εἶχε ἄλλους βοηθούς του στά πρόβατα.
Τό φθινόπωρο τοῦ 1946, μετά ἀπό 30 χρόνια ὑπακοῆς, ὁ πατήρ Γαλακτίων ἔσπασε τό πόδι του. ‘Ενῶ καθόταν στό κρεββάτι καί περίμενε τό τέλος, ἄκουσε ὅτι ἀπέθανε ἕνας μοναχός, ὀνόματι Ναζάριος. Τότε εἶπε στόν πρώην μαθητή του, τόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος ἐν τῶ μεταξύ εἶχε γίνει στάρετς τῆς Σκήτης:
-Σᾶς παρακαλῶ, πάτερ ‘Ηγούμενε, νά μή θάψετε τόν π. Ναζάριο χωρίς νά πάρετε καί μένα! Μή κάνετε ἔξοδα δύο φορές! Αὔριο τό βράδυ στίς 6 ἡ ὥρα θά φύγω κι ἐγώ ἀπ’ αὐτή τήν ζωή!
Τήν ἑπομένη ἡμέρα, στήν καθωρισμένη ὥρα, ὁ πατήρ Γαλακτίων, ὁ καλός καί ἀκούραστος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἡμέρα ἐκείνη εἶχε συμπληρώσει 64 χρόνια ζωή ἐπί τῆς γῆς! ῎Ετσι ἐτελείωσε τήν ζωή του αὐτός ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς, ὁ πνευματικός σύμβουλος τοῦ π. Κλεόπα καί συνδιακονητής του στά πρόβατα.

Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου 
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω 
1999
Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________


Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.