Ο Απόστολος Παύλος

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

Α΄ Γενικά: Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας μεταξύ των ετών 5- 15 μ.Χ. και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στη Ρώμη μεταξύ των ετών 66-68 μ.Χ. Υπήρξε συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος, μάλιστα δε με τον Πέτρο ως πρωτοκορυφαίος μεταξύ των Αποστόλων και άγιος. Ήταν μία από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη, προσωπικότητα της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Κυρίου, πρωτοστατώντας στο κήρυγμα του Ευαγγελίου έξω από τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού, δίνοντας στη νέα θρησκεία μια παγκόσμια διάσταση. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα Απόστολος των εθνών και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων. Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. ζ΄ 58, η΄ 1 κ.ά.), κατα τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό, ιδιαίτερα δε οι Εβραίοι, όπως ο Παύλος, που είχαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.

Β΄ Καταγωγή – μόρφωση: Ασφαλείς πληροφορίες για τη ζωή του Αποστόλου παίρνουμε μόνο από την Καινή Διαθήκη. Μέσα από διάφορα εδάφια των Πράξεων και των Επιστολών, είναι δυνατόν να δώσουμε το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό.

Έτσι, ενδεικτικά, συμπεραίνουμε: 1. Ότι ήταν Ιουδαίος από την Ταρσό (Πραξ. κα΄ 39), 2. Ότι στην Ταρσό, πόλη εφάμιλλη στα γράμματα, την εποχή εκείνη, με την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, μαθήτευσε κοντά στο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, απ’ τον οποίο διδάχτηκε το Μωσαϊκό Νόμο και έγινε ζηλωτής του. (Πράξ. κβ΄3) 3. Ότι δέχτηκε την περιτομή, ότι ήταν Φαρισαίος όπως και ο πατέρας του και ότι ήταν ζηλωτής – διώκτης της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας (Φιλιπ. γ΄ 5-6, Πράξ. κγ΄6, Β΄ Κορ. ια΄22 και Ρωμ. ια΄1). Ακόμα ο ίδιος προσθέτει: “Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ’ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν Ἱεροσολύμοις ἴσασι πάντες Ἰουδαῖοι, προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος.” (Πραξ. κστ΄ 4,5), όπως επίσης: “Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν” (Γαλ. α΄13). Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς, της φυλής του Βενιαμίν. Ο πατέρας του πρέπει να ήταν επιφανής Ιουδαίος, μιας και ήταν Ρωμαίος πολίτης, και ανήκε στην ιουδαϊκή αίρεση των Φαρισαίων. Πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 5 έως 15 μ.Χ., κι αυτό προκύπτει από το χωρίο των Πράξεων ζ΄ 58, όπου ο Παύλος χαρακτηρίζεται “νεανίας” κατά το λιθοβολισμό του Στεφάνου (30-33 μ.Χ.), ενώ στον 9ο στίχο της προς Φιλήμονα Επιστολής του, που γράφηκε μεταξύ των ετώ 61 και 62 μ.Χ., αυτοχαρακτηρίζεται “πρεσβύτης”.

Το εβραϊκό του όνομα ήταν Σαούλ, αλλά στις εξωιουδαϊκές του δραστηριότητες ήταν γνωστός με το όνομα Παύλος. Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή, πράγμα που δεν τον εμπόδιζε να γνωρίζει και την ελληνική, γιατί οι παραπομπές του στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης είναι από την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα. Γνωρίζουμε ακόμη πως ο Απόστολος είχε μια αδελφή του εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ, καθώς και έναν ανηψιό απ’ αυτή: “ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ.” (Πράξ. κγ΄ 16). Εκεί, στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας, όπου φαίνεται πως θα μετέβαινε ο Παύλος συχνά, λόγω των συγγενών του, συνάντησε τον Γαμαλιήλ, το μεγάλο νομοδιδάσκαλο του οποίου έγινε και μαθητής. Χάρις στο δάσκαλό του, έγινε βαθύς γνώστης της Θεολογίας των Ιουδαίων και αυστηρός, αλλά αγνός, ερμηνευτής του Μωσαϊκού Νόμου. Εν τούτοις ο Απόστολος παρουσιάζεται, και στα κείμενά του, ως γνώστης και της θρησκείας των Ρωμαίων και γενικά των Εθνικών. Άλλωστε, σύμφωνα με το Στράβωνα, η Ταρσός ήταν κέντρο των γραμμάτων, την εποχή εκείνη, και έδρα πολλών φιλοσοφικών σχολών, κυρίως των Στωικών, κατά συνέπεια ο Παύλος ήταν εύκολο να διδαχθεί και την Ελληνική γλώσσα, ερχόμενος σε επαφή με τον ελληνιστικό πολιτισμό, που κυριαρχούσε ακόμη. Σε κείμενά του παρατηρούμε κάποια αποσπάσματα Ελλήνων ποιητών. Έτσι για παράδειγμα γράφει: “μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί.1” (Α΄ Κορ. ιε΄33) και αλλού: “εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί.2” (Τίτ. α΄ 12).

Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Απόστολος εκτός από τις θεωρητικές γνώσεις, ήξερε και την τέχνη του σκηνοποιού, ώστε να είναι βιοτικά αυτάρκης.

Τα χαρακτηριστικά του Αποστόλου: Ο Παύλος αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο το αντιμετώπιζε ως θείο δώρο για να μην καυχάται για τον εαυτό του, κι αυτό προκύπτει από πολλά χωρία των Επιστολών του. Έτσι διαβάζουμε: “ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαὶ, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος.” (Β΄ Κορ. ι΄10), “Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.” (Β΄Κορ. ιβ΄7), “ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.” (Β΄Κορ. ιβ΄9), “οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον” (Γαλ. δ΄13). Και ενώ δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε από ποια ασθένεια έπασχε3, είναι σίγουρο πως αυτή ήταν μάλλον ιδιαίτερα επώδυνη: “ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ·” (Β΄Κορ. ιβ΄8). Ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Ευσέβιος στην “Εκκλησιαστική Ιστορία” του ισχυρίζονταν ότι ο Απόστολος είχε νυμφευθεί στο παρελθόν και ίσως τον καιρό της δράσης του ήταν σε χηρεία. Και οι δύο Πατέρες στηρίζονται στο εδάφιο: ”θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως. Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ” (Α΄Κορ. ζ΄ 7-8). Πάντως η έκφραση “έκαστος ίδιον χάρισμα έχει” ταιριάζει περισσότερο σε άγαμο παρά σε κάποιον που βρισκόταν σε χηρεία.

Ο διώκτης του Χριστιανισμού: Ούτε οι επιστολές, ούτε οι Πράξεις μας βεβαιώνουν ότι ο Παύλος είχε συναντήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του4. Όμως, κατά το διάστημα αυτό, ο “νεανίας” Παύλος (Πράξ. ζ΄58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα – πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. θ΄1), και πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στο διωγμό εναντίον των Ιουδαίων χριστιανών. Το διωγμό αυτό τον αναφέρει ο ίδιος ο Απόστολος στις Επιστολές του: “Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν“ (Γαλ. α΄13), “ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ·” (Α΄Κορ. ιε΄9) και αλλού: “κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος.” (Φιλ. γ΄6). Στο βιβλίο των Πράξεων ο Ευαγγελιστής Λουκάς επιβεβαιώνει τις διώξεις των Χριστιανών από τον Παύλο: “Σαῦλος δὲ ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν.” (Πράξ. η΄3), “Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ ᾐτήσατο παρ’ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ.” (Πράξ. θ΄1,2) και, όπως ο ίδιος δηλώνει, “πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι· ὃ καὶ ἐποίησα ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, ἀναιρουμένων τε αὐτῶν κατήνεγκα ψῆφον, καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ’ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων” (Πράξ. κστ΄ 9-11). Αυτή η εκδήλωση μίσους κατά των ομοεθνών του χριστιανών οφείλεται στην αγάπη του για το ιουδαϊκο έθνος, το επιλεγμένο από το Θεό για να εκπληρώσει μέσω αυτού τη Θεία Οικονομία, στο ζήλο του για την πατρογονική θρησκεία και στην απόρριψη του Ιησού ως του αναμενόμενου Μεσσία, λόγω του ατιμωτικού Του θανάτου στο Σταυρό, του κηρύγματος Του περί της κατάλυσης διατάξεων του Νόμου και των προβλέψεων Του για κατάστροφή του Ναού.

Η μεταστροφή του: Για το γεγονός της μεταστροφής του Παύλου από τη θέση του διώκτη του Χριστού σ’ αυτή του κήρυκα της νέας θρησκείας έχουμε αναφορές από τον ίδιο τον Παύλο. Ας τις δούμε αναλυτικά:

α΄ “Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν” (Γαλ. α΄11-13)

β΄ ”Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι.” (Γαλ. α΄15-16)

γ΄ ”Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ” (Α΄Κορ. α΄1)

δ΄ ”ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί.” (Α΄Κορ. ιε΄8)

ε΄ ”οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι, διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω, ἐφ’ ᾧ καὶ κατελήφθην ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ.” (Φιλιπ. γ΄12).

στ΄ “ὅτι κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνώρισέ μοι τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ” (Εφεσ. γ΄3).

Αναφορές στο γεγονός της μεταστροφής του Παύλου δίνει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο ιερό βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων:

α΄ “ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; εἶπε δέ· Τίς εἶ, κύριε; ὁ δέ Κύριος εἶπεν· Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις· ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν. οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες. ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν. καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν. Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἁνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἁνανία. ὁ δὲ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἁνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. ἀπεκρίθη δὲ Ἁνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. Ἀπῆλθε δὲ Ἁνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ἁγίου. καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.(Πραξ. θ΄3-29)

β΄ “Ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ5 παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιὴλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον. ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, ὡς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ μοι καὶ πᾶν τὸ πρεσβυτέριον· παρ’ ὧν καὶ ἐπιστολὰς δεξάμενος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε ὄντας δεδεμένους εἰς Ἱερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν. Ἐγένετο δέ μοι πορευομένῳ καὶ ἐγγίζοντι τῇ Δαμασκῷ περὶ μεσημβρίαν ἐξαίφνης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ περιαστράψαι φῶς ἱκανὸν περὶ ἐμέ, ἔπεσόν τε εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· Σαοὺλ, Σαούλ, τί με διώκεις; ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· τίς εἶ, Κύριε; εἶπέ τε πρός με· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὃν σὺ διώκεις. οἱ δὲ σὺν ἐμοὶ ὄντες τὸ μὲν φῶς ἐθεάσαντο καὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο, τὴν δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν τοῦ λαλοῦντός μοι. εἶπον δέ· τί ποιήσω, Κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρός με· ἀναστὰς πορεύου εἰς Δαμασκόν, κἀκεῖ σοι λαληθήσεται περὶ πάντων ὧν τέτακταί σοι ποιῆσαι. ὡς δὲ οὐκ ἐνέβλεπον ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου, χειραγωγούμενος ὑπὸ τῶν συνόντων μοι ἦλθον εἰς Δαμασκόν. Ἀνανίας δέ τις, ἀνὴρ εὐλαβὴς κατὰ τὸν νόμον, μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Δαμασκῷ Ἰουδαίων, ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέ μοι· Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀνάβλεψον. κἀγὼ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἀνέβλεψα εἰς αὐτόν. ὁ δὲ εἶπεν· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν τὸν δίκαιον καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτῷ πρὸς πάντας ἀνθρώπους ὧν ἑώρακας καὶ ἤκουσας. καὶ νῦν τί μέλλεις; ἀναστὰς βάπτισαι καὶ ἀπόλουσαι τὰς ἁμαρτίας σου, ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει καὶ ἰδεῖν αὐτὸν λέγοντά μοι· σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλήμ, διότι οὐ παραδέξονταί σου μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ. κἀγὼ εἶπον· Κύριε, αὐτοὶ ἐπίστανται ὅτι ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ σέ· καὶ ὅτε ἐξεχετο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν ἀναιρούντων αὐτόν. καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη6 μακρὰν ἐξαποστελῶ σε.(Πραξ. κβ΄3-21).

γ΄ “ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου δεῖν πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι· ὃ καὶ ἐποίησα ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, ἀναιρουμένων τε αὐτῶν κατήνεγκα ψῆφον, καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ’ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ, Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν7, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.” (Πραξ. κστ΄9-20)

Μελετώντας αυτά τα εδάφια αντιλαμβανόμαστε ότι ο Παύλος δεν έγινε χριστιανός από κάποιον Απόστολο ή κήρυκα του Ευαγγελίου, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος τον κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα και στο ευαγγελικό έργο. Μάλιστα, όπως ο ίδιος ο Απόστολος δηλώνει, ο Θεός τον είχε προορισμένο ως “σκεύος εκλογής Του”, “εκ κοιλίας μητρός του” (Γαλ. α΄15). Το περιστατικό αυτό της κλήσης του από τον Κύριο περιγράφεται αναλυτικά στα τρια εδάφια των Πράξεων που παρατέθηκαν προηγουμένως. Κεντρικό σημείο στην υπόθεση της μεταστροφής του Απόστόλου ήταν ασφαλώς το όραμα του Κυρίου “εν δόξη”. Μ’ αυτό το όραμα ο Παύλος πείστηκε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε πράγματι και ανελήφθη στους ουρανούς. Επίσης βεβαιώθηκε για την κατάργηση της “κατάρας” του σταυρικού θανάτου που υπήρχε στο Νόμο. Είναι όμως βέβαιο πως με το όραμά του ο Απόστολος άνοιξε το δρόμο στη διάδοση της νέας θρησκείας προς τον κόσμο των Εθνών. Έτσι το όραμά του σηματοδοτεί τη μετάβαση της διάδοσης του Ευαγγελίου έξω από το στενό ιουδαϊκό περίγυρο, προς τον ειδωλολατρικό κόσμο των Ελληνιστικών Χρόνων. Μετά το γεγονός της κλήσης του, για να επανέλθουμε στη διήγηση των Πράξεων, ο Παύλος οδηγήθηκε στη Δαμασκό, στο σπίτι του Ανανία, ο οποίος ειδοποιήθηκε από τον Χριστό και θεράπευσε τον Παύλο από την τύφλωσή του. Ακολούθησε η βάπτιση του από τον Ανανία και κατόπιν άρχισε η ιεραποστολική πορεία του προς τα Έθνη.

Ο νέος Απόστολος: Μετά τη βάπτισή του ο Παύλος άρχισε στη Δαμασκό το έργο του: “εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσε τὸν Ἰησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ” (Πραξ. θ΄20). Aυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ιουδαίων της περιοχής οι οποίοι, έχοντας τη στήριξη του τοπικού ηγεμόνα Αρέθα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν: “ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν·” (Πράξ. θ΄23). Οι χριστιανοί τότε φυγάδεψαν τον Απόστολο στην Αραβία, στο βασίλειο των Ναβαταίων. Λίγο αργότερα, μόλις η κατάσταση έγινε λιγότερο επικίνδυνη, ο Παύλος επέστρεψε στη Δαμασκό όπου και συνέχισε το έργο του για τρία περίου έτη. Έπειτα ο Παύλος μετέβη στην Ιεουσαλήμ με σκοπό να συναντήσει τον Πέτρο, συνοδευόμενος από τον Απόστολο Βαρνάβα: “Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε·“ (Γαλ. α΄18). Εκεί, τελικά, συναντήθηκε με τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο: “ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου” (Γαλ. α΄19). Είναι ανθρωπίνως λογικό το ότι ο Παύλος συνάντησε μια έντονη επιφυλακτικότητα από τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς από τη μιά μεριά, λόγω των διώξεών του στο πρόσφατο παρελθόν, κι από την άλλη από τους Ιουδαίους που εξεπλάγησαν με τη μεταστροφή του. Έτσι αφού έμεινε στην ιερή πόλη μόνο για δεκαπέντε ημέρες, φυγαδεύτηκε από τους χριστιανούς και μέσω Καισάρειας επέστρεψε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Ταρσό. Μήνες αργότερα ο Βαρνάβας τον έφερε στην Αντιόχεια για να βοηθήσει το έργο της εκεί Εκκλησίας. Από την Αντιόχεια ο Απόστολος, και πάλι μαζί με τον Βαρνάβα, μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα για να φέρουν βοήθεια από τους χριστιανούς της Αντιοχείας προς τους πιστούς της Ιουδαίας στην περίοδο του λιμού που έγινε στα χρόνια του Κλαύδιου: “ τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς εὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.“ (Πράξ.ια΄30)

Η πρώτη περιοδεία του Αποστόλου Παύλου: Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: “εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς. τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον” (Πράξ. ιγ΄2-4). Έτσι ξεκίνησε η πρώτη προσπάθεια διάδοσης του Ευαγγελίου έξω από τα στενά όρια της Παλαιστίνης, προς τους Ιουδαίους της διασποράς, στην αρχή, και τους Εθνικούς στη συνέχεια. Αυτή ονομάστηκε πρώτη αποστολική περιοδεία του Παύλου και περιγράφεται στο βιβλίο των Πράξεων, στα κεφάλαια ιγ΄και ιδ΄. Εκεί διαβάζουμε πώς ο Παύλος, ο Βαρνάβας και ο ανεψιός του τελευταίου, Μάρκος,8 ξεκίνησαν την πρωτόγνωρη αυτή αποστολή από την Αντιόχεια, στην Κύπρο, στην Παμφυλία, στην Πισιδία, στη Λυκαονία (Ν. Γαλατία) και τις πόλεις της τελευταίας: Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη. Όμως η εχθρότητα που συνάντησαν από τους εκεί Ιουδαίους της διασποράς, παρ’ όλο που το κύρηγμα του Αποστόλου βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και τις εξαγγελίες της που πραγματώθηκαν με την έλευση του Κυρίου, τους έκανε να στραφούν γρήγορα στους Εθνικούς και στους εξ εθνών Ιουδαίους (προσηλύτους δηλαδή στον Ιουδαϊσμό). Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτες Εκκλησίες της νέας θρησκείας που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από Εθνικούς9. Αυτή όμως ακριβώς η επιτυχία, κατά την πρώτη περιοδεία του Παύλου, έγινε αιτία αναταραχής και διχόνοιας μεταξύ των ιουδαϊζόντων χριστιανών που ζητούσαν από τους Αποστόλους να περιτέμνεται πρώτα κάθε Εθνικός και μετά να γίνεται δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας. Έτσι οι Απόστολοι οδηγήθηκαν στη απόφαση της σύγκλησης μιας Αποστολικής Συνόδου για να επιλυθεί η διαφορά.

Η Αποστολική Σύνοδος: Μετά την πρώτη του περοδεία ο Παύλος με τον Βαρνάβα επέστρεψαν και πάλι στην Αντιόχεια και εκεί, σε συγκέντρωση των πιστών, τους διηγήθηκαν το άνοιγμα της Εκκλησίας στους Εθνικούς που ξεκίνησε από τα μέρη που είχαν επισκεφθεί. Λίγους μήνες αργότερα ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες. Το αποτέλεσμα αυτής της διχόνοιας ήταν η μετάβαση μιας ομάδας Αντιοχέων πιστών έχοντας επικεφαλής τον Παύλο και το Βαρνάβα στην Ιερουσαλήμ, για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό σε συνεργασία με τους υπολοίπους Αποστόλους. Διαβάζουμε σχετικά στο βιβλίο των Πράξεων: “γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτοὺς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.” (Πραξ. ιε΄2). Στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας, μετά την υποδοχή των Αντιοχέων, συγκροτήθηκε η Πρώτη Αποστολική Σύνοδος ή Σύνοδος των Ιεροσολύμων. “παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ’ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.” (Πραξ. ιε΄4). Στη Σύνοδο αυτή, και παρά τις αντιδράσεις των πιστών που προέρχονταν από Φαρισαίους, ο Παύλος και ο Βαρνάβας πήραν με το μέρος τους τον Πέτρο και τον Ιάκωβο. Έτσι η απόφαση που πάρθηκε, και ερχόταν σε συμφωνία ακόμη και με την Παλαιά Διαθήκη [(Αμώς θ΄12-1610),: “μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν” (Πραξ. ιε΄19)], τόνιζε ότι έπρεπε να προσέχουν οι χριστιανοί εξ εθνών μόνο το: “ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε.” (Πράξ. ιέ 29). Ο πρόεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, έδωσε εντολή να διαβιβαστεί η απόφαση αυτή με επιστολή στους πιστούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας. Κομιστές της επιστολής θα ήταν ο Παυλος, ο Βαρνάβας, ο Ιούδας (Βαρσαββάς) και ο Σίλας.

Η δεύτερη αποστολική περιοδεία: Μετά την Αποστολική Σύνοδο, ο Πάυλος με το Σίλα αυτή τη φορά11, ξεκίνησε για τη δεύτερη περιοδεία του προς τη Λυκαονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία, την Τρωάδα και τέλος τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στον πρώτο σταθμό της περιοδείας, στα Λύστρα της Λυκαονίας, προστέθηκε στη συνοδεία και ο Τιμόθεος, για να συνεχίσουν, τρεις πια, τη διαδρομή τους προς τη Φρυγία, τη Γαλατία και την Τρωάδα. Εκεί ο Πάυλος είδε τη νύχτα ένα όραμα: “καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς ὤφθη τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις ἦν Μακεδὼν ἑστὼς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν.” (Πράξ. ιστ΄9). Πεπεισμένος από το όραμά του ο Απόστολος με τους συνοδοιπόρους του και τον Λουκά, που προστέθηκε στην ομάδα τους, αποφάσισε να περάσει απέναντι, στη Μακεδονία. Έτσι διά μέσου της Αμφίπολης έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου μετά από σύντομη παραμονή, αναγκάστηκαν λόγω των διώξεων να μεταβούν στη Βέροια, απ’ όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα, για τους ίδιους λόγους, αναχώρησαν για την Αθήνα. Έχοντας ιδρύσει τις πρώτες χριστιανικές Εκκλησίες σε ευρωπαϊκο έδαφος, στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια, φτάνει στο ιστορικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού. Στην πόλη αυτή ο Απόστολος ομιλεί από το βήμα της Πνύκας, αλλά το αποτέλεσμα του ιεραποστολικού του έργου κρίνεται όχι θεαματικό. Από τις Πράξεις πάντως πληροφορούμαστε πως αρκετοί Αθηναίοι ασπάστηκαν τη νέα θρησκεία κι ανάμεσά τους ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και η Δάμαρις12. Ο Λουκάς, στο βιβλίο των Πράξεων θέτει ως αιτία της απόρριψης του Ευαγγελίου από τους Αθηναίους το κήρυγμα του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών. Επόμενη πόλη-σταθμός της περιοδείας του Αποστόλου ήταν η Κόρινθος, όπου γνωρίστηκε με ένα ζεύγος Εβραίων σκηνοποιών, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που είχε διωχθεί από την Ρώμη, εξαιτίας ενός διατάγματος του Κλαύδιου που έδινε εντολή για άμεση απέλαση όλων των Ιουδαίων από τη Ρώμη. Στην πόλη αυτή φαίνεται πως ο Απόστολος συνέγραψε τις δύο προς Θεσ/κείς Επιστολές του. Από εκεί επιστρέφει μέσω Εφέσου στην Καισάρεια και την Αντιόχεια, στην οποία δε θα επανέλθει ποτέ πια.

Η τρίτη αποστολική περιοδεία: Ο Απόστολος έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την Αντιόχεια και αναχώρησε για τη Γαλατία και τη Φρυγία με σκοπό να στηρίξει τις εκεί νέες Εκκλησίες. Από εκεί κατευθύνθηκε στη Φρυγία και την Έφεσο, όπου παρέμεινε επί μια τριετία, έχοντάς την ως ιεραποστολικό του κέντρο. Την περίοδο αυτή ίδρυσε τις Εκκλησίες της Ιεραπόλεως, των Κολοσσών και της Λαοδίκειας. Στο διάστημα της παραμονής του στη Έφεσο φυλακίστηκε και από τη φυλακή συνέγραψε τις λεγόμενες “επιστολές της αιχμαλωσίας”, τις επιστολές δηλαδή προς Φιλιππησίους, προς Κολασσαείς, προς Εφεσίους και προς Φιλήμονα. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν πως αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πέντε έτη αργότερα, στα χρόνια της φυλάκισης του Αποστόλου στη Ρώμη. Την περίοδο αυτή ο απόστολος έκανε τουλάχιστον δύο ταξίδια στην Κόρινθο, ενώ από την Έφεσο απέστειλε και τις δύο προς Κορινθίους Επιστολές του. Έτσι, ενώ ο Παύλος είχε σκοπό να επισκεφθεί την Τρωάδα, η αγωνία του για τις εξελίξεις στην Εκκλησία της Κορίνθου τον ανάγκασε να αναχωρήσει για τη Μακεδονία με σκοπό να συναντήσει τον Τίτο, πράγμα που τελεικά έγινε στους Φιλίππους. Εκεί είχε φτάσει ο απεσταλμένος του Αποστόλου στους Κορινθίους, ο οποίος μάλιστα του έφερε και ευχάριστα νέα: η πρώτη του Επιστολή είχε φέρει πολύ θετικά αποτελέσματα, μεταξύ των πιστών της εκκλησίας της πόλης. Σαφώς ικανοποιημένος ο Παύλος συντάσσει τότε την Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή του η οποία, σε αντίθεση με την πρώτη του, έχει σαφώς συμφιλιωτικό πνεύμα. Από τις δύο αυτές επιστολές του Απόστόλου αντιλαμβανόμαστε και την ουσία των προβλημάτων που προκάλεσε στον Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η σημασία που δινόταν από τους Έλληνες στη γνώση και τη σοφία, σε συνδυασμό με την ατομοκρατία, που ανέκαθεν μας χαρακτηρίζει, εμπόδιζε την κατανόηση της αναστάσεως και της σημασίας της “σταυρικής θυσίας” του Κυρίου, καθιστώντας αυτή στα μάτια των ως “μωρία”. Έτσι ο Παύλος τονίζει, σε αντίθεση με την ελληνική ανθρώπινη σοφία που “φυσιοί13”, τη θεία Σοφία που οικοδομεί πάνω στην αγάπη της θυσίας. Λιγο αργότερα ο Πάυλος επισκέφθηκε για τρίτη φορά την Κόρινθο, όπου και συνέταξε την Προς Ρωμαίους Επιστολή του, στην οποία αναφέρεται με θεολογικούς όρους στη θέση των Εθνικών στη νέα θρησκεία. Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του από τους Ιουδαίους, και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ, μέσω της Μακεδονίας, με τελευταία στάση στην Καισάρεια.

Τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα – πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη: Όταν εμφανίστηκε ο Απόστολος στον Ναό των Ιεροσολύμων, οι Ιουδαίοι όρμησαν και τον χτύπησαν κατηγορώντας τον ότι διδάσκει αντίθετα στο Μωσαϊκό Νόμο, μάλιστα κινδύνεψε σοβαρά η ζωή του. “Ὡς δὲ ἔμελλον αἱ ἑπτὰ ἡμέραι συντελεῖσθαι, οἱ ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι θεασάμενοι αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ συνέχεον πάντα τὸν ὄχλον καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτὸν κράζοντες· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, βοηθεῖτε· οὗτός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ κατὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ τόπου τούτου πάντας πανταχοῦ διδάσκων· ἔτι τε καὶ Ἕλληνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν ἅγιον τόπον τοῦτον· ἦσαν γὰρ ἑωρακότες Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον ἐν τῇ πόλει σὺν αὐτῷ, ὃν ἐνόμιζον ὅτι εἰς τὸ ἱερὸν εἰσήγαγεν ὁ Παῦλος. ἐκινήθη τε ἡ πόλις ὅλη καὶ ἐγένετο συνδρομὴ τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπιλαβόμενοι τοῦ Παύλου εἷλκον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἱεροῦ, καὶ εὐθέως ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.” (Πράξ. κα΄27-30). Τελικά ο Απόστολος συνελήφθη από απόσπασμα της ρωμαϊκής φρουράς. Πριν οδηγηθεί στο ρωμαϊκο στρατόπεδο ο Παύλος ζήτησε να μιλήσει στο συγκεντρωμένο πλήθος των Ιουδαίων, πράγμα που του επετράπη. Μόλις άρχισε να ομιλεί στον αγριεμένο ιουδαϊκό όχλο για την καταγωγή του και το δάσκαλό του, το Γαμαλιήλ, οι Ιουδαίοι τον διέκοψαν και ζητούσαν σε έντονο ύφος τη θανάτωσή του, έτσι ο ρωμαίος διοικητής αναγκάστηκε να τον φυγαδέψει, τον κράτησε, όμως, μέχρι την επομένη που θα τον παρουσίαζε να απολογηθεί στο Μεγάλο Συμβούλιο. Στο Συμβούλιο αυτό επανέλαβε ο Απόστολος όσα προσπάθησε να πει την προηγουμένη στο πλήθος, αλλά κι εδώ τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή στους παρισταμένους κι έτσι οδηγήθηκε πάλι στο στρατόπεδο. Όμως επειδή ο ανηψιός του Αποστόλου έμαθε πως οι Ιουδαίοι εξυφαίναν σχέδιο εξόντωσής του, αποφασίστηκε να οδηγηθεί με συνοδεία στρατιωτών στον ρωμαίο επίτροπο Φήλικα στην Καισάρεια. “Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντες τινες τῶν Ἰουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον. ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες· οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· Ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον. νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν. ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ. προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· Τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ. ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· Ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι. ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρὸς αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ’ ἰδίαν ἐπυνθάνετο· Τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι; εἶπε δὲ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ. σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν. ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με. Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· Ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός, κτήνη τε παραστῆναι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα, γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον· Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν. τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ρωμαῖός ἐστι. βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι’ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν· ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα. μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔρρωσο. Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα, τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν· οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ.” (Πράξ. κγ΄12-33). Στην Καισάρεια ο Απόστολος έμεινε φυλακισμένος για δύο έτη, ώσπου τον Φήλικα διαδέχτηκε στη θέση του επιτρόπου ο Φήστος. Ο νέος επίτροπος, παρά την επιμονή των Ιουδαίων που ζητούσαν την επιστροφή του φυλακισμένου στα Ιεροσόλυμα, διέταξε την εκ νέου δίκη του Πάυλου, στην οποία παρεβρέθησαν και εκπρόσωποι των Ιουδαίων κατηγόρων. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους καταδικάζοντάς τον, επικαλέσθηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε ρωμαίος πολίτης, να επικαλεσθεί τη δικαιοσύνη του Καίσαρα, ώστε να δικασθεί στη Ρώμη. Το ταξίδι του Αποστόλου στη Ρώμη, που ακολούθησε, το ναυάγιό του στη Μάλτα και η άφιξή του στη Ρώμη περιγράφονται αναλυτικά στα κεφάλαια 27 και 28 των Πράξεων. Στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, περιμένοντας τη δίκη του, συνεχίζοντας το ιεραποστολικό του έργο, έστω και υπ’ αυτές τις συνθήκες, κηρύσσοντας τους επισκέπτες του. Η διήγηση των Πράξεων δεν μας δίνει από εκείνο το χρονικό σημείο κι έπειτα καμιά άλλη πληροφορία για την έκβαση της δίκης και το τέλος του Αποστόλου. Έτσι τις υπόλοιπες πληροφορίες τις αντλούμε από τις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές του (οι επιστολές προς τον Τιμόθεο και τον Τίτο).

Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου: Οι περισσότεροι ιστορικοί και θεολόγοι πιθανολογούν και η παράδοση της Εκκλησίας το επιβεβαιώνει πως ο Παύλος τελικά αθωώθηκε και εν τέλει απελευθερώθηκε. Κατόπιν τούτου είναι πολύ πιθανό να επισκέφθηκε την Ισπανία, που ήταν ιεραποστολικός του στόχος (Ρωμ. ιε΄24-28), και εν συνεχεία θα επέστρεψε στη Ρώμη. Σκοπός του Αποστόλου έπειτα ήταν να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ, αλλά όταν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του έφτασε στην Κρήτη, πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας ήταν ρευστή και επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Φήστου, αναγκάστηκε να ματαιώσει το ταξίδι του. Από τη Ρώμη ο Απόστολος επισκέφθηκε τη Μ. Ασία, για μια φορά ακόμη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού (δες σχετικά στις ποιμαντικές του επιστολές) για να καταλήξει στη Ρώμη όπου φυλακίστηκε για δεύτερη φορά (Β΄Τιμ. α΄16-18), όπου οι συνθήκες κρατησής του τη φορά αυτή ήταν σκληρότερες. Επισκέπτες του στη φυλακή υπήρξαν ο Εύβουλος, ο Λουκάς, ο Τυχικός, ο Λίνος, ο Πούδης, η Κλαυδία, ο Ονησιφόρος, κ.ά. (Δες σχετικά Β΄ Τιμ. δ΄κεφ.). Από τη φυλακή στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έγραψε την τελευταία του επιστολή, αυτή την Β΄ Προς Τιμόθεον. Η επιστολή αυτή κλείνει με την έκκλησή του προς τον Τιμόθεο, που τότε βρισκόταν στην Έφεσο, να τον συναντήσει. Γράφει σχετικά ο Απόστολος: “Σπούδασον ἐλθεῖν πρός με ταχέως· Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ ἐπορεύθη εἰς Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εἰς Γαλατίαν, Τίτος εἰς Δαλματίαν· Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ’ ἐμοῦ. Μᾶρκον ἀναλαβὼν ἄγε μετὰ σεαυτοῦ· ἔστι γάρ μοι εὔχρηστος εἰς διακονίαν. Τυχικὸν δὲ ἀπέστειλα εἰς Ἔφεσον. τὸν φαιλόνην ὃν ἀπέλιπον ἐν Τρῳάδι παρὰ Κάρπῳ, ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας. Ἀλέξανδρος ὁ χαλκεὺς πολλά μοι κακὰ ἐνεδείξατο· ἀποδῴη αὐτῷ ὁ Κύριος κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὃν καὶ σὺ φυλάσσου· λίαν γὰρ ἀνθέστηκε τοῖς ἡμετέροις λόγοις. Ἐν τῇ πρώτῃ μου ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι συμπαρεγένετο, ἀλλὰ πάντες με ἐγκατέλιπον· μὴ αὐτοῖς λογισθείη·” (Β΄Τιμ. δ΄9-16). Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, επειδή ήταν Ρωμαίος πολίτης και ο νόμος απαγόρευε το βασανισμό των ρωμαίων πολιτών. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη και ακατάβλητη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας, από τις μεγαλύτερες, ή πιο ορθά, η μεγαλύτερη, προσωπικότητα, στην ιστορία της Εκκλησίας.

Χρονολογικός Πίνακας14: Οι απολύτως βέβαιες χρονολογικές πληροφορίες είναι μόνο δύο. Ο Γαλλίων έγινε Ανθύπατος της Αχαϊας (Ελλάδας) το καλοκαίρι του 51 ή 52 μ.Χ. (Την πληροφορία την αντλούμε από επιστολή των κατοίκων των Δελφών που χαράκτηκε πάνω σε μαρμάρινη πλάκα). Έτσι ο Γαλλίων πρέπει να δίκασε τον Απόστολο το 52 μ.Χ., λίγο μετά την ανάληψη της θέσης του, και λίγο πριν το τέλος της δεύτερης περιοδίας του Παύλου, στην Κόρινθο. Η δεύτερη σχετικά ασφαλής χρονολογία είναι η αντικατάσταση του Φήλικα από το Φήστο που έγινε το 59 ή το 60 μ.Χ.

…………………………………………………………….

  1. 1. Έιναι απόσπασμα από το έργο του ΜενάνδρουΘαϊς

2Από αποσπάσματα του Επιμενίδη και του Καλλιμάχου (“Ύμνος προς τον Δίαν”)

  1. 3. Κάποιοι υποστήριξαν πως ίσως ο “σκόλοψ” να σχετίζεται με χρόνια ασθένεια των ματιών, στηρίζοντας την εικασία τους στο: “μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι.” (Γαλ. 4:15) . Άλλοι πάλι αναζήτησαν την ασθένειά του ανάμεσα σε εκείνες που ήταν δυνατό να δημιουργούν αποστροφή προς τρίτους (π.χ. δερματικά έλκη, μολυσματική ασθένεια, ή πυόρροια), στηριγμένοι στο: “τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε,” (Γαλ. 4:14). Είναι όμως γενονός ότι τα στηρίγματα για μια σοβαρή διερεύνηση του προβλήματος του Παύλου είναι μάλλον ασθενή.
  2. 4. Α΄Κορ., θ΄1, Πραξ. θ΄17.
  3. 5. Εννοεί των Ιεροσολύμων.
  4. 6. Απόστολος των Εθνών, εξ αυτού.
  5. 7. όπως και υποσημ. 8.
  6. 8. Πρόκειται ασφαλώς για τον Ευαγγελιστή Μάρκο, ο οποίος και εγκατέλειψε την αποστολή, όταν φτάσαν στην Πέργη.
  7. 9. Πολλοί Εθνικοί ήταν ακόμα και από την πρώτη στιγμή του έργου του Αποστόλου Πάυλου στο πλευρό του, όπως: ο Τιμόθεος, από μητέρα “Ιουδαία πιστή” και Έλληνα πατέρα (Πράξ. ιστ:1), ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. β΄3) , ο Τρόφιμος (Πράξ. κα΄ 29), οΦιλήμων (Φιλήμ. 1), ο Σωσίπατρος (Ρωμ. 1ιστ΄20), ο Γάιος (Πράξ. ιθ΄29), ο Αρίσταρχος(Πράξ. ιθ΄29), ο Σεκούνδος (Πράξ. κ΄4), ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10), ο Στεφανάς (Α’ Κορ. α΄16), οΕπαφρόδιτος, (Φιλ. β΄25) και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
  8. 10. “διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐντέλλομαι καὶ λικμήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ὃν τρόπον λικμᾶται ἐν τῷ λικμῷ καὶ οὐ μὴ πέσῃ σύντριμμα ἐπὶ τὴν γῆν. ἐν ρομφαίᾳ τελευτήσουσι πάντες ἁμαρτωλοὶ λαοῦ μου οἱ λέγοντες· οὐ μὴ ἐγγίσῃ οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται ἐφ᾿ ἡμᾶς τὰ κακά. ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀναστήσω τὴν σκηνὴν Δαυὶδ τὴν πεπτωκυῖαν καὶ ἀνοικοδομήσω τὰ πεπτωκότα αὐτῆς καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀναστήσω καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτὴν καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος, ὅπως ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντα τὰ ἔθνη, ἐφ᾿ οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν πάντα ταῦτα. (Αμώς θ΄ 12-16)
  9. 11. Ο Βαρνάβας με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο.
  10. 12. Πραξ. ιζ΄34.
  11. 13. Που κάνει τον σοφό υπερήφανο, που τον “φουσκώνει”.
  12. 14. J. Holzner, Παύλος, μτφρ. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, εκδ. Δαμασκός, 12η εκδ. Αθήναι 1989, σελ. 506-7.

http://aktines.blogspot.gr/2016/06/blog-post_476.html#more