Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει πρόσωπο.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι πλασμένος μέ τήν προοπτική νά γίνει πρόσωπο, δηλ. νά τελειωθεῖ διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, διά τῆς τέλειας κοινωνίας καί ἕνωσης μέ τόν Θεό καί τόν πλησίον. Γιά νά τό ἐπιτύχει ὅμως αὐτό πρέπει νά ταπεινωθεῖ ὥστε νά γίνει δεκτικός τῆς Θείας βοήθειας (Θείας Χάρης). Πρόσωπο γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθινά ὅταν αὐτόν πού ἔχει ἀπέναντί του [πρός + ὤψ(ὀφθαλμός)], τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, τόν ἀγαπᾶ ἀληθινά, ὁπότε κοινωνεῖ ἀληθινά μαζί του διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί τελικά γίνεται ἕνα μαζί Του.
«Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μιλώντας γιὰ τὴν ἕνωση καὶ τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Λέγει: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α΄Κορινθίους 13: 12).Ἂν σκεφθοῦμε ὅτι τὸ χωρίο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν νοερὰ προσευχή, δηλαδὴ στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ («δι΄ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι») καὶ τὴν θέωση, δηλαδὴ τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ («πρόσωπον πρὸς πρόσωπον»1), τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θεώσεως καὶ στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως. Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος… Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι Πρόσωπο σημαίνει πὼς ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό»2.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο ὅταν βρίσκεται σέ ἀληθινή σχέση μέ τόν ἄλλο καί τόν τελείως Ἄλλον, τόν Θεόν. Ὅταν μετέχει τῆς Ἀκτίστου Θεοποιοῦ Ἐνεργείας Του. Ὅταν προχωρεῖ πρός τήν Θέωση.
Ὁλοκληρώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία ἀληθινῆς ἀγάπης μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Ἡ αὐτοφυλάκιση, ἡ αὐτοαπασχόληση, ὁ ἐγωκεντρικός τρόπος ὑπάρξεως, διαλύει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού εἶναι ἀπαίτηση τῆς ὕπαρξής μας νά δημιουργηθεῖ (ἀφοῦ ἔχουμε μέσα μας τό ἐσωτερικό πρόγραμμα τοῦ Δημιουργοῦ, τό «καθ’ ὁμοίωσιν», πού μᾶς ὠθεῖ στό νά ὁμοιάσουμε τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης). Αὐτή ἡ διάλυση, ἡ ἀντίσταση στό πρόγραμμα τοῦ Θείου Κατασκευαστῆ μας3, ἡ «ὑποστατική αὐτοκτονία», στήν ὁποία καταδικάζουμε τόν ἑαυτό μας, διά τοῦ ἐγωισμοῦ, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπογοήτευση, λύπη καί κατάθλιψη.
Ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος εἶναι πράγματι πνευματικά ἄρρωστος. Ὁδηγεῖται στήν λύπη καί τήν κατάθλιψη στόν βαθμό πού ἀγαπάει ἄρρωστα τόν ἑαυτό του. Ἐπειδή δέν ὑπηρετεῖ τόν Θεό, γι’ αυτό καί ὑποφέρει. Δέν κοινωνεῖ ἀληθινά οὔτε μέ τόν Θεό οὔτε μέ τούς ἄλλους.
«Οἱ ἀπομακρυσμένοι ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό», ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, «πάντα ἀπαρηγόρητοι βρίσκονται καί διπλᾶ βασανίζονται. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεό καί στήν μέλλουσα ζωή, ἐκτός πού μένει ἀπαρηγόρητος, καταδικάζει καί τήν ψυχή του αἰώνια. Σέ ὅποιο ἀφεντικό δουλεύεις, ἀπό αὐτό θά πληρωθῆς. Ἄν δουλεύης στό μαῦρο ἀφεντικό, σοῦ κάνει τήν ζωή μαύρη ἀπό ἐδῶ. Ἄν δουλεύης στήν ἁμαρτία, θά πληρωθῆς ἀπό τόν διάβολο. Ἄν ἐργάζεσαι τήν ἀρετή, θά πληρωθεῖς ἀπό τόν Χριστό. Καί ὅσο ἐργάζεσαι στόν Χριστό, τόσο θά λαμπικάρεσαι, θά ἀγάλλεσαι»4.
Ἡ ὑπέρμετρη καί παθολογική ἀγάπη πού ἔχει ὁ ἐγωιστής γιά τόν ἑαυτό του, τόν ἐμποδίζει νά ἀγαπήσει, ἑπομένως καί νά κοινωνήσει οὐσιαστικά, μέ τόν ὁποιονδήποτε ἄλλον καί πρό πάντων μέ τόν Θεό. Γι’ αυτό καί δέν μπορεῖ ὁ ἐγωιστής νά ὀνομαστεῖ ἀληθινά ὁλοκληρωμένο πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινά πρόσωπο, ὅταν ἀρνεῖται τόν ἐγωισμό του καί ἀγαπάει ἐν Χριστῷ ὅλους.
Στόν ἐγωκεντρικό-καταθλιπτικό ἄνθρωπο, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του (ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς) δέν λειτουργεῖ σωστά: Ἀντί νά βλέπει πρός τόν Θεόν, βλέπει ἐμπαθῶς πρός τόν ἑαυτό του καί μάλιστα πρός τό σῶμα του (φιλαυτία), ὁπότε καί βασανίζεται ἀπό τήν λύπη, τό κενό, τό ἀνικανοποίητο, τήν κατάθλιψη.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη – Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) – Νέο βιβλίο
Σχῆμα 14Χ20.5 ,Σελίδες: 282, Τιμή: 9€, Παραγγελίες στό τηλέφωνο 6944577885 ἤ στό e- mail: hristospanagia@yahoo.gr
2 Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱερόθεου Βλάχου, Τό πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, σελ. 76-80: «Ὅπως τὸν ὅρο ἄνθρωπο, κατὰ τοὺς Πατέρες δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε μόνον σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ζοῦν, ἀλλὰ κυρίως σὲ ὅσους μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ τὸν ὅρο πρόσωπο, μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε γι’ αὐτοὺς ποὺ πορεύονται πρὸς τὴν κατὰ Χάριν θέωση καὶ εἶναι θεούμενοι. Ὅπως τὸ «κατ’ εἰκόνα» εἶναι δυνάμει ὁμοίωσις καὶ ἡ ὁμοίωσις ἐνεργείᾳ «εἰκόνα», ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν βιολογική του ὕπαρξη εἶναι δυνάμει ἄνθρωπος καὶ πρόσωπο. Θὰ γίνει πραγματικὰ ἄνθρωπος, ὅταν μεθέξη τῆς Ἀκτίστου Ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι Πρόσωπο σημαίνει πὼς ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό».
3Πρβλ.: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θετικὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ εἶναι περίληψη ὅλης της δημιουργίας. Ἀποτελεῖται ἀπὸ νοερὸ καὶ αἰσθητὸ καὶ μέσα του ὑπάρχει ἡ ἐντελέχεια, δηλαδὴ μία ἀρχὴ ποὺ ὁδηγεῖται πρὸς τὸ τέλος. Αὐτὸ λέγεται καὶ ὑποστατικὴ ἀρχὴ (Γέροντας Σωφρόνιος). Εἶναι τὸ κατ΄ εἰκόνα καί τὸ κὰθ΄ ὁμοίωση. Τὸ παρουσιάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν ὁρισμὸ περὶ τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος εἶναι: “ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον”».(Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ Ὀρθόδοξη νηπτικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὡς μέθοδος θεραπείας (Β΄), http://www.parembasis.gr/2004/04_04_12.htm).