Στὶς 23 Ἀπριλίου 1975, ἡμέρα Τρίτη τοῦ Πάσχα, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερὰ Μονή μας (Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους) ὁ μακαριστὸς ἁγιορείτης Γέρων Παΐσιος. Κατὰ παράκλησιν τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου μας ὁ πατὴρ Παΐσιος ὡμίλησε σὲ σύναξι τῆς Ἀδελφότητος καὶ κατόπιν ἀπήντησε σὲ ἐρωτήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κατωτέρω δημοσιεύουμε τὶς ἀπαντήσεις του, οἱ ὁποῖες εἶναι γεμάτες ἀπὸ Χάρι Θεοῦ καὶ γνῶσι πνευματική, ὅπως τότε τὶς εἶχε καταγράψει ἀδελφὸς τῆς Μονῆς μας.
– Γέροντα, τί μᾶς συμβουλεύετε νὰ κάνουμε ὡς νέοι μοναχοὶ ποὺ εἴμαστε;
– Ἡ ὑπακοὴ εἶναι δρόμος ἀσφαλὴς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ στὴν ταπείνωσι.
– Πῶς ἀποκτᾶται ἡ πραγματικὴ ταπείνωσις;
– Ἡ ταπείνωσις πρέπει νὰ γίνῃ μία κατάστασις. Μπορεῖ νὰ ἔρχονται λογισμοὶ ὑπερηφανείας καὶ ὁ μοναχὸς νὰ τοὺς πολεμῇ μὲ λογισμοὺς ταπεινώσεως, καὶ αὐτὸ νὰ γίνεται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ αὐτό, ἀλλὰ πρέπει νὰ σκεφθῇ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ ἔκανε ἄνθρωπο καὶ ὄχι ζῶο. Ἐπὶ πλέον ἔχυσε τὸ αἷμα Του γιὰ μένα. Λοιπόν, ἐγὼ πρέπει νὰ Τὸν εὐγνωμονῶ, νὰ Τὸν εὐχαριστῶ καὶ νὰ ταπεινώνωμαι, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίνομαι στὶς τόσες εὐεργεσίες Του.
– Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν ἔχουμε πειρασμούς, ἢ ἀπὸ λογισμοὺς δικούς μας ἢ ἀπὸ πόλεμο ἄλλων;
– Πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε μὲ χαρά, διότι μὲ αὐτοὺς μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις. Ὅσοι πειρασμοὶ καὶ νὰ μᾶς ἔλθουν, ἐὰν ἐμεῖς εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό, τότε ἡ καρδιά μας θὰ ἔχῃ γλυκύτητα, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὅλος γλυκύτης. Κάποτε πῆγα στὴ Μονὴ Κωνσταμονίτου καὶ βρῆκα τὸν φημισμένο Ἡγούμενό της Φιλάρετο νὰ εἶναι πεσμένος κάτω καὶ κουλουριασμένος σὰν κουβάρι καὶ νὰ λέγῃ: Δὲν εἶχα σήμερα πειρασμό, δὲν εἶχα σήμερα πειρασμό. Τότε εἶπα ἀπὸ μέσα μου: Δέ μοῦ λὲς νὰ σοῦ δώσω τοὺς δικούς μου πειρασμοὺς καὶ τὰ πάθη μου; Διότι τότε ἤμουν γεμάτος ἀπὸ αὐτά, ὅπως καὶ τώρα! Ἄλλοτε πάλι εἶχα πάει στὸ χωριό μου ὡς μοναχός. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἐκκλησία, ἔκανα προσευχὴ καὶ εἶπα: Κύριε, βάλε ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστοὺς στὴ Βασιλεία Σου, κι ἐμένα ἂν θέλῃς βάλε με σὲ μιὰ ἀκρούλα. Τότε ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος μὲ ὑπεραγαποῦσε ἀπὸ λαϊκὸ ἀκόμη καὶ μάλιστα μὲ κοινωνοῦσε μέσα στὸ Ἱερό, φώναξε δυνατὰ μπροστὰ σὲ ὅλους: Φύγε, καὶ νὰ κοινωνήσῃς ἀπὸ ἔξω. Ἐγὼ βγῆκα χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε. Στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἦλθε ὁ Ἱερέας καὶ μοῦ ἔβαλε μετάνοια μὲ δάκρυα ζητώντας συγχώρησι. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ εἶχα κάνει. Τότε ὁ Κύριος εἶχε πάρει τὴν Χάρι Του ἀπὸ τὸν Ἱερέα, κατόπιν ὅμως μὲ τὴν μετάνοια τοῦ τὴν ξανάδωσε διπλῆ. Ἐμένα μὲ δοκίμασε, ἐὰν θὰ κάνω ὑπομονὴ καὶ δείξω ταπείνωσι. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπομονὴ καὶ χαρὰ στὶς δοκιμασίες καὶ στοὺς πειρασμούς.
– Ἐὰν ἔλθουν λογισμοὶ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ νὰ πᾶμε στὴν ἔρημο, τί πρέπει νὰ κάνουμε;
– Πρέπει μόνο νὰ φροντίζουμε νὰ κόβουμε τὰ πάθη μας καὶ τότε καὶ ἐδῶ ποὺ εἴμαστε ἔρημος θὰ εἶναι.
– Πῶς μποροῦμε νὰ λέμε καλύτερα τὴν εὐχή, ὅταν εἴμαστε μόνοι στὸ κελλί μας ἢ ἔξω μαζὶ μὲ ἄλλους;
– Ἡ ἡσυχία βοηθάει πολύ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἀρνούμαστε καὶ τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀδελφῶν, ὅταν μᾶς τὴν ζητοῦν. Πρέπει, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή, νὰ ἔχουμε ταπείνωσι καὶ τότε θὰ ἔχουμε καὶ εὐχὴ πραγματική. Νὰ μὴ κάνουμε ἀπὸ συνήθεια εἴκοσι, πενῆντα, διακόσια κομποσχοίνια, τελείως τυπικά. Κάποτε ἕνας μοναχὸς ψάρευε καὶ ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ὅταν ὅμως τὸ ψάρι τοῦ ἔτρωγε τὸ δόλωμα, τότε αὐτὸς καὶ στὸν πειρασμὸ τὸ ἔστελνε καὶ κακὸ χρόνο νἄχῃς τοῦ ἔλεγε κ.λπ.
– Ὅταν μᾶς στείλῃ κάπου ὁ Γέροντας καὶ ἐμεῖς βλέπουμε ὅτι θὰ πάθουμε βλάβη σωματικὴ ἢ πνευματική, πρέπει νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ στὸν Γέροντα ἢ νὰ κάνουμε ἀδιάκριτη ὑπακοή;
– Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὸ ποῦμε καὶ μάλιστα δυὸ καὶ τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως ὁ Γέροντας ἐπιμένῃ, τότε νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ μᾶς λέγει. Λόγου χάριν, ἐγὼ ἔχω ἕνα πνευμόνι καὶ ὁ Γέροντας μοῦ λέγει νὰ κάνω μιὰ δύσκολη ἐργασία. Ἐὰν δὲν τοῦ πῶ τὴν περίπτωσί μου καὶ πάω, θὰ πεθάνω. Τότε ἐγὼ θὰ πάω στὸν Παράδεισο, ὁ Γέροντας ὅμως θὰ κλαίῃ καὶ θὰ ἔχῃ τύψεις συνειδήσεως. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ τοῦ τὸ πῶ. Ἐὰν ἐκεῖνος ἐπιμένῃ, θὰ πρέπει νὰ πάω καὶ ὁ Κύριος θὰ μὲ δυναμώσῃ. Ἐὰν ὅμως πεθάνω, αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἴσως τότε μοῦ δώσῃ καὶ τὴν Χάρι τῶν ἰαμάτων.
– Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς ἐπαίνους καὶ τὶς κατηγορίες;
– Διὰ τῆς ὑπομονῆς ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι καταπολεμεῖται ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν κάνει ὑπομονή, καταστρέφει τὸν ἑαυτό του. Τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ τὶς δεχώμαστε μὲ χαρά, διότι αὐτὲς μᾶς κάνουν καλὸ καὶ μετροῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἔπαινοι μᾶς χρεώνουν. Κάποτε περπατοῦσα στὸ δρόμο καὶ μερικοὶ λαϊκοὶ ἔλεγαν γιὰ μένα: Αὐτὸς εἶναι ἅγιος καὶ ἔκαναν καὶ τὸ σταυρό τους. Βέβαια ἐγὼ ἅγιος δὲν εἶμαι, ἀλλὰ αὐτοὶ ἔλαβαν ἁγιότητα ἀπὸ τὴν ταπείνωσι ποὺ ἔδειξαν. Πηγαίνοντας πιὸ πέρα, ἕνας ἄλλος μὲ ρώτησε: Ἔχεις ἡσυχία στὸ κελλὶ ποὺ εἶσαι τώρα; Κι ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα: Ἐγὼ ὅπου καὶ νὰ πάω, δὲν μπορῶ νὰ βρῶ ἡσυχία. Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: Ἐὰν δὲν διορθώσῃς αὐτὸ (κι ἔδειξε τὸ κεφάλι), δὲν θὰ ἡσυχάσῃς. Δηλαδὴ μὲ ἔβγαλε τρελλό. Τὸν καϋμένο τὸν λυπήθηκα καὶ τὸν πόνεσα πολύ. Ὁ προφήτης Δαβὶδ λέγει «Φύλαξόν με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων». Καὶ ὁ Κύριος «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Αὐτὰ τὰ εἶπαν γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά μας. Βέβαια κι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε πειρασμούς, ἀλλὰ ἐὰν ἔλθουν, τότε νὰ τοὺς δεχώμαστε μὲ χαρά, διότι αὐτοὶ μᾶς ὠφελοῦν παρὰ οἱ ἔπαινοι. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ἔχουμε ἀνυπομονησία καὶ ἀγωνία. Δὲν πρέπει ὅμως καὶ νὰ κοιμώμαστε, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία ἀνησυχία. Ἐὰν κοιμώμαστε, τότε οἱ ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας θὰ μᾶς χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ κάνουν τὰ σκοτεινὰ ἔργα τους. Λόγου χάριν, θὰ μᾶς δίνουν ἕνα τσουβάλι γεμάτο καὶ θὰ μᾶς λένε ὅτι ἔχει μέσα ὑλικὰ νὰ τὰ ἀνεβάσουμε πάνω στὸ βουνὸ γιὰ νὰ ἐπιδιορθώσουμε τὸ ἐκκλησάκι. Αὐτὸ ὅμως τὸ τσουβάλι ἔχει δυναμίτες καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος μέσα καὶ τὰ κέρατά του νὰ μᾶς τσιμπᾶνε στὴν πλάτη. Αὐτοὶ θὰ μᾶς καθησυχάζουν λέγοντας ὅτι τὰ τσιμπήματα αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὶς μελιτζάνες, ποὺ εἶναι μέσα γιὰ νὰ φᾶμε ἐπάνω στὸ βουνό! Ἔτσι ἐμεῖς μεταφέρουμε τὸ τσουβάλι καὶ ἀνατινάζεται τὸ ἐκκλησάκι στὸν ἀέρα. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία ἀνησυχία καὶ συγχρόνως νὰ μὴ πελαγοδρομοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουμε στὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, διότι πάντοτε τὸν τελευταῖο λόγο τὸν ἔχει ὁ Θεός.
– Γέροντα, τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε;
– Προσευχή. Σήμερα ἄναψε μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ τὰ πάντα καίγονται. Γι’ αὐτὸ μόνο ἡ προσευχὴ ἀπομένει. Πρὸ ἐτῶν εἶχε ἀνάψει μεγάλη φωτιὰ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἄρχισε ἀπὸ τὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔφθασε στὴ Μονὴ Ἰβήρων. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν μεγάλες προσπάθειες γιὰ νὰ τὴν σβύσουν χωρὶς νὰ κατορθώσουν τίποτε. Ἡ φωτιὰ προχώρησε στὴ Μονὴ Φιλοθέου. Ἐκεῖ ἦταν μόνο μερικὰ γεροντάκια (μοναχοί), τὰ ὁποῖα εἶπαν: Ἀφοῦ τόσοι ἄνθρωποι δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν σβύσουν, ἐμεῖς τί νὰ κάνουμε; Γι’ αὐτὸ πῆραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης. Ἔκαναν Παράκλησι καὶ ἡ φωτιὰ ὡς ἐκ θαύματος ὑπεχώρησε.
– Ἡ προσευχὴ πότε εἶναι εὐπρόσδεκτη στὸ Θεό;
– Ὅταν τὴν αἰσθανώμαστε. Ἐὰν προσευχώμαστε γιὰ ἄλλους, νὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ θέση ἐκείνων καὶ νὰ παρακαλοῦμε μὲ πόνο. Ὁ παπὰς δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ βγάζῃ μερίδες στὴν ἁγία Πρόθεσι καὶ νὰ λέγῃ τὰ ὀνόματα τυπικά, ἀλλὰ νὰ παρακαλῇ γιὰ τὸν καθένα μὲ πόνο. Πρόσφατα πῆγαν ἕνα δαιμονισμένο σ’ ἕνα παπὰ καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ κάνῃ Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖνος, ὅταν ἦταν νὰ βγάλῃ μερίδα στὴν ἁγία Πρόθεσι, εἶπε: «Βοήθησε Κύριε αὐτὸ τὸ πλάσμα Σου! Βλέπεις πόσο ὑποφέρει! Ἀπάλλαξέ το ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος! Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου Σου», καὶ τοῦ ἔβγαλε μερίδα. Τότε τὸ δαιμόνιο δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξῃ, ἀλλὰ ἔφυγε καὶ ὁ δαιμονιζόμενος ἐλευθερώθηκε.
– Γέροντα, τὰ πάθη πῶς νικῶνται;
– Μὲ τὸ πολυβόλο. (Πιθανῶς ἐννοοῦσε τὴν εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν, ἡ ὁποία λέγεται πολλὲς φορὲς συνεχῶς).
– Γέροντα, πῶς νὰ φερώμαστε στὸ Μοναστήρι;
– Ἀκούω μερικοὺς νὰ ἐπαινοῦν τὸ Μοναστήρι τους καυχώμενοι καὶ τοὺς λέγω. Μὲ αὐτὸ ποὺ κάνετε, δίνετε ὅπλα στὸν διάβολο γιὰ νὰ σᾶς πολεμήσῃ. Ἐὰν σᾶς ρωτήσουν γιὰ τὸ Μοναστήρι σας, νὰ λέτε: Καλὸ εἶναι. Τίποτε ἄλλο.
Νὰ παρουσιαζώμαστε στὸν κόσμο εἶναι ἐπικίνδυνο. Ἐὰν ὅμως μᾶς παρουσιάσῃ ὁ Θεός, τότε ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα, διότι τότε μπαίνει μπροστὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς προφυλάγει. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐργάζεσθε ὅσο μπορεῖτε ἀφανεῖς. Οἱ μεγαλύτεροι νὰ σηκώνετε τὸ βάρος. Νὰ βοηθᾶτε καὶ νὰ στηρίζετε τοὺς νεωτέρους. Ἔτσι γινόταν παλαιότερα. Ὑπῆρχε σὲ κάθε διακόνημα ὁ διακονητὴς καὶ εἶχε μαζί του νέους ὡς βοηθούς, τοὺς ὁποίους καθοδηγοῦσε στὸ ποῦ καὶ πῶς θὰ κάθωνται στὴν ἐκκλησία, πῶς θὰ κάνουν τὸν κανόνα κ.λπ. Ἔκανε ὁ ἴδιος τὶς περισσότερες ἐργασίες τοῦ διακονήματος καὶ αὐτοὺς τοὺς ἔστελνε στὸ κελλί τους νὰ διαβάσουν καμιὰ Παράκλησι καὶ νὰ ξεκουραστοῦν.
– Γέροντα, εἶμαι ἄρρωστος. Κάνε προσευχὴ νὰ γίνω καλά.
– Δὲν σὲ συμφέρει νὰ κάνω προσευχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἂν κάνῃς ὑπομονὴ μὲ πίστι στὸν Θεό, τότε θὰ πάρῃς σύνταξι ἀπὸ τὸ ὑγειονομικὸ ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τοῦ Ο.Γ.Α.! Κάποτε ἕνας ἄρρωστος παρακαλοῦσε τὸν ἅγιο Παντελεήμονα νὰ τὸν κάνῃ καλά. Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ὅμως δὲν τὸν ἔκανε. Ἐκεῖνος ἐπέμενε καὶ παρακαλοῦσε συνέχεια. Στὸ τέλος τὸν ἐθεράπευσε. Ὅταν πέθανε καὶ πῆγε στὴ ἄλλη ζωή, εἶδε ὅτι ἔχασε πολλὰ στεφάνια ἕνεκα τῆς θεραπείας του. Τότε λέγει στὸν ἅγιο Παντελεήμονα: «Γιατί μὲ ἔκανες καλά; Ἐσὺ γνώριζες ὅτι θὰ χάσω τὰ στεφάνια, γι’ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ θεραπεύσῃς». Ἔτσι βρῆκε τὸ μπελά του ὁ ἅγιος Παντελεήμων!
ΠΗΓΗ : “Ὅσιος Γρηγόριος”, τεῦχος 25, 2000, Περιοδική έκδοση της Αγιορείτικης Μονής Οσίου Γρηγορίου.
http://tribonio.blogspot.gr/