Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Τὸ μήνυμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
 
1. Ὁ Ἠσυχασμός εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος μὲ αὐτὸ ποὺ περικλείει καὶ ἐκφράζει ὁ ὅρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἀδιανόητη. Ἡ ἡσυχαστικὴ πράξη, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας. «Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ» -μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικὲς- ἀποκτῶνται τὰ οὐράνια χαρίσματα στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση. Πρέπει δὲ νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὡς ἡσυχασμὸς νοεῖται κυρίως…
ἡ πορεία προς τὴν θέωση καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ δευτερευόντως ἡ διερεύνηση καὶ καταγραφὴ αὐτῆς τῆς πορείας καὶ ἐμπειρίας, ἡ ἀκαδημαϊκὴ δηλαδὴ νοηματοδότηση τοῦ ὄρου «θεολογία».
Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῶν δογματικοθεολογικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς ἡ ἁγιοπνευματικὴ πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως» καὶ ὄχι κάποια διανοητικὴ-στοχαστικὴ-ἐπιστημονικὴ διαδικασία. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ὡς θέωση εἶναι ὑπόθεση ὅλων, ἐγγραμμάτων καὶ ἀγραμμάτων, σοφῶν καὶ ἀσόφων καὶ ὄχι μόνο τῶν φιλοσοφούντων, ὅπως διετείνετο ὁ οὐνιτίζων Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς (1290-1359), τὸν 14ο αἰώνα. Αὐτόν κυρίως ἀντέκρουσε, ὡς κύριος ἐκπρόσωπος καὶ πρόμαχος τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359)2, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τῆς ἐποχῆς του καὶ μέγας Πατὴρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στὴν ἀληθινὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α’ Πρὸς Κορινθίους (δόμηση τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν χαρισμάτων), δηλαδὴ στὸν χῶρο τῆς ἀσκήσεως καὶ μετανοίας. Μέσα στὸ (κοινοβιακὸ) Μοναστήρι ὁ Παλαμᾶς ἔγινε Θεολόγος. Πηγὴ τῆς Θεολογίας του δὲν ἦταν ἡ σχολική, ἀκαδημαϊκή, ἔστω καὶ ἂν κατεῖχε καὶ αὐτὴν στὸ ἔπακρον, γνώση, ἀλλὰ ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωή. Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ γνήσιος Θεολόγος τῆς παραδόσεως. Μὲ βάση δὲ τὰ θαύματά του -βεβαίωση τῆς ἀναδείξεώς του σὲ «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε τὸ 1368 Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κριτήρια της, καὶ ὄχι λόγω τῶν ὑπέροχων συγγραμμάτων του, ὅπως θὰ ἤθελε τὸ κοσμικὸ πνεύμα3.
Οἱ ἐκδοτικὲς καὶ ἐρευνητικὲς συμβολὲς τῶν γνωστῶν ἀκαδημαϊκῶν Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου κ.α. ἔκαμαν εὐρύτερα γνωστὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, τὸν 20ο αἰώνα.
Ἡ πατερικότης ἔναντι τῆς αἱρετικῆς πλάνης
2. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ κατ’ ἐξοχὴν ἡσυχαστὴ Θεολόγο, ποὺ ὁριοθέτησε σὲ κρίσιμους καιροὺς τὴν πατερικότητα ἀπέναντι στὴν αἱρετικὴ πλάνη, αὐθαιρεσία καὶ ἀλλοτρίωση τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης.Ἡ πρώτη σπουδαία ἐπισήμανση ἔγινε ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο (±820-±891) στὸ πλαίσιο τῆς Θεολογίας (Filioque) καὶ Ἐκκλησιολογίας (κανονικὴ τάξη), ἀλλὰ προσδιορίσθηκε σαφέστερα καὶ βαθύτερα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος καὶ Παλαμᾶς ἐχάραξαν τὴν στάση ἔναντι τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ ἔγινε παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν ὁποία ἐβάδισε, ἐπίσης σὲ κρίσιμους καιρούς, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός (1394-1445). Καμιὰ παρέκκλιση στὴν στάση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ -ὅσο ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία ἐμμένει στὶς πλάνες της- χωρὶς συνέπειες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν σωτηριολογικὴ δυναμική της.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνέχισε τὴν πνευματικὴ σκυταλοδρομία, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς πλάνης. Ὁ Μέγας Φώτιος συνέλαβε τὴν προϊούσα ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ σπουδαῖο θεολογικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»4, ποὺ συνιστᾶ ἔκτοτε τὴν βασικὴ πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ βάρους τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque. Ἀναδείχθηκε δὲ πατέρας τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τὴν προσθήκη του στὸ ἱερὸ σύμβολο. Ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν διεύρυνση τῶν δυτικῶν προκλήσεων στὴν ἐποχή του, μετὰ μάλιστα τὸ τραγικὸ 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρὰ ὅτι εἶχε προκύψει στὴ Δύση ἕνας χριστιανισμὸς ἄλλου εἴδους, ἐντελῶς ξένος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε σέ πατέρα τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδὴ τῶν ἡσυχαστικῶν συνόδων τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καὶ 1351, ἰδιαίτερα δὲ τῆς τελευταίας7, ποὺ διεκήρυξαν τό ἂκτιστο τῆς θείας Χάριτος, ὁριοθετώντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἱρετικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος (gratia creata) (Θωμὰς Ἀκινάτης). Εἶναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ ἔχει καταδικάσει ὡς αἱρετικὴ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἀναμένεται νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ διακηρύξει ἡ προετοιμαζόμενη Πανορθοδοξος Συνοδος -γιὰ μᾶς οἰκουμενικὴ- ἀναγνωρίζοντας ὡς οἰκουμενικὲς τὴν Η’ καὶ Θ’ Σύνοδο ἐπὶ Φωτίου καὶ Παλαμά. Ἂν δὲν πράξει αὐτό, θὰ συγκαταριθμηθεῖ -ὁ μὴ γένοιτο- μὲ τὶς ψευδοσυνόδους τῆς Ἐφέσου (449) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).
 
Ὁ ἀγών διὰ τὴν διάσωση τῆς διδασκαλίας περὶ διακρίσεως οὐσίας – ἐνεργείας
3. Σέ τί ὅμως συνίσταται συγκεκριμένα ἡ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας; Ἡ συμβολή του, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία καὶ σήμερα λόγω τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὰ ἀκόλουθα βασικὰ σημεῖα:
 
3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα ἔχει ὁ ἀγώνας του νὰ σωθεῖ, στὸ πλαίσιο τῆς πατερικῆς Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), ἡ διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄκτιστο τῆς θείας Χάριτος (ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ). Κατὰ τὸν λόγο του ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπον καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς θείας φύσεως. Τὴν διάκριση αὐτὴ ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει «θεοπρεπῆ καὶ ἀπόρρητον», ὡς βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ ἐκπεμπόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν κόσμο (τὴν κτίση) Χάρη δὲν εἶναι ἄκτιστη, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἁγιασμοῦ τῆς κτίσεως. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος σώζεται ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἡ μετοχὴ στὴν θεία Χάρη ὑπερβαίνει τὶς λογικὲς ἀναβάσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογήσεως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐμμένει στὴν περὶ «actus purus» διδασκαλία, τὴν ταύτιση δηλαδὴ οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ στὴν συνάφεια αὐτὴ ἕνα ἡσυχαστικὸ παράδειγμα. Ἡ δυτικὴ Θεολογία βλέπει τὸν Θεὸ ὡς ἕνα ἡλιακὸ δίσκο, ποὺ εἶναι μὲν φωτεινὸς εἰς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ οἱ ἀκτίνες του δὲν φθάνουν στὴν γῆ, γιὰ νὰ θερμάνουν καὶ ζωογονήσουν τὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἢ ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ὁ ἥλιος, δὲν ἔχει πρακτικὴ σημασία. Ἀντίθετα ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅλων τῶν Ἁγίων της) εἶναι ἕνας Ἥλιος, τοῦ ὁποίου οἱ ἀκτίνες φθάνουν στὴν γῆ καὶ τὴν ζωογονοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ὁποιαδήποτε «ὑπόγεια» τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀσωτείας τους νὰ ἀνεβοῦν (=μετάνοια) στὴν ἐπιφάνεια, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ σωθοῦν δι’ Αὐτοῦ.
Τὸ φιλιόκβε
3.1.1. Ἀπὸ τὴν δυτικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ ταυτίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Λ.χ. τὸ Filioque, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὁ Πατήρ, μεταδίδοντας (ἀναρχως καὶ ἀτελευτήτως) τὴν οὐσία του στὸν Υἱό, Τοῦ μεταδίδει (δῆθεν) καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὅμως καταργοῦνται τὰ προσωπικὰ καὶ ἀκοινώνητα ἰδιώματα τῶν θείων Προσώπων, ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸν τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, κάποιος στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ διερωτηθεῖ: Μήπως ὃλ’ αὐτὰ εἶναι σχολαστικὰ ζητήματα χωρὶς σωτηριολογικὴ σημασία; Ὅπως, ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680-πρὶν ἀπὸ τὸ 754): «Ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν ἠμὶν ὅ,τι ἢν δυνατὸν ἠμὶν γνῶναι καὶ ἐδυνάμεθα φέρειν». Γιὰ τὸν Θεὸ γνωρίζουμε ὅ,τι Αὐτὸς ἀπεκάλυψε. Ἀν, λοιπόν, ἀναφέρουμε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὶς δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σὲ εἰδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, ποὺ δὲν ὑπάρχει.
Ἄλλη σχετικὴ πλάνη εἶναι ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀφοῦ δὲν ἁγιάζεται μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη, ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὕδατος, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸν ραντισμὸ ἢ τὴν ἐπίχυση στὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, μέχρι τὴν θεώρηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς ἐξιλεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὡς θεώσεως, ἢ τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης8. Ἡ παραδοχή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Πάπα ὡς Vicarius Christi in terra εἶναι τὸ εὔρημα γιὰ τὴν κάλυψη τοῦ κενοῦ μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας οὐδέποτε χρειάσθηκε ἕναν ἄνθρωπο ὡς μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ὁ ὧν μεθ’ ἠμῶν «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ὁ «Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς» (Ἰω. 4, 42). Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι «μεσίτες» μας πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ προσεύχονται γιὰ μᾶς στὸν Χριστό.
Ἐπὶ πλέον ἡ πίστη στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο, διὰ κτιστῆς ἐνεργείας, δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ αἱρέσεις, ὅπως οἱ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν διδασκαλία δὲν ὑπάρχουν πραγματικὰ μυστήρια. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, ἀφοῦ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό, ἀλλὰ μὲ τὴν δῆθεν κτιστὴ χάρη Του, ποὺ δὲν εἶναι αἰώνια, ἀφοῦ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀπόληξη αὐτῆς τῆς εἰδωλολατρικῆς, ὅπως ἐλέχθη, ἀναφορᾶς στὸν Θεὸ εἶναι ὁ δυτικὸς νομικισμὸς καὶ ὁ φεουδαρχισμός, μὲ κύρια ἔκφραση τὸ Παπικὸ Κράτος (ἀπὸ τὸ 754). Ὁ παπικὸς θεσμὸς (πρωτεῖο, ἀλάθητο, ὁ Πάπας φορεὺς πολιτικῆς ἐξουσίας), διαμορφώθηκε μὲ βάση φεουδαλιστική. Ὁ Πάπας ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ἐξουσίας (plenituto potestatis) καὶ ἀσκεῖ διπλὴ ἐξουσία, πνευματικὴ καὶ κοσμική9.
Ὀντολογικὴ ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν
3.1.2. Ἡ περὶ κτιστῆς θείας χάριτος διδασκαλία, ὅπως καὶ ὁ νομιναλισμός, εἶχαν θλιβερὲς γιὰ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσης συνέπειες, διότι ὁδήγησαν (τέλη τοῦ 16ου αἰ.) στὸν γνωστὸν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ὡς προϋπόθεση τῆς «Θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (μέσα τοῦ 20ού αἰ.). Εἴτε ὑπάρχει, δηλαδή, ὁ Θεός, εἴτε δὲν ὑπάρχει καθ’ ἑαυτόν, εἶναι ἄνευ πρακτικῆς σωτηριολογικῆς σημασίας, διότι ἡ ὕπαρξή του οὐδεμία ἔχει συνέπεια στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἐμμονὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης στὰ ἠθικοκοινωνικὰ προβλήματα εἶναι καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως. Ὁ ἀγώνας γιὰ θέωση ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὴν προσπάθεια γιὰ ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία ὅμως εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας (Χάριτος) τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἔλλαμψη δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, ἁγιοτριαδικό, Φῶς, ὅπως πυρακτώνεται καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πῦρ καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητές του. Ἡ πορεία πρὸς τὴν θέωση διαμορφώνει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος (Γαλ. 5, 22).
Ἡ ὀρθόδοξη περὶ ἀκτίστου Χάριτος διδασκαλία ἐμπνέει αἰσιοδοξία. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς κοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο μεταδίδοντας σ’ αὐτὸν τὴν ζωή του. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὀντολογική, ἄμεση, ἐνεργειακὴ καὶ ὄχι ἔμμεση καὶ ἠθική. Ὁ κόσμος ὀρθόδοξα μεταμορφοῦται σὲ «καινὴν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) καὶ ὅ,τι ὁ ὅρος αὐτὸς ἐκφράζει. Ἡ κοινωνία Θεοῦ-κόσμου, ἐξ ἄλλου, εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη μὲ τὴν μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ θεούμενοι Ἅγιοι οἱ αὐθεντίες εἰς τὴν Ἐκκλησία
3.2. Μετά ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναβεβαιώνει τὴν οὐσία καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ἡ θεολογία καὶ τὸ θεολογεῖν δὲν εἶναι καρπὸς μίας εὐσεβοῦς, ἔστω, ἀλλὰ διανοητικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὰ θεία. εἶναι μαρτυρία τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀλλοιώσεως τοῦ «πάσχοντος τὰ θεία». Ὁ λόγος περὶ Θεοῦ προϋποθέτει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεογνωσία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ προσέγγιση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ ἀναπαράγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς10. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται στὰ ὅρια τῆς θεοπτίας ἢ θεώσεως. Θεολόγος εἶναι ὁ κοινωνῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἅγιος. Ὁ ὀρθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις», καὶ πρὶν ἀκόμη φθάσει στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως -ὅπως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι- θεολογεῖ μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι κάποιες στοχαστικὲς-μεταφυσικὲς ἀτομικὲς ἀναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικὰ εἶναι ὁ «προφήτης», ὁ διὰ τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας, τόσον στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμον» «ὁ κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλῶν» (Β’ Κορ. 2, 17).
Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «Ναμποὺ» (προφήτης) γινόταν ὁ «Ροέ», ὁ βλέπων τὸν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς-ἐνέργειά Του. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία παραμόρφωσε τὸν Χριστιανισμό, ὁδηγώντας στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἐκφιλοσόφηση τῆς Πίστεως. Αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν μαθητὴ του Ἀκίνδυνο, ὡς καὶ τοὺς βυζαντινοὺς σχολαστικούς. Ἡ «βαβυλώνια αὐτὴ αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, τὴν ὁποία περιέγραψε ἐναργέστατα ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ11, ξεπεράστηκε ἐν πολλοῖς τὸν 20ο αἰώνα μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας μας μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἁγιοπνευματικὴ ζωή, μὲ πρωτοπόρους τούς ἀείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε καὶ Ρωμανίδη.
 
3.3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐπεβεβαίωσε τὴν διαπίστωση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου (β’ αἰ.), ὅτι αὐθεντίες στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὰ κείμενα, ἀλλὰ οἱ θεούμενοι, οἱ Ἅγιοι12. Ἐξ ἄλλου, ἡ θεολογία καὶ κυρίως ἡ δογματικὴ διδασκαλία, ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχουν τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν πρόκειται γιὰ «lavoro da tavolino», ἐργασία τοῦ γραφείου ἢ τοῦ σπουδαστηρίου. Ἡ διακρίβωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ προφύλαξη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις συμπορεύονται μὲ τὴν θεραπεία τῆς καρδίας ἀπὸ τὰ πάθη, τὴν παράκληση, τὴν παραμυθία καὶ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομή. Ἡ πατερικὴ ἀντιρρητικὴ δὲν εἶναι κοσμικὴ πολεμική, ἀλλὰ ποιμαντικὴ-θεραπευτικὴ ἀγωγὴ γιὰ τὰ νοσοῦντα μέλη τοῦ σώματος, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐν πλάνη εὐρισκομένους. Ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας εἶναι ἔργο ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, διὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν νόσο τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ ἡ αἵρεση δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκρουση, μὲ κάθε ποιμαντικὸ μέσο, τῆς αἱρετικῆς πλάνης εἶναι φιλανθρωπία καὶ εὐεργεσία. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχει ἡ ἀντιδυτικὴ στάση Πατέρων, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, τοὺς ὁποίους μποροῦμε ἄφοβα νὰ χαρακτηρίζουμε «εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης» καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ της13.
Ἡ θεία ἄνωθεν σοφία σώζει
3.4. Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνανέωσε τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση ἔναντι τῆς παιδείας. Ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔτσι καὶ αὐτός, ἄριστος μάλιστα γνώστης τοῦ Ἀριστοτέλους, δὲν ἀπέρριπτε τὴν χρησιμότητα τῆς θύραθεν σοφίας («τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων»), ἀλλὰ μόνον «πρὸς παίδευσιν». Ἀπεδοκίμαζε ὅμως, ὡς πατερικός, τὴν τάση ὑποβαθμίσεως ἢ ὑποκαταστάσεως μὲ αὐτὴν τῆς πληρότητας καὶ αὐτάρκειας τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴν τὴν φιλοσοφία ἀπέρριπτε, ποὺ ἐκφιλοσοφεῖ τελικὰ τὴν «ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰουδ. 3), τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. «Προσδοκᾶν δὲ τί τῶν θείων ἀκριβῶς παρ’ αὐτῆς (=τῆς ἑλληνικῆς σοφίας) εἴσεσθαι καὶ τελείως ἀπαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1.1.12). Ἀπορρίπτει, δηλαδή, τὸν προβαλλόμενο ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς θύραθεν σοφίας, κάνοντας καὶ αὐτὸς (πρβλ. Ἰακ. 3, 13 ἐ.) διάκριση σαφῆ δύο γνώσεων καὶ σοφιῶν, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἡ θεία («ἄνωθεν») σοφία σώζει, ἡ «ἐπίγειος» ἁπλῶς παιδεύει καὶ φωτίζει τὴν διάνοια, ἂν δὲν ὁδηγεῖ στὴν δαιμονοποίηση τὸν ἄνθρωπο.
3.5. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσης, προσφέρει πρότυπο ἀγωνιστοῦ Θεολόγου ὑπὲρ τῆς σωζούσης πίστεως καὶ ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ θεολόγου διαλεγομένου μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν μὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ μεγαλωσύνη δὲ καὶ ἐγκυρότητά του ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν θέτει ποτὲ τὴν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἀντίθετα, τὴν θεωρεῖ πάντοτε ἀμετακίνητο θεμέλιο καὶ ἀφετηρία στὴν συνάντηση μὲ τὴν αἵρεση. Σώζοντας δὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση ὁλόκληρη, ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὸν πολυτιμότερο καταλύτη γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, γιὰ νὰ ἐπανεύρει τὸν πραγματικὸ δυναμισμὸ της μέσα στὴν δίνη τῶν σημερινῶν προκλήσεων. Μὲ τοὺς διαλόγους του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπέδειξε, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ πλαίσιο κινήσεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ἔξω ἀπὸ κάθε κοσμικὴ σκοπιμότητα, ἀλλὰ μὲ μόνο στόχο τὴν σωτηρία ὡς θέωση. Ὁ διάλογος πρέπει νὰ ἀποβλέπει στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος φωτίζει ἐξ ἄλλου, μεθοδολογικὲς δυσλειτουργίες τοῦ σημερινοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ὅπως ὁ καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης ἔχει ὑποστηρίξει: «Ἂν ἡ διάκριση αὐτὴ (οὐσίας καὶ ἐνεργείας) ἐτίθετο ὡς βάση τῶν συζητήσεων, ἂν οἱ διαλεγόμενοι μὲ μᾶς μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν διάκριση αὐτή, πολλὰ ἐμπόδια θὰ εἶχαν ἀρθεῖ καὶ ὁ δρόμος τῆς συνεννοήσεως θὰ ἦταν πολὺ εὔκολος»15. Αὐτὸ ὅμως θὰ καθιστοῦσε πιὸ ἐμφανεῖς πλάνες, ὅπως τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, σ’ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται στὴν ἐποχή μας, νὰ τὸ καταξιώσουν ὡς ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.
 
 
Ἤλεγξε τοὺς Ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τοὺς Ζηλωτὲς
3.6. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γίνεται, ἐξ ἄλλου, δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο, σ’ ὅλο τὸ φάσμα μάλιστα τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ὁ ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι πολιτικὴ ἀπραξία. (Ὁ ὅρος «πολιτικὴ» βέβαια χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀριστοτελική της σημασία, ποὺ ἐξεχριστιάνισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, τὸν 8ο αἰώνα). Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ πολιτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ δρώμενα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Παλαμᾶς ἄσκησε κριτικὴ στὶς πολιτικὲς ἴντριγκες τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, ὅταν συνήργησε στὸ πραξικόπημα κατὰ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ (1295-1383), ἔλεγξε ὅμως καὶ τοὺς Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ τὶς ἐγκληματικὲς ἐνέργειές τους στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλ’ ἐξίσου καὶ ὅσους μὲ τὴν ἀφιλάνθρωπη στάση τους ἐξέτρεφαν καὶ προωθοῦσαν τὴν βία. Ἡ παρέμβαση τῶν Ποιμένων καὶ μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἀναγκαία καὶ ἀπαρέγκλιτη σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ποὺ θέλει νὰ λέγεται χριστιανική. Ἡ θεολογία του γίνεται «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «φῶς τοῦ κόσμου». Ὁ διάλογος μὲ τὸν κόσμο, στὴν πράξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἔχει τὸν χαρακτήρα τῆς Ἱεραποστολῆς. Δὲν τίθεται ποτὲ ἐν ἀμφιβόλω ἡ ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), ὅπως βιώνεται στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Οὔτε στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ κύκλου του, οὔτε στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, παρὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπιζε, προχώρησε σὲ κάποια σχετικοποίηση τῆς πίστεως καὶ συμβιβαστικὴ διάθεση, γιὰ τὴν ἐπίτευξη μάλιστα προσωπικοῦ ὀφέλους. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θὰ καλοῦσε, χωρὶς κανένα συμβιβασμό, στὴν πορεία τῆς θεώσεως, ἔστω καὶ ἂν ὁ κόσμος μᾶς ἀποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στὸ πάθος τῆς αὐτοθεώσεως.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τιμᾶ καὶ δοξάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία μένει ὀρθόδοξη, ἐφ’ ὅσον μένει πιστὴ στὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, διασώζοντας τὴν πίστη καὶ θεολογία του, καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά του, καρπὸ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι δὲ ἰδιαίτερα ἐλπιδοφόρο, ὅτι ἡ δυτικὴ Θεολογία, ποὺ παλαιότερα (M. Jugie) ἀποστρεφόταν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ ὡς «αἱρετικό», σήμερα ἔχει σημειώσει θετικὴ στροφὴ ἀπέναντί του. Ἴσως ἔλθει ἡ ἐποχή, ποὺ ἡ θεολογία του θὰ ὁδηγήσει τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο στὴν αὐθεντική του πορεία.
 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. τὸ πολὺ κατατοπιστικὸ ἄρθρο τοῦ π. Ἰωάννου Meyendorf στὴν «Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Ἀθήνα 1965) στ. 83-87, μὲ βιβλιογραφία. Ἡ ἐκτενέστερη συλλογὴ σχετικῶν κειμένων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία». Τὰ κείμενα ὅμως εἶναι ἐγκατεσπαρμένα στὴν PG τοῦ Migne. Ἡ βιβλιογραφία εἶναι πλουσιότατη σ’ ὅλες τὶς βαλκανικὲς χῶρες. Βλ. ἐνδεικτικὰ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, Θεσσαλονίκη 1979. Τοῦ Ἰδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Ἀρχιμ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, Λεβαδειὰ 1992. Τοῦ Ἰδίου (ὡς Μητροπολίτου), Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη – ὀρθόδοξη καὶ δυτικὴ παράδοση, Λεβαδειὰ 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο καὶ σπουδαῖο ὑλικὸ γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ περιέχει ὁ συλλογικὸς τόμος: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρὸν (Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ Λεμεσού), Ἅγιον Ὅρος 2000. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ στὴν Ρουμανία βλ. τὴν σπουδαία ἀνακοίνωση τοῦ πρώην Ἀντιπροέδρου τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας μακαριστοῦ Virgil Candea, στὶς σέλ. 727-736 (βιβλιογραφία).
2. Βλ. τὸ ἐκτενὲς ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Κ. Χρήστου στὴν ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη εἶναι ἡ μεταγενέστερη βιβλιογραφία.
3. Ὅπως ἐδήλωσε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τοῦ 1368, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 – 1364-76): «-Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς Ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθένδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν του εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον…», («Τόμος Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἠμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, PG 151, 648/9.
4. PG 102, 263-391.
5. Ἀπὸ μεγάλους Θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνεται ἀνεπιφύλακτα δεκτὴ ὡς ἡ τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Γενικὴ Σύνοδος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως (Παλαιᾶς Ρώμης). Ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ἱστορική, δογματικὴ καὶ κανονικὴ σπουδαιότης τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι I9602, σ. 261-2.
6. Α’ Ἅλωση τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους τῆς Δ’ Σταυροφορίας.
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη…, σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι καὶ Θεολογία γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 1997.
8. Εἶναι ἡ περιβόητος διδασκαλία Ἀνσέλμου τοῦ Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ νεοελληνικὴ κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη, στὸ: Λόγος ὡς Ἀντίλογος, Ἀθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία, στὸ περιοδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τὸν τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).
9. Ὁ πάπας Γρηγόριος Ζ’ ὁ Ἰλδεβράνδης (1073-1085) μὲ τὸ κείμενο τοῦ «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε τὴν περὶ ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ πάπα, ἀκλόνητη ἔκτοτε, θεωρία σὲ 27 θέσεις. Ἡ ταύτιση μὲ τὶς ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις εἶναι πλήρης. «Ὁ πάπας εἶναι ἀπόλυτος κύριος της Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας».
10. Ἡ θεολόγηση εἶναι κατ’ αὐτὸν ὑπόθεση «τῶν ἐξητασμένων καὶ διαβεβηκότων ἐν θεωρία (δηλαδὴ στὴν θεοπτία) καὶ πρὸ τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένων, ἢ καθαιρομένων, τὸ μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικὸς Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση αὐτή, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δὲ πᾶς, καὶ ὁ μυρίαις κηλίσι τὴν ψυχὴν στιγματίσας» (PG 32, 213D).
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοὶ τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά).
12. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Ἀθήνα 1977, σ. 300.
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἀντιδυτικοὶ» Πατέρες εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης, στὸ Τοῦ Ἰδίου, Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Καὶ στὰ Ρουμανικά.
14. Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 12: («Ἀποκλείομεν τελείως νὰ περιμένει ὅτι θὰ μάθει κάποιος ἀπὸ αὐτὴν κάτι σχετικὸ μὲ τὰ θεία»).
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία καὶ ἐμπειρία. Τὸ μήνυμα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν ἐποχή μας, στὸν παραπάνω τόμο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς…, σ. 481-488 (ἐδῶ: 484).
(Μάιος 2010)
ΠΗΓΗ: “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”, ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
 
 
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2023/03/blog-post_55.html#more