Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνοντο ἐντροπή γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐγνώριζαν, ἀλλά τοῦ συμπεριφέροντο σάν δοῦλο.
Κατόπιν ἀνεχώρησαν μέ τ᾿ ἄλογά τους καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ τούς ξεπροβόδησαν μέχρι τά σύνορα τοῦ χωριοῦ τους μέ πολλή τιμή. Πηγαίνοντας στόν δρόμο τους τόν ἐρωτοῦσαν γιά τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του κι αὐτός τούς εἶπε μέ τήν σειρά ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν συμβῆ.
Ἀκούοντας αὐτά οἱ στρατιῶτες ἔκλαιγαν γι᾿ αὐτά τά σπάνια βάσανά του. Ἐπίσης κι αὐτοί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ βασιλεύς ἦταν πολύ στενοχωρημένος γι᾿ αὐτόν.
Ὄχι μόνον ὁ βασιλεύς, ἀλλά ὅλο τό στράτευμα ἐλυποῦντο γιά τήν ἀπώλειά του. Ὄχι μετά ἀπό πολλές ἡμέρες ἔφθασαν στήν Ρώμη καί εἶπαν στόν βασιλέα ὅτι ἔρχονται μέ τόν στρατηγό Πλακίδα. Ὁ βασιλεύς τούς δέχθηκε μέ πολλή τιμή, μέ ὅλους τούς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ του.
Ἀσπάσθηκε τόν στρατηγό καί τόν ἐρώτησε τί τοῦ συνέβη καί ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ὅλοι τόν ἄκουαν μέ πολλή συγκίνησι. Τότε ὁ βασιλεύς ἔδωσε τήν πρώτη τιμητική θέσι δεξιά του, τοῦ ἐχάρισε πολύ πλοῦτο καί περιουσία, περισσότερα ἀπό ὅ,τι εἶχε παλαιότερα καί ὅλοι στήν Ρώμη ἐχαίροντο γιά τήν ἀνεύρεσί του καί τόν ἐρχομό του.
Κατόπιν ὁ βασιλεύς τόν παρεκάλεσε νά πάη στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν βαρβάρων καί μέ τήν γνωστή γενναιότητά του νά προστατεύση τήν βασιλεία του ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν καί νά ἐλευθερώση τά κυριευμένα φρούρια.
Ὁ Εὐστάθιος ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τούς στρατιῶτες του καί εἶδε ὅτι δέν ἦσαν ἀρκετοί γιά τόν πόλεμο αὐτόν, εἶπε στόν βασιλέα νά διατάξη πρός ὅλα τά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας του νά ἔλθουν νέοι πιό δυνατοί στήν Ρώμη γιά νά καταταχθοῦν στό στράτευμα.
Καί ἔγιναν ὅλα, ὅπως ἐζήτησε ὁ Πλακίδας.
Μεταξύ τῶν νέων ἦλθαν καί τά δύο παιδιά του, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεγαλώσει καί ἦταν ὡραῖοι στήν ὄψι καί στό σῶμα ὑψηλοί καί δυνατοί. Ὅταν ἔφθασαν στήν Ρώμη, τούς εἶδε ὁ διοικητής καί τούς ἀγάπησε πολύ. Κι αὐτό διότι ἡ ἴδια ἡ πατρική φύσις κλίνει ἀναιπαίσθητα πρός τά παιδιά καί νικᾶται ἀπό τήν ἀγάπη τους.
Καί ὁ Εὐστάθιος μή γνωρίζοντας ὅτι αὐτά εἶναι φυσικά παιδιά, τά ἀγάπησε σάν παιδιά του κι αὐτά ἐστέκοντο πάντοτε ἐνώπιόν του. Τά καλοῦσε νά τρώγουν μαζί του στό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ, διότι τοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ.
Στήν συνέχεια ὁ Εὐστάθιος ἐπῆγε στόν πόλεμο καί κατατροπώνοντας τούς ἐχθρούς, ἔδωσε δόξα στόν Θεό γιά τήν βοήθειά Του. Καί ὄχι μόνο φρούρια καί χῶρες αἰχμαλωτισμένες ἀπελευθέρωσε, ἀλλά καί ὅλη τήν ἔκτασι τῶν ἐχθρῶν κατέλαβε καί αἰχμαλώτισε τούς στρατιῶτες των καί τούς ἐκμηδένισε. Ὁ Κύριος ἔτσι τοῦ ἔδειξε τώρα, πιό πολύ ἀπό παλαιότερα, τήν βοήθειά Του καί τήν χάριν Του.
Ἀφοῦ ἐτελείωσε ὁ πόλεμος καί ἐπέστρεψε ὁ Εὐστάθιος εἰρηνικά στήν βάσι του, τοῦ συνέβη κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του νά σταθμεύση σ᾿ ἕνα χωριό, πού ἦταν πολύ ὡραῖο δίπλα σ᾿ ἕνα ποτάμι. Καί ἐπειδή τοῦ ἄρεσε ἀνέκαθεν ἕνας τέτοιος τόπος γιά ἀνάπαυσι, σταμάτησε ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέρες μέ τήν συνοδία του.
Ὁ Θεός ἤθελε μ᾿ αὐτό τόν τρόπο νά τόν φέρη σέ γνωριμία στό σπίτι ἑνός δούλου του, μέ τήν γυναῖκα του καί τούς γυιούς του, ὅπου καί συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτό τόν τόπο ὅλοι οἱ διασκορπισμένοι. Ἡ γυναῖκα του ζοῦσε σ᾿ αὐτό τό χωριό καί εἶχε καλλιεργήσει ἕνα κῆπο ἀπό τόν ὁποῖον μέ πολύ κόπο ἐκέρδιζε τήν τροφή της ὅλες τίς ἡμέρες της.
Σύμφωνα μέ τό προκατασκευασμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, μή γνωριζοντας τήν μητέρα τους, ἔμεναν στήν σκηνή τους δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα τους. Διότι κι αὐτοί μεγάλωσαν σ᾿ ἕνα χωριό, εἶχαν τήν σκηνή τους καί πολλή ἀγάπη μεταξύ τους ταιριασμένοι στίς σκέψεις, καί στούς λογισμούς σάν ἀδελφοί κατά σάρκα.
Ἀλλά ἀκόμη δέν ἤξεραν ὅτι εἶναι κατά σάρκα ἀδέλφια, ὅτι ρέει τό ἴδιο αἷμα στό σῶμα τους, ὅτι δηλαδή ἦσαν ἀδελφοί. Ὁπότε ἐξάπλωσαν νά κοιμηθοῦν δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα των.
Μία ἡμέρα πού ἐδούλευε ἀπόγευμα ἡ μητέρα των στόν κῆπο, ἄκουσε συζήτησι τῶν στρατιωτῶν πού ἐκοιμοῦντο δίπλα στόν κῆπο της μέσα στίς σκηνές τους. Στήν συζήτησι ἐρώτησαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἀπό ποιό ἔθνος καί γένος εἶναι. Ὁ μαγαλύτερος εἶπε στόν μικρότερο:
Ἐγώ, θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρός, ὁ πατέρας μου ἦταν διοικητής ὅλου τοῦ στρατοῦ τῆς Ρώμης. Ἀλλά δέν ξέρω γιατί ἄφησε τό στράτευμα. Κατόπιν μέ τήν μαμά καί ἐμένα καί μέ τόν ἀδελφό μου μικρότερον ἀπό μένα κατά δύο χρόνια, ἐφθάσαμε μέχρι τήν θάλασσα, ὅπου εὑρήκαμε ἕνα καράβι. Ταξιδεύοντας μέ τό καράβι ἐφθάσαμε σέ κάποιο λιμάνι.
Τότε δέν ξέρω γιατί ἡ μαμά μου ἔμεινε μέσα στό πλοῖο, ἐνῶ ὁ πατέρας μου μέ ἐμᾶς τά δύο παιδιά του βγήκαμε ἀπό τό πλοῖο καί βαδίζαμε. Μόνο αὐτό θυμᾶμαι ὅτι ὁ πατέρας μου ἔκλαιγε πάρα πολύ γιά τήν μαμά πού ἔμεινε στό πλοῖο. Καί ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου ἀκολουθούσαμε τόν μπαμπᾶ μας κλαίγοντας. Ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ ἕνα ποταμό, ὁ πατέρας μου μέ ἄφησε ἐμένα στήν ὄχθη καί ἐπῆρε τό μικρότερο ἀδελφό μου στήν ὠμοπλάτη του γιά νά τόν μεταφέρη στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ.
Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Δ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010