Κάθε φορά που ο όσιος Πορφύριος αναφερόταν στο ξεκίνημα της μοναχικής του ζωής δάκρυζε. Τόνιζε πως η είσοδός του στο Άγιον Όρος σε τόσο μικρή ηλικία ήταν ένα μεγάλο θαύμα της προνοίας του Θεού στην ζωή του. Κάθε φορά που το αναπολούσε, συγκλονισμένος στο τέλος ομολογούσε και έλεγε:

«Ο Θεός έκανε πολλά για μένα! Όλο θαύματα ήταν η ζωή μου. Υπακοή! Τι να σας πω. Αυτή η υπακοή με έσωσε! Υπακοή με αγάπη, με χαρά! Τους αγαπούσα αληθινά τους Γέροντές μου κι η αγάπη με έκανε κι ένοιωθα τι ακριβώς ήθελαν. Γνώριζα πριν μου το πουν τι ήθελαν και πώς ακριβώς το ήθελαν. Μια φορά μου λέγανε κάτι κι εγώ το τηρούσα. Αυτό το έκανα πάντα χωρίς να αντιδρώ από μέσα μου. Γιατί μην ξεχνάτε ότι είχα δύο Γέροντες και πολλές φορές μου έδιναν αντίθετες εντολές.
»Οι Γέροντές μου δεν με βάζανε σε βαριές δουλειές. Πότιζα μόνον τον κήπο και με μάθαιναν ως εργόχειρο την ξυλογλυπτική. Ούτε μου κάνανε διδασκαλίες. Τον πρώτο καιρό πήγαινα μαζί τους στις Ακολουθίες, τίποτε άλλο. Αργότερα ο Γέροντας μου έδωσε ένα κομποσχοίνι και με έμαθε να κάνω προσευχή με αυτό. Στην αρχή εξωτερικές δουλειές δεν με στέλνανε. Ό,τι έκανα, το έκανα μέσα στο σπίτι. Μετά έπιανα τα ξυλόγλυπτα και στο τέλος οι Γέροντες με βάζανε και διάβαζα Ψαλτήρι όσο εκείνοι δούλευαν.
»Όταν πέρασε ο πρώτος καιρός και μεγάλωσα λιγάκι, με στέλνανε οι Γέροντές μου έξω από το Καλύβι και κουβαλούσα χώμα ή ξύλα. Τότε για να μην αφήνω τον νου μου ελεύθερο και για να τον διατηρώ καθαρό, συνήθιζα να λέω από στήθους κομμάτια ολόκληρα από το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήρι, τους Κανόνες. Με ενδιέφερε να έχω στον νου μου λόγια άγια. Δεν χόρταινα να τα λέω όλη μέρα, κάθε μέρα και δεν κουραζόμουνα! Με την αγάπη γίνεσαι αεικίνητος. Να ιδής τότε πού πάνε οι αμαρτίες! Κοιμούνται όλα. Ακούτε; Αυτή είναι η πραγματικά αγία ζωή, ξένη ζωή, ζωή παραδεισένια.
»Οι Γέροντές μου με χαιρόντουσαν. Μπορεί να με ταπεινώνανε, να με μαλώνανε, ακόμη κι όταν έκανα κάτι καλό, όμως ήταν αγιώτατοι. Με εκπαιδεύανε με πολλούς τρόπους. Ποτέ δεν μου λέγανε «μπράβο, καλά το έκανες». Πάντα με συμβουλεύανε πώς να αγαπήσω τον Θεό και πώς να ταπεινώνωμαι. Πολύ με βοήθησε η ταπείνωση. Κι αν καμμιά φορά δεν με μαλώνανε οι Γέροντες, πολύ στεναχωριόμουνα: «Κρίμα, δεν έχω αυστηρούς Γέροντες», σκεφτόμουν. Τώρα βλέπω ότι ήταν αυστηροί, τότε δεν το έβλεπα.
»Μερικές φορές όμως ξέφευγα σε υπερβολές. Αλλά αυτό είναι εγωισμός. Μια φορά έκανα και μία ενσυνείδητη παρακοή. Όλα όμως τα εξομολογιόμουνα και φεύγανε, μου περνούσαν αμέσως. Μετά την εξομολόγηση μου ερχότανε μια τέτοια χαρά! Πίστευα ότι τα είπα στον Θεό κι ότι την συγχώρεση την έλαβα από τον ίδιο τον Θεό! Ε, πόσο δυνατό το έχω μέσα μου αυτό το μυστήριο, δεν το φαντάζεσθε!
»Όχι μόνο εγώ αλλά όλοι οι υποτακτικοί της εποχής μου νομίζαμε πως ο Γέροντας ήταν η καρδιά της καρδιάς μας! Έπειτα από τον Θεό ήταν ο Γέροντας. Αν έκανες κάτι αντίθετο, παρακοή, δεν έπρεπε ούτε να μεταλάβης. Αν δεν αγαπούσε τον Γέροντα ο υποτακτικός κι είχε λογισμούς, οι άλλοι αδελφοί δεν τον αφήναν να παραμείνη στο Μοναστήρι.
»Στα δύο χρόνια, όταν ήμουν δεκατεσσάρων, με έκαναν ρασοφόρο. Και μου φόρεσαν κάτι ράσα βρώμικα και κουρελιασμένα. Στεναχωρέθηκα λίγο. Μόνο για λίγο. Μετά σκέφτηκα τους ασκητές που φορούσαν τρίχινα που ποτέ δεν τα έπλεναν, που ποτέ δεν τα έβγαζαν. Και τότε «Αχ, Θεέ μου, μου μίλησες την ίδια μέρα, Θεέ μου, μου μίλησες πολύ».
»Δύο χρόνια αργότερα με πήρε ο π. Παντελεήμων και πήγαμε στην Μεγίστη Λαύρα και πήραμε άδεια για την Μεγαλοσχημία. Το βράδυ της κουράς μου όλοι οι πατέρες, όλοι οι ασκητές, συγκεντρώθηκαν στο Καθολικό της Σκήτης στην Αγία Τριάδα. Μου έδωσαν το όνομα Νικήτας μοναχός. Ήμουν πολύ χαρούμενος αλλά και σιωπηλός. Ήθελα να είμαι μόνος με μόνω τω Θεώ.
»Μια μέρα καθώς περπατούσα στο δάσος άκουσα μία γλυκύτατη μεθυστική φωνή. Ένα πουλάκι έψαλε και υμνούσε τον Θεό. Ήταν αηδόνι. Αχ, πώς φούσκωνε το λαρύγγι του, πώς έπασχε, πώς μάλλιαζε η γλώσσα του να υμνή και να δοξολογή τον Θεό. Αχ, δεν μπορώ να σας τα πω όπως τα νοιώθω. Πολύ με ενέπνευσε το αηδονάκι. Μου άναψε τον πόθο να πάω στην έρημο, να κρυφτώ, να ζήσω στην αφάνεια μόνος, μόνο για τον Θεό! Αυτό που κάνουν τα πουλάκια το πετυχαίνουν οι μοναχοί που χάνονται για τον κόσμο και ζουν στην έρημο χωρίς να επιδιώκουν δόξες, τιμές και επαίνους από τον κόσμο. Κι ενώ αναλύονται προσευχόμενοι για τους ανθρώπους μένουν τελείως άγνωστοι. Αυτό είναι ανιδιοτέλεια, θείος Έρως».
Μαρτυρία Γερόντισσας Στυλιανής, Ι. Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού Πεντέλης)
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.