O AGIOS SPYRID.

O AΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

  ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.
Πῶς τιμᾶται ὁ ἅγιος Σπυρίδων; Τιμᾶται βεβαίως κι ὅταν τὸν παραδέχεσαι ὡς ἅγιο, ὅταν ἐκκλησιάζεσαι στὴν ἑορτή του καὶ προσεύχεσαι κι ἀνάβῃς τὸ κερί σου καὶ προσκυνᾷς τὴν ἁγία του εἰκόνα. Ἀλλὰ φτάνουν αὐτά; Αὐτὰ εἶναι τὰ εὔκολα. Ὁ ἅγιος ζητεῖ καὶ κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι πιὸ δύσκολο. Ὅποιος τὸ κατορθώνει, αὐτός τιμᾷ τὸν ἅγιο. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Δηλαδή; νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος; Μὰ ἐκεῖνος ἔκανε θαύματα. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ κάνῃ θαύματα; Ὅλοι νὰ μαζευτοῦμε, τὸ νυχάκι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος δὲν κάνουμε. Τότε λοιπὸν πῶς θὰ τὸν μιμηθοῦμε; Νὰ τὸν μιμηθοῦμε σὲ ἄλλο σημεῖο. Νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του· τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε, ποὺ χάρι σ᾿ αὐτὲς ἔλαμψε ὡς ἀστὴρ πρώτου μεγέθους. Νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του, πρέπει νὰ ξέρουμε τὸν βίο του· τί ἔκανε ὁ ἅγιος. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν σχολεῖα, γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, ἀλλὰ κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια στὰ σπίτια είχανε συναξάρια. Τί θὰ πῇ συναξάριον;Θὰ πῇ βίος ἁγίου. Εχανε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Καὶ τὴν παραμονὴ ἀποβραδὶς διαβάζανε. Γνωρίζανε τὸν ἅγιο ποιός ἦταν, συγκινοῦνταν καὶ κλαίγανε. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα ἂν ρωτοῦσες τί ἤτανε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, θὰ σοῦ ἀπαντοῦσαν. Ἦταν ξεφτέρια. Ἄντε τώρα… Δὲν κατηγορῶ οὔτε δασκάλους οὔτε καθηγητάς. Κατηγορῶ τὸ ἄθεο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας. Γιατὶ ἂν ρωτήσῃς ἑκατό, ὄχι μαθητὰς δημοτικοῦ ἀλλὰ καὶ φοιτητὰς πανεπιστημίου, γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα δὲν ξέρουν τίποτα, γρῦ!
Γιὰ νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο, πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὸν βίο του, τὸ συναξάριό του. Αὐτὸ τὸ συναξάρι ἀνοίγω κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ σ᾿ ἐσᾶς. Θὰ ποῦμε μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὄχι ὅλα, διότι τότε ὁ λόγος θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πολὺ ἐκτεταμένος.

* * *

Ποιά ἤτανε ἡ πατρίδα τοῦ ἁγίου; Ἕνα μαρτυρικὸ ἑλληνικὸ νησί, ἡ Κύπρος. Στὴν Κύπρο γεννήθηκε τὸν 3ο αἰῶνα. Τὸ ἐπάγγελμά του; Δὲν ἦταν ἐγγράμματος, οὔτε δάσκαλος οὔτε δικηγόρος. Ἦταν φτωχαδάκι, βοσκός. Ἔβγαζε τὰ πρόβατά του στὸ βουνὸ καὶ ἔπαιζε φλογέρα, τὰ πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ τὰ πότιζε.
Βοσκός. Ἀλλὰ τί βοσκός! Βοσκὸς ἀπὸ βοσκὸ διαφέρει. Ὑπάρχουν βοσκοὶ καλοί, ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κακοί. Διαβάσαμε στὶς ἐφημερίδες, ὅτι ἕνας βοσκὸς σκότωσε μὲ καραμπίνα τέσσερις – πέντε ἀνθρώπους, γιατὶ πάτησαν τὸ γρασίδι του. Μπῆκαν τὰ πρόβατά τους καὶ φάγανε λίγο χόρτο, κι αὐτὸς τοὺς ἔρριξε. Τέτοιοι βοσκοὶ εἶναι κακοί. Ἀλλ᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδων δὲν ἦταν τέτοιος. Ἦταν ἀγαθός, πολὺ ἀγαθός. Ἀκοῦστε καὶ θαυμάστε. Μιὰ νύχτα πήγανε στὸ μαντρί του κλέφτες νὰ κλέψουν. Τὸ περικύκλωσαν, προσπαθοῦσαν νὰ μποῦνε μέσα, μὰ δὲ᾿ μποροῦσαν. Ἄγγελος Κυρίου φύλαγε τὸ μαντρί. Ἅμα εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄγγελος σὲ φυλάει, δὲν παθαίνεις τίποτα. Τὸ πρωῒ ποὺ ξημέρωσε τοὺς βλέπει κουρασμένους καὶ λυπημένους. ―Τί θέλετε; λέει. ―Νά, ἤρθαμε νὰ κλέψουμε, ἀλλὰ κάποιο χέρι ἀόρατο δὲ᾿ μᾶς ἄφησε… Κατάλαβε ὁ ἅγιος. Ἀφοῦ τοὺς συμβούλευσε, τέλος τοὺς λέει· ―Κουραστήκατε ὅλη νύχτα. Γιὰ τὸν κόπο σας λοιπὸν πάρτε δυὸ κριάρια!… Ἀκοῦτε, ἀδελφοί μου; Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἅγιοι! Ὄχι μόνο δὲν τοὺς μάλωσε, ἀλλὰ καὶ τοὺς φιλοδώρησε. Σὰν παραμύθια φαίνονται αὐτά. Ἐνῷ ἄλλος σκοτώνει πέντε μὲ καραμπίνα γιὰ ἕνα γρασίδι, τί μεγαλεῖο ὁ ἅγιος Σπυρίδων! Γι᾿ αὐτό, ὅταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ κλέφτες, επανε· ―Πιστεύουμε στὸ Θεό!… Πέσανε στὰ πόδια του, ζητοῦσαν συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε τί κάνει ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ ἁγιότης; Ποιός τὸ κάνει αὐτὸ σήμερα; Τρέχουν τὸν ἀντίδικο ἀμέσως στὰ δικαστήρια· ἀδέρφια χωρίζουν καὶ μαλώνουν γιὰ λίγα μέτρα γῆς.
Κοντὰ στὴν ἀγαθότητα καὶ ἁγιότητα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος εἶνε ὅτι μὲ τὴν πίστι του ἔκανε θαύματα. Ἔτσι ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλο τὸ νησί. Ὅταν λοιπὸν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, τότε ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες – μικρὰ παιδιά, μὲ μιὰ φωνὴ εἶπαν· ―Τὸν Σπυρίδωνα ἐπίσκοπο!… Καὶ ἐνῷ ὑπῆρχαν ἄλλοι ἐγγράμματοι, ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου ἔγινε ὁ τσομπάνος. Τριάντα περίπου χρόνια ἔμεινε ἐπίσκοπος. Ἐποίμανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πίστι.
Πίστευε ἀληθινά. Ὄχι σὰν κ᾿ ἐμᾶς. Ποῦ ἔδειξε τὴν πίστι του; Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκε ἕνας ἄπιστος καὶ αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς δίδασκε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. (Αὐτὸ ποὺ διδάσκουν καὶ οἱ χιλιασταὶ σήμερα. Ἐγγόνια καὶ τρισέγγονα τοῦ Ἀρείου εἶνε οἱ ἰεχωβῖτες· ὅ,τι ἔλεγε ὁ Ἄρειος, λένε κι αὐτοὶ τώρα). Τότε φάνηκε ἡ πίστις τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Μαζευτήκανε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας 318 πατέρες, γιὰ νὰ πολεμήσουν τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Νικόλαος…, ἐκεῖ καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὅπως είπαμε, δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα. Καὶ ἐνῷ στὴ Σύνοδο γινόταν μεγάλη συζήτησι, σὲ μιὰ στιγμὴ λαμβάνει τὸν λόγο ὁ βοσκὸς αὐτὸς καὶ λέει· ―Ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς, εἶναι μυστήριο· εἶναι ἀόρατος καὶ ἀκατάληπτος. Καὶ γιὰ ν᾿ ἀποδείξῃ στὸν Ἄρειο ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τρισυπόστατος Θεός, τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα κεραμίδι ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε στὰ θαύματα τῶν ἁγίων―, καὶ λέει· ―Τὸ βλέπεις τὸ κεραμίδι; Εἶναι ἕνα, ἀλλὰ εἶναι καὶ τρία. Γιὰ νὰ γίνῃ τὸ κεραμίδι, χρειάζονται τρία πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι τὸ χῶμα, τὸ ἄλλο εἶναι τὸ νερὸ ποὺ ζυμώνει τὸ χῶμα, τὸ τρίτο εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ τὸ ψήνει στὸ καμίνι. Κάνει λοιπὸν τὸ σταυρό του καὶ προσεύχεται· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Παναγία Τριάς, ἐλέησόν με, καὶ λέει· ―Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀμέσως τὸ κεραμίδι ἔγινε τρία· ἡ φωτιὰ ἀνέβηκε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸ νερὸ ἔπεσε πρὸς τὰ κάτω, καὶ μέσ᾿ στὴ χούφτα του ἔμεινε τὸ χῶμα. Ἔτσι ὅλοι πίστεψαν, ὅτι τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ὄντως γνήσιο.
Εἶχε πίστι. Ἀλλὰ εἶχε καὶ ἀγάπη. Πίστευε καὶ ἀγαποῦσε. Γιατὶ πίστι χωρὶς ἀγάπη εἶναι νεκρά, ὅπως καὶ σῶμα χωρὶς ψυχὴ εἶναι νεκρό. Ποῦ ἔδειξε τὴν ἀγάπη του ὁ ἅγιος Σπυρίδων; Θὰ σᾶς διηγηθῶ τρία περιστατικά.
Μιὰ χήρα γυναίκα πῆγε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἔκλαιγε· ―Σῶσε με, γέροντα! Ἔχω πέντε παιδιά. Δὲν ἔχω ψωμὶ νὰ φάω. Πῆγα σ᾿ ἕνα πλούσιο, ἔπεσα στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δώσῃ ἀλεύρι, καὶ μοῦ λέει· Χωρὶς λεφτὰ ἐγὼ δὲ᾿ δίνω… Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἤτανε ἀπένταρος. Ἀκούγοντάς την πόνεσε. Τότε εἶδε ἐκεῖ στὸ χωράφι ἕνα φίδι. Κάνει τὸ σταυρό του καὶ τὸ φίδι γίνεται χρυσό, ῥάβδος χρυσοῦ ὅπως λένε σήμερα. Τὸ πῆρε ἡ χήρα, τὸ πῆγε στὸν ἔμπορο, καὶ πῆρε ἀλεύρι. Ὅταν κατόπιν βρῆκε λεφτὰ ἡ χήρα καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ τὸ χρυσὸ φίδι της νὰ τὸ ἔχῃ ὡς κειμήλιο, ὁ πλούσιος δὲν τό ᾿δινε. Τότε ὁ ἅγιος ἔκανε πάλι τὸ σταυρό του καὶ τὸ φίδι ἔγινε ζωντανό, ἔγινε δράκοντας καὶ πῆγε νὰ τὸν φάῃ… Λεπτὰ ἀπὸ πλεονεξίες καὶ ἀδικίες, θὰ γίνουν φίδια νὰ φᾶνε τὸ φιλάργυρο ἄνθρωπο.
Ἄλλο περιστατικό. Εἶχε πέσει ἀνομβρία ἐπὶ ἕνα χρόνο. Τὰ δέντρα ξεραθήκανε, τὰ ζῷα ψοφούσανε. Πήγανε ὅλοι στὸν ἅγιο. ―Σῶσε μας!… Κ᾿ ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ γόνατα, παρακάλεσε τὸ Θεό, καὶ νά· ὁ οὐρανὸς γέμισε σύννεφα, καὶ ποτάμι ὁλόκληρο πότισε τὴ γῆ.
Κ᾿ ἕνα τρίτο. Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὅποιοι μπαίνανε μέσα ἀκούγανε ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους νὰ ψάλλουν μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ λέει τὸ ἀπολυτίκιό του· «…Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε».

* * *

Ἔτσι ἔζησε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ἦταν ἁπλὸς καὶ ἀπονήρευτος, εἶχε πίστι καὶ ἀγάπη. Αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἀρετὲς ν᾿ ἀγαπήσουμε κ᾿ ἐμεῖς, καὶ νὰ ζήσουμε ὅπως ἐκεῖνος. Κανείς ἄπιστος, κανεὶς ἄθεος, κανείς αἱρετικός. Ὅλοι πιστοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ τὰ παιδιά σας νὰ τὰ μάθετε νὰ λένε τὸ «Πιστεύω», ποὺ πρώτη φορὰ τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπειτα τὸ πῆραν καὶ τὸ εἶπαν χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια στόματα. Ἔχει τὴν ἀξίωσι ὁ ἅγιος Σπυρίδων, τὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, μικρὰ καὶ μεγάλα, νὰ ξέρουν ἀπ᾿ ἔξω τὸ «Πιστεύω». Κανείς ἄπιστος λοιπόν, κανείς βλάστημος, κανείς πόρνος, κανείς μοιχός. Ὅλοι κοντὰ στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, καὶ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν του νὰ σκεπάζῃ ὅλους μας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἀχλάδας – Φλωρίνης 12-12-1985)

 http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=44880