Ο άγιος ιερομάρτυρας Παρθένιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
24 Μαρτίου
Ο άγιος αυτός Παρθένιος [1] καταγόταν από τη Μυτιλήνη και ήταν γιος ευσεβών γονέων, οι οποίοι τον ανέθρεψαν καλώς και τον έστειλαν σε σχολείο, όπου έμαθε τα ιερά γράμματα σε λίγο καιρό, διότι ήταν ευφυής.
Όταν ενηλικιώθηκε προχώρησε και σε ανώτερα μαθήματα, γραμματικά και φιλοσοφικά, στα οποία πρόκοψε πολύ και έγινε ένας από τους σοφούς του καιρού εκείνου. Καθώς μάλιστα ήταν πολύ ευλαβής και καλός, άφησε τον κόσμο και τα βιωτικά και καταγινόταν με τη μελέτη των θείων γραφών και την παρακολούθηση όλων των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας μας.
Έτσι χειροτονήθηκε κατά σειρά αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος και ιερέας, και όταν πέθανε ο αρχιερέας της Χίου, εκλέχθηκε από το Πατριαρχείο διάδοχός του και εποίμαινε θεάρεστα το ποίμνιο του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια, με απόφαση της Αγίας και ιεράς Συνόδου των αρχιερέων, ανήλθε και στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το έτος 1656.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος δεν υπέφερε να βλέπει τον λύχνο να λάμπει επάνω στη λυχνία, και για να τον βγάλει από τη μέση ετοίμασε την ακόλουθη επιβουλή.
Ο ηγεμόνας των Τατάρων (Ταταρ-χαν) του καιρού εκείνου έστειλε για κάποια υπόθεση έναν πρέσβη στον Χάτμανο, δηλαδή τον αρχηγό (αταμάν) των Κοζάκων [2]. Ο πρέσβης αυτός, όταν πήγε εκεί, είδε έναν Μητροπολίτη πρώην Νικαίας να κάθεται τιμητικά με τον ηγεμόνα και να έχει πολλή παρρησία εκεί, και τον φθόνησε. Επιστρέφοντας λοιπόν στον ηγεμόνα των Τατάρων είπε πολλά σε βάρος αυτού του Μητροπολίτη, και ότι σίγουρα είναι σταλμένος εκεί από τον Πατριάρχη ως επίβουλος και προδότης της βασιλείας των Τούρκων.
Ο ηγεμόνας έγραψε στον βεζύρη όσα του είπε ο πρέσβης, και ο βεζύρης έστειλε αμέσως και έφεραν μπροστά του τον Πατριάρχη. Αφού τον εξέτασε με επιμέλεια για όλες εκείνες τις κατηγορίες, τον βρήκε εντελώς αθώο. Όμως για να μην προσβάλει τον ηγεμόνα των Τατάρων, ότι λέει ψέμματα, παρέδωσε τον Πατριάρχη στον έπαρχο της Πόλης για να τον θανατώσει ως προδότη, εκτός αν θελήσει να τουρκέψει, οπότε θα τους βεβαίωνε ότι είναι ένα με αυτούς και δεν τους επιβουλεύεται.
Τον παρέλαβε ο έπαρχος και τον παρακινούσε να τουρκέψει, λέγοντάς του ότι όχι μόνο θα γλιτώσει τη ζωή του, αλλά και μεγάλες τιμές, πλούτη και υψηλά αξιώματα θα λάβει από τον Σουλτάνο.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Άγιος, άνοιξε το ευλογημένο του στόμα και του είπε:
– Ότι δεν είμαι επίβουλος της βασιλείας και είμαι εντελώς αθώος και πάσχω άδικα, κι εσείς οι ίδιοι το ξέρετε πολύ καλά, αν θέλετε να ομολογήσετε την αλήθεια. Αυτό όμως που μου λέτε, να αφήσω την πίστη μου, για να γλιτώσω από τον θάνατο, ποτέ και με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να το κάνω, να αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Κύριο και Θεό, τον Ιησού Χριστό. Ακόμα και μύριους θανάτους να λάβω για το άγιο όνομά Του, το έχω χαρά μου και αγαλλίαση, ενώ τις δικές σας τιμές και τα αξιώματα ούτε να τ’ ακούσω δεν θέλω.
Τότε ο έπαρχος άρχισε να τον βασανίζει χωρίς έλεος με πολλά και διάφορα βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι με αυτά θα τον κάνει να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού τα υπέμενε όλα με μεγάλη γενναιοψυχία, και βλέποντας στο σώμα του τα στίγματα του Χριστού ευχαριστούσε τον Κύριο που τον αξίωσε να πάθει για το όνομά του το άγιο, και τον παρακαλούσε να του δώσει υπομονή μέχρι τέλους.
Βλέποντας λοιπόν ο τύραννος ότι ο Άγιος μένει στερεός και ασάλευτος στην πίστη του Χριστού, τον πήρε με όλη τη φρουρά και τον πήγε δεμένο στο Παρμάκ-καπί (Καγγελωτή Πύλη), κι εκεί τον κρέμασε το Σάββατο του δικαίου Λαζάρου (1657), κι έτσι έλαβε ο τρισμακάριος το στεφάνι του μαρτυρίου.
Το πανάγιο λείψανό του έμεινε κρεμάμενο στην αγχόνη τρεις μέρες, και κάθε νύχτα φως ουράνιο άστραφτε γύρω από την αγία του κεφαλή. Έπειτα το έριξαν στη θάλασσα, οι Χριστιανοί όμως το βρήκαν, το πήραν κρυφά και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια στα νησιά της Πόλης [3], εις δόξαν Χριστού του Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό του Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
[1]Το «Νέον Μαρτυρολόγιον» στον τίτλο αναφέρει: Παρθένιος ο και Παρθενάκης επικαλούμενος. Αυτό ίσως δείχνει ότι ο Άγιος ήταν μικρόσωμος.
[2]Ας σημειωθεί ότι οι Τάταροι ήταν Μουσουλμάνοι ενώ οι Κοζάκοι Χριστιανοί.
[3]Συγκεκριμένα στην Ι. Μονή Καμαριωτίσσης στη Χάλκη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 24 Μαρτίου.
Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 80.
https://wra9.blogspot.com/2023/03/blog-post_24.html