Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

Για ποιο λόγο ο Θεός έβαλε μέσα στη διάνοιά μας τη συνείδηση, δηλαδή έναν κριτή που αγρυπνά και προσέχει ακατάπαυστα; Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένας δικαστής τόσο άγρυπνος μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι η συνείδησή μας. Καθόσον οι κοσμικοί δικαστές και από χρήματα διαφθείρονται, και από τις κολακείες εξαπατούνται, και πολλά άλλα υπάρχουν που δεν τους αφήνουν να εκφέρουν σωστή κρίση· το δικαστήριο όμως της συνειδήσεως δε γνωρίζει να υποχωρεί σε τίποτε από αυτά· αλλά και αν δώσεις χρήματα, και αν κολακέψεις, και αν απειλήσεις, και αν οτιδήποτε άλλο κάνεις , θα βγάλει δίκαιη την απόφαση εναντίον των αμαρτωλών λογισμών· και αυτός που έκανε την αμαρτία καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του, και ας μην τον κατηγορεί κανείς άλλος.

Και δεν το κάνει μια ή δύο φορές, αλλά πολλές φορές και σε όλη τη ζωή κάνει το ίδιο· και αν περάσει πολύς χρόνος, ποτέ δεν θα ξεχάσει αυτά που έχουν γίνει, αλλά και όταν γίνεται η αμαρτία και πριν γίνει και αφού γίνει, στέκεται απέναντί μας σαν σφοδρός κατήγορος και μάλιστα μετά τη διάπραξη της αμαρτίας. Διότι όταν κάνουμε την αμαρτία μεθυσμένοι από την ηδονή, δεν την αισθανόμαστε τόσο· όταν όμως γίνει η αμαρτία και ολοκληρωθεί, τότε μάλιστα, όταν σβήσει όλη η ηδονή, υπεισέρχεται το πικρό κεντρί της μετάνοιας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις γυναίκες που έχουν ωδίνες τοκετού. Διότι στην περίπτωση εκείνων πριν από τον τοκετό είναι πολύς και αφόρητος ο πόνος και ωδίνες δριμύτατες τις τρυπούν με ανυπόφορους πόνους· αλλά μετά τον τοκετό νιώθουν ανακούφιση, επειδή μαζί με το βρέφος βγήκε έξω και ο πόνος. Όμως εδώ δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσο μας περιζώνουν οι ωδίνες και συλλαμβάνουμε τις διεφθαρμένες επιθυμίες, ευφραινόμαστε και χαιρόμαστε· όταν όμως γεννήσουμε το πονηρό παιδί, την αμαρτία, τότε πονούμε, επειδή βλέπουμε το αίσχος που γεννήσαμε, τότε βασανιζόμαστε από την οδύνη πιο φοβερά και από τις γυναίκες που πρόκειται να γεννήσουν.

Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, μη δέχεστε την αμαρτωλή επιθυμία και από την αρχή ακόμη· αλλά και εάν την δεχτούμε να καταπνίξουμε μέσα μας τα σπέρματά της. Εάν όμως η αδιαφορία μας έφτασε και μέχρις εδώ και ολοκληρώθηκε στην πράξη η αμαρτία, να την εξολοθρεύσουμε πάλι με την εξομολόγηση και τα δάκρυα, κατηγορώντας τον εαυτό μας. Διότι τίποτε δεν είναι τόσο ολέθριο για την αμαρτία, όσο η κατηγορία και η κατάκριση μαζί με τη μετάνοια και τα δάκρυα. Καταδίκασες την αμαρτία σου; Απέβαλες το φορτίο. Και ποιος τα λέγει αυτά; Ο ίδιος ο Θεός που δικάζει: «λέγε σ τς νομίας σου πρτος, να δικαιωθς(:Λέγε συ πρώτος τις ανομίες σου, αναγνωρίζοντας εν μετανοία αυτές, για να λάβεις δικαίωση και συγχώρηση[Ησ.43,26]. Για ποιο λόγο, πες μου, ντρέπεσαι και κοκκινίζεις για τις αμαρτίες σου; Μήπως τις λες σε άνθρωπο, για να σε περιγελάσει; Μήπως τις ομολογείς στον σύνδουλό σου, για να σε διαπομπεύσει; Στον Κύριο, στον προστάτη σου, στον φιλάνθρωπο, στον γιατρό δείχνεις το τραύμα.

Μήπως δηλαδή, και αν εσύ δεν το πεις, Εκείνος δεν το γνωρίζει, Αυτός που ασφαλώς και πριν να το κάνεις το γνώριζε; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν το λες; Μήπως εξαιτίας της δικής σου κατακρίσεως γίνεται βαρύτερο το αμάρτημα; Ημερότερο γίνεται και ελαφρύτερο. Και γι’ αυτό θέλει εσύ να το ομολογήσεις, όχι για να σε τιμωρήσει, αλλά για να σε συγχωρήσει· όχι για να μάθει Αυτός την αμαρτία( πώς δηλαδή να τη μάθει, αφού τη γνωρίζει;), αλλά για να μάθεις εσύ πόσο χρέος σου συγχωρεί. Και θέλει να μάθεις το μέγεθος της χάριτος, για να ζεις ευχαριστώντας, για να είσαι οκνηρότερος προς την αμαρτία και προθυμότερος προς την αρετή. Εάν δεν ομολογήσεις το μέγεθος του χρέους, δεν αναγνωρίζεις το μέγεθος της χάριτος. «Δε σε αναγκάζω», λέγει, «να έρθεις στο μέσο του θεάτρου και να βρεθείς ανάμεσα σε πολλούς μάρτυρες· σε μένα μόνο, κατ’ ιδίαν πες το αμάρτημα, για να σου θεραπεύσω την πληγή και να σε απαλλάξω από τον πόνο». Γι’ αυτό έβαλε μέσα μας τη συνείδηση πιο φιλόστοργη και από πατέρα. Διότι ο πατέρας, εάν μία φορά ή δύο ή και τρεις ή και δέκα μαλώσει το παιδί και το δει να παραμένει αδιόρθωτο, το εγκαταλείπει και το αποκηρύσσει, το διώχνει από το σπίτι του και το αποκόπτει από την οικογένειά του· η συνείδηση όμως δεν κάνει το ίδιο· αλλά και αν μια φορά και αν δύο, και αν τρεις, και αν μύριες φορές το είπε, και παρακούσεις, πάλι θα το πει, και δε σταματά μέχρι τελευταίας αναπνοής· αλλά και στο σπίτι, και στη γειτονιά και στο τραπέζι και στην αγορά, και στους δρόμους, και πολλές φορές και στα όνειρα μας παρουσιάζει τα είδωλα και τις παραστάσεις των αμαρτιών μας.

Και πρόσεχε τη σοφία του Θεού. Ούτε διαρκή έκανε την κατηγορία της συνειδήσεως( διότι δε θα αντέχαμε το βάρος, εάν μας κατηγορούσε διαρκώς) ούτε τόσο ασθενή, ώστε να σταματά μετά την πρώτη και τη δεύτερη συμβουλή. Διότι, εάν συνέβαινε να μας κεντά κάθε ημέρα και ώρα, θα είχαμε πνιγεί από τη λύπη· και εάν σταματούσε τον έλεγχο μετά την πρώτη και δεύτερη υπόμνηση, δε θα αποκομίζαμε και πολλή ωφέλεια. Γι’ αυτό όρισε βέβαια να είναι διαρκής η επιτίμηση, όχι όμως και συνεχής· διαρκής, για να μην πέσουμε στην αδιαφορία, αλλά να αγρυπνούμε πάντα από την υπενθύμιση όσο θα ζούμε· όχι όμως συνεχής, ούτε αδιάκοπη, για να μην απογοητευόμαστε, αλλά να πάρουμε κάποια άνεση και παρηγορία και να αναπνεύσουμε. Διότι, όπως ακριβώς το να μην πονούμε καθόλου για τις αμαρτίες μας είναι ολέθριο και μας γεννά μέσα μας την χειρότερη αναισθησία, έτσι και το να πονούμε διαρκώς και πέρα από το μέτρο είναι επιβλαβές.

Πράγματι η υπερβολική θλίψη είχε τη δύναμη να βγάλει τον άνθρωπο, πολλές φορές, από τα λογικά του, να καταπνίξει την ψυχή και να την καταστήσει άχρηστη για όλα τα καλά. Γι’ αυτό και όρισε, ώστε ο έλεγχος της συνειδήσεως να γίνεται με διαλείμματα, επειδή είναι υπερβολικά απότομη, και συνηθίζει να κεντά τον αμαρτωλό σφοδρότερα από κάθε κεντρί. Διότι, όχι μόνο όταν αμαρτάνουμε εμείς, αλλά και όταν άλλοι πέσουν στις ίδιες αμαρτίες με εμάς, επαναστατεί βίαια και με μεγάλη δύναμη μας καταγγέλλει. Διότι και ο πόρνος και ο μοιχός και ο κλέφτης, όχι μόνο όταν αυτός κατηγορείται, αλλά και όταν ακούει να κατηγορούνται άλλοι, που τόλμησαν τα ίδια, νομίζει ότι ο ίδιος μαστιγώνεται, επειδή κατά τις επιπλήξεις των άλλων θυμάται τη δική του αμαρτία, και ενώ άλλος κατηγορείται, πληγώνεται αυτός που δεν κατηγορείται καθόλου, όταν έχει τολμήσει να κάνει τα ίδια με εκείνον· όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των κατορθωμάτων, εάν άλλοι εγκωμιάζονται και στεφανώνονται, αυτοί που έχουν κατορθώσει τα ίδια με εκείνους χαίρονται και αγάλλονται, σαν να επαινούνται αυτοί μάλλον παρά εκείνοι.

Τι λοιπόν θα υπήρχε αθλιότερο από τον αμαρτωλό, όταν, ενώ οι άλλοι κατηγορούνται, αυτός κρύβεται; Και τι θα ήταν πιο μακάριο από τον ενάρετο, όταν, ενώ οι άλλοι επαινούνται, αυτός χαίρεται και προβαίνει σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, διότι κατά τους επαίνους των άλλων αυτός θυμάται τα δικά του κατορθώματα; Αυτά είναι τα έργα της σοφίας του Θεού, αυτά είναι οι αποδείξεις της υψίστης πρόνοιάς Του. Ο έλεγχος της συνειδήσεως, δηλαδή, είναι σαν κάποια άγκυρα ιερή, που δε μας αφήνει να καταποντιστούμε στο βυθό της αμαρτίας. Και όχι μόνο κατά τον καιρό που αμαρτάνουμε, αλλά και μετά από την πάροδο πολλών περιόδων ετών γνωρίζει πολλές φορές να μας υπενθυμίζει τις παλιές μας αμαρτίες.

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, όταν κάνουμε κάποιο κακό, ας μην περιμένουμε συμφορές και περιστάσεις, ούτε κινδύνους και δεσμά, αλλά κάθε ώρα και ημέρα να ανανεώνουμε μέσα μας αυτό το δικαστήριο και να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να απολογηθούμε στον Θεό, και ούτε οι ίδιοι να αμφισβητούμε την ανάσταση και την κρίση, ούτε τους άλλους όταν τα λένε να τους ανεχόμαστε, αλλά με κάθε τρόπο να τους αποστομώνουμε με όσα έχουμε πει. Διότι εάν δεν επρόκειτο να μας ζητηθούν ευθύνες για τις αμαρτίες μας, δε θα έβαζε μέσα μας ο Θεός ένα τέτοιου είδους δικαστήριο. Αλλά και αυτό είναι απόδειξη της φιλανθρωπίας Του. Επειδή δηλαδή τότε πρόκειται να μας ζητηθεί λόγος για τις αμαρτίες μας, έβαλε μέσα μας αυτόν τον αδιάβλητο δικαστή, ώστε αυτός να μας δικάζει εδώ για τα αμαρτήματά μας και, κάνοντάς μας πιο σώφρονες, να μας απαλλάξει από τη μέλλουσα εκεί κρίση· πράγμα βέβαια που και ο απόστολος Παύλος λέγει: «ε γρ αυτος διεκρίνομεν, οκ ν κρινόμεθα(:διότι εάν ανακρίναμε τον εαυτό μας και τον εξετάζαμε με φόβο Θεού πριν προσέλθουμε στη Θεία Κοινωνία, δε θα καταδικαζόμασταν από τον Θεό με τέτοιες τιμωρίες[Α΄Κορ.11,31].

Για να μην τιμωρούμαστε λοιπόν τότε, για να μην είμαστε υπόλογοι για κάτι, καθένας ας εισέλθει στη συνείδησή του, και αφού ξεδιπλώσει τη ζωή του και πλησιάσει με προσοχή όλα τα λάθη που έχει διαπράξει, ας κατηγορήσει την ψυχή του που έκανε αυτά, ας καταδικάσει τους λογισμούς του, ας νιώσει θλίψη, ας στενοχωρήσει τη διάνοιά του, ας τιμωρήσει τον εαυτό του με την παραδοχή των αμαρτιών του, με την ειλικρινή μετάνοια, με δάκρυα, με εξομολόγηση, με νηστεία, με ελεημοσύνη, με εγκράτεια και αγάπη, για να μπορέσουμε με κάθε τρόπο, αφού αποβάλουμε εδώ όλα τα αμαρτήματα, με μεγάλη παρρησία να φύγουμε για εκεί, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, και συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ :

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf
  • Αγ. Ιερού Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ),Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 25, σελίδες 533-549 [ κατ΄επιλογήν από την ομιλία δ΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ‘’Ες τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον’’].
  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 15, σελ. 18- 25 (ή: 6-9 του PDF) .

https://drive.google.com/uc?authuser=0&id=0ByZQkrKg4yKLWUZ5VXdsdUpsajA&export=download]

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο