Από τον βίο του οσίου Αλυπίου της Λαύρας του Κιέβου
Όταν στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου ηγουμένευε ο όσιος Νίκων, κάποιος πλούσιος χριστιανός από το Κίεβο, που είχε προσβληθεί από λέπρα, απεγνωσμένα αλλά μάταια ζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Αυτοί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε σε ειδωλολάτρες μάγους, ελπίζοντας να γίνει καλά με τα δαιμονικά θεραπευτικά τους μέσα. Όχι, όμως, ωφέλεια δεν είδε, αλλά και χειροτέρεψε.
Τότε ένας φίλος του τον συμβούλεψε να πάει στη Λαύρα των Σπηλαίων και να ζητήσει τη βοήθεια των πατέρων. Αλλά εκείνος ο δύστυχος, ενώ είχε πιστέψει ότι θα τον θεράπευαν οι δαιμονολάτρες μάγοι, δεν παραδεχόταν ότι μπορούσαν να τον βοηθήσουν οι φιλόχριστοι μοναχοί. Γι’ αυτό δεν αποφάσιζε να πάει στη λαύρα. Μόνο μετά τις συνεχείς και φορτικές προτροπές του φίλου του λύγισε. Ξεκίνησε για το μοναστήρι με μισή καρδιά. Τον συνόδευαν οι δικοί του.
Ο ηγούμενος Νίκων του έδωσε να πιεί νερό από το πηγάδι του οσίου Θεοδοσίου. Με το ίδιο νερό του άλειψε τα μάτια και το κεφάλι.
Γυρίζοντας στο σπίτι του, όμως, ο ταλαίπωρος άνθρωπος, διαπίστωσε πως η αρρώστια του είχε επιδεινωθεί. Από τις πληγές του, που είχαν ανοίξει, έτρεχε πύο, ενώ το σώμα του μύριζε τόσο άσχημα, που κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Οι αιτίες του κακού ήταν, όπως αποδείχθηκε απ’ όσα ακολούθησαν, η απιστία και η αμετανοησία του.
Ο λεπρός άρχισε να θρηνεί για το κακό που τον είχε βρει. Πολλές μέρες έμεινε κλεισμένος και απομονωμένος στο σπίτι του. Γεμάτος ντροπή και απόγνωση για το θέαμα που εμφάνιζε και τη δυσοσμία που σκόρπιζε γύρω του, περίμενε τον θάνατο, που δεν φαινόταν να είναι μακριά.
Αλλά σε μια στιγμή ο φιλάνθρωπος Θεός τον φώτισε και κατάλαβε γιατί επιδεινώθηκε η αρρώστια του. Τότε σαν δεύτερος Δαβίδ φώναξε από μακριά τους συγγενείς του:
– «Σκέπασε η ντροπή το πρόσωπό μου! Τ’ αδέλφια μου δεν με αναγνωρίζουν πια, κι έγινα ξένος για τους γιους της μητέρας μου» (Ψαλμ. 68:8-9), επειδή χωρίς πίστη και με την καρδιά λερωμένη από αμαρτίες τόλμησα να πάω στη λαύρα και να ζητήσω θεραπεία!
Σηκώθηκε αμέσως και ξαναπήγε στο μοναστήρι. Ζήτησε από τον ηγούμενο να εξομολογηθεί. Εκείνος τον έστειλε σ’ έναν άγιο ιερομόναχο, τον όσιο Αλύπιο τον Εικονογράφο. Με δάκρυα συντριβής ο λεπρός εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματά του και με ειλικρινή μετάνοια ζήτησε από τον Θεό την άφεσή τους. Ο όσιος του είπε:
– Παιδί μου, έργο σπουδαίο και σωτήριο πραγματοποίησες με την Εξομολόγηση των παραπτωμάτων σου. Θυμάσαι τι λέει ο προφήτης Δαβίδ; «Είπα: “Θα ομολογήσω την ανομία μου στον Κύριο”. Κι Εσύ τότε συγχώρησες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31:5). Αυτό ακριβώς έγινε τώρα και μ’ εσένα. Εξομολογήθηκες μετανοημένος μπροστά στον Κύριο, κι Εκείνος σε συγχωρεί ως αγαθός και φιλάνθρωπος.
Ο όσιος πήρε λίγο από το χρώμα που χρησιμοποιούσε στην εικονογραφία και άλειψε τις πληγές του λεπρού. Ύστερα τον οδήγησε στην εκκλησία και τον κοινώνησε. Τέλος, τον έφερε σε μια γωνιά, όπου βρισκόταν μια λεκάνη με νερό. Μ’ αυτό πλένονταν οι ιερείς μετά τη θεία Λειτουργία.
– Πάρε νερό από τη λεκάνη και πλύσου, του είπε.
Εκείνος ξέπλυνε τα χρώματα, και την ίδια στιγμή έγινε το θαύμα: Οι πληγές του εξαφανίστηκαν και το πρόσωπό του καθάρισε!
Έπεσε αμέσως στα πόδια του οσίου Αλυπίου και τα έβρεξε με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του, επειδή τον είχε απαλλάξει τόσο από τη σωματική όσο και από την ψυχική λέπρα.
Με απερίγραπτη έκπληξη οι συγγενείς του λεπρού τον είδαν θεραπευμένο.
– Μα πώς έγινε αυτό; ρωτούσαν. Γιατί την πρώτη φορά που ήρθε στη λαύρα η αρρώστια του επιδεινώθηκε, ενώ τώρα θεραπεύτηκε;
– Αδελφοί, τους εξήγησε ο όσιος Αλύπιος, ο Κύριός μας λέει: «Κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους» (Ματθ. 6:24). Αυτός ο άνθρωπος προηγουμένως, αμαρτάνοντας, δούλευε στον εχθρό μας, τον διάβολο. Και όταν αρρώστησε, πάλι σ’ εκείνον πήγε για να θεραπευθεί -στους μάγους και στα μαγικά. Δεν πίστευε στον Κύριο ως μοναδικό Σωτήρα και Γιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Την πρώτη φορά ήρθε με την καρδιά γεμάτη απιστία και ακαθαρσία. Γι’ αυτό η αρρώστια του επιδεινώθηκε. Γιατί ο Κύριος είπε: «Όλα όσα ζητάτε, όταν προσεύχεστε, να πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν» (Μαρκ. 11:4). Τώρα, όμως, που ήρθε με πίστη και μετάνοια, ο Θεός τον θεράπευσε.
Μετά την εξήγηση του οσίου Αλυπίου, οι άνθρωποι έβαλαν μετάνοια κι έφυγαν, δοξάζοντας τον Θεό.
Από το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 132.
https://wra9.blogspot.com/2022/01/blog-post_94.html