Όσιος ΔΑΜΙΑΝΟΣ ο πρεσβύτερος και ιαματικός
Ο ΑΞΙΟΘΑΥΜΑΣΤΟΣ Δαμιανός έζησε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια της ηγουμενίας του οσίου Θεοδοσίου.
Ο μακάριος αυτός μοναχός έγινε ακριβής μιμητής της ισάγγελης ζωής του γέροντά του. Με φλογερό ζήλο και συνεχή βία, αγωνιζόταν να υπερβεί τη φύση του και να πλησιάσει την τελειότητα των ευαγγελικών αρετών. Όλοι οι αδελφοί ομολογούσαν με θαυμασμό την τελωνική ταπείνωση, την τέλεια υπακοή και τη βαθιά απλότητα του οσίου. Παρ’ όλο που προσπαθούσε να κρύψει την πνευματική του εργασία, αυτή είχε πέσει στην αντίληψη των άλλων συνασκητών του, που ένιωθαν δέος και ευλάβεια απέναντι στον πιστό θεράποντα του Χριστού και καθαιρέτη του εχθρού. Γιατί ο όσιος δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου.
Οι μέρες και οι νύχτες του περνούσαν με αγρυπνία, μελέτη των ιερών βιβλίων και αδιάλειπτη προσευχή. Επιπλέον αναδείχθηκε σε μεγάλο νηστευτή και εγκρατευτή. Πήρε ευλογία από τον όσιο Θεοδόσιο να μη γεύεται τίποτε άλλο, εκτός από λίγο ψωμί και νερό. Αυτή τη δίαιτα κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Γι’ αυτό ο αδιάψευστος Κύριος, που διαβεβαίωσε ότι το πονηρό γένος των δαιμόνων δεν καταβάλλεται «ει μη εν προσευχή και νηστεία», βράβευσε τους κόπους του εργάτη της προσευχής και της νηστείας οσίου Δαμιανού.
Τον τίμησε με το χάρισμα της θεραπείας των ασθενειών, που οι δαίμονες προκαλούν στους ανθρώπους.
Όποτε λοιπόν εμφανιζόταν στο μοναστήρι άνθρωπος άρρωστος, ο όσιος ηγούμενος Θεοδόσιος καλούσε το μακάριο Δαμιανό να προσευχηθεί πάνω από τον πάσχοντα. Κι εκείνος, με ταπεινό φρόνημα και αγαθή διάθεση υποταγής, κλαίγοντας και θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο του θείου χαρίσματος, άλειφε με άγιο έλαιο τον ασθενή και προσευχόταν κοντά του ώρα πολλή, με δάκρυα και στεναγμούς. Με τη χάρη του Θεού όλοι θεραπεύονταν και έφευγαν υγιείς και χαρούμενοι.
Όσα χρόνια έζησε σ’ αυτό τον πρόσκαιρο κόσμο ο θείος Δαμιανός, τα γέμισε με ασκητικούς αγώνες και καλά έργα, με τα οποία και το Θεό δόξασε και την αιώνια ζωή κέρδισε.
Κάποτε αρρώστησε και κατάλαβε πώς πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του.
Από την ασκητική στρωμνή του προσευχόταν με λυγμούς στο Θεό κι έλεγε:
Κύριε μου! Ιησού Χριστέ! Αξίωσέ με τον ανάξιο να γίνω μέτοχος της δόξης των αγίων Σου και κληρονόμος της βασιλείας Σου! Σε παρακαλώ, Δέσποτά μου, μη με χωρίσεις από τον πνευματικό μου πατέρα και διδάσκαλο, τον άγιο ηγούμενο Θεοδόσιο, αλλά «χάρισαι αυτώ και εμοί την βασιλείαν Σου και την μέθεξιν των αφράστων και αιωνίων Σου αγαθών και της Σης απέραντου και μακαρίας ζωής την απόλαυση», «ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η ανέκφραστος ηδονή των καθορώντων του σου προσώπου το κάλλος το άρρητον»!
Ενώ έτσι προσευχόταν, εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα στη στρωμνή του ο όσιος Θεοδόσιος. Έσκυψε στοργικά πάνω του, τον ασπάστηκε καλοσυνάτα και είπε:
– Τέκνο μου, η προσευχή σου εισακούστηκε από τον Κύριο. Αυτός μ’ έστειλε να σε πληροφορήσω για την εκπλήρωση του αιτήματός σου. Όταν ο Θεός επιτρέψει να φύγεις απ’ αυτή τη ζωή και να πάς κοντά Του, θα συναριθμηθής με τους αγίους Του και θα συγκατοίκησης με τους εκλεκτούς Του στην ουράνια βασιλεία. Και δεν θα χωριστής ποτέ από μένα! Θα είμαστε για πάντα μαζί στο Θείο νυμφώνα της δόξης του Κυρίου, «ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος…»!
Αυτά είπε ο όσιος Θεοδόσιος κι έγινε άφαντος.
Παραξενεύτηκε ο μακάριος Δαμιανός, επειδή δεν κατάλαβε ούτε πως μπήκε ούτε πως βγήκε ο πνευματικός του πατέρας. Ξαφνικά τον είδε δίπλα του, ξαφνικά και τον έχασε. «Μήπως ήταν όραμα;» σκέφτηκε.
Για να λύση το μυστήριο, κάλεσε το γηροκόμο και τον παρακάλεσε:
Πήγαινε σε παρακαλώ αδελφέ μου και πες στον άγιο γέροντα ότι τον θέλω.
Όταν ήρθε ο όσιος Θεοδόσιος, ο Δαμιανός του είπε χαρούμενος:
Μπάτουσκα- πατερούλη.
Θα γίνουν όλα έτσι όπως μου υποσχέθηκες;
Δεν καταλαβαίνω, παιδί μου. Για ποια υπόσχεση μου μιλάς; ρώτησε με απορία ο όσιος Θεοδόσιος.
Τότε ο μακάριος Δαμιανός του φανέρωσε για την προσευχή που έκανε στον Κύριο και για τη θαυμαστή εμφάνιση εκείνου του άνδρα με τη μορφή του Θεοδοσίου.
Ο θεοφώτιστος ηγούμενος δόξασε το Θεό και είπε δακρυσμένος:
– Ε, τέκνο μου! Άγγελος Κυρίου σου φανερώθηκε με τη μορφή μου! Επομένως να είσαι ήσυχος ότι θα γίνουν όλα όπως σου υποσχέθηκε. Πως ήταν δυνατόν εγώ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος, να σου υποσχεθώ τη δόξα την ετοιμασμένη για τους δικαίους του;
Σαν άκουσε τη διαβεβαίωση του οσίου Θεοδοσίου, ο δίκαιος Δαμιανός ευφράνθηκε πνευματικά και πληρώθηκε ολόκληρος με την παρηγορητική ελπίδα.
Ύστερα ζήτησε να έρθουν κοντά του οι αδελφοί.
Μαζεύτηκαν οι περισσότεροι. Τους ασπάσθηκε με δάκρυα, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη, ο αθώος και άκακος, για κάθε φταίξιμό του.
 Με την καλή αυτή ομολογία της ταπεινοφροσύνης, παρέδωσε το πνεύμα «εν χειρί Θεού», με συνοδούς τους αγγέλους που ήρθαν για να παραλάβουν την οσία ψυχή του.
Την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα, το πρόσωπό του φωτίστηκε μ’ ένα υπερκόσμιο φως, ενώ ένα γλυκύτατο χαμόγελο άνθισε στα χείλη του, φανερώνοντας τη χαρά της νύμφης ψυχής, που αντάμωνε τον ποθητό της Νυμφίο.
Τότε ο όσιος Θεοδόσιος, έδωσε εντολή να χτυπήσουν το σήμαντρο για να έρθουν και οι υπόλοιποι αδελφοί.
Και μετά, με μεγάλη τιμή και ψαλμωδίες, κήδεψαν στο σπήλαιο το τίμιο σώμα του δούλου του Χριστού, που έζησε στη γη σαν άγγελος για τη δόξα του Τριαδικού Θεού και ανήλθε στους ουρανούς, για να ζήση αιώνια μαζί με τους ασωμάτους αγγέλους.
http://pigizois.gr/index2.php