ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιο – ΕΔΩ
 
Ο όσιος πατήρ ημών Ανδρέας ήταν σκλάβος σκυθικής (σλαβικής) καταγωγής που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη στην υπηρεσία ενός πρωτοσπαθαρίου (αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς) [1]. Πρόκοψε γρήγορα στα ιερά και θύραθεν γράμματα και προκαλούσε τον θαυμασμό του περίγυρού του με τις γνώσεις του. Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν, είδε με τρόμο έναν στρατό Αιθιόπων έτοιμο να αντιμετωπίσει μία ομάδα λευκών ανθρώπων. Ο ίδιος κλήθηκε να μονομαχήσει με το πρωτοπαλίκαρο των βαρβάρων και, αφού τον νίκησε, σε ανταμοιβή έλαβε από έναν άγγελο τρεις «αχράντους στεφάνους», ενώ ο Χριστός, παρουσιαζόμενος με τη μορφή ενός νέου άνδρα, του έλεγε: «Τρέχε τον καλόν αγώνα γυμνός και γίνε σαλός για Μένα, ώστε να αξιωθείς τη Βασιλεία των Ουρανών!». Με το πρώτο φως της ημέρας, υπακούοντας στη θεία εντολή, ο Ανδρέας ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διά Χριστόν Σαλού καταξεσχίζοντας με ένα μαχαίρι τον χιτώνα του και βγάζοντας κραυγές που κατατρόμαξαν το σπίτι. Ο αφέντης του, θεωρώντας τον κυριολεκτικά δαιμονισμένο, πρόσταξε να τον πάνε στον ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας [22 Δεκ.] και να τον αλυσοδέσουν εκεί. Περνούσε τις μέρες του στον τόπο εκείνο υποκρινόμενος τον παράφρονα με κάθε είδους εκκεντρικότητες και μυστικά προσευχόταν όλη νύχτα, στερεωμένος στην οδό αυτή με ένα όραμα από την αγία Αναστασία. Μια νύχτα, δέχθηκε την επίθεση πλήθους δαιμόνων. Μόλις όμως επικαλέστηκε την αρωγή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο άγιος φανερώθηκε μέσα σε βροντή, διασκόρπισε τους δαίμονες με την αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο και του υποσχέθηκε τη βοήθειά του στους αγώνες που τον περίμεναν.
Σε ένα άλλο νυχτερινό όραμά του κλήθηκε να υπηρετήσει έναν βασιλιά στο παλάτι του, όπου του έδωσαν να φάει χιόνι το οποίο μεταμορφώθηκε σε ουράνια ευωδία. Κατόπιν, του προσέφεραν πικρούς καρπούς –σύμβολα της στενής οδού που επρόκειτο να ακολουθήσει– και στη συνέχεια του δόθηκε μια εξαίσια τροφή που του χάρισε θεία έκσταση.

Αφού έμεινε τέσσερα χρόνια δέσμιος στην εκκλησία, ο Ανδρέας ελευθερώθηκε και άρχισε να συμπεριφέρεται δημόσια μιμούμενος τον άγιο Συμεών τον Σαλό [2]. Ενώ, όμως, ο Συμεών χρησιμοποιούσε τη σαλότητα υπό μορφή ειρωνείας και χλευασμού με σκοπό να αφυπνίσει τους αμαρτωλούς και να τους αποσπάσει από τις μάταιες ηδονές του κόσμου, ο όσιος Ανδρέας, «παίζων» και «εμπαίζων», προσφερόταν μάλλον αυταπαρνητικά στην περιφρόνηση και στην κακομεταχείριση του σκληρού και πονηρού κόσμου, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, προκειμένου να αποκαλύψει το μεγαλείο και την υπεροχή της σοφίας του Σταυρού έναντι της εφάμαρτης μωρίας της άθεης και υποκριτικής κοινωνίας των αφώτιστων ανθρώπων (Α΄ Κορ. 1, 18). Εφαρμόζοντας κατά γράμμα τα λόγια του Αποστόλου που λέει: «Εμείς γίναμε μωροί και ανόητοι για τον Χριστό» (Α΄ Κορ. 4, 10), προσφερόταν ολόθυμα με τη θέλησή του στη χλεύη και τα κτυπήματα του όχλου και γινόταν «στα μάτια όλων ένα ελεεινό κάθαρμα και σκουπίδι του κόσμου, ένα ακάθαρτο απόβρασμα της κοινωνίας» (πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 13), με σκοπό να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών αλλά ταυτόχρονα και να ελκύσει εκεί με την ένθεη σαλότητά του και τους άλλους.
Μπαίνοντας μια μέρα σε έναν οίκο ανοχής, παρέμεινε απαθής, υπό την προστασία της θείας Χάριτος, απέναντι στις προκλήσεις των πόρνων γυναικών, οι οποίες στο τέλος τού αφαίρεσαν τα ρούχα και τον έδιωξαν τυλιγμένο σε μια παλιόψαθα, η οποία έκτοτε έγινε η συνήθης ενδυμασία του. Περιπλανιόταν στους δρόμους άστεγος και μοίραζε στους φτωχούς τις ελεημοσύνες που λάβαινε. Δεν ζητούσε ποτέ τροφή, αρκούμενος σε ένα ξεροκόμματο τη μέρα κι έμενε νηστικός για ολόκληρες εβδομάδες. Για να σβήσει τη δίψα του έπινε από στάσιμα και βορβορώδη νερά και, μπροστά στο θέαμα αυτό, οι περαστικοί αγανακτισμένοι τον ξυλοκοπούσαν και τον έβριζαν. Τη νύχτα πήγαινε να ξαπλώσει μαζί με τα αδέσποτα σκυλιά. Μια χειμωνιάτικη νύχτα, καθώς προσπαθούσε να ζαρώσει κολλητά σε ένα από αυτά για να ζεσταθεί, το ζώο απομακρύνθηκε με περιφρόνηση. Το να προσφέρεται στην πλήρη εγκατάλειψη ήταν για τον μακάριο αγωνιστή του Θεού πηγή αγαλλίασης. Αλλά ποτέ η προσευχή δεν εγκατέλειπε τα χείλη του και κάθε στιγμή μπορούσε να διακρίνει κανείς έναν ψιθυρισμό στο στόμα του, όπως συνέβαινε με τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Όταν προσευχόταν τη νύχτα, υψωνόταν ενίοτε πάνω από τη γη και το πνεύμα του μεταρσιωνόταν σε ανεκλάλητες εκστάσεις και θεωρίες. Μια τέτοια νύχτα, που ακόμη και τα σκυλιά τον είχαν αποδιώξει, ο Θεός τον μετέφερε μέσα σε έκσταση, απαλλαγμένο από το βάρος και το άλγος της σαρκός, ενδεδυμένο με φωτεινό χιτώνα και εστεμμένο ως βασιλιά, σε έναν εξαίσιο κήπο γεμάτο υπερκόσμια φυτά και χρυσά πουλιά, στη μέση του οποίου απλωνόταν πέρα ως πέρα μια μεγάλη αμπελικιά με υπερμεγέθη σταφύλια. Από ’κει, ένας άγγελος τον οδήγησε υπεράνω του στερεώματος, σε τόπο ανείπωτης ομορφιάς, όπου είδε τον Σταυρό περιβαλλόμενο από τέσσερα καταπετάσματα. Ένας άλλος άγγελος τον έφερε κατόπιν σε έναν υψηλότερο τόπο, όπου είδε δύο σταυρούς παρόμοιους με τον προηγούμενο. Εν συνεχεία, βρέθηκε στον τρίτο ουρανό –που μόνο ο Απόστολος Παύλος κρίθηκε άξιος να δει πριν από αυτόν– κι εκεί είδε τρεις σταυρούς απαστράπτοντες περιβαλλόμενους από ουράνια στρατιά που δοξολογούσε τον Θεό. Πέρασε τότε ένα καταπέτασμα από λίνο και πορφύρα και έφθασε σε ένα μέρος, πολύ πιο λαμπρότερο ακόμη, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένο αναρίθμητο πλήθος νέων φωτεινότερων και από τον ήλιο. Ένας άγγελος παραμέρισε το τελευταίο καταπέτασμα και ο Ανδρέας μπόρεσε να θεωρήσει τον Θρόνο του Θεού, μετέωρο, δίχως βάση, απ’ όπου έβγαινε φλόγα λευκή. Ο Χριστός ήταν εκεί καθισμένος και κάπως μετρίασε λίγο τη Δόξα Του, ώστε να επιτρέψει τον Ανδρέα να απολαύσει για μια υπέρχρονη στιγμή τη λαμπρότητα της Θεανθρωπότητός Του, και κατόπιν έγινε αόρατος. Μια φωνή γλυκύτερη από μέλι πρόφερε τότε τρεις φορές τρία θεία, άρρητα και μυστικά Ονόματα και παρευθύς ο άγιος οδηγήθηκε πίσω στον κήπο, όπου συνάντησε έναν ολόφωτο άνδρα ο οποίος κρατούσε σταυρό και τον ευλόγησε λέγοντας: «Μακάριοι, εσείς οι σαλοί, γιατί κατέχετε μεγάλη σοφία! Η χάρις του Σταυρωθέντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!». Κατόπιν, τον απέστειλε με την εντολή να παλαίψει και να ανατρέψει τον Άρχοντα του κόσμου τούτου, προσλαμβάνοντας αυτοβούλως την ανυποληψία, την υποτίμηση, την κοροϊδία, τη χλεύη, την απόρριψη και τον διωγμό των ανθρώπων.
 
 
Ξαναρχίζοντας το «παιγνίδι» του με αναπτερωμένη πλέον τόλμη, ο Ανδρέας έκανε τη γνωριμία του Επιφανίου, ενός δεκαοκτάχρονου νέου ευγενικής καταγωγής, αγνού και εξαιρετικής γλυκύτητας, ο οποίος έγινε προστάτης του και πνευματικός γιος του και στον οποίο ο Ανδρέας προφήτευσε ότι μελλοντικά θα γινόταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [3]. Φιλοξενούμενος στην κατοικία του Επιφανίου, ο άγιος χρησιμοποιούσε παραβολές για να επιτιμήσει τα αμαρτήματα των υπηρετών διαφορετικών εθνοτήτων, στην ίδια τους τη γλώσσα. Είχε αρνηθεί την κλίνη που του προσέφερε ο Επιφάνιος για ξεκούραση και περνούσε τις νύχτες του έξω, σαν ένας ασυμμάζευτος παράφρων επάνω στην κοπριά. Δεν άργησε, όμως, να επιστρέψει κανονικά στον ακατανόητο πλάνητα βίο του, προσφερόμενος πλήρως στα απάνθρωπα παιγνίδια των παιδιών και στην κακομεταχείριση των ανάλγητων περαστικών. Απευθυνόμενος στους ανθρώπους τούς αποκαλούσε πάντα «σαλούς» ή «μωρούς», αλλά παράλληλα καταδίκαζε διαρκώς τον εαυτό του με τη μεγαλύτερη και βαθύτερη ταπεινοφροσύνη.
 
 
Σε ένα νέο όραμα είδε τον Πονηρό και τα πλήθη των δαιμόνων του, ο οποίος τον κατηγορούσε ότι οδηγούσε στη μετάνοια τους ανθρώπους που είχε υπό την κατοχή του, αποκαλύπτοντας σε αυτούς τις αμαρτίες τους με τις προφητικές ενέργειές του, και ο Ανδρέας άρχισε μία βίαιη λογομαχία με τον Άρχοντα του σκότους. Τούτος όμως δεν είχε καμία εξουσία πάνω στον άνθρωπο του Θεού, αφού αυτός είχε γυμνώσει τον εαυτό του από κάθε γήινη αδυναμία, έξη και προσκόλληση. Μια νύχτα, με δαιμονική ενέργεια έπεσε σε έναν λάκκο, μόλις όμως ο όσιος επικαλέσθηκε τους αγίους Πέτρο και Παύλο, οι δύο Απόστολοι του Χριστού εμφανίσθηκαν, τον ανέσυραν από τη λάσπη κι ένας φωτεινός σταυρός ήλθε να φωτίζει τον υπόλοιπο δρόμο του.
 
 
Κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου λοιμού που ενέσκηψε στη Βασιλεύουσα, παρά τις κοροϊδίες των αργόσχολων, ο άγιος περιέτρεχε τους δρόμους και τις πλατείες κλαίγοντας και μεσιτεύοντας υπέρ της πόλεως και ζητώντας από τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού. Καθώς προσευχόταν, μεταφέρθηκε στον Ανάπλου επί του Βοσπόρου, όπου είδε τον όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη [11 Δεκ.], ο οποίος τον κάλεσε να ενώσουν τις προσευχές τους υπέρ της σωτηρίας της πόλεως. Τότε ένα πυρ κατέβηκε από τον ουρανό και εξεδίωξε τον δαίμονα που είχε προκαλέσει την επιδημία.
Ο όσιος Ανδρέας δεν κουραζόταν να ψέγει τους αμαρτωλούς, είτε με προειδοποιήσεις, είτε με προφητείες για την επικείμενη τιμωρία τους, οι οποίες δεν αργούσαν ποτέ να εκπληρωθούν. Περνώντας μια μέρα μπροστά από πολυτελή εμπορεύματα που εκτίθεντο στην αγορά, φώναξε: «Άχυρα και σκουπίδια!». Μιαν άλλη φορά, μετά από κακόβουλη υποκίνηση κάποιων αργόσχολων που ήθελαν να διασκεδάσουν, βάλθηκε να τρώει λαίμαργα τα ωραία φρέσκα σύκα που εκτίθεντο στο γυάλινο δοχείο ενός οπωροπώλη, ο οποίος εκείνη την ώρα ξεκουραζόταν. Ξυπνώντας ο μικροπωλητής, όρμησε κατά του οσίου και παίρνοντας ένα μπαστούνι τον ξυλοφόρτωσε άγρια. Ο Ανδρέας με τη δύναμη της πραότητας του Χριστού αφέθηκε πλήρως στα χτυπήματα δίχως αντίσταση και αργότερα αποκάλυψε ότι αν αυτός ξυλοκοπήθηκε εξαιτίας της γαστριμαργίας του, πόσω μάλλον θα τιμωρηθούν από τον Θεό αιωνίως οι αμετανόητοι αμαρτωλοί. Έχοντας λάβει το χάρισμα της διοράσεως, κατήγγελλε την υποκριτική ευσέβεια εκείνων που στέκονταν μέσα στην εκκλησία τρέφοντας μέσα τους φαύλες και διάφορες εμπαθείς σκέψεις ή έψαλλαν από ματαιοδοξία και επίδειξη και διέκρινε τους δαίμονες της αδιαφορίας, του χασμουρητού και της ακηδίας που υπέβαλλαν στα θύματά τους τη σκέψη να εγκαταλείψουν τον ναό πριν το τέλος της Λειτουργίας. Στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ξεχώριζε την πνευματική κατάσταση του καθενός: βλέποντας τους ενάρετους στεφανωμένους με λεπτό λίνο και τους αμαρτωλούς με ακάθαρτα ζωύφια να κρέμονται από τα ενδύματά τους.
 
 
Μεριμνούσε, όμως, όλως ιδιαιτέρως για τον πνευματικό καταρτισμό του Επιφανίου, που ήταν ο μόνος με τον οποίο μιλούσε σοφά, συνετά και λογικά. Με την επιστήμη του Πνεύματος τον διαφώτιζε για τον αγώνα εναντίον των δαιμόνων και τον άφηνε ενίοτε να πειράζεται από αυτούς, προκειμένου να αποκτήσει την υπομονή και, αφού ψηθεί στη φωτιά των δοκιμασιών, να γίνει άξιος άρτος του Χριστού. Τον εισήγαγε, επίσης, στα μυστήρια της δημιουργίας, στον πνευματικό κόσμο και κυρίως του αποκάλυπτε, με πλήθος άγνωστες λεπτομέρειες της Γραφής, ό,τι έμελλε να επέλθει στη συντέλεια των αιώνων, όταν μετά από τρομερές δοκιμασίες, εισβολές και φυσικές καταστροφές, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων θα επιθέσει ξανά το στέμμα του πάνω στον Σταυρό, στα Ιεροσόλυμα, και κατόπιν ένας άγγελος θα τον μεταφέρει στον ουρανό. Έτσι θα ολοκληρωθεί η περίοδος της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσε ο άγιος Κωνσταντίνος. Λίγο αργότερα, η Κωνσταντινούπολη – την οποία οι Βυζαντινοί της εποχής εκείνης θεωρούσαν συχνά αιώνια – θα καταποντισθεί στη θάλασσα, όπως και η ονομαστή Βαβυλώνα (Αποκ. 18, 21), και η εβραϊκή βασιλεία θα αποκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ. Όλοι θα πιστέψουν στον Αντίχριστο που θα βασιλεύσει ως μοναδικός μονάρχης επί της γης και θα καταδιώξει τους χριστιανούς. Ο Χριστός θα παρουσιασθεί κατόπιν για να διεξαγάγει τον μεγάλο αγώνα κατά του Αντίχριστου και, όταν θα τον έχει νικήσει, θα τον οδηγήσει μαζί με τους δαίμονές του ενώπιον του βήματος του Θεού, ενώ θα αντηχήσει η σάλπιγγα εξ ουρανού αναγγέλλοντας την ανάσταση των νεκρών. Μετά την Κρίση, τέσσερεις άγγελοι θα σταθούν στα τέσσαρα πέρατα της γης και θα την τυλίξουν με διαταγή του Κυρίου. Όλη η κτίση τότε θα ανακαινισθεί, καινοί ουρανοί και γη καινή θα φανερωθούν, ώστε όλα να είναι σύμμορφα με τα άφθαρτα σώματα των αναστημένων ανθρώπων. Τα πάντα τότε θα είναι άφθαρτα και αιώνια και μία άφατη ευωδία θα πληρώσει το ανακαισμένο σύμπαν που θα το φωτίζει ακατάπαυστα το φως το ανέσπερο της Βασιλείας του Χριστού.
 
 
Μια μέρα που ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος είχαν μεταβεί στον ναό των Βλαχερνών για την αγρυπνία που τελούνταν εκεί κάθε εβδομάδα, είδαν την Παναγία Θεοτόκο να προβάλλει από την Ωραία Πύλη, συνοδευόμενη από πλήθος αγίων, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος, και να σκέπει με το μαφόριό της τον λαό [4].
Μια άλλη φορά, καθώς ο Ανδρέας διάβαζε στον μαθητή του ένα κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, μια ουράνια ευωδία απλώθηκε γύρω τους. Στην ερώτηση του Επιφανίου ο άγιος απάντησε ότι την ευοσμία αυτή τη λαμβάνουν οι άγγελοι από τον Θρόνο του Θεού για να θυμιάσουν και να τιμήσουν τους ανθρώπους σε τρεις περιπτώσεις: όταν προσεύχονται, όταν αναγιγνώσκουν τα ιερά βιβλία και όταν υπομένουν καρτερικά από αγάπη για τον Θεό.
 
 
Λίγο μετά τις αποκαλύψεις του για τη συντέλεια των αιώνων, ο όσιος Ανδρέας ανήγγειλε στον Επιφάνιο την επικείμενη τελευτή του. Του απαγόρευσε, όμως, να τιμά τη μνήμη του ή να φυλάξει τα λείψανά του, διότι είχε κάνει τάμα ενώπιον του Θεού να μη δοξασθεί ποτέ στη γη. Του ανανέωσε την πρόβλεψή του για την εκλογή του στο πατριαρχικό αξίωμα και του υποσχέθηκε να τον βοηθά πάντα, υπό τον όρο να επιδεικνύει άοκνα μέριμνα αγάπης για τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και για όσους δοκιμάζονται. Κατόπιν μετέβη στον Ιππόδρομο, στη στοά, όπου συνήθιζαν να στέκονται οι πόρνες, κι εκεί προσευχήθηκε όλη τη νύχτα υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Τελειώνοντας την προσευχή του, ο μακάριος ξάπλωσε στη γη και, κοιτάζοντας με ένα χαμόγελο το πλήθος των αγίων που εμφανίσθηκαν για να του παρασταθούν, παρέδωσε την πολύαθλη ψυχή του στον Θεό μετά από εξήντα έξι χρόνια ασκητικών αγώνων, κρυμμένων κάτω από το πέπλο του μυστηρίου της σαλότητας. Μια έντονη ευωδία θυμιάματος προσείλκυσε μια φτωχή γυναίκα που έμενε εκεί κοντά, η οποία προσέτρεξε και ανακάλυψε το σώμα του. Όταν όμως το πλήθος, ειδοποιημένο από εκείνη, έσπευσε προς το σκήνωμα του οσίου, εκείνο είχε γίνει άφαντο, μεταφερμένο από τον Θεό σε άγνωστο τόπο. Τη νύχτα εκείνη ο Επιφάνιος είδε τη ψυχή του πνευματικού πατέρα του, επτά φορές φωτεινότερη από τον ήλιο, να υψώνεται στους ουρανούς με την παρουσία μυριάδων αγγέλων που έχαιραν και δοξολογούσαν τον Θεό για την ένθεη πολιτεία του οσίου Ανδρέα και για τα τόσα επί γης θαυμαστά του κατορθώματα.
 
 
~ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ~
[1] Ο βιογράφος του Νικηφόρος που έγραψε τον Βίο του, μεταξύ 920 και 956, τον τοποθετεί αναχρονιστικά στους χρόνους του Λέοντα Α΄ (457-474). Θα έπρεπε μάλλον να μετατεθεί κατά τη βασιλεία του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-911). Κυκλοφορούν διάφορες εκδόσεις του Βίου με νεοελληνική μετάφραση, π.χ. Νικηφόρος Πρεσβύτερος, «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανδρέου του διά Χριστόν Σαλού», Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1984, και Ι. Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων, Άγιον Όρος 2002.
[2] Ο άγιος Συμεών [6ος αι., βλ. 21 Ιουλ.] είναι ο βασικός και ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος αυτού του είδους εξαιρετικής αγιότητος, την οποία γενικά δεν συμβουλεύουν οι Πατέρες. Στην Ελληνική Εκκλησία τιμώνται επίσης η αγία Ισιδώρα Ταβεννησίου [1 Μαΐου] και οι άγιοι: Παύλος Κορίνθου [6 Νοεμ.], Σάββας ο Βατοπαιδινός [5 Οκτ.], Νικόδημος ο Νέος [24 Νοεμ.], καθώς και άλλοι που υιοθέτησαν προσωρινά τη σαλότητα, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης [13 Ιαν.] ή ο όσιος νεομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός [30 Δεκ.]. Κυρίως όμως στη Ρωσία γνώρισε, η μορφή αυτή αγιότητας, μεγάλη άνθιση. Η Εκκλησία αναγνώρισε εκεί τριάντα επτά «Σαλούς». Συγκεκριμένα τους αγίους: Ιωάννη τον Δασύτριχο του Ροστώφ [3 Σεπτ.], Κυπριανό του Σουζντάλ [2 Οκτ.], Συμεών του Γιούριεβιτς [4 Νοεμ.], Μάξιμο Μόσχας [11 Νοεμ.], Προκόπιο του Βυάτκα [21 Δεκ.], Μιχαήλ του Κλοπς [11 Ιαν.], Γαλακτίωνα [12 Ιαν.] και Θεόδωρο του Νόβγκοροντ [19 Ιαν.], Ξενία της Αγίας Πετρούπολης [11 Σεπτ. και 24 Ιαν.], Νικόλαο [28 Φεβρ.], Ισίδωρο του Ροστώφ [4 Μαΐου], Ιωάννη [29 Μαΐου] και Προκόπιο του Ουστιούγκ [8 Ιουλ.], κ.α. Στη Ρωσία, πριν την Επανάσταση, δεν υπήρχε χωριό που να μην είχε τον δικό του «Γιουροντίβι» (Σαλό). Βλ. σχετικά: Ε. Γκοραΐνωφ, «Οι διά Χριστόν Σαλοί», εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1993.
[3] Θα μπορούσε, λοιπόν, να πρόκειται για τον άγιο Πολύευκτο (956-970) [5 Φεβρ.] ή για τον άγιο Αντώνιο Γ΄ (974-980) [12 Φεβρ.].
[4] Διακριτό από το σύνηθες θαύμα που επιτελούνταν κάθε Παρασκευή στον ναό αυτό, κατά τη διάρκεια του οποίου το μαφόριο που κάλυπτε την εικόνα της Θεοτόκου ανυψωνόταν από μόνο του και έμενε μετέωρο, το θαύμα αυτό προσέφερε το θέμα της εορτής της αγίας Σκέπης της Θεοτόκου [1 Οκτ. και αργότερα 28 Οκτ.], η οποία, καθώς φαίνεται, καθιερώθηκε στη Ρωσία τον 12ο αι. και από ’κει διαθόθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αι.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
https://wra9.blogspot.com/2021/05/blog-post_62.html