Γέροντος Ἀρσενίου Σπηλαιώτου
– Παππού, βοήθησε μέ.
– Τί ἔχεις, παιδί μου; μωρὲ πολὺ τρομαγμένος φαίνεσαι.
– Ἐ, νὰ Γέροντα. ὁ πειρασμὸς δὲν μὲ ἀφήνει ἥσυχο. Καὶ στὸν ὕπνο, ἀλλὰ καὶ φανερὰ ξύπνιο μὲ πολεμᾶ. Στὸν ὕπνο φωνές, ἀπειλές. Στὴν ἀγρυπνία τὸ ἴδιο. Μόλις ἀρχίσω τὸν κανόνα μου χτυπᾶ τὴν πόρτα, ἀκούω ἄγριες φωνές, ἀπειλές. Ἀπὸ τὸν φόβο μου τρέμω σὰν ψάρι. Ποῦ νὰ πάω νὰ γλυτώσω!
– Μωρέ, ἐσὺ μεγάλος ἀγωνιστὴς εἶσαι. Σὲ κατάλαβε ὁ σατανᾶς καὶ γελᾶ μαζί σου.Ὅταν λέμε «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ», ὁ πειρασμὸς κατακαίεται, μόνο ποὺ ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πάση θυσία μηχανεύεται νὰ μᾶς καταφέρει νὰ σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ἰδέες, περισπασμούς, καὶ ὅ,τι ἄλλο φανταστεῖς. Μόνον εὐχὴ νὰ μὴ λέμε. Ἐσένα σὲ βρῆκε δειλό. Σοὺ λέει. ἢ σταματᾶς τὴν εὐχὴν ἢ μπαίνω νὰ σὲ σκοτώσω. Ἐσύ… τὸ΄ χαψες. Βρὲ μὴν τὸν φοβᾶσαι. εἶναι ψεύτης. 
Οὔτε τρίχα δὲν θὰ μᾶς πειράζει ἂν δὲν ἔχει τὴν ἄδειαν ἀπὸ πάνω. Ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει γιὰ νὰ σὲ γυμνάσει. Ἐμᾶς μὲ τὸν Γέροντα (τὸν συνασκητὴ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ καὶ Σπηλαιώτη) μᾶς ἔκαμε …
ἄλλα γυμνάσια ἀνώτερα. Μέχρι κι ξύλο φάγαμε ἂπ΄ αὐτὸν τὸν καταραμένον. Ὅμως, ἐμεῖς δὲν εἴμασταν δειλοὶ ὅπως ἐσύ. Ὅταν ἐρχόταν ὁ πειρασμός, ἐμεῖς ἐλέγαμε τὴν εὐχὴ μὲ ὅλην μας τὴν ψυχή. Ἐδίναμεν ὅλον τὸν ἑαυτόν μας στὸν Θεόν. Ἡ εὐχὴ ἔτρεχε γρήγορα ἀλλὰ καὶ καθαρά. Ὁ νοῦς μᾶς κολλοῦσε στὸ νόημα τῆς εὐχῆς. Κολλούσαμε στὴν προσευχή, στὸν Χριστό μας. Ἐρχόταν μέσα μᾶς γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Καὶ τότε… ὁ πειρασμὸς ἄφαντος. Τοῦ λέγαμε καὶ εὐχαριστῶ.
ΠΗΓΗ : ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 2008, σ. 104 κ.ε.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/10/blog-post_72.html#more