Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπε τήν παραβολή ταύτην γιά νά μήν ἀποκάμνουμεν εἰς τήν προσευχήν, ἀλλά νά ἐπιμένουμε καί νά προσευχόμεθα, συνεχῶς. Λέγει ὁ Κύριος, ἄν αὐτός ὁ κριτής ὁ ἄδικος τελικά ὑποχώρησε στίς ἐπίμονες παρακλήσεις τῆς γυνής αὐτῆς, τῆς ταλαιπώρου καί ἀπροστατεύτου χήρας, γιά νά μήν τόν κουράζει καί τόν φορτώνεται, πόσο μᾶλλον ὁ Κύριος πού εἶναι δίκαιος κατά πάντα δέν θά εἰσακούσει τίς προσευχές, τίς δεήσεις, τίς παρακλήσεις, ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν καί παραμένουν κοντά Του αἰτούμενοι τά συμφέροντα γιά τίς ψυχές τους; Ὁ Κύριος θέλει ἀδιαλείπτως νά Τόν ἐπικαλούμαστε, νά μιλᾶμε μαζί Του, νά προσευχόμεθα. Νά προσευχόμεθα γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Νά προσευχόμαστε γιά τούς συνανθρώπους μας, νά προσευχόμαστε καί γιά τήν δική μας τή σωτηρία.
«Νά προσεύχεστε γιά τήν Ἐκκλησία», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά τόν κόσμο, γιά ὅλους. Ὅλη ἡ χριστιανοσύνη εἶναι μέσα στήν εὐχή. Ἄν προσεύχεστε μόνο γιά τόν ἑαυτό σας, αὐτό κρύβει ἰδιοτέλεια. Ἐνῶ ὅταν προσεύχεστε γιά τήν Ἐκκλησία, μέσα στήν Ἐκκλησία εἶστε κι ἐσεῖς. Στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Ἁγία Τριάδα καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα. Ἡ λαχτάρα σας πρέπει νά εἶναι πάνω σέ αὐτό: τό νά ἁγιάσει ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι τοῦ Χριστοῦ. Τότε μπαίνετε στήν Ἐκκλησία, ζεῖτε στήν χαρά τοῦ παραδείσου, στόν Θεό. Γιατί ὅλο τό πλήρωμα τῆς θεότητος κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία»[1]. Ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος, ἐπειδή ὁ κάθε ἕνας ἀπό μᾶς εἴμαστε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχουμε βαπτιστεῖ καί ἔχουμε χριστεῖ, μποροῦμε ἑπομένως νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὅταν προσευχόμαστε γιά τήν Ἐκκλησία, προσευχόμαστε καί γιά τόν ἑαυτό μας. Ὅταν προσευχόμαστε καί γιά τούς ἄλλους, προσευχόμαστε καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους, γιατί ὅλοι εἴμαστε ἀλλήλων μέλη, ὁ ἕνας κομμάτι τοῦ ἄλλου.
«Εἴμαστε ὅλοι», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό. Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία. Ἡ θρησκεία μας αὐτό τό μεγαλεῖο ἔχει, ἑνώνει τόν κόσμο νοερῶς». Μέ τίς προσευχές ἑνωνόμαστε. Ὅταν ὁ ἕνας προσεύχεται γιά τόν ἄλλον, θεραπευόμαστε καί γινόμαστε ἕνα. Ὄχι ἁπλῶς ἕνα σῶμα ἀλλά καί ἕνα πνεῦμα, μία ψυχή καί μία καρδιά. «Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «εἶναι μεγάλη, πολύ μεγάλη, καί κυρίως ὅταν γίνεται ἀπό πολλούς ἀδελφούς. Στήν κοινή προσευχή ἑνοῦνται ὅλοι»[2]. Γι’ αὐτό καί πρέπει ἀδιαλείπτως νά προσερχόμεθα στίς ἱερές ἀκολουθίες, καί κατεξοχήν στήν Θεία Λειτουργία, ἔτσι ὥστε μέ τήν κοινή προσευχή νά ἀπευθυνόμαστε εἰς τόν Θεό, νά Τόν δοξάζουμε, νά Τόν εὐχαριστοῦμε καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς συγχωρήσει.
«Στήν κοινή προσευχή ἑνοῦνται ὅλοι. Νά νιώθουμε τόν πλησίον μας σάν τόν ἑαυτό μας. Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, τό ἀγαλλίαμά μας, ὁ θησαυρός μας». Ὅλα εἶναι εὔκολα ἐν Χριστῷ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν συνάνθρωπό του, ὅταν γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του μέ τήν προσευχή, τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τόν παράδεισο. «Ὁ Χριστός εἶναι τό κέντρο. Ὅλοι συντρέχουν πρός τό κέντρο καί ἑνώνονται ἐν ἐνί Πνέυματι καί μιᾷ καρδίᾳ. Ὅταν ὅλοι ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, αὐτόματα ἑνούμεθα καί μεταξύ μας. Κάτι τέτοιο συνέβη κατά τήν Πεντηκοστή»[3], λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ὅταν ἐπέπεσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅλοι βρέθηκαν μέσα σ’ αὐτή τήν ἑνότητα στήν ὁποία τούς κάλεσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Σέ ἀντίθεση μέ τήν περίπτωση τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ, ὅπου λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειας καί τοῦ ἐγωισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔπαθαν σύγχυση τῶν γλωσσῶν, γι’ αὐτό καί χωρίστηκαν. Στήν Πεντηκοστή οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἕνωσαν ὅλους καί ἔγινε ἡ πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα μέσα στήν Ἁγία Ἱερουσαλήμ.
«Ὅλα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι εὔκολα ἐν Χριστῷ. Ὅταν ὅλοι ἀκροῶνται τήν ἴδια ὥρα στόν ἴδιο χῶρο τό Ψαλτήρι καί ὅλα τά ἀναγνώσματα, ἑνοῦνται στήν ἀκρόαση μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτό πού λέει ὁ ἀναγνώστης, τό ἀκοῦνε καί συμμετέχουν ὅλοι. Ἡ δύναμη τῶν πολλῶν πολλαπλασιάζεται, σάν νά βλέπουν ἕνα ὡραῖο πρᾶγμα καί τό κοιτάζουν ὅλοι μαζί μέ λαχτάρα. Ἔ, ἡ ὅρασή τους πού σμίγει σέ αὐτό τό ὡραῖο, τούς ἑνώνει. Παράδειγμα ἡ λύτρωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀπό τήν φυλακή». Λέει στίς Πράξεις: «Προσευχή δέ ἐκτενής γινομένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας»[4]. Ὅλη ἡ τοπική Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων προσηύχετο γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο. «Αὐτή ἡ προσευχή ἔβγαλε τόν Πέτρο ἀπό τά δεσμά τῆς φυλακῆς.
Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Θεοῦ, ἡ ἕνωσις μετά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἐπί γῆς παράδεισος». Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ, καί ὅταν εἴμαστε ζωντανά μέλη καί κύτταρα τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε ἤδη μέσα στήν Βασιλεία. Προγευόμαστε τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα. «Ἄν ἀποσπάσουμε τήν Θεία Χάρη, τότε ὅλα εἶναι εὔκολα, χαρούμενα καί εὐλογία Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει καμία ἄλλη θρησκεία, ὅπως ἡ δική μας», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο τέλειο καί εὐτυχισμένο. Καί αὐτό τό μεγαλεῖο κρίμα νά μήν τό καταλαβαίνουμε!
Ὅταν ἔχουμε κάποιο πρόβλημα ἐμεῖς ἤ κάποιος ἄλλος, νά ζητᾶμε καί ἀπό ἄλλους προσευχές καί νά παρακαλοῦμε ὅλοι τόν Θεό μέ πίστη καί ἀγάπη. Νά εἶστε σίγουροι ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται σέ αὐτές τίς προσευχές καί ἐπεμβαίνει κάνοντας θαύματα. Αὐτό δέν τό ἔχουμε καταλάβει καλά. Τό πήραμε ἔτσι ἁπλά καί λέμε, κάνε μιά προσευχή γιά μένα»[5]. Ὅμως αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο νά εὐχόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Αὐτό καλλιεργεῖ τήν μεταξύ μας ἀγάπη, τήν ἀδελφοσύνη, τήν ἑνότητα.
«Πιό πολύ», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «θά προσεύχεσθε γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό σας. Θά λέτε τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με καί θά ἔχετε μέσα σας πάντοτε καί τούς ἄλλους, μέσα στό «με» θά πρέπει νά εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ ἴδιου Πατέρα. Εἴμαστε ὅλοι ἕνα. Γι’ αὐτό ὅταν προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί ὄχι ἐλέησέ τους. Τούς κάνουμε ἔτσι ἕνα μέ τόν ἑαυτό μας καί στή θέση τῶν ἄλλων μπαίνουμε ἐμεῖς καί στή θέση του ἑαυτοῦ μας μπαίνουν οἱ ἄλλοι.
Ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους, πού γίνεται ἁπαλά καί μέ βαθιά ἀγάπη, εἶναι ἀνιδιοτελής, ἔχει μεγάλη πνευματική ὠφέλεια. Χαριτώνει τόν προσευχόμενο ἀλλά χαριτώνει καί ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται, τοῦ φέρνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μέσα στήν Χάρη, μέσα στό Πνεῦμα τό Ἅγιο γινόμαστε ἕνα μέ τόν ἀδελφό μας γιά τόν ὁποῖο προσευχόμαστε. Ὅταν ἔχετε μεγάλη ἀγάπη καί αὐτή ἡ ἀγάπη σᾶς κινεῖ σέ προσευχή, τότε τά κύματα τῆς ἀγάπης σας πηγαίνουν καί ἐπηρεάζουν αὐτόν γιά τόν ὁποῖο προσεύχεστε καί δημιουργεῖτε γύρω του μιά ἀσπίδα προστασίας καί τόν ἐπηρεάζετε, τόν ὁδηγεῖτε πρός τό ἀγαθόν. Βλέποντας τήν προσπάθειά σας ὁ Θεός δίνει πλούσια τήν Χάρη Του καί σέ σᾶς καί σέ ἐκεῖνον. Ἀλλά πρέπει νά ἀποθάνουμε γιά τόν ἑαυτό μας»[6]. Δηλαδή, λέει ὁ Ὅσιος, δέν πρέπει νά ὑπάρχει καθόλου ἡ σκέψη τοῦ ἐγώ, καμία ἰδιοτέλεια, ἀλλά ἀπό καθαρή ἀγάπη γιά τόν ἄλλον νά προσευχόμαστε γιά αὐτόν.
«Ἐσεῖς στενοχωρεῖσθε ὅταν οἱ ἄλλοι δέν εἶναι καλοί», λέει ὁ Ὅσιος, «ἐνῶ πρέπει νά ἐπιδίδεσθε σέ προσευχές, γιά νά ἔρθει τό ποθούμενο μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θά ἀλλάξουμε, θά βοηθήσουμε στήν σωτηρία τῶν ἄλλων. Ἔτσι θά τούς προστατέψουμε ἀπό τό κακό. Ἐσεῖς μέ τήν σοφία σας», λέει ὁ Ὅσιος, «ὑποδεικνύετε. Ἐνῶ αὐτό δέν εἶναι καί τόσο σωστό. Τό μυστικό εἶναι ἄλλο∙ ὄχι αὐτό πού θά ποῦμε, πού θά ὑποδείξουμε στούς ἄλλους. Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀφοσίωσή μας, ἡ προσευχή μας στόν Θεό, γιά νά ἐπικρατήσει αὐτό πού πρέπει στούς δικούς μας μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι. Αὐτό πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε, θά τό κάνει ἡ Χάρις Του. Μυστικά ἑπομένως, μέ πολλή ἀγάπη, θά πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, νά δημιουργοῦμε γύρω τους ἕναν κύκλο θερμότητας, προσευχῆς καί προστασίας. «Στή ζωή μου», λέει ὁ Ὅσιος, «τήν πρώτη θέση ἔχει ἡ προσευχή. Δέν φοβοῦμαι τήν κόλαση καί δέν σκέφτομαι τόν Παράδεισο»[7]. Δέν ὑπῆρχε δηλαδή στήν προσευχή τοῦ Ὁσίου καμία ἰδιοτέλεια. Δέν προσευχότανε νά μήν πάει στήν κόλαση, οὔτε νά ἀπολαύσει τόν παράδεισο, ἀλλά ἀπό καθαρή ἀγάπη γιά τόν Θεό.
Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἄλλος σύγχρονος Ὅσιος, ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἄν κάποια στιγμή ὑποθέσουμε ὅτι ἔκλεισαν οἱ θέσεις τοῦ παραδείσου καί δέν ὑπῆρχε ἄλλη θέση, ἐμεῖς δέν θά ‘πρεπε νά σταματήσουμε νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό καί νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Γιατί δέν πρέπει νά τά κάνουμε αὐτά μέ ἰδιοτέλεια, ζητώντας μιά θέση στόν Παράδεισο, ἀλλά ἀπό καθαρή ἀγάπη γι’ Αὐτόν.
«Ζητῶ μόνο ἀπό τόν Θεό νά μέ ἐλεήσει, νά ἐλεήσει ὅλο τόν κόσμο», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «καί ἐμένα. Ἄν λέγω το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἔντονα, ἀκόμα καί ὅταν ἔχω κόσμο δέν ἀποσπῶμαι ἀπό τήν προσευχή». Ὁ Ὅσιος καί μέσα στόν κόσμο μποροῦσε καί προσευχόταν συγκεντρωμένος. «Τό ἴδιο εἶναι», ἔλεγε. «Προσεύχομαι, τούς δέχομαι ὅλους μέ πνεῦμα Χριστοῦ καί εἶμαι πρόθυμος νά εὔχομαι γιά τόν κόσμο. Προσπαθῶ νά ἀγαπήσω τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι ἡ ἐπιδίωξή μου. Λόγῳ τῶν πολλῶν μου ἀσθενειῶν δέν μπορῶ νά μιλάω πολύ. Περισσότερο ὅμως βοηθάει ἡ προσευχή, παρά τά λόγια. Προσεύχομαι γιά τά θέματά σας, ἀλλά αὐτό δέν ἀρκεῖ. Πρέπει ἡ προσευχή μου νά βρίσκει καί ἀπό ἐσᾶς μιά ἀνταπόκριση. Ὁ Θεός πού στέλνει τήν Χάρη Του σέ μᾶς, πρέπει νά βρεῖ τήν ἀγκαλιά μας ἀνοιχτή ὥστε νά τήν δεχτεῖ». Ὁ Θεός δέν θέλει νά ἐκβιάζει κανέναν. Περιμένει πάντοτε τήν ἐλεύθερη δική μας συγκατάθεση, τό νά δεχτοῦμε τήν δική Του προσφορά «καί ὅ,τι ἐπιτρέψει Ἐκεῖνος θά εἶναι πρός ψυχική μας ὠφέλεια. Ὄχι ὅμως, «ἡμῶν προσευχομένων, ὑμῶν δέ κοιμωμένων»[8], λέει χαριτωμένα, ὁ Ὅσιος. Θά πρέπει νά ζητᾶμε προσευχές ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά καί ἐμεῖς νά κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, γιά νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό.
«Συχνά», λέει ὁ Ὅσιος, «μέ κατηγοροῦν, ἀλλά ἐγώ «ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα αὐτοῦ»[9]. Γιά αὐτούς πού σᾶς κατηγοροῦν, νά κάνετε προσευχή, νά λέτε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ὄχι ἐλέησέ τον∙ καί θά εἶναι μές στήν προσευχή αὐτή καί ἐκεῖνος πού σᾶς κατηγορεῖ. Ἐσεῖς νά ἀνοίγετε τά χέρια σας στόν Θεό λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», νά τόν κάνετε ἕνα μέ τόν ἑαυτό σας, καί Ἐκεῖνος, ὁ Θεός δηλαδή, γνωρίζει τί τόν βασανίζει βαθιά μέσα του, καί βλέποντας τήν ἀγάπη σας, σπεύδει εἰς βοήθεια. Ἐκεῖνος ἐρευνᾶ τούς πόθους τῆς καρδιᾶς. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Ρωμαίους; «Ὁ δέ ἐρευνῶν τάς καρδίας οἵδε -γνωρίζει δηλαδή- τί τό φρόνημα τοῦ πνεύματος, ὅτι κατά Θεόν ἐτυγχάνει, ὑπέρ ἁγίων»[10].
Νά προσεύχεσθε γιά τήν κάθαρση κάθε ἀνθρώπου, γιά νά μιμηθεῖτε τόν ἀγγελικό τρόπο στή ζωῆς σας. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά καθαριστοῦμε, γιά νά μπορέσουμε νά δεχθοῦμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά τήν ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας καί ἔτσι νά γίνουμε ἕνα ἐν Χριστῷ καί νά ζήσουμε τόν Παράδεισο ἀπό ἐδῶ. Ναί, πρέπει νά μοιάσουμε στούς ἀγγέλους», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. «Οἱ ἄγγελοι δέν προσεύχονται γιά τόν ἑαυτό τους. Ἐγώ ἔτσι προσεύχομαι, γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Ἐννοεῖ ὁ Ὅσιος ὅτι ἔκανε προσευχή γιά ὅλους καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό του. «Τήν ὥρα πού προσεύχεσθε γιά τήν Ἐκκλησία, ἀπαλλάσσεσθε καί ἀπό τά πάθη, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία εἴμαστε καί ἐμεῖς, Τήν ὥρα πού δοξολογεῖτε, ἁπαλύνεται ἡ ψυχούλα σας καί ἁγιάζεται ὑπό τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτή τήν τέχνη θέλω νά μάθετε. Ὁ Θεός θέλει νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους. Οἱ ἄγγελοι μόνο δοξολογοῦν τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ προσευχή τους, μόνο ἡ δοξολογία. Εἶναι λεπτό πράγμα ἡ δοξολογία, ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι πολύ ὑλικοί καί χαμερπεῖς, γι’ αὐτό καί προσευχόμαστε στόν Θεό ἰδιοτελῶς. Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς τακτοποιήσει τά θέματά μας, τά καταστήματά μας, νά πᾶνε καλά οἱ ὑποθέσεις μας, ἡ ὑγεία μας, τά παιδιά μας. Προσευχόμαστε ὅμως ἀνθρώπινα καί μέ ἰδιοτέλεια. Ἡ δοξολογία εἶναι ἀνιδιοτελής προσευχή. Οἱ ἄγγελοι δέν προσεύχονται γιά νά κερδίσουν κάτι, εἶναι ἀνιδιοτελεῖς.
Ὁ Θεός ἔδωσε καί σέ μᾶς αὐτή τήν δυνατότητα, νά εἶναι ἡ προσευχή μας μιά διαρκής δοξολογία, προσευχή ἀγγελική. Ἐδῶ βρίσκεται τό μεγάλο μυστικό. Ὅταν μποῦμε σέ αὐτή τήν προσευχή, θά δοξάζουμε τόν Θεό συνεχῶς, ἀφήνοντάς τα ὅλα σέ Αὐτόν, ὅπως εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας: «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτά εἶναι», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «τά ἀνώτερα μαθηματικά τῆς θρησκείας μας»[11]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τελείως τόν ἑαυτό του καί ὅλη του τήν ζωή καί τά πάντα στόν Χριστό, τότε μπορεῖ νά προσεύχεται ἀνιδιοτελῶς, νά δοξάζει τόν Θεό καί ὁ Θεός βεβαίως θά τόν ἀντιδοξάσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού Τόν δοξάζει, καί θά ἀπολαύσει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἧς πάντες νά ἀπολαύσουμε.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Πράξ. 12, 5.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ψαλμ. 37, 14.
[10] Ρωμ. 8, 27.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.