Πολλὰ ὅμως διεσπείροντο ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους στὴν Ἀθήνα περὶ τοῦ Πενταπόλεως καὶ τῆς ἀνέγερσης τῆς Μονῆς (δηλαδὴ τῆς γυναικείας Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας κατόπιν διετέλεσε ἐφημέριος καὶ πνευματικός). Πολὺ ἐδοκιμάσθη ἀπὸ τοὺς διεστραμμένους, τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς συκοφάντες.Διέδιδαν συκοφαντίες ἀνηθικότητος ἀνηκούστους. Ἠσχολήθη μὲ αὐτὲς καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. Ὁ δὲ τότε Πρόεδρος αὐτῆς, ὁ Ἀθηνῶν Θεοκλητὸς μετέβη αὐτοπροσώπως ἐπιτοπίως τὸ 1908, διὰ νὰ ἐξετάση. Φεύγοντας ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήση ὄτι «ἦτο ὄντως Θεῖον ἔργον». Πολὺ τὸν κατέτρεξε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός διετέλεσε καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ἤτανε μασῶνος μοντέρνος, νεωτεριστὴς καὶ ἔκαμε πολὺ κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Αυτός ἦταν καὶ κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν μὲ τόσες δυσκολίες νὰ κτίση τὸ Μοναστήρι, ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπέτρεπε…
– Τί κάνεις ἐδῶ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ὅτι τόσα ἐξωκκλήσια γύρω ἐδῶ ἐρήμωσαν; Δὲν εἶναι γιὰ Μοναστήρια στὴ σημερινὴ ἐποχή.
Ὁ Πενταπόλεως ὅμως ἐξηκολούθησε, καὶ ἔγινε τὸ Μοναστήρι καὶ ἄλλα πολλὰ κατόπιν, ὥστε ἡ Αἴγινα σήμερον νὰ ἔχη τὰ περισσότερα Μοναστήρια.
Τὸ προεῖπεν ὁ Ἅγιος: «Θὰ γίνη, εἶπεν, ἡ Αἴγινα τὸ Ἅγιον Ὅρος τῶν Μοναζουσῶν». Καὶ ἤδη ἔχει ἐννέα Μοναστήρια γυναικών… Ἀλλὰ καὶ ποία διαφορὰ στὸ τέλος τῶν δύο Ἱεραρχῶν.
Ὁ Μεταξάκης, ποὺ ἔκαμε τόσα εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχεν οἰκτρὸν τέλος. Τὸν βρῆκαν ἕνα πρωὶ κάτω ἀπὸ….τὸ κρεββάτι του νεκρὸν καὶ μὲ τὴν γλώσσαν του ἔξω.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν γλώσσαν, ποὺ ἔλεγε αὐτὰ στὸν Ἅγιο καὶ τόσα εἰς βάρος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας..
Ἐξ ἀντιθέτου, ὁ Πενταπόλεως, ποὺ ἔμεινε πιστὸς εἰς τὴν Ι. Παράδοσιν καὶ ὑπέμεινε τοὺς πειρασμοὺς καὶ διώξεις, εἶχεν ἅγιον τέλος καὶ σήμερον τιμᾶται, ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ Πανελλήνιον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν Ὑδρόγειον.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ περάση πολλὲς θλίψεις καὶ πίκρες. Παρ’ ὅλην τὴν ἐκεῖ ἐργασίαν του, πολλοὶ κακοὶ ἄνθρωποι, ὄργανα τοῦ διαβόλου ἔλεγαν, ὅτι ὁ Ἅγιος εἶναι ὑποκριτὴς καί, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει, εἶναι ὑποκριτικά.
Ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖον νὰ τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνηθικότητες καί, ὅτι τὸ Μοναστήρι τὸ κατάντησε ἄντρον ἀκολασίας!
Διέδιδαν, ὅτι οἱ μοναχὲς γεννοῦσαν νόθα παιδιὰ καὶ τὰ πετοῦσε στὸ πηγάδι…
Κάποια μητέρα, μάλιστα, ποὺ τὴν ἔλεγαν στὴν Αἴγινα «Κεροὺ» εἶχε μιὰ κόρη 16 ἐτῶν χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη καὶ θεοφοβούμενη. Ἡ μητέρα αὐτὴ εἶχε μανία καταδιώξεως πρὸς τὴν κόρην της καὶ πολλὲς φορὲς ἐπιχείρησε νὰ τὴν σκοτώση…
Τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα βρῆκε καταφύγιο στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Ἅγιος, πονόψυχος καθὼς ἦταν, τὸ δέχτηκε καὶ τὸ προστάτεψε…
Ἡ Κεροὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωνέψη καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντῆ τὸν Ἅγιο. Τα λόγια της ἦταν πολὺ φαρμακερὰ καὶ πειστικά. Ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε τὸ περιστατικὸ στὸ Μητροπολίτη Ἀθηνῶν, Θεοκλητό, ζητώντας ὁδηγίες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νὰ τὴν προστατεύση τὴν κοπέλλα. Ἡ κοπέλλα ἔφθασε στὰ 18 της χρόνια. Ἡ Κεροὺ ὅμως τὸ πῆρε πεῖσμα…
Ἐπῆγε στὸν Πειραιὰ καὶ ἄρχισε μὲ κλάματα μπροστὰ στὸν Ἀνακριτή να διηγῆται τὴν τραγωδίαν της. «Ἕνας Καλόγηρος, ποὺ τάχα ἀσκητεύει, μοῦ τὴν πῆρε στὸ γυναικομονάστηρο. Αὐτὸς ἔχει ὅλες τὶς καλογρηες ἐρωμένες. Σῶστε τὸ παιδί μου…».
Ὁ Εἰσαγγελεὺς πῆρε τὴν κατάθεσιν καὶ τὴν ἑπομένην πῆγε ἀγριεμένος στὴν Αἴγινα με δυὸ χωροφύλακες. Παρεβίασε τὴν πόρτα, παρὰ τοὺς κανονισμοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ μπῆκε κατ’ εὐθείαν στὸ διαμέρισμα τοῦ Ἁγίου. Οἱ Μοναχὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε…
Ὁ Δεσπότης σηκώθηκε μὲ τὸ συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο νὰ τοὺς ὑποδεχθῆ.
Ὁ Ἀνακριτὴς ἔξω φρενῶν, εἶπε εἰς τὸν ἑβδομηκονταετῆ τότε γέροντα:
– Βρὲ παληοκαλόγηρε!… ποῦ εἶναι τὰ παιδιὰ ποῦ κάνεις; (Ἐπηκολούθησε αἰσχροτάτη φράσις). Αὐτὰ κάνεις ἐδῶ πέρα; Κατόπιν τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὸ ράσο καὶ τὸν ἀπειλοῦσε, λέγοντας:
– Θὰ σοῦ ξεριζώσω τὰ γένια τρίχα-τρίχα.
Ὁ Ἅγιος δὲν ἔβγαλε λέξι. Μόνον μὲ τὸ χέρι του ἔδειχνε ψηλὰ καὶ ἔλεγε:
– Βλέπει ὁ Θεός. Ξέρει ὁ Θεός!
Καὶ πράγματι! «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, Ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ». Ὁ ἀσεβέστατος Εἰσαγγελεὺς σὲ μιὰ ἑβδομάδα ἀρρώστησε βαρειά. Εἶχε τρομεροὺς πόνους ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του…
Τὸ χέρι ἐκεῖνο, ποὺ ἐπίασε καὶ κουνοῦσε τὸν Ἅγιο, ξεράθηκε…
Τότε τὸ συναισθάνθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάνε μπροστὰ στὸν Ἅγιον, νὰ τὸν συγχωρέση.
Πράγματι τὸν πῆγαν. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν λυπηθῆ…
Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸ Θεὸ πολύ. Ἦταν ὁ μακάριος ἀνεξίκακος καὶ μακρόθυμος.
Τὸν συνεχώρησε μὲ τὴν καρδιά του. Τοῦ Εἰσαγγελέως ὡστόσο… ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια του κόψανε τὸ χέρι…
Ἐκεῖνο τὸ χέρι ποὺ κουνοῦσε, ἀπὸ τὸ γιακὰ τοῦ ράσου, τὸν Ἅγιο…
Τὸ Μοναστήρι του ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, (τὶς συκοφαντίες) ἐπρόκοψε. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀδελφότης ἐμεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν καὶ ἄλλες Ἀδελφὲς καὶ μάλιστα μορφωμένες.
Ἔγινε ἕνα πνευματικὸν κέντρον, ποὺ ξεκούραζε ψυχικὰ καὶ φώτιζε τοὺς ἀνθρώπους…
«Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν»
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2021/11/blog-post_137.html