ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ

Ἐγώ δέ, τό ἔργο τῶν χειρῶν σου,

θά σοῦ ἐξομολογηθῶ γεμᾶτος φόβο ἐνώπιόν σου:

«Δέν στηρίζω βέβαια τίς ἐλπίδες μου στά ὅπλα μου,

καί τό σπαθί μου δέν πρόκειται νά μέ σώση.

Ἀλλά ἡ δεξιά σου καί τό χέρι σου,

καί τοῦ προσώπου σου ὁ φωτισμός».

 Ἀλλοιῶς, μποροῦσε νά μέ πιάση καί ἀπόγνωσις,

ἄν δέν ὑπῆρχες σύ πού μ᾿ ἔπλασες,

καί δέν ἐγκαταλείπεις ὅσους ἐλπίζουνε σέ σένα.

 Γιατί σύ εσαι, Κύριε ὁ Θεός μας,

καλός, ἐπιεικής καί μακρόθυμος,

καί τά οἰκονομεῖς ὅλα ἀπό συμπόνια.

 Ἐμεῖς πάλιν, ἔστω κι ἄν ἁμαρτήσαμε,

εἴμαστε ὅμως δικοί σου.

Ἀλλά καί ἄν δέν ἁμαρτήσωμε,

πάλιν δικοί σου εἴμαστε,

γιατί τό ξέρομε καλά, ὅτι μᾶς λογαριάζεις γιά δικούς σου.

  Εἴμαστε ὅλοι σάν τό φύλλο,

διότιματαιότηςεἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ,

καί ἡ ζωή μας αὐτή ἐδῶ πάνω στή γῆ εἶναι κάπως σάν ἄνεμος.

Μήν ὀργίζεσαι ἐναντίον μας, ὅταν παθαίνωμε πτώσεις,

γιατ᾿ εἴμαστε σάν νήπια γιά σένα.

Ἐσύ γνωρίζεις τί πλάσματα εἴμαστε,

Κύριε ὁ Θεός μας.

 Μήπως στό φύλλο, Κύριε καί Θεέ μας,

σύ ὁ ἀφάνταστα ἰσχυρός,

μήπως θέλει στό φύλλο, πού τό ἁρπάζει εὔκολα ὁ ἄνεμος,

νά δείξης πόσο εἶσαι κραταιός;

 Μήπως θά κυνηγήσης τό ἄχρηστο σκουπίδι;

 Μήπως τό σκυλί ἤ τόν ψύλλο θά τόν πᾶς στό δικαστήριο,

ἐσύ ὁ Βασιληᾶς, ὁ αἰώνιος, τοῦ Ἰσραήλ;

Ἀκούσαμε γιά τό ἔλεός σου, Κύριε,

ὅτι σύ δέν τόν ἔκαμες τό θάνατο,

οὔτε χαίρεις γιά τήν ἀπώλεια ἐκείνων πού πεθαίνουν.

 Γ΄’ αὐτό κάνουμε δέησι πρός ἐσένα,

ὥστε ἀφεαυτοῦ σου, νά μήν ἐπιτρέψης,

νά ἐπικρατήση αὐτό πού δέν ἔκαμες (ὁ θάνατος)

πάνω σ᾿ αὐτό πού ἔπλασες (στόν ἄνθρωπο).

 Γιατί, ἄν δέν χαίρης γιά τήν καταστροφή μας,

τί σ᾿ ἐμποδίζει, Κύριε, ἐσέ πού τά πάντα δύνασαι,

νά χαίρης πάντα γιά τή σωτηρία μας;

 Ἄν θέλης, μπορεῖς νά μέ σώσης.

Ἐγώ ὅμως, ἔστω κι ἄν θελήσω,

δέν θά μπορέσω τόν ἑαυτό μου νά τόν σώσω.

Τόσο μεγάλο εἵναι τό μέγεθος τῆς ἀθλιότητάς μου.

Γιατί τό νά θέλω ἀπόκειται σέ μένα,

ὄχι ὅμως καί τό νά ἐκτελέσω κάτι.

Ἀλλά καί τό νά θέλω τό ἀγαθόν

δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, ἄν σύ δέν θέλης.

Οὔτε κι αὐτό πού θέλω τό μπορῶ,

ἐάν δέν μ᾿ ἐνισχύση ἡ δύναμι ἡ δική σου.

  Μά καί αὐτό πού δύναμαι, μερικές φορές δέν τό θέλω,

ἄν δέν γίνεται κι ἐπί τῆς γῆς τό θέλημά σου,

ὅπως στόν οὐρανό.

 Ἐκεῖνο δέ, πού τυχόν τό θέλω καί τό μπορῶ,

αὐτό δέν τό γνωρίζω, ἄν δέν μέ φωτίση ἡ σοφία σου.

Ἀλλά καί νά τὄξερα,

πότε ἁπλῶς τό θέλω καί πότε τό μπορῶ,

καί πάλιν ἡ σοφία μου στό τέλος βγαίνει ἀτελής καί ἀνεκπλήρωτη.

 

  Ὅλα λοιπόν ἐναπόκεινται στή βούλησι τή δική σου,

καί δέν ὑπάρχει αὐτός,

πού θά ἀντισταθῆ στό θέλημά σου,

ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων,

καί Κυρίαρχε κάθε σαρκός,

πού ὅλα ὅσα θέλεις τά κάνεις

καί τά πραγματοποιεῖς στόν οὐρανό, στή γῆ, στίς θάλασσες

καί σ᾿ ὅλες τίς ἀβύσσους.

 Ἄς γίνη λοιπόν τό θέλημά σου καί σ᾿ ἐμᾶς,

πού μᾶς ἀποκαλοῦν μέ τ᾿ ὄνομά σου (Χριστιανούς).

 Ἄς μήν καταστραφῆ τοῦτο τό πλάσμα σου,

πού τὄπλασες γιά τή δόξα σου.

«Γιατί, ποιός ἄνθρωπος, ἀπό γυναῖκα γεννημένος,

θά ζήση καί δέν θά ἰδῆ θάνατο;

Ποιός τήν ψυχή του ἀπό τοῦ ἅδη τά χέρια θά γλυτώση,

ἐάν σύ μόνος δέν τόν σώσης,

ὥ ζωή ἐσύ, πού ὅλους τούς ζωοποιεῖς,

καί μέσω τοῦ ὁποίου τά πάντα ἔλαβαν ζωή;

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

 ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ

Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου

Θεσσαλονίκη 1973