ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄
Τά πάντα ὑπέταξες στά πόδια τοῦ ἀνθρώπου,
γιά νά ὑποταγῆ μόνο ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος σ᾿ ἐσέ.
Καί γιά νάναι ὄλος ὁ ἄνθρωπος δικός σου,
κυρίαρχο τόν κατέστησες σ᾿ ὅλα τά ἔργα τῶν χειρῶν σου.
Ἔτσι, τά ἐξωτερικά ὅλα τά δημιούργησες γιά τό σῶμα,
τό σῶμα αὐτό γιά τήν ψυχή,
καί τήν ψυχή γιά σένα,
γιά ν᾿ ἀναπαύεται μόνον σ᾿ ἐσέ,
σένα μονάχα ν᾿ ἀγαπᾶ,
νάχη ἐσένα δηλαδή παρηγοριά
καί τά κατώτερα νά τήν ὑπηρετοῦνε.
Γιατί τό κάθετι, πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἁψίδα τ᾿ οὐρανοῦ,
εἶναι κατώτερο ἀπ᾿ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου,
πού ἔγινε γιά ν᾿ ἀποκτήση τό ἄκρο καί ὑπέρτατο ἀγαθό.
Ὅταν τό ἀποκτήση θάναι μακάρια,
καί ὅταν τοῦ προσκολληθῆ,
ἀφοῦ ὑψωθῆ πολύ πιό πάνω ἀπό τή μεταβολή
πού φέρνουν τά κατώτερα ἀγαθά,
κι ἀπό τήν ἀφομοίωσι σ᾿ αὐτά ,
τότε μόνον θά ἰδῆ, μ᾿ ἀτάραχη γαλήνη,
τήν αἰώνια κι ἀθάνατη ὄψι,
τῆς ἀκρότατης μεγαλωσύνης πού ἀξιώθηκε,
καί μάλιστα κατά τήν εἰκόνα καί ὁμοίωσί της.
Καί ὅταν θ᾿ ἀπολαύση στόν οἵκτο τοῦ Κυρίου,
τέτοια ἀγαθά πού θά τῆς παρατεθοῦν,
τότε ὅλα μαζί ὅσα βλέπομε πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ
λογίζονται σάν μηδέν.
Θά ἀπολαύση «ἐκεῖνα πού μάτι δέν εἶδε,
κι αὐτί δέν τ᾿ ἄκουσε,
οὔτε τ᾿ ἀναλογίστηκε ποτέ καρδιά ἀνθρώπου,
αὐτά δηλαδή πού ὁ Θεός ἑτοίμασε
γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦνε».
Ἐσύ ὁ ἴδιος, Κύριε,
θά ἀποδώσης στήν ψυχή αὐτά,
μέ τά ὁποῖα καί κάθε ἡμέρα εὐφραίνεις τίς ψυχές τῶν δούλων σου,
διότι τίς ψυχές τίς ἀγαπᾶς.
Ἀλλά, γιατί τό θαυμάζω αὐτό, Κύριε ὁ Θεός μου;
Ἐσύ τιμᾶς τήν εἰκόνα σου καί τήν ὁμοίωσί σου,
πού σύμφωναμ᾿ αὐτήν κτιστῆκαν οἱ ψυχές.
Ἐσύ καί στό σῶμα μας,
τό φθαρτό καί τιποτένιο,
ἔδωκες νά βλέπη τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ,
μέ τή βοήθεια τῶν ἀκούραστων διακόνων σου,
τοῦ ἥλιου καί τοῦ φεγγαριοῦ,
πού τἄστησες νά δουλεύουν ἀδιάκοπα,
νύχτα καί ἡμέρα, στά παιδιά σου.
Καί γιά ν᾿ ἀναπνέη ὁ ἄνθρωπος,
τοὔδωκες ἄφθονον τόν καθαρό ἀέρα.
Γιά νά ἀκούη,
συνθέτης ἔγινες ὅλης τῆς ποικιλίας τῶν ἤχων.
Γιά νά ὀσφραίνεται,
ἐπενόησες τίς γλυκύτατες κι εὔοσμες μυρωδιές.
Γιά νά γεύεται,
τοῦ χάρισες ὅλες τίς ποικιλίες τῶν χυμῶν.
Καί γιά νά ψηλαφᾶ,
ἔκεμες ὅλα τά σώματα διαφορετικά στό πάχος.
Κι ἐκτός ἀπό αὐτά,
ἀκόμα καί τά κτήνη τοὔδωσες στίς πεδιάδες,
γιά νά τόν βοηθοῦνε στίς ἀνάγκες του,
καί τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ,
καί ὅλα τά ψάρια τῆς θαλάσσης.
Ἀκόμα τοῦ χορήγησες καί τούς καρπούς,
πού ἀπ᾿ τή γῆ βλασταίνουν,
μέ τό σκοπό νά δροσίζεται ἀπ᾿ αὐτούς
καί νά ζωογονιέται.
Καί φάρμακα ἀπόθεσες μέσα στή γῆ,
γιά ὅλες ἐκεῖνες τίς φθορές πού τοῦ συμβαίνουν,
καί ἰδιαίτερα βάλσαμα τοῦ ἑτοίμασες,
γιά τίς κακώσεις καί μολύνσεις πού τόν βρίσκουν,
ἀπανωτά ἡ μιά στήν ἄλλη.
Κι αὐτά γιατ᾿ εἶσαι γεμᾶτος ἔλεος καί εὐσπλαχνία
καί ξέρεις σάν κεραμουργός τή διάπλασί μας,
ἐνῶ ὅλοι ἐμεῖς,
σάν τόν πηλό βρισκόμαστε στό χέρι σου.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973