῎Εργα καί διδακτικοί Λόγοι τοῦ π. Κλεόπα. (Μέρος Δ’)
π.Ἰωαννίκιος Μπάλαν
78. Τά πουλιά παρηγοροῦσαν πολύ τόν π. Κλεόπα. Συνωμιλοῦσε συχνά μέ τά «παλληκάρια τῶν δασῶν», μέ τίς κουκουβάγιες, τά κοτσύφια καθώς καί ἄλλα τά ὁποῖα τραγουδοῦσαν καί χαροποιοῦσαν τόν Γέροντα.
‘Ο π. Κλεόπας κάποτε μᾶς διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό: «Τί μεγάλη χαρά εἶχα ὅταν κοινώνησα γιά πρώτη φορά στήν ἔρημο! *Ηλθε ἕνα κοπάδι πουλιά καί μοῦ ἔψαλαν παρά πολύ ὡραῖα. . . !». Καί ὁ στάρετς, ὅταν ἠμποροῦσε, ἐτάϊζε τά πουλάκια ἀπό τίς ἰδικές του πτωχές τροφές.
Αὐτή ἡ ἀγάπη του μέ τά πουλιά δέν διεκόπη, διότι δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, ἀφοῦ κοινώνησε στήν ἐκκλησία, πηγαίνοντας γιά τό κελλί του συνοδευόμενος ἀπό δύο ‘Αδελφούς, ἦλθε ἕνα κοπάδι μικρά πουλιά.
Αὐτά ἐκάθοντο στούς ὤμους του, στά χέρια του, τσιμποῦσαν τά γένεια του καί τά ράσα του, χωρίς ὅμως νά ἀκουμβοῦν στούς ἄλλους δύο ‘Αδελφούς! Μετά ἐπέταξαν μακριά κι ἄρχισαν νά κελαηδοῦν. Τότε ὁ π. Κλεόπας εἶπε: «Πόσο θά ἐπιθυμοῦσα νά ζήσω πάλι μέ τά πουλιά στό δάσος!»
79. ῎Ελεγε ἀκόμη ὁ Γέροντας: ῞Οταν συνελήφθην ἀπό τήν ‘Ασφάλεια στήν Μονή Σλάτινα, ὡδηγήθηκα στήν πόλι Φαλτιτσένι. ‘Εκεῖ μ’ ἐκτύπησαν καί μ’ ἔριξαν σ’ ἕνα μπουντρούμι.
῞Ολοι σχεδόν ἀπό ἐκεῖ ἐξήρχοντο τρελλοί. Μ’ ἔριξαν καί μένα ἐκεῖ μέσα μαζί μέ ἄλλους πολλούς γιά νά χάσω ἐκεῖ μέσα τά μυαλά μου. Δέν ἔβλεπα μέ τά μάτια μου καί δέν αἰσθανόμουν ἔστω λίγη ζέστη. Τότε κατέβασα τόν νοῦ στήν καρδιά μου κι ἄρχισα νά λέγω τήν εὐχή τοῦ ‘Ιησοῦ.
Μετά, ὅταν μᾶς ἔβγαλαν, ἀπόρησαν μέ μένα, διότι ἀκόμη ὡμιλοῦσα καί περπατοῦσα χωρίς νά μέ βαστάζουν ἄλλοι.
80. Συχνά ὁ π. Κλεόπας ἀναφερόταν στίς ἁμαρτίες πού πηγάζουν ἀπό τήν φιλαυτία καί προέπτρεπε ὅλους στήν μετάνοια, λέγοντας: «Πηγή κάθε κακίας καί κάθε ἁμαρτίας εἶναι ἡ φιλαυτία! ‘Η φιλαυτία εἶναι παράλογη ἀγάπη ἀπεναντι στό σῶμα μας καί εἶναι τό πιό δύσκολο καί τό πιό λεπτό ἀπ’ ὅλα τά πάθη, τά ὁποῖα ὑποδουλώνουν τήν ἀνθρώπινη φύσι».
‘Από τήν φιλαυτία μας γεννῶνται: ‘Η ἐλεημοσύνη μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἡ συμπάθεια μόνο τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ εὐχαρίστησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ δόξα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ φιλαρέσκειά μας, ἡ ἐπιβολή τῆς γνώμης μας κ ὅλες οἱ ἄλλες γνωστές καί ἄγνωστες ἁμαρτίες.
81. Μία πιστή γυναῖκα μᾶς ἐδιηγήθη πῶς ὁ πατέρας της θεραπεύθηκε μέ τίς προσευχές τοῦ π. Κλεόπα.
«῏Ητο τό τέλος τοῦ ἔτους 1995. ‘Εγώ εἶχε φύγει πρίν λίγες ὧρες ἀπό τήν Συχαστρία καί εἶχα συναντήσει καί συνομιλήσει μέ τόν π. Κλεόπα. ‘Ο πατέρας μου ἦτο πολύ ἄρρωστος καί γιά 40 περίπου χρόνια ἐβασανίζετο ἀπό τό πάθος τῆς μέθης. Μετά ἀπό πολλές προσπάθειες τόν ἔφερα κι αὐτόν μία ἡμέρα στόν Γέροντα. Αὐτός καθόταν κάτω ἀπό ἕνα δένδρο καί εἶχε τριγύρω του μερικούς Χριστιανούς. Καθίσαμε σέ σκαμνιά ἀπέναντι ἀπό τόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν στιγμή ὡμιλοῦσε πνευματικά θέματα.
Ξαφνικά σταμάτησε. ‘Εκύτταξε ψηλά, ἐπάνω ἀπό τά κεφάλια μας καί ἄρχισε νά ὁμιλῆ γιά τό πάθος τῆς μέθης. ‘Ο πατέρας μου, ἀπό τήν ἔκπληξί του, «μαρμάρωσε» ἐκεῖ στό σκαμνί πού καθόταν. ‘Επέρασε ἀρκετή ὥρα. Στό τέλος ὁ π. Κλεόπας μᾶς εὐλόγησε, ὅπως ἔκανε συνήθως. ‘Επλησίασα μαζί μέ τόν πατέρα μου κοντά του. ‘Εκεῖνος ἔβαλε τά χέρια του ἐπάνω στό κεφάλι τοῦ πατέρα μου, ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ εἶπε:«῎Ετσι, ἀγαπητέ μου, νά ἐξομολογῆσαι καθαρά καί ἡ Θεοτόκος θά σέ βοηθήση. Θά ἰδωθοῦμε πάλι στόν παράδεισο!»
‘Αναχωρήσαμε εἰρηνικοί. Τί συνέβη τότε δέν γνωρίζω. ‘Επί 30 χρόνια δέν εἶχε ἰδεῖ τόν πατέρα μου νά κάνη τόν Σταυρό του, ἀλλά, μόλις ἐπιστρέψαμε στό σπίτι, μπῆκε στήν τραπεζαρία κι ἔκανε τρεῖς μεγάλες μετάνοιες. Τόν κυττάζαμε μέ τήν μητέρα μου καί ἐθαυμάζαμε χαρούμενες μ’ αὐτό τό πρωτοφανές γεγονός. ‘Από τότε ὁ πατέρας μου ἐξομολογεῖται τακτικά καί λυτρώθηκε ἀπό τό πάθος τῆς μέθης.
82. Μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Κλεόπας, ὅταν ἦτο ἄρρωστος στό νοσοκομεῖο τοῦ ‘Ιασίου: «Μετά τήν ἐγχείρησι, μέ μετέφεραν στήν ἐντατική. ‘Εκεῖ κοιμήθηκα τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες. ῞Οταν ξύπνησα, μοῦ εἶπαν: «Πάτερ, ξέρεις ὅτι κοιμήθηκες τρία ἡμερόνυκτα καί ὅλο αὐτό τό διάστημα ὡμιλοῦσες;
-Δέν ξέρω τίποτε! Τί ἔλεγα καί ὡμιλοῦσα;
-Πάτερ, ξέρεις πόσα κηρύγματα μαγνητοφώνησα; Πάρε ν’ ἀκούσης τί μαγνγητοφώνησα! Μοῦ ἔδειξαν μία κασσέτα ὁλόκληρη. ῏Ησαν κηρύγματα πού εἶχα κάνει πρίν 30-40 χρόνια. ῞Ομως ἐγώ δέν καταλάβαινα τίποτε!»
83. Μᾶς ἐδιηγεῖτο ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας: «῞Οταν ἤμουν στό ‘Ιάσιο γιά ἐγχείρησι, ἔπρεπε νά μοῦ κάνουν οὐρογραφία στά νεφρά. Τότε ἦτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μοῦ ἔκαναν μία ἀνάλυσι καί δέν βγῆκε. Μετά ἦλθε σέ μένα μία γιατρίνα καί μοῦ εἶπε:
-Γιά νά κάνω οὐρογραφία στά νεφρά, πρέπει νά φᾶτε τρία αὐγουλάκια.
-῎Ακουσέ με, κυρία μου, κι ἄν μοῦ δώσης βουνά ἀπό χρυσό ἀπό τά βουνό Νικολίνα μέχρι τό Κοπόου, ἐγώ τρία αὐγουλάκια Μεγάλη Τεσσαρακοστή δέν τρώγω!
-Ναί, ἀλλά γι’ αὐτό ἤλθατε στό νοσοκομεῖο καί γι’ αὐτό τόν λόγο θά πεθάνετε!
-Καί ἄν πεθαίνει ἕνα πρόβατο, τί μ’ αὐτό; ῞Ενας βασιλιᾶς πεθαίνει; Πεθαίνει ἕνας σαπισμένος γέρος! Καί τί μ’ αὐτό; Μόνο ἐγώ πεθαίνω. Δέν πεθαίνει ὅλος ὁ κόσμος!
-Καί γιατί δέν τρώγεις τά τρία αὐγά;
-‘Εγώ δέν πιστεύω στά αὐγά!
-‘Αλλά σέ τί πιστεύεις;
-Πιστεύω στόν Πατέρα, στόν Υἱό καί στό ῞Αγιο Πνεῦμα!
‘Η γιατρίνα ἐπῆγε καί τά εἶπε αὐτά στόν διευθυντή τοῦ νοσοκομείου.
-Εἶναι ἐκεῖ στό τάδε δωμάτιο ἕνας πατήρ, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά φάγη αὐγά γιά τήν ἀνάλυσι!
‘Ο Διευθυντής μ’ ἐγνώριζε καί εἶπε στήν γιατρίνα: «Δέν ξέρεις ἐσύ ποιός εἶναι αὐτός ὁ πατήρ; Εἶναι ὁ πατήρ Κλεόπας! Αὐτός ἔμεινε περίπου δέκα χρόνια στήν ἔρημο μέ μία πατάτα φαγητό τήν ἡμέρα καί μερικά βότανα. . . »
῞Οταν ἄκουσε αὐτά, ἦλθε σέ μένα στό σαλόνι μέ νηστήσιμο φαγητό πού ἔφτιαξε ἡ ἴδια καί μοῦ ἐζήτησε συγχώρησι καί μετά ἐπήγαμε πάλι γιά τήν ἀνάλυσι.
Καί μοῦ ἔκαναν, λοιπόν, οὐρογραφία, χωρίς αὐγά. ῞Οταν ἦλθαν γιά τό κλῦσμα, μοῦ εἶπαν:
-Θυμᾶσαι, πάτερ, τί εὔκολα ἔγινε ἡ οὐρογραφία!
-Κυρία μου, ἔγινε καί μάλιστα χωρίς τά τρία αὐγά!
Τότε γελοῦσαν ὅλοι μεταξύ τους. Τό ἀριστερό νεφρό φαινόταν φουσκωμένο, ἐνῶ τό δεξιό ἦτο φυσιολογικό.
-Βλέπετε ὅτι ἔγινε ἡ ἀνάλυσις χωρίς τ’ αὐγά;
-Πάτερ, συγχωρέστε μας! Κάτι τέτοιο δέν μοῦ συνέβη, ἀπό τότε πού ἐργαζόμεθα ἐμεῖς ἐδῶ!
Κατά τήν ἔξοδο ὁ θυρωρός μοῦ εἶπε: «Πάτερ Κλεόπα, ἐάν ἔμενες λίγο ἀκόμη στό νοσοκομεῖο, θά μ’ ἔστελνε ἡ διεύθυνσις τοῦ νοσοκομείου στό σπίτι μου, διότι ἐδεχόμουν ὅλους τούς ἐπισκέπτας πού ἤρχοντο νά σέ ἰδοῦν!»
84. Κάποια φορά ἐπῆγε ἕνας Δόκιμος μοναχός ἀγωνιστής στόν π. Κλεόπα καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ, δός μου εὐλογία νά τρώγω μία φορά τήν ἡμέρα, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου». «’Εσύ, ἀδελφέ; Τόν ἐρώτησε ὁ Γέροντας. Δέν κυττάζεις τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι πολύ ἀδύνατος; Νά τρώγης, λοιπόν, δύο φορές τήν ἡμέρα καί εἴθε ἔτσι νά σέ φάη καί ὁ Παράδεισος».
85. ῎Αλλοτε ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας: «Μάθετε νά νυστεύετε διότι θά ἔλθη καιρός, πού θά τρῶτε μία πατάτα τήν ἑβδομάδα!»
86. Μία πιστή Χριστιανή ἦλθε μέ τόν σύζυγό της στόν π. Κλεόπα ἀπελπισμένη, διότι οἱ τρεῖς προϊστάμενοι τῆς ὑπηρεσίας της ἑτοιμάζοντο νά τήν διώξουν ἀδίκως ἀπό τήν δουλειά της. ‘Αφοῦ ἐνημέρωσε σχετικά τόν Γέροντα, ἐκεῖνος τήν παρηγόρησε μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μή φοβῆσαι, νά ἔρχεσαι σέ μένα καί θά μοῦ εἰπῆς: «Πάτερ, δέν ἄκουσα θαῦμα τόσο μεγάλο σάν αὐτό».
‘Η γυναῖκα ἐπέστρεψε εἰρηνική στό σπίτι της, ἀλλά ἡ κατάστασις μέ τήν δουλειά της ἦτο πολύ σοβαρή. Παρέμενε ἀκόμη ἕνα βῆμα γιά νά τήν ἀπομακρύνουν ὁριστικά ἀπό τήν δουλειά της. ‘Ο ἄνδρας της εἶχε χάσει κάθε ἔννοια ὑπομονῆς καί ἐμπιστοσύνης καί δέν ἤθελε πλέον νά πάη πάλι στό Μοναστήρι. Μέσα σέ μία ἑβδομάδα ἐξεδιώχθησαν ἀπό τίς δουλειές τους καί οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι προϊστάμενοι. Τήν Δευτέρα ὁ μεγαλύτερος στήν σειρά, τήν Τετάρτη ὁ ἑπόμενος καί τήν Παρασκευή ὁ τελευταῖος. ῞Οταν ἐπισκέφθηκαν πάλι τόν Γέροντα στό κελλί του, ἔκραξαν καί οἱ δυό τους μέ μία φωνή: Πάτερ, δέν ἀκούσαμε θαῦμα τόσο μεγάλο σάν αὐτό!»
87. ῞Ενας Χριστιανός, χωρισμένος μέ τήν σύζυγό του, ἐδιώκετο συνεχῶς ἀπό τούς συγγενεῖς τής γυναίκας του, ἡ ὁποία ἦτο σπουδαῖο πρόσωπο τῆς κοινωνίας. Εἶχε τεθῆ ὑπο παρακολούθησι καί εἶχε ἀπειληθῆ ἐπανειλημένως ἀπό ἀξιωματικούς τῆς ἀστυνομίας. Τότε μετέβη μέ τήν ἀδελφή του στόν π. Κλεόπα νά ζητήση προσευχή.
῞Οταν ἀνεχώρησαν, συναντήθηκαν μέ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποῖος τούς ἐζήτησε νά τόν βοηθήσουν γιά νά μεταφέρη τά πράγματά του στήν Σκήτη Σύχλα. Καθ’ὁδόν τοῦ ἐδιηγήθησαν τίς περιπέτειες πού ἔχουν μέ τούς ἀξιωματικούς τῆς ἀστυνονμίας.
Φθάνοτας στήν Σύχλα, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ μοναχός πῶς ὠνόμαζαν τόν ἕναν ἀπό τούς ἀξιωματικούς, ἔπεσε κάτω. ‘Επῆγε μπροστά στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτης κι ἔκανε τρεῖς μετάνοιες λέγοντας: <Σ’ εὐχαριστῶ Κύριε, διότι μοῦ ἔδωσες ἀπάντησι στήν ἀπορία μου. Διότι προσεύχομαι ἐγώ γιά τόν Κωνσταντῖνο κι αὐτός ἔχει περιπέτειες& προσεύχομαι περισσότερο γιά τόν Κωνσταντῖνο κι αὐτός ἔχει περισσότερες περιπέτειες>.
‘Ο Κωνσταντῖνος ἦτο ἕνας άπό τούς ἀξιωματικούς, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε τόν ἀνωτέρω Χριστιανό καί τόν τελευταῖο καιρό ἡ γυναῖκα του ἀρώστησε πολύ βαρειά, ἐνῶ ἡ κόρη του εἶχε πάθει τροχαῖο ἀτύχημα. ‘Αφοῦ ὁ μοναχός τόν εἰδοποίησε καί τοῦ ἔδειξε τά λάθη του, ἀπό τότε αὐτός ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πιό δικαίους καί προσεκτικούς ἀστυνομικούς.
‘Αλλά ὁ διωγμός ἐναντίον ἐκείνου τοῦ Χριστιανοῦ ἐσυνεχίζετο. Οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας του ἐπῆγαν τήν ὑπόθεσι σ’ ἕνα διοικητή κι ἐκεῖνος τόν τεληφώνησε λέγοντάς του: <Σέ πεντε ἡμέρες θά εἶσαι στήν φυλακή! ‘Ο φάκελλος εἶναι ἕτοιμος! ‘Ο Χριστιανός τόν ἐρώτησε: Χωρίς αἰτία θά φυλακισθῶ; <‘Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό αἰτιολογίες, ἐνῶ ἀπό τίς φυλακές θά ἐξέλθης μόνο μετά τόν θάνατό σου, μέ τά πόδια σου μπροστά μέσα στό φέρετρο>, ἦτο ἡ ἀπάντησις τοῦ διοικητοῦ.
‘Ακούοντας αὐτά ὁ Χριστιανός ἔφυγε πάλι μαζί μέ τήν ἀδελφή του κι ἐπῆγαν μεσάνυκτα στόν π. Κλεόπα καί τοῦ εἶπαν γιά τίς ἀπειλές. ‘Ο Γέροντας τούς δέχθηκε καί τούς ἐμάλωσε λίγο, λέγοντάς τους:
-Πόσο μικροί Χριστιανοί εἶσθε! Γιατί φοβεῖσθε ἔτσι τούς ἀνθρώπους;
-Ναί, πάτερ, μᾶς ἐτάραξε ὁ λόγος του πού εἶπε: <Πέντε ἡμέρες ἀκόμη>!
-‘Αφῆστε τον ἐν εἰρήνη, ἀλλά αὐτός θά μπῆ στήν φυλακή γιά τρεῖς ἡμέρες!
Πράγματι, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἔμαθαν ἀπό ἕνα δικαστή, ὅτι αὐτός ὁ διοικητής εἶχε συλληφθῆ. ‘Από τότε ὁ Χριστιανός δέν αἰσθανόταν φόβο ἀπό τίς ἀπειλές του. ῞Οταν ἐπῆγαν πάλι στόν π. Κλεόπα, αὐτός τούς εἶπε: <Νά μή φοβῆσθε ποτέ, ὄχι μερικούς ἀξιωματικούς, ὄχι χιλιάδες, ὄχι, ἑκατομμύρια, ἀλλά οὔτε καί δισεκατομμύρια ἀξιωματικούς μή φοβῆσθε. Καί μάλιστα, ὅταν στέκωνται ὁπλισμένοι μέ τό χέρι στήν σκανδάλη τοῦ ὅπλου. Οὔτε μία φυλακή δέν παίρνει φωτιά, οὔτε μία σφαῖρα δέν κτυπᾶ κανέναν, ἄν δέν εἶναι δίκαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ>.
88. Μία Χριστιανή ἀνεχώρησε μέ τήν μητέρα της ἀπό τό σπίτι, χωρίς νά ἀνακοινώση στόν ἄνδρα της ποῦ πηγαίνει. Μέ τό αὐτοκίνητό τους ἐπῆγαν στήν κηδεία ἑνός συγγενοῦς τους. ‘Επιστρέφοντας ἐπέρασαν ἀπό τόν π. Κλεόπα παρακαλῶντας τον νά προσευχηθῆ, για νά μήν ἔχη πρόβλημα ἀπό τόν σύζυγό της, τώρα πού θά ἐπιστρέψη στό σπίτι. ‘Ο Γέροντας μέ πραότητα τῆς εἶπε τά ἑξῆς: <Πηγαίνετε μέ τό καλό καί χωρίς φόβο. ῞Οταν θά φθάσετε στό σπίτι θά εὕρετε τόν ἄνδρα σου νά εἶναι γονατιστός μπροστά στίς εἰκόνες καί δέν θά σᾶς εἰπῆ τίποτε. Θά προσεύχεται γιά ἐσᾶς>. Καί πράγματι, ὅταν ἔφθασαν στό σπίτι εὑρῆκαν τόν σύζυγό της νά προσεύχεται, ἀκριβῶς ὅπως τούς εἶχε εἰπεῖ ὁ π. Κλεόπας.
Μία φορά αὐτή ἡ γυναῖκα ἐρώτησε τόν Γέροντα: <Πάτερ, πῶς ξέρετε κάθε τι πού θά συμβῆ; Καί ὁ Γέροντας τῆς ἀπήντησε σύντομα: <‘Η προσευχή σέ ἀνεβάζει σέ βαθμίδες γνώσεως. ῞Οσο περισσότερο προσεύχεσαι, τόσο περισσότερα γνωρίζεις καί ἀκόμη καλλίτερα εἶναι. Μή φοβᾶσαι ποτέ κανέναν καί γιά κανένα πρᾶγμα. Μόνο προσεύχου! ‘Ο Θεός καί ἡ Μητέρα του σέ βλέπουν καί σέ ἀκοῦνε!>
89. ῞Ενας πατήρ ἐρώτησε τόν Γέροντα: <Τί θά γίνη, Γέροντα, μετά τήν ἀναχώρησίν σου πρός τόν Κύριο; Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε: <Θά ἔλθουν δυνατώτερα κρῦα καί σκληρές παγωνιές>.
90. Λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τά ἐπίγεια ὁ π. Κλεόπας τόν ἐπισκέφθηκαν δύο γυναῖκες ἀπό τήν Κοινότητα Ποϊάνα Τεῒου καί πῆραν τήν εὐλογία του. Κατόπιν τοῦ ἐζήτησαν πνευματικό λόγο καί ἐκεῖνος τούς εἶπε: <‘Εγώ πηγαίνω στόν Κύριο τώρα, ἀλλά ἐσεῖς νά περιμένετε δύσκολους καιρούς!>