Ἀναγνώσματα μεγάλου ἑσπερινού μετά τῆς θ. λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου
ΓΕΝΕΣΙΣ Α΄ 1-13
Γεν. 1,1 Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 1,1 Κατ’ αρχάς ο απειροτελειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 1,2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 1,2 Η γη ήτο αόρατος, αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.
Γεν. 1,3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
Γεν. 1,3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”· και έγινε φως.
Γεν. 1,4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Γεν. 1,4 Και είδεν ο παντογνώστης Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το φως.
Γεν. 1,5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.
Γεν. 1,5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,6 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,7 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος.
Γεν. 1,7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.
Γεν. 1,8 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.
Γεν. 1,8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον. Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,9 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.
Γεν. 1,9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”. Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.
Γεν. 1,10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά των.
Γεν. 1,11 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.
Γεν. 1,12 καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης.
Γεν. 1,13 καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
Γεν. 1,13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα, που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας.
ΙΩΝΑΣ Α΄ – Δ΄
Ιων. 1,1 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἰωνᾶν τὸν τοῦ Ἀμαθὶ λέγων·
Ιων. 1,1 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Ιωνάν, τον υιόν του Αμαθί, και του είπε.
Ιων. 1,2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ, ὅτι ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς κακίας αὐτῆς πρός με.
Ιων. 1,2 “Σηκω και πήγαινε εις την Νινευή, την πόλιν την μεγάλην, και κήρυξε στους κατοίκους της, ότι κραυγαλέα η κακία των έφθασεν έως εις εμέ, και ήλθε πλέον η στιγμή της καταστροφής των”.
Ιων. 1,3 καὶ ἀνέστη Ἰωνᾶς τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου καὶ κατέβη εἰς Ἰόππην καὶ εὗρε πλοῖον βαδίζον εἰς Θαρσὶς καὶ ἔδωκε τὸν ναῦλον αὐτοῦ καὶ ἐνέβη εἰς αὐτὸ τοῦ πλεῦσαι μετ᾿ αὐτῶν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου.
Ιων. 1,3 Ο Ιωνάς δυσφορών δια την εντολήν, που έλαβε, εσηκώθη, δια να φύγη μακράν από την παρουσίαν του Κυρίου εις Θαρσίς. Κατέβη λοιπόν εις Ιόππην και ευρήκε πλοίον έτοιμον να πλεύση εις Θαρσίς. Εδωκε το ναύλον του, εισήλθεν εις αυτό, δια να ταξιδεύση μέ τους άλλους εις Θαρσίς και να φύγη μακράν από το πρόσωπον του Κυρίου.
Ιων. 1,4 καὶ Κύριος ἐξήγειρε πνεῦμα μέγα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐγένετο κλύδων μέγας ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευε τοῦ συντριβῆναι.
Ιων. 1,4 Ο Κυριος όμως εσήκωσεν ισχυρόν άνεμον εις την θάλασσαν, έγινε μεγάλη τρικυμία και το πλοίον εκινδύνευε να συντριβή από τα κύματα.
Ιων. 1,5 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ναυτικοὶ καὶ ἀνεβόησαν ἕκαστος πρὸς τὸ θεὸν αὐτοῦ καὶ ἐκβολὴν ἐποιήσαντο τῶν σκευῶν τῶν ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ κουφισθῆναι ἀπ᾿ αὐτῶν. Ἰωνᾶς δὲ κατέβη εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθευδε καὶ ἔῤῥεγχε.
Ιων. 1,5 Οι ναυτικοί εφοβήθησαν και όλοι με μεγάλην φωνήν προσηύχοντο ο καθένας στον Θεόν του. Ερριψαν εις την θάλασσαν διάφορα αντικείμενα, δια να ελαφρώση το πλοίον από το βάρος των. Ο δε Ιωνάς εν τω μεταξύ είχε κατεβή στο αμπάρι του πλοίου, εκοιμάτο βαθέως και ερροχάλιζε.
Ιων. 1,6 καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν ὁ πρωρεὺς καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σὺ ῥέγχεις; ἀνάστα καὶ ἐπικαλοῦ τὸν Θεόν σου, ὅπως διασώσῃ ὁ Θεὸς ἡμᾶς καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα.
Ιων. 1,6 Επλησίασε προς αυτόν ο πιλότος και του είπε· “τι συ ροχαλίζεις; Σηκω επάνω, παρακάλει και συ τον Θεόν σου να μας σώση και να μη χαθώμεν”.
Ιων. 1,7 καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε βάλωμεν κλήρους καὶ ἐπιγνῶμεν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; καὶ ἔβαλον κλήρους, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ἰωνᾶν.
Ιων. 1,7 Επειδή όμώς παρά τας προσευχάς των η τρικυμία εξακολουθούσεν απειλητική, οι εν τω πλοίω ναυτικοί είπαν ο ένας προς τον άλλον· “ελάτε να βάλωμεν κλήρους και να μάθωμεν εξ αιτίας τίνος μας ευρήκεν αυτή η ταλαιπωρία”. Εβαλαν, λοιπόν, κλήρους και ο κλήρος έπεσεν στον Ιωνάν.
Ιων. 1,8 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀπάγγειλον ἡμῖν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; τίς σου ἡ ἐργασία ἐστί; καὶ πόθεν ἔρχῃ, καὶ τοῦ πορεύῃ, καὶ ἐκ ποίας χώρας καὶ ἐκ ποίου λαοῦ εἶ σύ;
Ιων. 1,8 Οι άλλοι είπαν τότε προς αυτόν· “ειπέ μας, ποιά είναι η αιτία, δια την οποίαν μας ευρήκεν η μεγάλη αυτή τρικυμία, ποιά είναι η εργασία σου; Από που έρχεσαι και που πηγαίνεις; Από ποίαν χώραν κατάγεσαι και εις ποίον λαόν ανήκεις;”
Ιων. 1,9 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· δοῦλος Κυρίου εἰμὶ ἐγὼ καὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐγὼ σέβομαι, ὃς ἐποίησε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν.
Ιων. 1,9 Απήντησε προς αυτούς ο Ιωνάς και είπεν· “εγώ είμαι δούλος του Κυρίου, σέβομαι και λατρεύω τον Κυριον και Θεόν του ουρανού αυτόν, ο οποίος εδημιούργησε την θάλασσαν και την ξηράν”.
Ιων. 1,10 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβον μέγαν καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί τοῦτο ἐποίησας; διότι ἔγνωσαν οἱ ἄνδρες, ὅτι ἐκ προσώπου Κυρίου ἦν φεύγων, ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτοῖς.
Ιων. 1,10 Οι άνθρωποι του πλοίου εφοβήθησαν πολύ και είπαν προς αυτόν· “διατί, λοιπόν, διέπραξες αυτήν την παρακοήν απέναντι του Κυρίου σου;” Διότι όλοι έμαθαν ότι ο Ιωνάς έφευγε μακράν από τον Κυριον, όπως ο ίδιος είχεν ομολογήσει εις αυτούς.
Ιων. 1,11 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί ποιήσομέν σοι καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ἡμῶν; ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξήγειρε μᾶλλον κλύδωνα.
Ιων. 1,11 Τοτε εκείνοι του είπαν· “τι πρέπει τώρα να κάμωμεν εις σέ, δια να εξευμενισθή ο Θεός σου και σταματήση αυτή η θαλασσοταραχή, η εναντίον μας;” Διότι η τρικυμία εγίνετο ολοένα αγριωτέρα και εδυνάμωνε συνεχώς περισσότερον εις φοβερόν κλύδωνα.
Ιων. 1,12 καὶ εἶπεν Ἰωνᾶς πρὸς αὐτούς· ἄρατέ με καὶ ἐμβάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ὑμῶν· διότι ἔγνωκα ἐγὼ ὅτι δι᾿ ἐμὲ ὁ κλύδων ὁ μέγας οὗτος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐστι.
Ιων. 1,12 Είπε τότε προς αυτούς ο Ιωνάς· “πάρετέ με και ρίψατέ με εις την θάλασσαν και θα γαληνεύση η τρικυμία. Διότι εγώ είδα και επείσθην, ότι εξ αιτίας μου εξέσπασεν εναντίον σας η μεγάλη αυτή τρικυμία”.
Ιων. 1,13 καὶ παρεβιάζοντο οἱ ἄνδρες τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὴν γῆν καὶ οὐκ ἠδύναντο, ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξηγείρετο μᾶλλον ἐπ᾿ αὐτούς.
Ιων. 1,13 Οι ναυτικοί κατέβαλον μεγάλας προσπαθείας να επιστρέψουν κάπου και προσορμισθούν προς την ξηράν. Αλλά δεν ημπόρεσαν, διότι η τρικυμία ολοένα εμεγάλωνε και τεράστια κύματα εξεγείροντο εναντίον των.
Ιων. 1,14 καὶ ἀνεβόησαν πρὸς Κύριον καὶ εἶπαν· μηδαμῶς, Κύριε, μὴ ἀπολώμεθα ἕνεκεν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ μὴ δῷς ἐφ᾿ ἡμᾶς αἷμα δίκαιον, διότι σύ, Κύριε, ὃν τρόπον ἐβούλου, πεποίηκας.
Ιων. 1,14 Οι ναυτιτκοί έκραξαν με θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον και είπαν· “κατ’ ουδένα λόγον και τρόπον, Κυριε, δεν πρέπει να χαθώμεν όλοι εξ αιτίας του ενός τούτου ανθρώπου. Και μη θελήσης να μας τιμωρήσης ως χύνοντας αίμα αθώον, επειδή θα ρίψωμεν αυτόν εις την θάλασσαν, διότι συ, Κυριε, όπως ηθέλησες έτσι και έκαμες”.
Ιων. 1,15 καὶ ἔλαβον τὸν Ἰωνᾶν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἔστη ἡ θάλασσα ἐκ τοῦ σάλου αὐτῆς.
Ιων. 1,15 Επήραν τότε τον Ιωνάν και τον έρριψαν εις την θάλασσαν. Αμέσως δε εσταμάτησεν η τρικυμία από την θάλασσαν.
Ιων. 1,16 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβῳ μεγάλῳ τὸν Κύριον καὶ ἔθησαν θυσίαν τῷ Κυρίῳ καὶ ηὔξαντο τὰς εὐχάς.
Ιων. 1,16 Οι άνδρες, που υπήρχαν στο πλοίον, κατελήφθησαν από μεγάλον φόβον απέναντι του Κυρίου, προσέφεραν θυσίαν στον Κυριον και έκαμαν διάφορα τάματα.
Ιων. 2,1 Καὶ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν Ἰωνᾶν· καὶ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
Ιων. 2,1 Ο Κυριος διέταξε τότε ένα μεγάλο θαλάσσιον κήτος να καταπίη τον Ιωνάν. Και ο Ιωνάς ευρέθη τότε και έμεινεν εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας,
Ιων. 2,2 καὶ προσηύξατο Ἰωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους
Ιων. 2,2 Προσηυχήθη δε ο Ιωνάς προς τον Κυριον τον Θεόν του από την κοιλίαν του κήτους
Ιων. 2,3 καὶ εἶπεν· Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου.
Ιων. 2,3 και είπεν· “εν τη θλίψει μου εβόησα προς Κυριον τον Θεόν μου και ήκουσε την προσευχήν μου. Από την κοιλίαν του άδου, όπου ευρισκόμην, συ, Κυριε, ήκουσες και εδέχθης την μεγαλόφωνον προσευχήν μου.
Ιων. 2,4 ἀπέῤῥιψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον.
Ιων. 2,4 Συ με έρριψες εις τας πλέον βαθείας περιοχάς της θαλάσσης. Ρεύματα πολλά με περιεκύκλωσαν, μεγάλα τα κύματά σου επερνούσαν από επάνω μου.
Ιων. 2,5 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου· ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι με πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου;
Ιων. 2,5 Και εγώ τότε, συναισθανόμενος το σφάλμα μου, είπα κατατρομαγμένος· Εχω, λοιπόν, απορριφθή μακράν από τα μάτια του. Αραγε θα αξιωθώ να ίδω άλλην μίαν φοράν τον άγιόν σου ναόν;
Ιων. 2,6 περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων.
Ιων. 2,6 Ολόγυρά μου απειλητικά κατά της ζωής μου περιεχύθησαν τα ύδατα της θαλάσσης. Μέγας ωκεανός με έχει κυκλώσει. Η κεφαλή μου εβυθίσθη εις σχισμάς υποθαλασσίων ορέων.
Ιων. 2,7 κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου.
Ιων. 2,7 Κατέβηκα εις τα κατώτερα μέρη της γης, τα αιώνια κλειδία της με κρατούν τώρα υπό την κατοχήν των. Ω Κυριε, ας απαλλαγή τώρα από αυτόν τον κίνδυνον της φθοράς η ζωη μου και ας επανέλθω ενώπιόν σου ευπειθής και υπάκουος.
Ιων. 2,8 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ Κυρίου ἐμνήσθην, καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸ ἅγιόν σου.
Ιων. 2,8 Τωρα, που φεύγει πλέον από εμέ η ψυχή μου και σβήνει η ζωη μου, ενεθυμήθην τον Κυριον. Είθε να φθάση η προσευχή μου προς σε στον άγιόν σου ναόν.
Ιων. 2,9 φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον.
Ιων. 2,9 Οσοι τιμούν και προσκυνούν τα μάταια και ψευδή είδωλα, εγκαταλείπουν και χάνουν το έλεος του Κυρίου.
Ιων. 2,10 ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ.
Ιων. 2,10 Εγώ όμως με φωνήν αίνων και δοξολογίας θα προσφέρω εις σε θυσίαν. Θα προσφέρω προς σε τον Κυριον μου, όσα έχω τάξει, δια να μου στείλης σωτηρίαν”.
Ιων. 2,11 Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἰωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν.
Ιων. 2,11 Ο Κυριος διέταξε το θαλάσσιον κήτος και έβγαλε τον Ιωνάν εις την ξηράν.
Ιων. 3,1 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἰωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων·
Ιων. 3,1 Ο Κυριος ωμίλησε δια δευτέραν φοράν στον Ιωνάν και του είπε·
Ιων. 3,2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε.
Ιων. 3,2 “Σηκω και πήγαινε εις την Νινευή, την μεγάλην αυτήν πόλιν, και κήρυξε εις αυτήν το ίδιο μήνυμα, το οποίον εγώ προηγουμένως είχα είπει προς σέ”.
Ιων. 3,3 καὶ ἀνέστη Ἰωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν.
Ιων. 3,3 Η Νινευή ήτο πόλις μεγάλη ενώπιον του Θεού. Τρεις ημέραι εχρειάζοντο, δια να την διασχίση κανείς.
Ιων. 3,4 καὶ ἤρξατο Ἰωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται.
Ιων. 3,4 Ο Ιωνάς εισήλθεν εις την πόλιν και ήρχισε το έργον του. Περιήλθεν επί μίαν ημέραν την πόλιν και εκήρυττε λέγων· “τρεις ακόμη ημέραι και η Νινευή θα καταστραφή”.
Ιων. 3,5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν.
Ιων. 3,5 Ολοι οι κάτοικοι της Νινευή επίστευσαν εις τον Θεόν και στο μήνυμά του. Δια κήρυκος δε ανήγγειλαν γενικήν νηστείαν, εφόρεσαν σάκκους ως ενδύματα εις ένδειξιν του πένθους της μετανοίας των, από τον μικρόν έως τον μεγάλον.
Ιων. 3,6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ.
Ιων. 3,6 Το γεγονός περιήλθεν εις γνώσιν του βασιλέως της Νινευή. Ηγέρθη και αυτός από τον θρόνον του, αφήρεσε την βασιλικήν στολήν από επάνω του, εφόρεσεν ένα ένδυμα σάκκινον εις ένδειξιν μετανοίας και εκάθησεν επάνω εις στάκτην.
Ιων. 3,7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐῤῥέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν.
Ιων. 3,7 Δια κήρυκος δε εγνωστοποιήθη και ελέχθη εις την Νινευή η απόφασις του βασιλέως και των αρχόντων αυτού. “Ανθρωποι και βόϊδια και πρόβατα και όλα τα άλλα ζώα ας μη γευθούν τροφήν, ας μη βοσκήσουν, ας μη πίουν νερό”.
Ιων. 3,8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες·
Ιων. 3,8 Οι άνθρωποι περιεβλήθησαν σάκκινα ενδύματα, εφόρεσαν ίδια ενδύματα εις τα κτήνη των και με μεγάλην φωνήν απηύθυναν εκτενή μετά πίστεως προσευχήν προς τον Θεόν. Ο καθένας από αυτούς μετενόησε και επεστράφη από τον αμαρτωλόν τρόπον της ζωής του και από όλας τας αδικίας, τα οποίας διέπραττον αι χείρες των και έλεγαν·
Ιων. 3,9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα;
Ιων. 3,9 “ποιός γνωρίζει, μήπως ο Θεός αλλάξη γνώμην και απομακρύνη τον θυμόν και την οργήν του, ώστε να μη καταστραφώμεν”!
Ιων. 3,10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε.
Ιων. 3,10 Ο Θεός είδε τα έργα αυτών και την ειλικρινή των μετάνοιαν, ότι δηλαδή επήραν την απόφασιν και απεμακρύνθησαν από τους αμαρτωλος δρόμους της ζωής των, και ήλλαξεν ο Θεός απόφασιν δια την τιμωρίαν, την οποίαν είχεν αναγγείλει ότι θα αποστείλη εναντίον των, και δεν την επραγματοποίησε.
Ιων. 4,1 Καὶ ἐλυπήθη Ἰωνᾶς λύπην μεγάλην καὶ συνεχύθη,
Ιων. 4,1 Ο Ιωνάς ελυπήθη παρά πολύ, ανεστατώθη ολόκληρος.
Ιων. 4,2 καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· Ὦ Κύριε, οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου; διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς, διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις.
Ιων. 4,2 Προοηυχήθη δε προς τον Κυριον παραπονούμενος και είπεν· “Ω Κυριε, αυτοί δεν είναι οι λόγοι, δια τους οποίους, όταν εγώ ήμουνα εις την χώραν μου, και δεν ήθελα να σε υπακούσω; Δια τούτο επήρα την απόφασιν να φύγω εις Θαρσίς, διότι εγνώριζα ότι συ είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοείς προκειμένου να επιβάλης τιμωρίας στους ανθρώπους δια τας κακίας των.
Ιων. 4,3 καὶ νῦν, δέσποτα Κύριε, λάβε τὴν ψυχήν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με μᾶλλον, ἢ ζῆν με.
Ιων. 4,3 Και τώρα, Κυριε, πάρε πλέον την ζωήν μου, διότι δι’ εμέ προτιμότερον είναι να αποθάνω παρά να ζω”.
Ιων. 4,4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἰωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σύ;
Ιων. 4,4 Ο Κυριος απήντησε προς τον Ιωνάν· “τόσον πολύ λοιπόν έχεις λυπηθή συ;”
Ιων. 4,5 καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνᾶς ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι τῆς πόλεως· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ σκηνὴν καὶ ἐκάθητο ὑποκάτω αὐτῆς, ἕως οὗ ἀπίδῃ τί ἔσται τῇ πόλει.
Ιων. 4,5 Ο Ιωνάς εβγήκεν από την πόλιν, την Νινευή, εκάθισεν εις ένα λόφον απέναντι από την πόλιν. Εκεί κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του μίαν καλύβην και εκάθητο υποκάτω από αυτήν, έως ότου ίδη τι επί τέλους θα συμβή εις την πόλιν.
Ιων. 4,6 καὶ προσέταξε Κύριος ὁ Θεὸς κολοκύνθῃ, καὶ ἀνέβη ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ εἶναι σκιὰν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σκιάζειν αὐτῷ ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτοῦ. καὶ ἐχάρη Ἰωνᾶς ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην.
Ιων. 4,6 Ο δε Κυριος διέταξε μίαν κολοκύνθην να φυτρώση· και αυτή εφύτρωσεν αμέσως, εμεγάλωσεν, ανέβη επάνω από την κεφαλήν του Ιωνά, ώστε να κρατή σκιαν επάνω από την κεφαλήν του και να τον προφυλάσση από το καύμα των ηλιακών ακτίνων. Ο Ιωνάς εχάρη χαράν μεγάλην δια την κολοκύνθην.
Ιων. 4,7 καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς σκώληκι ἑωθινῇ τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐπάταξε τὴν κολοκύνθαν, καὶ ἀπεξηράνθη.
Ιων. 4,7 Την πρωΐαν της επομένης ημέρας διέταξεν ο Θεός ένα σκώληκα και κατέφαγεν εις την ρίζαν την κολοκύνθην, και αυτή εξηράνθη.
Ιων. 4,8 καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, καὶ ἐπάταξεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωνᾶ· καὶ ὠλιγοψύχησε καὶ ἐπελέγετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ εἶπε· καλόν μοι ἀποθανεῖν με ἢ ζῆν.
Ιων. 4,8 Μετά την ανατολήν του ηλίου, διέταξεν ο Θεός να πνεύση ένας πολύ καυστικός άνεμος. Αι ηλιακαί ακτίνες εκτύπησαν την κεφαλήν του Ιωνά, ωλιγοψύχησεν ο Ιωνάς, έχασε το θάρρος δια την ζωήν του και είπε· “προτιμότερον είναι δι’ εμέ να αποθάνω παρά να ζω”.
Ιων. 4,9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἰωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἕως θανάτου.
Ιων. 4,9 Είπε τότε ο Θεός προς τον Ιωνάν· “πράγματι, τόσον πολύ συ ελυπήθης δια την κολοκύνθην;” Ο Ιωνάς απήντησε· “πάρα πολύ έχω λυπηθή μέχρι θανάτου”.
Ιων. 4,10 καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης, ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο.
Ιων. 4,10 Ο Κυριος του είπε· “συ ελυπήθης δια μίαν κολοκύνθην, δια την οποίαν δεν εκοπίασες και την οποίαν δεν έθρεψες. Αυτή εφύτρωσε μίαν νύκτα και την άλλην νύκτα εχάθη.
Ιων. 4,11 ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν, καὶ κτήνη πολλά;
Ιων. 4,11 Εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ δια την μεγάλην πόλιν την Νινευή, εις την οποίαν, έκτος των ωρίμων κατά την ηλικίαν ανθρώπων, κατοικούν και περισσότερα από εκατόν είκοσι χιλιάδες νήπια, που δεν μπορούν να διακρίνουν το δεξί των χέρι από το αριστερόν των, όπως επίσης και ζώα πολλά;
ΔΑΝΙΗΛ Γ΄
Δαν. 3,1 Ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν εἰκόνα χρυσῆν, ὕψος αὐτῆς πήχεων ἑξήκοντα, εὖρος αὐτῆς πήχεων ἕξ, καὶ ἔστησεν αὐτὴν ἐν πεδίῳ Δεειρᾷ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος.
Δαν. 3,1 Ο βασιλεύς Νοοβουχοδονόσορ διέταξε κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του και κατεσκεύασαν ένα χρυσόν άγαλμα. Το ύψος του ήτο εξήντα πήχεις και το πλάτος του εξ πήχεις. Το ετοποθέτησε δε εις την πεδιάδα Δεειρά, εις την περιοχήν της Βαβυλώνος.
Δαν. 3,2 καὶ ἀπέστειλε συναγαγεῖν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς τοπάρχας, ἡγουμένους τε καὶ τυράννους καὶ τοὺς ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν χωρῶν ἐλθεῖν εἰς τὰ ἐγκαίνια τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,2 Κατόπιν έστειλεν ανθρώπους, να συγκεντρώσουν τους υπάτους και τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους προϊσταμένους και τους άρχοντας, τους κατέχοντας εξουσίας και όλους εν γένει τους άρχοντας των χωρών, δια να έλθουν εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδανόσορ.
Δαν. 3,3 καὶ συνήχθησαν οἱ τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος.
Δαν. 3,3 Πράγματι συνεκεντρώθησαν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι, οι στρατηγοί, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι μεγάλοι άρχοντες, οι έχοντες εξουσίαν, όλοι οι άρχοντες των χωρών εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο Ναβουχαδονόσορ ο βασιλεύς. Ολοι αυτοί ήλθαν και εστάθησαν ενώπιον του αγάλματος.
Δαν. 3,4 καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι·
Δαν. 3,4 Ο δε κήρυξ εφώναζε με ισχυράν φωνήν· “ακούσατε σεις, λαοί, φυλαί και γλώσσαι·
Δαν. 3,5 ᾗ ἂν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·
Δαν. 3,5 την ώραν, κατά την οποίαν θα ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, θα πίπτετε και θα προσκυνήτε το άγαλμα το χρυσόν, το οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονοσορ έστησεν.
Δαν. 3,6 καὶ ὃς ἂν μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,6 Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα πέση να προσκυνήση, θα ριφθή αυτήν την ώραν εις την καιομένην κάμινον του πυρός”.
Δαν. 3,7 καὶ ἐγένετο ὅταν ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,7 Οταν λοιπόν οι λαοί ήκουαν τον ήχον της σάλπιγγας, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσυκών οργάνων, έπιπταν εις την γην όλοι οι λαοί, αι φυλαί, αι γλώσσαι και προσκυνούσαν το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδονόσορ.
Δαν. 3,8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς Ἰουδαίους
Δαν. 3,8 Τοτε όμως παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως μερικοί Χαλδαίοι και κατήγγειλαν τους Ιουδαίους
Δαν. 3,9 τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι.
Δαν. 3,9 στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα λέγοντες· “βασιλεύ, ευχόμεθα στους αιώνας των αιώνων να ζήσης.
Δαν. 3,10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν
Δαν. 3,10 Συ, βασιλεύ, εξέδωσες διαταγήν, σύμφωνα με την οποίαν κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα ακούση τον ήχον της σάλπιγγος και του αυλού, της κιθάρας και της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων
Δαν. 3,11 καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,11 και δεν θα πέση να προσκυνήση το χρυσούν άγαλμα, θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
Δαν. 3,12 εἰσὶν ἄνδρες Ἰουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι.
Δαν. 3,12 Υπάρχουν, λοιπόν, μεταξύ μας άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους μάλιστα συ κατέστησας αρχηγούς εις τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, ο Σειδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, οι οποίοι δεν υπήκουσαν, ω βασιλεύ, εις την διαταγήν σου· τους θεούς σου δεν λατρεύουν και το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον συ έστησες, αυτοί δεν το προσκυνούν”.
Δαν. 3,13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Δαν. 3,13 Τοτε ο Ναβουχαδρνόσορ επάνω στον θυμόν του και εις την έκρηξιν της οργής του, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και εκείνοι ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως.
Δαν. 3,14 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε;
Δαν. 3,14 Ο δε Ναβουχοδονόσορ εις έντονον ύφος ωμίλησε και είπε προς αυτούς· “πράγματι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δεν λατρεύετε τους ιδικούς μου θεούς και δεν προσκυνείτε το χρυσούν άγαλμα, το οποίον εγώ έστησα;
Δαν. 3,15 νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου;
Δαν. 3,15 Τωρα, λοιπόν, να είσθε έτοιμοι, ώστε, όταν ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον εγώ έχω κατασκευάσει. Εάν δε τυχόν και δεν προσκυνήσετε, αυτήν την ώραν θα ριφθήτε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. Και ποιός είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος θα σας γλυτώση από τα χέρια μου;”
Δαν. 3,16 καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι·
Δαν. 3,16 Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ απεκρίθησαν προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα και είπαν· “στο ερώτημά σου αυτό δεν έχομεν ανάγκην να σου απαντήσωμεν ημείς.
Δαν. 3,17 ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·
Δαν. 3,17 Διότι υπάρχει ο Θεός μας, ο εν τοις ουρανοίς, τον οποίον ημείς λατρεύομεν και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήση από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώση από τα χέρια σου, ω βασιλεύ. 18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
Δαν. 3,18 καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν.
Δαν. 3,18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
Δαν. 3,19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ·
Δαν. 3,19 Τοτε ο Ναβουχοδονόσορ εκυριεύθη από θυμόν· το πρόσωπόν του ήλλαξεν εναντίον των Σεδράχ, Μισάχ και Αδεναγω και εδωσε διαταγήν να καύσουν επτά φορές περισσότερον την κάμινον, μέχρις ότου πυρακτωθή εξ ολοκλήρου.
Δαν. 3,20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,20 Διέταξεν επίσης άνδρας ισχυρούς, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και να τους ρίψουν εις την καιομένην κάμινον του πυρός.
Δαν. 3,21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης,
Δαν. 3,21 Τοτε οι τρεις αυτοί άνδρες εδέθησαν μαζή με τα ενδύματά των, με τα καλύμματα της κεφαλής των και τας περισκελίδας των και ερρίφθησαν στο μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης,
Δαν. 3,22 ἐπεὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ.
Δαν. 3,22 διότι η διαταγή του βασιλέως ήτο ρητή και έντονος, η δε κάμινος εξεκαύθη με το παραπάνω.
Δαν. 3,23 καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι.
Δαν. 3,23 Οι τρεις αυτοί νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, ερρίφβησαν με ορμήν δεμένοι στο μέσον της αναμμένης καμίνου του πυρός.
Δαν. 3,24 καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
Δαν. 3,24 Περιπατούσαν δε αυτοί ανάμεσα εις τας φλόγας της καμίνου, υμνούντες τον Θεόν και δοξολογούντες τον Κυριον.
Δαν. 3,25 Καὶ συστὰς Ἀζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν·
Δαν. 3,1 Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός, ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε·
Δαν. 3 ,26 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,
Δαν. 3,26 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Ονομά σου στους αιώνας των αιώνων.
Δαν. 3,27 ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια,
Δαν. 3,27 Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες προς ημάς. Ολα τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν να ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Ολαι αι αποφάσεις σου ορθαί.
Δαν. 3,28 καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.
Δαν. 3,28 Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι’ όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με ακρίβειαν και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας των αμαρτιών μας.
Δαν. 3,29 ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν,
Δαν. 3,29 Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νομον σου και απεμακρύνθημεν από σέ.
Δαν. 3,30 οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται.
Δαν. 3,30 Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς σου, δεν εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ μας είχες διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς.
Δαν. 3,31 καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας
Δαν. 3,31 Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα όσα έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν.
Δαν. 3,32 καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.
Δαν. 3,32 Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών, αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από όλους τους βασιλείς της γης.
Δαν. 3,33 καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε.
Δαν. 3,33 Τωρα δέ, Κυριε, δεν έχομεν το σθένος να ανοίξωμεν το στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους δούλους σου, που σε υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν.
Δαν. 3,34 μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου
Δαν. 3,34 Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και φιλάνθρωπον Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης την συιμφωνίαν, που συνήψες με τους πατέρας μας.
Δαν. 3,35 καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ Ἁβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιόν σου,
Δαν. 3,35 Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς χάριν του αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του Ιακώβ, του αγίου σου.
Δαν. 3,36 οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Δαν. 3,36 Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους απογόνους των και να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης.
Δαν. 3,37 ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,
Δαν. 3,37 Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και άσημοι.
Δαν. 3,38 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος·
Δαν. 3,38 Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς δι’ ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός και θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να εύρωμεν έλεος.
Δαν. 3,39 ἀλλ᾿ ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων,
Δαν. 3,39 Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και ας γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον.
Δαν. 3,40 οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σέ.
Δαν. 3,40 Συ δέ, Κυριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο ολοκαυτώματα κριών και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη σήμερα δεκτή η θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν την θυσίαν, διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι, οι οποίοι έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ.
Δαν. 3,41 καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς,
Δαν. 3,41 Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς σου με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το πρόσωπόν σου.
Δαν. 3,42 ἀλλὰ ποίησον μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου
Δαν. 3,42 Μη μας κατεντροπιάσης, Κυριε, αλλά δείξε και εις την περίστασιν αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου.
Δαν. 3,43 καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε.
Δαν. 3,43 Συμφωνα με τα αναρίθμητα θαύμαστά σου έργα, που έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και δόξασε έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται με σκληρόν τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου.
Δαν. 3,44 καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη·
Δαν. 3,44 Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος και ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των.
Δαν. 3,45 καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην.
Δαν. 3,45 Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κυριος και Θεός, ένδοξος εις όλην την οικουμένην”!
Δαν. 3,46 Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα.
Δαν. 3,46 Οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι είχαν ρίψει αυτούς εις την κάμινον, ετροφοδοτούσαν ακαταπαύστως το πυρ με νάφθαν και πίσσαν και στουπί και κληματόβεργες.
Δαν. 3,47 καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα.
Δαν. 3,47 Η φλόγα έβγαινε και ανήρχετο επάνω από την κάμινον εις ύψος σαρανταεννέα πήχεων.
Δαν. 3,48 καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων.
Δαν. 3,48 Εξηπλώθη ολόγυρα και έκαυσε τους Χαλδαίους, που ήσαν γύρω από την κάμινον.
Δαν. 3,49 ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν Ἀζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου
Δαν. 3,49 Αγγελος δε Κυρίου κατέβη και ήτο μαζή με τους περί τον Αζαρίαν εντός της καμίνου. Αυτός εξετίναξε την φλόγα του πυρός από την κάμινον
Δαν. 3,50 καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.
Δαν. 3,50 και έκαιμεν, ώστε στο μέσον της καμίνου να υπάρχη δροσερός, ελαφρώς συρίζων αήρ. Ετσι δε το πυρ ούτε και τους ήγγισε καν, ούτε τους εστενοχώρησε, ούτε και τους ηνώχλησε καθόλου.
Δαν. 3,51 Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες·
Δαν. 3,51 Τοτε οι τρεις παίδες, ως εάν είχαν ένα στόμα, υμνολογούσαν και εδοξαζαν και ευλογούσαν τον Θεόν μέσα εις την, κάμινον λέγοντες·
Δαν. 3,52 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,52 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος πάσης υμνολογίας, και υπερυψούμενος στους αιώνας. Ευλογημένον ας είναι το άγιον Ονομα της δόξης σου, ανώτερον από κάθε υμνολογίαν, υπερυψούμενον εις όλους τους αιώνας.
Δαν. 3,53 εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας δόξης σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερένδοξος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,53 Ευλογημένος είσαι στον ναόν της αγίας δόξης σου, ανώτερος από κάθε ύμνον, και υπερένδοξος στους αιώνας.
Δαν. 3,54 εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,54 Ευλογημένος είσαι συ, που επιβλέπεις τα απύθμενα βάθη των θαλασσών, συ που κάθεσαι επάνω εις τα Χερουβίμ, άξιος παντός ύμνου, και υπερυψούμενος εις όλους τους αιώνας.
Δαν. 3,55 εὐλογημένος εἶ ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,55 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κάθεσαι επί του λαμπρού θρόνου της ενδόξου βασιλείας σου, ανώτερος από κάθε ύμνον και άξιος να μεγαλύνεσαι στους αιώνας.
Δαν. 3,56 εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὑμνητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,56 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κυριαρχείς στο στερέωμα του ουρανού, άξιος να υμνήσαι και να δοξάζεσαι στους αιώνας.
Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα Ῥωμ. ς΄ 3-11
Ρωμ. 6,3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;
Ρωμ. 6,3 Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι εβαπτίσθημεν με την πίστιν στον Ιησούν Χριστόν, εβαπτίσθημεν συγχρόνως (εβυθίσθημεν τρόπον τινά και εγίναμεν μέτοχοι) στον θάνατον αυτού; (Δια της σταυρώσεως του παλαιού ανθρώπου).
Ρωμ. 6,4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.
Ρωμ. 6,4 Ετάφημεν, λοιπόν, μαζή με αυτόν δια του βαπτίσματος και εγίναμεν μέτοχοι στον θάνατον του, ίνα, όπως ακριβώς ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του ουρανίου Πατρός, έτσι και ημείς αναστηθώμεν και ζήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, σύμφωνον προς το θέλημα εκείνου.
Ρωμ. 6,5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα,
Ρωμ. 6,5 Διότι, εάν, σαν δύο δένδρα αδιασπάστως ηνωμένα εις ένα, εγίναμεν ένα σώμα με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, που είναι ομοίωμα του σταυρικού του θανάτου, κατά λογικήν και φυσικήν συνέπειαν θα γίνωμεν ένα με αυτόν και εις την ανάστασίν του (θα αναστηθώμεν δηλαδή και ημείς ένδοξοι, όπως και εκείνος),
Ρωμ. 6,6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·
Ρωμ. 6,6 γνωρίζοντες τούτο, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος, η διεφθαρμένη από την αμαρτίαν φύσις μας, εσταυρώθη μαζή με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, δια να ατονήση πλέον και να είναι σαν πεθαμένον το σώμα μας απέναντι της αμαρτίας, ώστε να μη γίνωμεν πάλιν δούλοι της αμαρτίας.
Ρωμ. 6,7 ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.
Ρωμ. 6,7 Διότι εκείνος που απέθανε έχει πλέον ελευθερωθή από τον κίνδυνον της αμαρτίας (δεδομένου ότι ο πεθαμένος και νεκρός ούτε πειράζεται ούτε αμαρτάνει).
Ρωμ. 6,8 εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ,
Ρωμ. 6,8 Εφ’ όσον δε δια του βαπτίσματος έχομεν αποθάνει μαζή με τον Χριστόν, ως προς την αμαρτίαν, πιστεύομεν ότι και θα ζήσωμεν ένδοξοι μαζή με αυτόν εις την αιωνιότητα.
Ρωμ. 6,9 εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.
Ρωμ. 6,9 Διότι γνωρίζομεν πολύ καλά, ότι ο Χριστός αναστηθείς εκ των νεκρών δεν πεθαίνει πλέον ποτέ, ο θάνατος δεν έχει καμμίαν απολύτως εξουσίαν και κυριότητα εις αυτόν.
Ρωμ. 6,10 ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὅ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ.
Ρωμ. 6,10 Και δεν τον κατακυριεύει πλέον ο θάνατος, διότι, τον σταυρικόν θάνατον τον υπέστη τότε ο Κυριος, άπαξ δια παντός, δια να εξαλείψη την αμαρτίαν. Και την ζωήν δε, την οποίαν ζη τώρα, την ζη αιωνίως ένδοξος πλησίον του Θεού.
Ρωμ. 6,11 οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ρωμ. 6,11 Ετσι και σεις θα θεωρήτε πλέον τους ευατούς σας, νεκρούς ως προς την αμαρτίαν, ζωντανούς δε δια τον Θεόν δια μέσου του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Μτθ. κη΄ 1-20).
Ματθ. 28,1 Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον.
Ματθ. 28,1 Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, δια να ιδούν τον τάφον.
Ματθ. 28,2 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.
Ματθ. 28,2 Και ιδού, σεισμός μέγας έγινε, διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανόν, προσήλθεν στο μνημείον, εκύλισεν από την θύραν τον λίθον και εκάθητο επάνω εις αυτόν.
Ματθ. 28,3 ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών.
Ματθ. 28,3 Ητο δε η εξωτερική του εμφάνισις σαν αστραπή και το ένδυμά του ολόλευκον σαν το χιόνι.
Ματθ. 28,4 ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί.
Ματθ. 28,4 Από τον φόβον δε του αγγέλου συνεκλονίσθησαν οι φρουροί, παρέλυσαν και έγιναν σαν πεθαμένοι.
Ματθ. 28,5 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε·
Ματθ. 28,5 Ωμίλησε δε τότε ο άγγελος προς τας γυναίκας και είπε· “σεις μη φοβείσθε· διότι ξέρω ότι ζητείτε να ιδήτε Ιησούν τον εσταυρωμένον.
Ματθ. 28,6 οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος.
Ματθ. 28,6 Δεν είναι πλέον εδώ· διότι ανεστήθη, όπως σας είχε πη. Ελάτε να ιδήτε τον τόπον, όπου είχε τεθή ο Κυριος.
Ματθ. 28,7 καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν.
Ματθ. 28,7 Και τώρα γρήγορα πηγαίνετε και ειπέτε στους μαθητάς του ότι ανεστήθη εκ των νεκρών και ιδού προπορεύεται από σας και σας περιμένει εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ιδήτε. Ιδού, σας είπα όσα έπρεπε να σας πω”.
Ματθ. 28,8 καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
Ματθ. 28,8 Και αι γυναίκες εβγήκαν ταχέως από το μνημείον με φόβον και χαράν μεγάλην και έτρεξαν να αναγγείλουν στους μαθητάς του το χαρμόσυνον γεγονός.
Ματθ. 28,9 ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ.
Ματθ. 28,9 Ενώ δε επήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους μαθητάς του, και ιδού ο Ιησούς τας συνήντησε λέγων· “χαίρετε”. Αυταί δε αφού τον επλησίασαν, επιασαν με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τον επροσκύνησαν.
Ματθ. 28,10 τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται.
Ματθ. 28,10 Τοτε είπε προς αυτάς ο Ιησούς· “μη φοβείσθε· πηγαίνετε και αναγγείλατε στους αδελφούς μου (δηλαδή στους μαθητάς μου, που είναι αδελφοί μου) ότι με είδατε, δια να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα με ιδούν”.
Ματθ. 28,11 Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα.
Ματθ. 28,11 Ενώ δε αυταί σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου επήγαιναν, ιδού μερικοί στρατιώται της φρουράς ήλθαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει.
Ματθ. 28,12 καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες·
Ματθ. 28,12 Και εκείνοι, αφού συνεκεντρώθησαν μαζή με τους πρεσβυτέρους εις συμβούλιον και συνεσκέφθησαν, έδωκαν μεγάλο χρηματικόν ποσόν στους στρατιώτας λέγοντες·
Ματθ. 28,13 εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων.
Ματθ. 28,13 ειπέτε, ότι κατά το διάστημα της νυκτός, ενώ ημείς εκοιμώμεθα, ήλθαν οι μαθηταί του την νύκτα και έκλεψαν αυτόν.
Ματθ. 28,14 καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν.
Ματθ. 28,14 Και εάν τούτο φθάση έως τα αυτιά του ηγεμόνος, ημείς θα τον πείσωμεν να μη σας τιμωρήση και θα σας απαλλάξωμεν από κάθε ανησυχίαν”.
Ματθ. 28,15 οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον.
Ματθ. 28,15 Εκείνοι δε αφού επήραν τα χρήματα, έκαμαν όπως τους καθωδήγησαν οι αρχιερείς, και διεδόθη ο λόγος αυτός μεταξύ των Ιουδαίων μέχρι σήμερον.
Ματθ. 28,16 Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς.
Ματθ. 28,16 Οι δε ένδεκα μαθηταί μετέβησαν εις την Γαλλαίαν, στο όρος το οποίον τους είχε ορίσει δια συνάντησιν ο Ιησούς.
Ματθ. 28,17 καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν.
Ματθ. 28,17 Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
Ματθ. 28,18 καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς.
Ματθ. 28,18 Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
Ματθ. 28,19 πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
Ματθ. 28,19 Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 28,20 διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Ματθ. 28,20 Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας).
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/01.%20Math.htm