Ἀκοῦστε ἐδῶ τήν ὁμιλία:1 Ποιός εἶναι ὁ φωτισμένος καί ὁ θεόπνευστος

2 Περί θρησκείας, 3 Περί τῶν δύο πίστεων

Πατερική Θεολογία, 7ο Μέρος, Ὁμιλία στίς 28/09/2014

Συνεχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί σήμερα ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη τό θέμα τῆς ἐπιστημονικῆς μέθοδου τῆς Θεολογίας καί ποιός εἶναι θεόπνευστος. Δηλαδή θά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς ἐπιστήμης -ὅπως τήν ξέρουμε- καί τῆς θεολογίας, καθώς ἐπίσης ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού τόν λέμε θεόπνευστο. Τί θά πεῖ θεόπνευστος; Κάνει μιά σύγκριση ἀνάμεσα στόν ἐπιστήμονα καί τόν πιστό ἄνθρωπο, τόν θεολόγο.

Ἡ θεολογία εἶναι μία θετική ἐπιστήμη καί ὄχι θεωρητική. Δέν εἶναι μία ἰδεολογία ἤ ἕνα φιλοσοφικό σύστημα, ὅπου κάθονται οἱ θεολόγοι, σκέπτονται κάποια πράγματα, τά συστηματοποιοῦν καί μᾶς τά δίνουν, ἀλλά εἶναι μία ἐμπειρία. Θεολόγος εἶναι αὐτός πού ἔχει δεῖ τόν Θεό, πού βλέπει τόν Θεό καί συνεπῶς ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ καί λόγο γιά τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή νά μιλήσει γιά τόν Θεό. Ἄρα εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ δεδομένα ἀντικειμενικά θά λέγαμε, ἐμπειρικά καί ὄχι κατασκευάσματα τῆς διανοίας του. Τά δεδομένα αὐτά εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὁ Θεός καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔχουμε πεῖ μποροῦμε νά μετέχουμε στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί νά γνωρίζουμε τόν Θεό μέσα ἀπό τίς ἐνέργειές Του.

Ὅπως ἕνας ἐπιστήμονας, λ.χ. ἕνας ἀστροφυσικός, γνωρίζει τά ἄστρα μέσω τῶν διαφόρων ἀστρονομικῶν ὀργάνων πού ὑπάρχουν, μπορεῖ νά ἔχει μιά ἐμπειρία τῶν ἄστρων. Λέει ὁ π. Ἰωάννης: Ὅπως ὁ μαθητής πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἀστρονομία, διαβάζει ἀπό τά βιβλία του γιά τά ἄστρα καί μετά παρατηρεῖ τά ἄστρα στόν οὐρανό καί ἀργότερα, ὅταν μεγαλώσει καί ἐπιθυμήσει νά τά μελετήσει καλύτερα καί νά τά γνωρίσει ἀπό πιό κοντά, πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο, ὁπότε τά μελετᾶ μέσα ἀπό τά τηλεσκόπια, καί βλέπει ὅσα δέν ἔβλεπε μέ γυμνό μάτι, ἔτσι γίνεται καί στήν πνευματική ζωή.

Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἐτοιμάσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, πού θά τήν δοῦν οὕτως ἢ ἄλλως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς φῶς καί ὄχι ὡς φωτιά. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως. Μετά θάνατον, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἄδικοι, καλοί καί κακοί, θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Θά δοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φανερώθηκε στήν Μεταμόρφωση. Ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς.

Βέβαια τό πῶς θά δοῦμε τόν Θεό στήν Δευτέρα Του Παρουσία θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό πῶς θά ἔχουμε ζήσει σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ἄν ζήσαμε σωστά καί ἐν μετανοία θά Τόν δοῦμε -τήν δόξα τοῦ Θεοῦ- ὡς Φῶς γλυκύτατο, χωρίς ὅμως νά δοῦμε καί τήν οὐσία Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη. Ἐκεῖ πού μετέχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐξοχήν τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μετανοήσει, θά δεῖ τόν Θεό ὡς φωτιά καί ὄχι ὡς Φῶς.

Ἔτσι λοιπόν ἕνας Χριστιανός πού θέλει νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί μία πρόγευση αὐτῆς τῆς δόξας τήν ἔχει ὁ Χριστιανός ἀπό αὐτή τήν ζωή, ἐφ΄ ὅσον κάνει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό ὁρισμένα στάδια ἐμπειριῶν καί πνευματικῶν ἀναβάσεων. Ὅπως ὁ μαθητής γιά νά φθάσει νά γίνει ἀστροφυσικός ἐπιστήμονας, περνᾶ ἀπό διάφορα σχολεῖα, ἀπό τό Δημοτικό, τό Γυμνάσιο-Λύκειο, τό Πανεπιστήμιο καί πρέπει νά ἔχει ἐμπειρίες σχετικές μέ αὐτά πού τόν ἐνδιαφέρουν.

Τά στάδια αὐτά, ὅπως ἔχουμε πεῖ, διακρίνονται στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν θέωση, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὡς Φῶς. Ἡ πλήρης κατάστασις φωτισμοῦ ἐπέρχεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.

Σέ προηγούμενη σύναξη τέθηκε τό ἐρώτημα τί εἶναι φωτισμός; Φωτισμός εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μέσα στήν καρδία του καί μάλιστα στήν τέλεια μορφή προσεύχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει συνεχή ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ἀκούει αὐτή τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία του. Καί τότε γίνεται στήν κυριολεξία ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Λέμε βέβαια ὅτι μέ τό Βάπτισμα γινόμαστε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πράγματι γινόμαστε. Παίρνουμε τήν δυνατότητα νά γίνουμε ναός, ἀλλά στήν κυριολεξία γινόμαστε, ὅταν φθάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ἐκείνη τή στιγμή πού βαπτίζεται τό βρέφος εἶναι σέ κατάσταση φωτισμοῦ καί θεώσεως, ἀλλά δυστυχῶς ἀμέσως μετά ἀπενεργοποιεῖται ἡ χάρις, ὅπως λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, λόγω τῆς ἐκβολῆς τῆς κενοδοξίας τῶν γονέων στό παιδί. Αὐτό ὁ π. Παΐσιος τό ἔλεγε μπάζωμα. Μπαζώνουν οἱ γονεῖς τό μικρό παιδί, τό βρέφος, μέ τά ἀπόβλητα τῆς κενοδοξίας τους.

Τό μωρό δέν ἔχει βεβαίως ἁμαρτίες διότι δέν ἔχει ἀκόμη συνείδηση, δέν ἔχει τήν ἐλεύθερη βούληση καί τόν νοῦ ἀνεπτυγμένο, ὥστε νά ἔχει ἐπίγνωση τῶν πράξεών του, δέχεται ὅμως αὐτό τό μπάζωμα ἀπό τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατά κάποιο τρόπο ἀκτινοβολοῦν καί φορτίζουν τό παιδί ἀρνητικά. Ὁπότε τό παιδί, ὅταν μεγαλώνοντας ἀποκτήσει τήν δυνατότητα νά ἐκφραστεῖ, νά σκέπτεται, νά ἐνεργεῖ ἐλεύθερα, θά βγάλει ἀπό μέσα του ὅ,τι κακό ἔχει συσσωρευτεῖ ἀπό τούς γονεῖς καί θά δουλέψει πάλι κι αὐτό στήν κενοδοξία. Αὐτό ὅλο βέβαια, σκοτεινιάζει τόν νοῦ τοῦ βρέφους, αὐτό τό μπάζωμα, καί δέν ἐνεργεῖ πλέον αὐτή ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως μέσα στήν καρδία του. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ξαναφωτισθεῖ βγάζοντας τά μπάζα καί ἐνεργοποιώντας αὐτή τήν δυνατότητα πού πῆρε στό Ἅγιο Βάπτισμα τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.

Ἑπομένως ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στόν φωτισμό μετά τήν κάθαρση, μετά τήν καθυπόταξη δηλαδή τῶν παθῶν, τήν ἀποβολή τῶν παθῶν ἀπό τήν ψυχή, τήν κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, φθάσει στόν φωτισμό καί στήν πλήρη κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ -γιατί καί στόν φωτισμό ἔχουμε στάδια- ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, πού ἐνεργεῖ μέσα στήν καρδία του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι στήν κυριολεξία ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στήν ἐπιστήμη, στήν ὁποιαδήποτε θετική ἐπιστήμη, δέν ὑπάρχει κάποια ἀντίστοιχη κατάσταση φωτισμοῦ, δηλαδή σάν ἰδιαίτερη καθοριστική ἐμπειρία. Μόνο ἡ ἀντίστοιχη κατάσταση τῆς θεώσεως ὑπάρχει στίς θετικές ἐπιστῆμες, τηρουμένων βέβαια τῶν ἀναλογιῶν. Ὅπως δηλαδή ὁ θεούμενος, δηλαδή ἐκεῖνος πού βρίσκεται σέ κατάσταση θεώσεως, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ὁ ἐπιστήμονας βλέπει τό ποθούμενο ἀντικείμενο, τό πρός παρατήρηση καί μελέτη μέσα ἀπό τά κατάλληλα ὄργανα τῆς ἐπιστήμης του (π.χ. τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π.). Δηλαδή, μόλις καταπιαστεῖ κανείς μέ μία φυσική ἐπιστήμη, φθάνει ἀμέσως στήν ὅραση τοῦ ἀντικειμένου τῆς γνώσεώς του καί ἔρχεται μ’ αὐτό σέ ἄμεση ἐπαφή. Καί αὐτό θά λέγαμε κατά κάποιο τρόπο εἶναι γιά τόν ἐπιστήμονα κάτι ἀντίστοιχο μέ τήν θέωση γιά τόν πιστό. Ἡ θέωση εἶναι ὁ τελικός στόχος. Γιά τόν ἐπιστήμονα ὁ τελικός στόχος εἶναι νά δεῖ, νά μελετήσει μέ τά κατάλληλα ὄργανα αὐτό πού τόν ἐνδιαφέρει.

Οἱ ἐπιστήμονες ἐμπνέονται ἀπό αὐτά πού παρατηροῦν. Ἔχουν μία ἔμπνευση, χαίρονται καί ὁπωσδήποτε ἐπηρεάζονται καί μποροῦν καί νά διατυπώσουν, νά κάνουν μελέτες καί θεωρίες ἐπάνω σέ αὐτά πού βλέπουν. Ὁ βιολόγος ἀπό τά ζῶα καί φυτά πού παρατηρεῖ, ὁ μικροβιολόγος ἀπό τά μικρόβια πού βλέπει στό μικροσκόπιο κ.λ.π. Ὁπότε ὁ μικροβιολόγος εἶναι, ἄς ποῦμε, μικροβιόπνευστος, ὁ ἀστρονόμος ἀστρόπνευστος κ.λ.π. Ἐμπνέονται δηλαδή ὁ καθένας ἀπό τό ἀντικείμενο τῆς μελέτης του. Ὁπότε ὁ θεολόγος -ὄχι ἐκεῖνος πού παίρνει ἕνα πτυχίο θεολογίας, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀξιώνεται νά δεῖ τόν Θεό- τί πρέπει νά εἶναι κατά ἀντιστοιχίαν; Βέβαια θεόπνευστος. Καί ποιός εἶναι ὁ θεόπνευστος; Εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶδε τόν Θεόν.

Μετά ἐκεῖνος πού φθάνει στήν φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος; Διότι ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του, πού τόν διδάσκει. Καί πῶς τόν διδάσκει; Μέ τήν νοερά προσευχή. Προσεύχεται δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν καρδιά του καί ἔτσι τόν διδάσκει, τόν πληροφορεῖ δηλαδή σέ ὅ,τι χρειάζεται νά κάνει ἤ νά πεῖ. Γι’ αὐτό βλέπουμε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν σκέπτονται. Τούς ρωτᾶς: ‘’Πῶς τό εἶπες αὐτό;’’. ‘’Ὅπως μοῦ ἦλθε’’, σοῦ λέει. Πῶς τοῦ ἦλθε; Ποιός τοῦ τό δίνει νά τό πεῖ ἤ νά τό κάνει; Τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο προσεύχεται μέσα στήν καρδία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἀδιάλειπτα καί τούς φωτίζει. Αὐτούς τούς λέμε φωτισμένους.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πληροφορεῖται κάθε στιγμή, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά ὁ,τιδήποτε, ὅταν μέσα του ἐνεργεῖ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: ὅταν μιλῶ χωρίς νά προσεύχομαι, γίνονται λάθη. Οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι ἀλάνθαστοι. Ὅταν δέν προσεύχονται ἐσωτερικά στήν καρδία τους ἤ γιά κάποιο λόγο σταματήσει αὐτή ἡ λειτουργία πού ἔχουν μέσα τους -φυσικά σταματάει ἀπό ἁμαρτίες, ἀπό ἀμέλεια, ἀπροσεξία κτλ- τότε, λέει, γίνονται λάθη, γιατί μιλοῦν μέ τήν διάνοια καί ὄχι μέ τήν καρδία. Δέν φωτίζονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά σκέπτονται μέ τήν λογική καί ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές σφάλλει, ὅταν βασίζεται στήν λογική του.

Ἕνας λοιπόν φωτισμένος -πού σημαίνει ὅτι ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στήν καρδιά του- ξέρει κάθε στιγμή ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός διδάσκεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα τί νά κάνει ἤ νά μήν κάνει, τί νά πεῖ ἤ νά μήν πεῖ. Ὁπότε ὁ δάσκαλός του, τῆς προσευχῆς, καί τῆς ζωῆς του εἶναι τό ἴδιο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Δηλαδή στήν Θεολογία ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι καί τό ἀντικείμενο τῆς γνωστικῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὁ δάσκαλος τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ὁδηγεῖ πρός αὐτήν τήν γνώση, τήν γνώση δηλαδή τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ὅπως εἴπαμε ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ Φωτός αὐτοῦ. Ἑπομένως, ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καί ἀπό ποῦ μαθαίνουμε γιά τόν Θεό; Ἡ ἀπάντηση, καί στό σχολεῖο ἀκόμα, ἦταν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοσις. Αὐτό τό λένε οἱ Παπικοί. Εἶναι ὅμως σωστό αὐτό; Ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποκαλύψεως; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο. Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε ἡ Ἱερά Παράδοσις. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ζωντανή παράδοση, ὅπως τό λέγαμε κι ἄλλη φορά, εἶναι αὐτή ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐμπειρική γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα δηλαδή τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποκάλυψης, ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού μᾶς ἀποκαλύπτεται καί μᾶς γνωρίζεται. Βέβαια ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος τότε δέν εἶναι θρῆσκος ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνας ἐπιστήμονας, θά λέγαμε, θεολόγος. Καί ὅπως ἕνας ἀστρονόμος ἔχει ἀντικείμενο μελέτης τά ἀστέρια, ἔτσι καί ὁ ἐπιστήμονας θεολόγος, ὁ ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς ἀντικείμενο μελέτης τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν ὁποῖον γνωρίζει ὅλο καί περισσότερο. Καί ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει τέλος, γιατί καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἔχει τέλος.

Ἐπίσης στίς θετικές ἐπιστῆμες γιά νά φθάσει ἕνας φοιτητής ἐκεῖ πού θά φθάσει, δέν θά πρέπει νά διδαχθεῖ ἀπό κάποιον τήν ἐπιστήμη του; Μόνο ἀπό τά βιβλία θά διδαχθεῖ ἤ καί ἀπό ζωντανούς καί σωστούς ἐπιστήμονες; Θά πρέπει βέβαια νά διδαχθεῖ καί ἀπό σωστούς ἐπιστήμονες. Θά πρέπει νά πάει σέ Πανεπιστήμιο καί νά προσκολληθεῖ σέ ἕναν καθηγητή, πού γνωρίζει τό ἀντικείμενο τῆς γνώσεως πού ἐνδιαφέρει τόν φοιτητή, ὅπως καί νά ἀποκτήσει μία πεποίθηση ὅτι πράγματι ὁ καθηγητής του ξέρει ἀρκετά πράγματα γι’ αὐτό πού θέλει ὁ ἴδιος νά μάθει. Βέβαια ὁ φοιτητής γνωρίζει ὅτι ὁ καθηγητής του δέν τά ξέρει ὅλα. Αὐτό τό μαθαίνει ἀπό τόν ἴδιο τόν καθηγητή του, ὁ ὁποῖος, ἄν εἶναι συνεπής καί ἔντιμος, θά πρέπει νά ἀποκαλύψει στόν φοιτητή του μέ σαφήνεια τί γνωρίζει καί τί δέν γνωρίζει ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του. Ὁπότε ὁ φοιτητής μαθαίνει ἀπό τόν καθηγητή του, τί δέν εἶναι γνωστό ἀκόμη, καθώς καί τί εἶναι γνωστό ἐπάνω στήν ἐπιστήμη πού ἐπέλεξε.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες ὁμολογοῦν ὅτι αὐτά πού ξέρουν σέ σχέση μέ αὐτά πού δέν ξέρουν εἶναι περίπου 3%-4%, ἄν θυμᾶμαι καλά τό ποσοστό. Ἐλάχιστα πάντως. Μαθαίνει ἐπίσης καί τήν μέθοδο ἤ τίς μεθόδους ἀποκτήσεως τῆς γνώσεως, δηλαδή τήν μέθοδο ἐρεύνης, καθώς καί πῶς νά διακρίνει μεταξύ γνωστῶν καί ἀγνώστων, ὡς καί χρησίμων καί ἀχρήστων γνώσεων, καθώς καί πῶς νά διευρύνει τό ἀντικείμενο τῆς μελέτης καί γνώσεώς του μέ περαιτέρω ἔρευνα. Ὅταν λοιπόν ὁ καθηγητής του εἶναι εἰλικρινέστατος καί τόν ἐνημερώνει γιά τό τί γνωρίζει καί τί δέν γνωρίζει καί τοῦ διδάσκει τήν μέθοδο ἐρεύνης, τότε ὁ φοιτητής μπορεῖ καί ἐξελίσσεται σιγά-σιγά καί ὁ ἴδιος σέ εἰδικό, ὅπως ὁ καθηγητής του, ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του.

Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς γιατί τά λέει αὐτά; Γιατί κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καί στήν πνευματική ζωή, τήν πνευματική ἐπιστήμη. Δέν πᾶς σέ ἕνα βιβλίο γιά νά μάθεις θεολογία. Ἀλλά προσκολλᾶσαι σέ ἕναν ζωντανό φορέα, ὁ ὁποῖος ἔχει γνώσεις πνευματικές καί στίς μεταδίδει.

Ἀπό ὅλα αὐτά βλέπει κανείς ὅτι ἡ ἐμπειρική μέθοδος ἐκμαθήσεως μιᾶς ἐπιστήμης, ὅσον ἀφορᾶ στά οὐσιώδη θέματα μεθοδολογίας, ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν Πατερική μέθοδο θεογνωσίας, δηλαδή θεολογίας. Δηλαδή ὑπάρχει ἀντίστοιχα ἡ ἐμπειρία καί ἡ μέθοδος τῆς ἐπιστήμης καί στή θεολογία. Ἐπίσης ὅτι ὁ φωτισμός εἶναι μία ἐμπειρική κατάστασις, ὅπως καί ἡ θέωσις εἶναι ἐπίσης μία ἐμπειρική κατάστασις, πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ μεταφυσική, δηλαδή μέ φιλοσοφικό στοχασμό. Λέγαμε ὅτι ἡ μεταφυσική εἶναι ὁ κλάδος τῆς φιλοσοφίας πού ἀσχολεῖται μέ τά πράγματα πού εἶναι μετά τά φυσικά, γι’ αὐτό καί λέγεται μεταφυσική. Ἀλλά πάλι εἶναι στοχασμός, δέν βασίζεται πάνω σέ ἐμπειρία, σέ δεδομένα ἐμπειρικά. Ἡ θεολογία δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι μεταφυσική δηλαδή, ἀλλά εἶναι ἐμπειρία. Ὁ φωτισμός εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς μέσα στήν καρδιά. Αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ καρδιά του συνεχῶς προσεύχεται καί τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι ἐκεῖ μέσα προσεύχεται.

Ἡ δέ μύησις στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στήν μεθοδολογία, δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη μύηση τῶν φοιτητῶν σέ ὁποιαδήποτε ἀπό τίς θετικές ἐπιστῆμες. Γιά νά φθάσει κανείς στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπει νά πάει νά προσκολληθεῖ σέ ἕναν πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη φθάσει στήν κατάσταση αὐτή καί ὁ ὁποῖος θά εἶναι διατεθειμένος νά τόν διδάξει τήν μέθοδο τῆς θεογνωσίας καί νά τόν βοηθήσει στήν πνευματική του ἀνάβαση. Ἔτσι καταλαβαίνουμε αὐτή τήν ἀντιστοιχία τῆς θεολογίας καί ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐμπειρικῆς ἐπιστήμης.

Τό ἐρώτημα τώρα εἶναι: Ἡ θρησκεία ταυτίζεται μέ μία διδασκαλία περί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, καθώς καί μέ μία διδασκαλία περί ὑπάρξεως Θεοῦ γιά τήν μέλλουσα ζωή;

Δηλαδή ἡ θρησκεία εἶναι μία διδασκαλία; Ὅλες οἱ θρησκεῖες οὐσιαστικά εἶναι τό ἴδιο πράγμα, διδασκαλίες. Ἀλλά ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μία θρησκεία, δέν εἶναι μία διδασκαλία, μία θεωρία ἁπλῶς γιά τήν μέλλουσα ζωή ἤ τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι εὐδαίμων ἤ θά περάσει καλά μετά θάνατον. Ἀλλά εἶναι μία ἐμπειρία, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό αὐτή τή ζωή καί εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἔχεις στέρεα θεμέλια.

Ἐνῶ οἱ θρησκεῖες δέν ἔχουν στέρεα θεμέλια, γι’ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι σήμερα δέν θρησκεύουν, γιατί τά θεμέλια τῆς θρησκείας εἶναι οὐσιαστικά ριζωμένα στήν ἐπιθυμία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά εὐδαιμονία, δηλαδή στήν φιλαυτία, στό πάθος αὐτό τῆς φιλαυτίας. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει τήν ψυχολογική ἀνάγκη νά ὑπάρχει κάποιος Θεός ὁ ὁποῖος θά τόν δικαιώσει στήν ἄλλη ζωή, ἐπειδή εἶναι ἀδικημένος σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Πιστεύει σέ ἕναν τέτοιο Θεό κι ἀρχίζει νά θρησκεύει.

Δυστυχῶς αὐτό τό φαινόμενο τό βλέπουμε καί στήν Ὀρθοδοξία. Βλέπουν τήν Ὀρθοδοξία σάν μιά θρησκεία χωρίς δηλαδή νά ἀναζητοῦν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καί ὁ π. Ἰωάννης. Πόσοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες καί γενικά ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, ἄς ἀφήσουμε τούς ἄλλους τούς ἐκτός, ζητοῦν νά δοῦν τόν ἴδιο τόν Θεό; Νά γνωρίσουν τόν Θεό; Ἤ πηγαίνουν ἀπό μία ψυχολογική ἀνάγκη νά ἔχουν μία δικαίωση μετά τόν θάνατο ἤ τέλος πάντων γιά μιά καλή ζωή μετά θάνατον;

Γι’ αὐτό πολλοί στήν Εὐρώπη πού διδάσκονται αὐτά τά πράγματα, στόν Παπισμό κ.λ.π. ἔχουν καταλήξει στόν ἀγνωστικισμό. Τώρα καί ἡ ψυχολογία καί οἱ διάφορες ἐπιστῆμες λένε ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου διότι ἔχει αὐτή τήν ψυχολογική ἀνάγκη μέσα του στό νά ἔχει κάποιον προστάτη, κάποιον πού θά τοῦ ἐξασφαλίσει μιά εὐδαιμονία μετά θάνατον. Ὁπότε ἔχουν κλονίσει αὐτά τά ψυχολογικά θεμέλια τῆς θρησκείας.

Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως ἡ ἀληθινή ἔχει καμία σχέση μέ ὅλα αὐτά; Ὄχι, βέβαια! Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Δέν ἔχει σκοπό νά ἱκανοποιήσει αὐτή τήν τάση γιά εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου ἤ νά καλύψει τίς ψυχολογικές του ἀνάγκες. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, εἶναι οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού ἐνεργεῖ καί τώρα καί ὁ Ὁποῖος δέν ἐξασφαλίζει μία μετά θάνατον εὐδαιμονία στόν ἄνθρωπο μόνο, ἀλλά κυρίως ἐξασφαλίζει ἐδῶ καί τώρα στή γῆ τήν εὐδαιμονία καί τήν μακαριότητα μέσω τῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό. Διότι ἐδῶ πρέπει νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν μακαριότητα. Μᾶς τό λέει ξεκάθαρα ἡ πίστη μας ὅτι ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια. Νά μήν περιμένουμε, ἐάν δέν βροῦμε ἐδῶ τόν Θεό, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά τό βροῦμε μετά θάνατον. Ἐδῶ πρέπει ν’ ἀλλάξουμε, νά μετανοήσουμε γιατί στόν Ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Μετά τόν θάνατον δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε, νά μετανοήσουμε.

Οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι ὅμως ἀκολουθώντας τόν δάσκαλό τους, τόν Ἀδαμάντιο Κοραή, ἔχουν μία μεταφυσική ἀντίληψη περί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Εἴπαμε σχετικά μέ τή μεταφυσική, ὅτι εἶναι μία φιλοσοφία: ναί, χρειάζεται καί ἡ θρησκεία γιατί ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι εὐαίσθητοι καί ἔχουν ψυχολογικές ἀνάγκες, ὁπότε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία  καλύπτουν αὐτές τίς ἀνάγκες τους. Πρέπει ἐπίσης νά ὑπάρχει καί δικαιοσύνη καί ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δέν τήν βρῆκαν σ’ αὐτή τή ζωή, νά τήν βροῦν τουλάχιστον στήν ἄλλη ζωή. Ἡ θρησκεία αὐτά λέει, ὁπότε τήν ἀκολουθοῦν καί καλύπτονται ψυχολογικά. Δυστυχῶς καί οἱ Ὀρθοδοξία γίνεται πολλές φορές φιλοσοφία ἀντί νά εἶναι μία ἐμπειρία καί μία ἐμπειρική ἐπιστήμη, πού ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί θεᾶται τό ἄκτιστο Φῶς.

Ἔχουν ἀντιγράψει τήν μεθοδολογία τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν αὐτοί οἱ Νεοέλληνες διαφωτιστές καί ἔχουν ἀποκλίνει τελείως ἀπό τήν Πατερική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ μέθοδος τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ἡ ἐγκεφαλική μέθοδος. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Βαρλαάμ -ὅταν ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί τόν ἀντιμετώπισε τότε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς- ὅτι μέ συλλογισμούς, μέ τήν διάνοια ὁ ἄνθρωπος φθάνει νά γνωρίσει τόν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό. Ὁ Θεός δέν γνωρίζεται μέ τήν λογική, οὔτε μέ τίς ἐπιστῆμες, οὔτε μέ τήν φιλοσοφία, οὔτε μέ τόν στοχασμό, ἀλλά γνωρίζεται μέ τήν καθαρή καρδιά. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, δέν χρειάζεται νά σπουδάσεις φιλοσοφία, Ἀριστοτέλη, γιά νά γνωρίσεις τόν Θεό, ἀλλά νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ὅταν καθαρισθεῖ ἡ καρδιά, εἶναι τό πρῶτο στάδιο πού εἴπαμε ἡ κάθαρση, μετά ἔρχεται ὁ φωτισμός. Ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, βλέπει τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο πίστεις. Ἡ μία πίστις εἶναι ἡ ἐγκεφαλική, εἶναι ἡ λογική, εἶναι ἡ πίστις τῆς ἀποδοχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ ἀποδέχεται κάτι λογικά καί πιστεύει σ’ αὐτό πού ἀποδέχεται. Ἀφοῦ τό λέει ἡ λογική του, τό ἀποδέχεται. Αὐτή ὅμως δέν εἶναι ἡ πίστις πού δικαιώνει τόν ἄνθρωπο, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἐννοεῖ αὐτή τήν πίστη.

Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά μόνης τῆς πίστεως σώζεται (Ἐφ. 2,8), δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν πίστη τῆς ἀποδοχῆς, ἁπλῶς νά δεχθεῖς λογικά ὅτι ὑπάρχει Θεός. Πρέπει νά ὑπάρχει Θεός, ἀλλά ἐννοεῖ τήν καρδιακή πίστη. Ἡ ἄλλη πίστις εἶναι ἡ καρδιακή πίστις, ἡ πίστις τῆς καρδιᾶς. Καί ὅτι διότι δέν ὑπάρχει ἡ πίστις αὐτή στήν λογική, δηλαδή στήν διάνοια, ἀλλά στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Καί εἴπαμε διά μέσω τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό.

Αὐτή ἡ πίστις τῆς καρδίας εἶναι δῶρο Θεοῦ, δηλαδή δέν θά τήν λάβει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ὁ Θεός νά τοῦ τήν χαρίσει, καί ὀνομάζεται ἐνδιάθετος πίστις. Θά πεῖ κανείς: – Ὁ Θεός κάνει διακρίσεις; Δέν τήν δίνει σέ ὅλους; Τήν δίνει σέ αὐτούς πού θέλουν. Σέ αὐτούς πού πραγματικά τήν θέλουν, χωρίς νά ἀναγκάζει ἤ νά ἐκβιάζει κανέναν νά πιστέψει σέ Αὐτόν.

Αὐτήν τήν πίστη τῆς καρδίας, τήν ἐνδιάθετο πίστη, παρακάλεσε ὁ πατέρας τοῦ σεληνιαζομένου νέου στό Εὐαγγέλιο τόν Χριστό νά τοῦ χαρίσει, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μάρκ. 9,24). «Βοήθησέ με στήν ἀπιστία μου. Δῶσε μου αὐτή τήν πίστη». Εἶχε πάει τό ἄρρωστο παιδί του στόν Χριστό καί στούς Ἀποστόλους, ἀλλά ἀμφέβαλλε. Εἶχε μία λογική ἀποδοχή ὄτι κάτι μπορεῖ νά γίνει, δέν ἦταν μέ αὐτή τήν ἐνδιάθετο, τήν δυνατή, τήν ζωντανή πίστη στήν καρδιά του. Γι’ αὐτό εἶπε στόν Χριστό: «Ἐάν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, κάνε το. Εἶπα στούς μαθητές σου καί δέν ἔκαναν τίποτα». Σχεδόν ἀπογοητευμένος, ἄπιστος ἤ ἔστω ὀλιγόπιστος. Ὁ Χριστός τόν ἤλεγξε λέγοντας: «Ἄν μπορεῖς ἐσύ νά πιστέψεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατά». Καί εἶπε τότε: «Δῶσε μου αὐτή τήν πίστη». Αὐτός βέβαια πίστευε λογικά· δέν εἶχε ὅμως τήν βαθειά, τήν ἐνδιάθετο πίστη, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί δίνεται ὅπως εἴπαμε σ’ αὐτούς πού θέλουν καί τήν ζητοῦν. Ἡ ἐνδιάθετος πίστις ὅμως προέρχεται ἀπό ἐμπειρία Χάριτος. Καί, ἀφοῦ εἶναι ἐμπειρία Χάριτος, τί μπορεῖ νά εἶναι γιά τόν Ὀρθόδοξο ἡ ἐνδιάθετος πίστις; Εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Αἰσθάνεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν καρδία του τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ ἐνδιάθετος πίστις.

Ὁπότε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν νοερά εὐχή μέσα στήν καρδιά του, πού εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἔχει καί τήν ἐνδιάθετο πίστη καί διά τῆς πίστεως μέσω τῆς προσευχῆς βλέπει ἀόρατα πράγματα. Γι’ αὐτό καί ὅταν συμβαίνει τέτοιου εἴδους ὅρασις, λέγεται θεωρία. Θεωρία σημαίνει ὅρασις. Σημαίνει θεοπτία. Μέσα ἀπό τήν θεωρία βλέπει ὁ ἄνθρωπος τά ἀόρατα, τά πνευματικά. Ἡ ὅρασις αὐτή γίνεται γενικά μέ δύο τρόπους: Ἤ μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει φθάσει ἀκόμη στήν θέωση, ὁπότε μπορεῖ καί βλέπει, μέσω ὅμως τῆς προσευχῆς, ὁ ἕνας τρόπος εἶναι αὐτός ἤ –ὁ δεύτερος τρόπος- βλέπει μέ τήν θέωση, κατά τήν ὁποία καταργεῖται αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστις, καθώς καί ἡ ἐλπίς καί μένει μόνον ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ὡς δῶρο Θεοῦ.

Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέγει: «ὅταν δέ ἔλθη τό τέλειον, τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α΄Κορ. 13,10). Τό τέλειο εἶναι ἡ θέωση. Ὅταν ἔλθει τό τέλειον, ἡ θέωση, βλέπεις πλέον τόν Θεό καθαρά, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Τότε δέν χρειάζεται νά πιστεύεις, καταργεῖται ἡ πίστις. Καταργεῖται καί ἡ ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα εἶναι πάλι νά δεῖς τόν Θεό. Ἀφοῦ τόν βλέπεις, δέν χρειάζεται οὔτε ἡ πίστη, οὔτε ἡ ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη. Ἀλλά μέχρι νά φθάσεις στόν φωτισμό, χρειάζεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία πάει μαζί μέ τήν ἐνδιάθετο πίστη.

Ὅταν προσεύχεται φανερώνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι πιστεύει στόν Θεό. Γιατί τί εἶπε ὁ Θεός; Πότε Μέ ἀγαπᾶτε καί μέ πιστεύετε; Ὅταν τηρεῖτε αὐτά πού σᾶς λέω. Καί ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού μᾶς εἶπε; Νά Τόν ἀγαπᾶμε ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, καρδίας καί διανοίας (Ματθ. 22,37). Νά Τόν σκεπτόμαστε δηλαδή καί νά προσευχόμαστε συνέχεια. Ἔτσι φανερώνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ὅτι ἐμπιστεύεται τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά τηρεῖ. Ὅταν ὅμως ἐνεργήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί φθάσει ὁ ἄνθρωπος στήν θέωση, τότε καταργεῖται καί αὐτή ἡ πίστη. Ὅταν ἔλθει τό τέλειον καταργεῖται ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἡ θέωσις. Στήν θέωση καταργεῖται ἡ γνῶσις, καταργεῖται ἡ προφητεία, παύει ἡ γλώσσα, πού εἶναι ἡ νοερά εὐχή καί μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Γι’ αὐτό βλέπουμε τόση ἀγάπη στούς Ἁγίους, διότι ἀκριβῶς ἔχουν φθάσει στή θέωση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τα λέγει αὐτά πάρα πολύ καθαρά καί ὡραῖα καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν πάρα πολύ σωστά αὐτά τά θέματα.

Γιατί καταργοῦνται ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίδα; Διότι ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίς ἐξεπλήρωσαν τόν σκοπόν τους, καί ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τό πιστευόμενο καί ἐλπιζόμενο, δηλαδή τόν Θεόν, τόν Ὁποῖον τώρα γνωρίζει καί τόν Ὁποῖον τώρα μόνον ἀγαπᾶ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος πού βλέπει εἶναι ἡ ἀγάπη.

Αὐτό ἦταν τό σημερινό μας θέμα. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού μᾶς δείχνει αὐτά τά πράγματα καί ἄς μποῦμε στήν διαδικασία τῆς ἐφαρμογῆς. Διότι δέν ἀξίζει νά λέμε πολλά καί νά μαθαίνουμε πολλά, ἀλλά κυρίως νά ζήσουμε αὐτά πού μᾶς καλεῖ ὁ Θεός νά ζήσουμε. Νά μποῦμε στήν διαδικασία τῆς προσευχῆς, τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τῆς συνεχοῦς προσευχῆς. Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δέν προσεύχονται ἤ προσεύχονται ἐλάχιστα, πολύ ἀνεπαρκῶς καί ὄχι μέ τήν ἔνταση καί τόν τρόπο πού πρέπει. Ἔτσι στεροῦνται αὐτή τήν κάθαρση κατ΄ ἀρχήν καί ὕστερα βεβαίως τόν φωτισμό, γιατί, ἄν δέν περάσεις ἀπό τήν κάθαρση, δέν φθάνεις στόν φωτισμό. Καί ὅταν λέμε κάθαρση ἐννοοῦμε τήν ἐκβολή ἀπό τήν καρδία ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν κακῶν, ἀλλά καί τῶν καλῶν. Νά μείνει μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ μνήμη τοῦ Χριστοῦ.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά φωτίζεται καί τότε ἀρχίζει καί νά γνωρίζει τί πρέπει νά κάνει. Ἀρχίζει νά φεύγει ἡ σύγχυση, αὐτό τό μπέρδεμα πού ἔχουμε, γιατί δέν γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνουμε. Καί ἀναρωτιόμαστε, πρέπει νά τό κάνω αὐτό ἤ δέν πρέπει; Δέν γνωρίζουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί εἴμαστε μπερδεμένοι. Πῶς θά τό μάθεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά στό ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Γιά νά στό ἀποκαλύψει ὅμως, πρέπει νά βρίσκεσαι σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, νά ἐνεργεῖ μέσα σου ὁ Θεός, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο δέν εἴμαστε σέ αὐτή τήν κατάσταση χρειαζόμαστε ἕναν Πνευματικό ὁδηγό πού θά μᾶς βοηθήσει. Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο ὁ κάθε χριστιανός νά ἔχει Πνευματικό, ὁ ὁποῖος θά τόν βοηθήσει νά περάσει αὐτά τά θεραπευτικά στάδια. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προχωράει καί ἐγκολπώνεται σιγά-σιγά καί μετέχει στόν Θεό. Γίνεται πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. 

 Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

http://hristospanagia3.blogspot.gr/