Θαῦμα Ἁγίας Εὐφημίας τῆς Μεγαλομάρτυρος
Ἦταν χριστιανὴ παρθένος, ποὺ μὲ τὸ αἷμά της σφράγισε τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν αὐταπάρνησή της καταντρόπιασε τοὺς ἰσχυροὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐφημία καταγόταν ἀπὸ τὴ Χαλκηδόνα καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φιλόφρων καὶ Θεοδοσιανή. Μόρφωσαν τὴν κόρη τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐφημία ἀπὸ πολὺ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὸν ἅγιο ζῆλο της, τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὴ φιλανθρωπία της. Ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα, καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες νέοι περίμεναν ἔστω ἕνα ἐνθαρρυντικὸ χαμόγελό της. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ παρθένος διατηροῦσε ἀκηλίδωτη τὴν ἁγνότητά της καὶ εἶχε ἀφοσιωμένη τὴν καρδιά της στὸν Θεό, στὴν περιποίηση τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀπροστάτευτων ὀρφανῶν.
Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Εὐφημία συνελήφθη καὶ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανή. Τότε ὁ κριτής, ὑπολογίζοντας στὴν ἀδύνατη γυναικεία φύση της, τὴν καταδίκασε σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Ὅμως ἡ Εὐφημία ἀναδείχθηκε πολὺ ἰσχυρότερη τῶν βασανιστῶν της καὶ ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Στὸ τέλος τὴν ἔριξαν τροφὴ στὰ θηρία.
Δίδαξε ἔτσι μὲ τὸ παράδειγμά της, πὼς μπορεῖ οἱ χριστιανοὶ νὰ φαίνονται στὸν κόσμο ἀδύνατοι, ἀλλὰ «τὰ ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά». Δηλαδή, τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταντροπιάσει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἰσχυρὴ κοσμικὴ ἐπιρροή.
Ὅμως, αὐτὴν τὴν ἡμέρα, γίνεται ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἁγία Εὐφημία, ὅταν, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχερίας, συντάχθηκαν δυὸ τόμοι ποὺ περιεῖχαν τὸν ὅρο τῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα (451) καὶ ἦταν ἕνας τῶν ὀρθοδόξων καὶ ἕνας τῶν Μονοφυσιτῶν. Γιὰ νὰ πάψει λοιπὸν ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν δυὸ πλευρῶν, ἀποφασίστηκε νὰ τεθοῦν καὶ οἱ δυὸ τόμοι μέσα στὴ λάρνακα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, γιὰ νὰ φανεῖ ποιὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ δεχθεῖ ἡ Ἁγία. Μετὰ τὴν ἀποσφράγιση τῆς λάρνακας, βρέθηκε ὁ μὲν τῶν αἱρετικῶν τόμος στὰ πόδια τῆς Ἁγίας πεταμένος, ὁ δὲ τῶν ὀρθοδόξων στὸ στῆθος της.
(Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ κυρίως μνήμη τοῦ μαρτυρίου τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τελεῖται στὶς 16 Σεπτεμβρίου).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Λίαν εὔφρανας, τοὺς Ὀρθοδόξους, καὶ κατῄσχυνας, τοὺς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· τῆς γὰρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἃ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Ἀγῶνας ἐν ἀθλήσει, ἀγῶνας ἐν τῇ πίστει κατεβάλου θερμῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου. Ἀλλὰ καὶ νῦν, ὡς τὰς αἱρέσεις, καὶ ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, ἐν τοῖς ποσὶ τῶν βασιλέων ἡμῶν ὑποταγῆναι πρέσβευε, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὑπὸ ἑξακοσίων τριάκοντα, θεοφόρων Πατέρων, τὸν Ὅρον λαβοῦσα, καὶ φυλάττουσα πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Πίστιν βεβαιοῦσα τὴν ἀληθῆ, δι’ ἣν Εὐφημία, σφαγιάζῃ ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρεις, τὸν Τόμον τῶν Πατέρων, ποσὶ δὲ ἀπορρίπτεις, τὸν τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Ἅγιος Κινδέος ὁ Πρεσβύτερος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη Ταλμενία τῆς Παμφυλίας Σίδης (290 μ.Χ.), καὶ ἐργαζόταν μὲ πολλὴ δραστηριότητα, γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Γι’ αὐτό, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Στρατόνικο καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ. Στὸ δρόμο ὅμως γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς, αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὰ ξύλα γιὰ τὴ φωτιά, ξαφνικὰ ἀρρώστησε καὶ ἔπεσε κάτω. Τότε, ὁ ἐπικεφαλὴς τοῦ ἀποσπάσματος, διέταξε κάποιον ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ σηκώσει καὶ νὰ μεταφέρει τὰ ξύλα. Ἀλλὰ ὁ γενναῖος χριστιανὸς μάρτυρας, παρακάλεσε νὰ βάλλουν στοὺς δικούς του ὤμους τὰ ξύλα, καὶ νὰ μεταφέρει αὐτὸς τὰ ὑλικά τοῦ μαρτυρίου του.
Τὴν ἴδια γενναιότητα ἐπέδειξε ὁ ἅγιος Κινδέος καὶ στὴν φωτιά. Ἐνῷ τὸν εἶχαν πάνω στὰ ξύλα, καὶ πρὶν οἱ φλόγες τὸν καλύψουν, δίδασκε τοὺς παρευρισκομένους μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προσέλθουν στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, ἐνῷ παρέδιδε τὴν ψυχή του καιόμενος μέσα στὶς φλόγες, κέρδιζε ἄλλη μεγάλη νίκη. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἔκπληκτος μπροστὰ σὲ τέτοιο θάνατο, πίστεψε στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του. Γιὰ ν’ ἀποδειχθεῖ ἀκόμα μιὰ φορὰ τὸ ἀκατάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ὅταν αὐτὴ κηρύττεται μὲ αὐταπάρνηση.
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ ἐν τὴ Μάνδρᾳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ μαχαῖρι. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Μαρτυροκλής ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἐκτοξευμένα βέλη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Βρυούλλων
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου, ἀλλὰ οὔτε μαρτύριο οὔτε συναξάρι αὐτοῦ σῴζεται. Μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ ἄγνωστο καὶ ἐκδόθηκε ἀπὸ παλιὰ χειρόγραφα στὴν Ἀθῆνα τὸ 1898.
Εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν νέο Ὁσιομάρτυρα Νεκτάριο ἀπὸ τὰ Βρύουλλα καὶ ἀντιγράφηκε λάθος τὸ ὄνομά του.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος
Ἀσκήτευε στὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου καὶ ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἐλβασᾶν
Ὁ νέος αὐτὸς Ὁσιομάρτυρας καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἐλβασᾶν τῆς Ἠπείρου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς.
Ὅταν μεγάλωσε στὴν ἡλικία, παντρεύτηκε χριστιανὴ γυναῖκα καὶ ἀπέκτησε παιδιά. Παρακινήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἔγινε μωαμεθανός. Κατόπιν βίαια περιέτεμε καὶ τὰ παιδιά του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα, ποὺ οἱ χριστιανοὶ κρυφὰ φυγάδευσαν στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ βρεῖ τὸ παιδί του καὶ νὰ τὸ ἐξισλαμίσει, μετανόησε, ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμὸ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ προετοιμάστηκε μὲ ἄσκηση, νηστεία καὶ πολλὴ προσευχή. Κατόπιν πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μὲ νηστεία καὶ ἐγκράτεια σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πορείας του, ἔφθασε στὸ Ἐλβασᾶν. Ἐκεῖ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν πασά. Ἀπέρριψε ὅλες τὶς κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἀγριεμένο πλῆθος, ποὺ γιὰ τρεῖς ἡμέρες τὸν βασάνιζαν ἀνελέητα.
Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὅπου μετὰ ἀπὸ προσευχὴ ποὺ ἔκανε, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 11 Ἰουλίου 1722.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὰ Βρύουλλα ἢ Βουρλά
Γεννήθηκε ἀπὸ φτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ Βρύουλλα ἢ Βουρλὰ τῆς Ἐφέσου καὶ ὀνομαζόταν Νικόλαος. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ 17 ἐτῶν μπῆκε μὲ μισθὸ στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἀγά.
Μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι νέους χριστιανούς, ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐξισλαμίστηκε, διότι πίστεψαν ὅτι οἱ γονεῖς τους πέθαναν ἀπὸ κάποια ἐπιδημία.
Ὅταν ὅμως ὁ Νικόλαος γύρισε στὰ Βουρλά, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ζοῦσε καὶ ἔτρεξε μὲ χαρὰ κοντά της. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα, ὅταν εἶδε μὲ τούρκικα ροῦχα τὸν γιό της, τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ὅτι, ἐγὼ δὲν γέννησα Τοῦρκο ἀλλὰ Νικόλαο Χριστιανό. Τότε ὁ Νικόλαος κατάλαβε τὸ ἁμάρτημά του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴ Σμύρνη, Βλαχὶα καὶ πάλι στὴ Σμύρνη, ἐξομολογήθηκε σ’ ἕναν Ἁγιορείτη μοναχό, καὶ μὲ τὴν εὐλογία του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ κατέληξε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κοντὰ στὸν πατριώτη του μοναχὸ Χατζῆ Στέφανο, ὅπου ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος.
Ἀλλὰ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἔκαιγε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ πνευματικοῦ του ἔφυγε νὰ μαρτυρήσει, μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ὁσιοτάτου χειραγωγοῦ του, Στεφάνου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πατρίδα τους τὰ Βουρλά, ὁ Νεκτάριος παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἔριξε τὸ φέσι του κατὰ γῆς εἶπε: «Πάρτε τὰ σημάδια τῆς πίστης σας, ἐγὼ χριστιανὸς Νικόλαος γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».
Παρὰ τὶς ὅλες κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια, ὁ Νεκτάριος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 11 Ἰουλίου 1820.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βρυούλλων ἀγλάϊσμα, καὶ ἀντιλήπτωρ θερμός, ἐδείχθης Νεκτάριε, ὡς Ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἐσχάτοις ἐν ἔτεσι· σὺ γὰρ καλῶς ἀσκήσας, ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω, ἤθλησας θεοφρόνως, καὶ καθεῖλες τὸν ὄφιν· διὸ σὲ Ὁσιομάρτυς, πόθω γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ θεῖον νέκταρ, τῇ ἐν τῷ Ἄθῳ ἐναρέτῳ ζωῇ σου, ἐν τῇ ψυχῇ δεξάμενος Νεκτάριε, ἔδραμες πρὸς ἄθλησιν, στερροτάτῃ καρδίᾳ καὶ Χριστὸν ἐδόξασας, τοῖς σεπτοῖς σου ἀγῶσι, καὶ παρ’ αὐτοῦ ἀξίως δοξασθείς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, πρεσβεύεις ἑκάστοτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Βρυούλλων θεῖος βλαστός, ὁ νέκταρ πηγάζων, ταῖς καρδίαις τῶν εὐσεβῶν, ἀγάπης τῆς θείας, τῶν πόθῳ σε τιμώντων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, θεῖε Νεκτάριε.
Ἡ Ἁγία Ὄλγα ἡ Ἰσαπόστολος ἡ βασίλισσα
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν βασίλισσα τῆς Ρωσίας καὶ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μετονομάσθηκε Ἑλένη, τὸ ἔτος 957.
Δύσκολα μπορεῖ νὰ περιγράψει κανεὶς τὶς ἄοκνες προσπάθειές της γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαφώτιση τοῦ Ρώσικου λαοῦ. Ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ Ρώσοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία αὐτή, ὅταν ᾖλθε μὲ τὴν ἀκολουθία της κάποτε στὸ Βυζάντιο, ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς γιὰ τοὺς ἀγῶνες της ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Πάνω στὸν ἀγῶνα αὐτό, παρέδωσε τὴν τελευταία της πνοὴ τὴν 11η Ἰουλίου 969.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ φέγγος τῆς πίστεως, εἰσδεδεγμένη λαμπρῶς, πρὸς γνῶσιν σωτήριον, τὸν σὸν λαὸν ἀσφαλῶς, ὡδήγησας ἔνδοξε. Ὅθεν ὡς ἀπαρχήν σε, τῷ σῷ ἔθνει ἁγίαν, μέλπομεν εὐσέβειας, Ἰσαπόστολε Ὄλγα· Χριστὸς γὰρ ὃν ἠγάπησας, ἀξίως σε ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Έπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἠὼς πολύφωτος, τῆς εὐσεβείας, τῷ σῷ ἔθνει δέδειξε, Ὄλγα θεόφρον βασιλίς, Εὐαγγελίου τὴν ἔλλαμψιν, ἐν τῇ ψυχῇ σου δεχθεῖσαι πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἰσαπόστολε τοῦ Χριστοῦ, θεόληπτε Ὄλγα, βασιλίδων ἡ καλλονή· χαίροις τῆς Ῥωσίας, λαμπὰς τηλαυγεστάτη, τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας, ἡ ἀπαυγάζουσα.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸν ὑπ’ ἀριθμ. 402 Coislin φ. 166 Κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Παρισίων ὡς ἑξῆς: «Τὴ αὕτη ἡμέρα Ἀρσενίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας σφαγή».
http://anavaseis.blogspot.com/2010/07/11.html