Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας η΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Κορ. θ΄ 13-18).
Α Κορ. 9,13 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται;
Α Κορ. 9,13 Δεν γνωρίζετε, ότι αυτοί που υπηρετούν στο ιερόν και υποβοηθούν εις την λατρείαν, όπως είναι οι Λευΐται, τρώγουν και τρέφονται από εκείνα, που προσφέρονται ως θυσία στον ναόν; Οι ιερείς και οι αρχιερείς των Εβραίων, οι οποίοι με ζήλον εργάζονται κοντά στο θυσιαστήριον και προσφέρουν τας θυσίας, δεν μοιράζονται μαζή με το θυσιαστήριον τας θυσίας;
Α Κορ. 9,14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν.
Α Κορ. 9,14 Ετσι και τώρα ο Κυριος έδωσεν εντολήν δι’ εκείνους, που κηρύττουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας να ζουν από το Ευαγγέλιον, δηλαδή από τους πιστούς, που δέχονται το ευαγγελικόν κήρυγμα.
Α Κορ. 9,15 ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί· καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν ἢ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ.
Α Κορ. 9,15 Εγώ όμως δεν έκαμα χρήσιν κανενός από τα δικαιώματα αυτά. Δεν σας τα έγραψα δε αυτά, δια να γίνεται έτσι απ’ εδώ και πέρα και εις εμέ, να μου προσφέρωνται δηλαδή από σας όσα χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. Διότι εγώ προτιμώ να πεθάνω μάλλον από την στέρησιν και την ταλαιπωρίαν επάνω εις την εργασίαν του Ευαγγελίου, παρά να κάμη κανείς κενόν και άνευ περιεχομένου το καύχημά μου, το ότι δηλαδή κηρύττω το ευαγγέλιον του Χριστού χωρίς να επιβαρύνω κανένα.
Α Κορ. 9,16 ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι·
Α Κορ. 9,16 Μολονότι και το κηρύττω το Ευαγγέλιον δεν μου δίδει κανένα δικαίωμα να καυχώμαι, διότι το αποστολικόν έργον είναι δι’ εμέ ανάγκη και υποχρέωσις, με την οποίαν ο Κυριος με ετίμησε. Αλλοίμονόν μου δε εάν δεν εκπληρώσω αυτήν την αποστολήν και παύσω να κηρύττω το Ευαγγέλιον.
Α Κορ. 9,17 εἰ γὰρ ἑκὼν τοῦτο πράσσω, μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων, οἰκονομίαν πεπίστευμαι.
Α Κορ. 9,17 Διότι εάν κάμνω αυτό το έργον από ιδικήν μου καλήν διάθεσιν και πρωτοβουλίαν, χωρίς να μο έχη δοθή από κανένα τέτοια εντολήν, τότε θα είχα το δικαίωμα να ζητώ μισθόν. Εάν όμως το κάμνω όχι από ιδικήν μου πρωτοβουλίαν, αλλ’ ως εντολήν, τότε είμαι ένας οικονόμος, στον οποίον ο Κυριος έχει εμπιστευθή την διαχείρησιν αυτής της πνευματικής εξουσίας.
Α Κορ. 9,18 τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
Α Κορ. 9,18 Ποίος λοιπόν είναι ο μισθός μου και η καύχησίς μου εις την περίστασιν αυτήν; Είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιον του Χριστού και ως ανεκτίμητον αξίαν να το προσφέρω στους ακροατάς μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνας δια την συντήρισίν μου· και έτσι να μη κάμνω καμμίαν απολύτως χρήσιν του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιον.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας η΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μτθ. ις΄ 1-6).
Ματθ. 16,1 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι πειράζοντες ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς.
Ματθ. 16,1 Τοτε οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (που ήσαν άσπονδοι εχθροί μεταξύ των, αλλά τους ήνωσε το κοινόν μίσος τους κατά του Χριστού) προσήλθαν στον Ιησούν και του εζητούσαν επιμόνως να δείξη εις αυτούς θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημείον ότι αυτός έχει σταλή από τον ουράνιον Πατέρα. (Εζητούσαν δε αυτό, όχι διότι θα επίστευαν, αλλά δια να πειράξουν τον Ιησούν και τον εκθέσουν ενώπιον του λαού).
Ματθ. 16,2 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία· πυῤῥάζει γὰρ ὁ οὐρανός·
Ματθ. 16,2 Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “όταν βραδιάση, λέγετε· Θα έχωμεν καλοκαιρίαν, διότι είναι κοκκινωπός ο ουρανός.
Ματθ. 16,3 καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· πυῤῥάζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός. ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι;
Ματθ. 16,3 Και το πρωί βλέπετε προς την ανατολήν και λέγετε· σήμερα θα είναι κακοκαιρία, διότι ο ουρανός είναι κόκκινος και νεφελώδης. Υποκριταί, ξέρετε να διακρίνετε τα φαινόμενα του ουρανού, τα δε σημεία των καιρών, δηλαδή τα θαύματα που κάνω εγώ, που μαρτυρούν ότι έχουν φθάσει αι ημέραι του Μεσσίου, δεν ημπορείτε να τα διακρίνετε;
Ματθ. 16,4 γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθε.
Ματθ. 16,4 Γενεά πονηρή και άπιστη ζητεί με επιμονήν θαύμα· και άλλο θαύμα δεν θα δοθή εις αυτήν, παρά μόνον το του Ιωνά του προφήτου”. Τους εγκατέλειψε δε με αγανάκτησιν και έφυγε.
Ματθ. 16,5 Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους λαβεῖν.
Ματθ. 16,5 Οταν δε ήλθαν οι μαθηταί στο απέναντι μέρος της λίμνης, αντελήφθησαν ότι είχαν λησμονήσει να πάρουν μαζή τους άρτους.
Ματθ. 16,6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων.
Ματθ. 16,6 Ο δε Ιησούς τους είπε· “κυττάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/01.%20Math.htm