Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Σαβ. κβ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Β΄ Κορ. ε΄ 1-10).

Β Κορ. 5,1 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Β Κορ. 5,1 Δια τούτο ούτε καταβαλλόμεθα ούτε αποκάμνομεν από τας θλίψεις, τους κινδύνους και τας ταλαιπωρίας. Διότι γνωρόζομεν καλά ότι, εάν η επίγειος κατοικία της ψυχής μας, σαν προσωρινή σκηνή που είναι, διαλυθή από τον θάνατον, έχωμεν άλλην οικοδομήν ετοιμασμένην από τον Θεόν, οικίαν που δεν την έχουν κάμει ανθρώπινα χέρια, δηλαδή το αθάνατον και ένδοξον σώμα μας, που θα είναι αιώνιον στους ουρανούς.

Β Κορ. 5,2 καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες,

Β Κορ. 5,2 Διότι πράγματι στούτο το σκήνος, το φθαρτόν και ταλαιπωρημένον σώμα, στενάζομεν, επιθυμούντες με πολύν πόθον και λαχτάραν να φορέσωμεν επάνω μας, σαν άλλο πολυτιμόταστον ένδυμα, την ένδοξον κατοικίαν μας, η οποία θα μας δοθή από τον ουρανόν, δηλαδή το άφθαρτον και ακατάλυτον και ένδοξον νέον σώμα.

Β Κορ. 5,3 εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα.

Β Κορ. 5,3 Εάν βέβαια έστω και σαν ένδυμα φορέσωμεν αυτό το νέον σώμα, δεν θα ευρεθώμεν πλέον γυμνοί.

Β Κορ. 5,4 καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ᾿ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾿ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς.

Β Κορ. 5,4 Διότι ημείς που είμεθα και ζώμεν στο φθαρτόν τούτο σώμα, στενάζομεν σαν να είμεθα φορτωμένοι βαρύ φορτίον, όχι διότι θέλομεν να εκδυθώμεν το σώμα και να απαλλαγώμεν από αυτό, αλλά διότι θέλομεν να φορέσωμεν επάνω μας το αθάνατον σώμα, δια να απορροφηθή και εξαφανισθή εντελώς η θνητότης του σώματος και μεταστοιχειωθή το φθαρτόν τούτο σώμα υπό της αιωνίου και αφθάρτου ζωής του άλλου, ώστε να γίνη άφθαρτον.

Β Κορ. 5,5 ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος.

Β Κορ. 5,5 Εκείνος δε, ο οποίος μας εδημιούργησε δι’ αυτό τούτο, δια να ενδυθώμεν δηλαδή το άφθαρτον σώμα, είναι αυτός ο Θεός, ο οποίος μας έδωσε από τώρα σαν εγγύησιν και βεβαίαν υπόσχεσιν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, του χορηγού της ζωής.

Β Κορ. 5,6 Θαῤῥοῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου·

Β Κορ. 5,6 Παντοτε, λοιπόν, έχομεν θάρρος και ελπίδα και γνωρίζομεν καλά, ότι κατά το διάστημα, κατά το οποίον μένομεν στο σώμα τούτο, είναι σαν να έχωμεν ξενητευθή από τον Κυριον.

Β Κορ. 5,7 διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους·

Β Κορ. 5,7 Διότι την παρούσαν ζωήν την διερχόμεθα με πίστιν, χωρίς και να βλέπωμεν με τρόπον αισθητόν κατά πρόσωπον τον Κυριον.

Β Κορ. 5,8 θαῤῥοῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον.

Β Κορ. 5,8 Εχομεν δε ακλόνητον θάρρος και πολύ προτιμώμεν να εκδημήσωμεν από το σώμα αυτό και να μείνωμεν δια παντός πλησίον του Κυρίου.

Β Κορ. 5,9 διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι.

Β Κορ. 5,9 Δι’ αυτό και προσπαθούμεν με κάθε φιλοτιμίαν να είμεθα ευάρεστοι στον Θεόν, είτε ευρισκόμεθα στο φθαρτόν αυτό σώμα είτε αναχωρούμεν από αυτό δια τον ουρανόν κατά την ώραν του θανάτου.

Β Κορ. 5,10 τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν.

Β Κορ. 5,10 Διότι όλοι μας θα παρουσιασθώμεν οπωσδήποτε μπροστά στο βήμα του Χριστού, ολοφάνεροι και ξέσκεποι, δια να αποκομίση και απολαύση ο καθένας, ανάλογα με όσα δια του σώματος έπραξε, είτε αγαθά είτε κακά.

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Σαβ. η΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. θ΄ 37-43).

Λουκ. 9,37 Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς.

Λουκ. 9,37 Κατά δε την επομένην ημέραν, όταν κατέβηκαν από το όρος, συνήντησε τον Ιησούν πολύς λαός.

Λουκ. 9,38 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου ἀνεβόησε λέγων· διδάσκαλε, δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής μοί ἐστι·

Λουκ. 9,38 Και ιδού, ένας άνθρωπος από το πλήθος εφώναξε και είπε· “διδάσκαλε, θερμώς παρακαλώ, ρίξε ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας στον υιόν μου, διότι μου είναι μονογενής.

Λουκ. 9,39 καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης κράζει καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ, καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ συντρίβον αὐτόν·

Λουκ. 9,39 Και ιδού τον κυριεύει από καιρού εις καιρόν πονηρόν πνεύμα και έξαφνα κραυγάζει και τον συγκλονίζει με σπασμούς εις όλον το σώμα και με αφρούς στο στόμα και με δυσκολίαν φεύγει από αυτόν, αφού προηγουμένως τον συντρίψη.

Λουκ. 9,40 καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν.

Λουκ. 9,40 Και παρεκάλεσα τους μαθητάς σου, να το διώξουν και δεν ημπόρεσαν”.

Λουκ. 9,41 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν; προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε.

Λουκ. 9,41 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά, που παρ’ όλα τα θαύματα τα οποία είδες, είσαι ακόμη άπιστος και από την κακκίαν σου διεστραμμένη, έως πότε θα είμαι μαζή σας και θα σας ανέχωμαι; Φερε το παιδί σου εδώ”.

Λουκ. 9,42 ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔῤῥηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ.

Λουκ. 9,42 Ενώ δε ο νέος προσήρχετο στον Ιησούν, τον επέταξεν κάτω με ορμήν το δαιμόνιον και τον συνεκλόνισε με σπασμούς. Ο Ιησούς όμως επέπληξε και έδιωξε το ακάθαρτον πνεύμα, εθεράπευσε το παιδί και το παρέδωσε στον πατέρα του εντελώς υγιές.

Λουκ. 9,43 ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ. Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·

Λουκ. 9,43 Και κατελαμβάνοντο όλοι από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν, δια την μεγαλειότητα του Θεού, όπως εφαίνετο με τα καταπληκτικά αυτά θαύματα. Ενώ δε όλοι εθαύμαζαν με όλα όσα έκαμεν ο Ιησούς, είπε προς τους μαθητάς του,

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm