Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Ἀναστάσεως
Πρόκειται
γιὰ τὸν Ναὸ τοῦ Παναγίου Τάφου, ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε στὸν
τόπο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τὸ Ναὸ αὐτὸ ἐγκαινίασε κατὰ τὸ ἔτος 330.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὡς τοῦ ἄνω στερεώματος τὴν εὐπρέπειαν, καὶ τὴν κάτω συναπέδειξας
ὡραιότητα, τοῦ ἁγίου σκηνώματος τῆς δόξης σου, Κύριε. Στερέωσον αὐτὸ εἰς
αἰῶνα αἰῶνος, καὶ πρόσδεξαι ἡμῶν, τὰς ἐν αὐτῷ ἀπαύστως, προσαγομένας
σοι δεήσεις, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἡ πάντων ζωὴ καὶ ἀνάστασις.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ Ἐκκλησία, ἀνεδείχθη ἅπαντας, φωταγωγοῦσα τοὺς
πιστούς· ἐν ᾧ ἑστῶτες κραυγάζομεν· Τοῦτον τὸν οἶκον, στερέωσον Κύριε.
Μεγαλυνάριον.
Αἵματί σου Λόγε ζωοποιῷ, ἁγιαζομένη, Ἐκκλησία σου ἡ σεπτή, οἶκόν σοι
καινίζει, τῇ σῇ ἐπισκιάσει, εἰς δόξαν τῆς σῆς θείας, μεγαλειότητος.
Προεόρτια Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ
Προεόρτια τῆς μεγάλης Ἑορτῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς, ἡ οὐράνιος κλῖμαξ, ὁ ἄχραντος Σταυρός, ἡ πηγὴ τῶν
χαρίτων, χερσὶν ἐμφανίζεται, Ἱερέων ὑψούμενος. Δεῦτε ἅπαντες, ἐν καθαρᾷ
τῇ καρδίᾳ, προεόρτιον, τούτῳ προσάξωμεν αἶνον, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ
Σταυρὸς ὁ τίμιος προανατέλλων, προκαθαίρει ἅπαντας, καὶ ἁγιάζει
μυστικῶς, ὃν διανοίας εὐθύτητι, ἐτοιμασθῶμεν, πιστῶς ὑποδέξασθαι.
Μεγαλυνάριον.
Ὕδατι
νιψώμεθα ἀρετῶν, καρδίας καὶ χείλη, καὶ τὰ πρόσωπα ἀδελφοί, ἵνα τοῦ
Σωτῆρος, Σταυρὸν τὸν ζωηφόρον, ὅλως κεκαθαρμένοι, ὑποδεξώμεθα.
Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ἦταν Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ θεοσεβούμενος.
Προσῆλθε στὸν χριστιανισμὸ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ
ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει περιοδεία γιὰ νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος τὸν
χριστιανισμό.
Δίδαξε στὴ Φοινίκη, Κύπρο, Ἀντιόχεια καὶ Ἔφεσσο.
Στὴν Σκήψη τῆς Μυσίας χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Χάρη στὴν θαρραλέα
ὁμολογία του ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολάτρες, τὸ ἔργο τοῦ ἦταν καρποφόρο.
Αὐτὸ προκαλεῖ θύελλα ἀντιδράσεων ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἔτσι ὁ ἔπαρχος
Δημήτριος τὸν συλλαμβάνει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ναὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ
ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν γεμάτος καὶ τὸν πιέζει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος
βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅσους ἦταν ἐκεῖ, καὶ νὰ
προαναγγείλει ἕνα σεισμὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ πάθαιναν τίποτα ὁ ἔπαρχος
Δημήτριος, ἡ γυναίκα του, καὶ ὁ γιὸς του ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναό.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὅσοι ἦταν στὸ ναὸ σκοτώθηκαν ἐκτὸς τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἔπαρχου ποὺ βαπτίστηκαν χριστιανοί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Δικαιοσύνης διαπρέπων τοῖς ἔργοις, τὸν φωτισμὸν τῆς εὐσεβείας ἐδέξω, καὶ
Ἀποστόλων σύμπονος ἐδείχθης ἀληθῶς· τούτοις κοινωνήσας γάρ, δι’ ἐνθέων
ἀγώνων, τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, ἀνεκήρυξας πᾶσι· μεθ’ ὧν δυσώπει,
σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Κορνήλιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀπαρχὴν ἁγίαν σε ἡ Ἐκκλησία, ἐξ ἐθνῶν ἐδέξατο, καταφωτίζουσαν αὐτήν, ταῖς ἐναρέτοις σου πράξεσιν, Ἱερομύστα θεόφρον Κορνήλιε.
Μεγαλυνάριον.
Πέτρου ταῖς ἀκτῖσι καταυγασθείς, ὁμότροπος ὤφθης, Ἀποστόλων καὶ μιμητής·
τὸν τῆς ἀληθείας, διέσπειρας γὰρ λόγον, Κορνήλιε θεόφρον, ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ Ἅγιος Στράτων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὴ Βιθυνία καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα καὶ
βασανίστηκε μὲ διάφορα βασανιστήρια. Ἔπειτα ἔδεσαν τὰ χέρια του ἀπὸ τὰ
κλαδιὰ δυὸ κέδρων, ποὺ λύγισαν μέχρι τὸ ἔδαφος. Κατόπιν τοὺς ἔλυσαν μὲ
ἀποτέλεσμα ὁ Ἅγιος νὰ διαμελιστεῖ στὰ δυό. Αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια του
τυράννου Λικινίου (315).
(Ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 9η Σεπτεμβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Κρονίδης, Λεόντιος, Σεραπίων, Γορδιανός, Σέλευκος,
Μακρόβιος, Οὐαλέριος (ἢ Οὐαλεριανός), Λουκιανός, Ζωτικὸς καὶ Ἡλεῖ οἱ
Μάρτυρες
Ὅλοι πῆραν τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς δόξας τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. ἐπὶ βασιλείας Λικινίου.
Ὁ Κρονίδης, διάκονος στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἦταν πολὺ μορφωμένος, ταλαντοῦχος
διδάσκαλος μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ ζῆλο, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ πρωτομάρτυρα
Στεφάνου.
Ὁ Λεόντιος καὶ ὁ Σεραπίων ἦταν διακεκριμένοι μαθητές του, ἕτοιμοι ὅπως
καὶ ὁ διδάσκαλός τους νὰ πάθουν τὰ πάντα γιὰ τὸ Χριστό. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Κάποια μέρα, ἐνῶ ἔδιναν λαμπρὴ ἀπολογία γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη μπροστὰ
στοὺς εἰδωλολάτρες, αὐτοὶ ἐκνευρισμένοι τοὺς κακοποίησαν ἄγρια μὲ
πέτρες καὶ ρόπαλα. Κατόπιν τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ
θάλασσα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ἅγιες ψυχές τους.
Οἱ Ἅγιοι Γορδιανός, Σέλευκος καὶ Μακρόβιος, μαρτύρησαν στὴ Γαλατία. Ἀφοῦ
ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, οἱ ἄπιστοί τοὺς ἔριξαν τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία.
Ὁ Οὐαλέριος, ἀδελφικὸς φίλος τῶν τριῶν προηγουμένων μαρτύρων, ἀπουσίαζε
ὅταν ἐκεῖνοι μαρτύρησαν, ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε πῆγε στὸν τάφο τους, ὅπου
τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πεθάνει.
Ὁ Στράτων παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὴν Βιθυνία, ἀφοῦ τοῦ ἔσχισαν τὰ σκέλη.
Τέλος, ὁ Λουκιανός, ὁ Ζωτικὸς καὶ ὁ Ἡλεῖ, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ πότισαν μὲ
τὸ αἷμά τους τὴν πόλη τῶν Τομέων μὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα Μαξίμου.
Ὁ Ἅγιος Ἀριστείδης ὁ Μάρτυρας
Ἦταν Ἀθηναῖος εὐπατρίδης, φιλόσοφος ἐξ ἐνδόξου ἀθηναϊκοῦ γένους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα ἐπὶ αὐτοκρατορίας Ἀδριανοῦ.
Ὁ Ἱερώνυμος ἔγραψεν ἐγκώμιον ἐξυψῶν αὐτὸν ὡς Ἰσαπόστολον. Ἐμυήθη τὴν
εὐσέβειαν εἰς Χριστόν, παρὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰεροθέου.
Ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀδριανὸν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν διωκωμένων Χριστιανῶν.
Ἐδιώχθη καὶ ἐπειδὴ ἔλειπεν ὁ Ἀδριανὸς μετέβη εἰς τὴν Ρώμην καὶ
ἀπηλογήθη.
Κατόπιν μετεφέρθη εἰς Ἀθήνας ὅπου ἐμαρτύρησεν, κρεμασθεῖς εἰς τὴν κοίλην
της ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὴν 13ην Σεπτεμβρίου τοῦ 120 μ.Χ. κατὰ τὸ
παλαιὸν συναξάριον τὸ ὁποῖον μετεφράσθη εἰς τὰ λατινικὰ παρὰ τοῦ
Ἱερωνύμου.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν τῷ Ἀτρώᾳ (κατ’ ἄλλους “ὁ ἐν τῇ Ἀγρέᾳ”)
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Νικηφόρου τοῦ Α’ (802 – 811) καὶ Σταυρακίου (784 – 806).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε κλήση στὴ μοναχικὴ ζωή.
Πῆγε στὴν Ἀτρώα τῆς Βιθυνίας, ὅπου πέρασε τὴν ζωή του μὲ αὐστηρότατη
ἄσκηση καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰερόθεος ὁ Νέος
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε κατὰ
τὸ ἔτος 1686 στὴν Καλαμάτα τῆς Πελοποννήσου, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ
εὐσεβεῖς, τὸν Δῆμο καὶ τὴν Ἀσημίνα.
Ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1745.
Ο Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει: «Τοῦτον τὸν Ὅσιον
κατέταξεν εἰς τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὁ Νικόδημος, εὔρων φανταστικὸν
αὐτοῦ βίον (ἰδὲ Νέον Ἐκλόγιον) μετὰ θαυμάτων συνοδευόμενον, γραφέντα
ὑπὸ φανατικοῦ φίλου τοῦ Ἰεροθέου».
Ὁ Ἅγιος Μέλετος Πηγᾶς
Ὑπῆρξε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (1590 – 1601) καὶ μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ
προσωπικότητα τοῦ 16ου αἰώνα. Ἐχρημάτισε καὶ τοποτηρητὴς τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ χαλεποὺς καιροὺς (1597 – 1598).
Γεννήθηκε τὸ 1549 στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης ἀπὸ εὐκατάστατη καὶ εὐσεβῆ
οἰκογένεια, ἔλαβε ἀξιόλογη ἐγκύκλιο μόρφωση καὶ συνέχισε τὶς ἀνώτερες
σπουδές του στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παταβίου. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του,
ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο στὴ μονὴ Ἀγκαράθου τῆς Κρήτης, στὴν ὁποία
ἡγούμενος ἦταν ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566 –
1590). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἀγκαράθου μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ
Σιλβέστρου, ἀγωνίστηκε μὲ ζῆλο ἐναντίον τῆς λατινικῆς προπαγάνδας.
Σύντομα ἀναφέρεται ὡς κληρικὸς καὶ πρωτοσύγκελος τοῦ πατριαρχείου
Ἀλεξανδρείας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σιλβέστρου, χειροτονήθηκε πατριάρχης
Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ (5 Αὐγούστου 1590).
Ἀγωνίστηκε μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὀρθόδοξες σχέσεις καὶ τὰ
διεκκλησιαστικὰ προβλήματα. Περιόρισε τὰ χρέη τοῦ πατριαρχείου,
ἀνοικοδόμησε μὲ τὴ συνδρομὴ καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἱερεμία νέο
πατριαρχικὸ οἶκο καὶ ἔλυσε πολλὰ ἀπὸ τὰ πιεστικὰ προβλήματα τοῦ
πατριαρχείου, ὡς τὸν πρόωρο θάνατό του σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν (†1601).
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)