ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ – Ἀποστόλου, Σαβ. δ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ιβ΄ 1-11).
Πραξ. 12,1 Κατ᾿ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας.
Πραξ. 12,1 Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους κακοποιήση.
Πραξ. 12,2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ.
Πραξ. 12,2 Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον, αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου.
Πραξ. 12,3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων·
Πραξ. 12,3 Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα.
Πραξ. 12,4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.
Πραξ. 12,4 Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν, παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως, επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού.
Πραξ. 12,5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.
Πραξ. 12,5 Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή δι’ αυτόν στον Θεόν.
Πραξ. 12,6 Ὅτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.
Πραξ. 12,6 Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν εφρουρούσαν την φυλακήν.
Πραξ. 12,7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.
Πραξ. 12,7 Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.
Πραξ. 12,8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
Πραξ. 12,8 Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος· “φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”.
Πραξ. 12,9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν.
Πραξ. 12,9 Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα.
Πραξ. 12,10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Πραξ. 12,10 Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν, ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και ανοίχθηκε δι’ αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος.
Πραξ. 12,11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.
Πραξ. 12,11 Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνη”.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ – Τρίτης ις΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. ζ΄ 5-16).
Μαρκ. 7,5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον;
Μαρκ. 7,5 Επειτα ερώτησαν τον Κυριον οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς· “διατί οι μαθηταί σου δεν συμμορφώνονται με την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, αλλά τρώγουν το ψωμί με άπλυτα χέρια;”
Μαρκ. 7,6 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν Ἡσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·
Μαρκ. 7,6 (Οι Φαρισαίοι επρόσεχαν τους τύπους και όχι την ουσίαν, την εξωτερικήν συμπεριφοράν και όχι την εσωτερικήν αγνότητα, επινοήσεις ανθρώπων και όχι τας εντολάς του Θεού). Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε ότι “πολύ ορθά επροφύτευσε για σας τους υποκριτάς ο προφήτης Ησαΐας, όπως έχει γραφή· Αυτός ο λαός με τιμά μόνον, με τα χείλη, ενώ η καρδιά των απέχει πολύ από εμένα.
Μαρκ. 7,7 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.
Μαρκ. 7,7 Ανώφελα δε και χαμένα με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες που είναι εντολαί ανθρώπων και όχι ιδικαί μου.
Μαρκ. 7,8 ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.
Μαρκ. 7,8 Διότι σεις αφήσατε την εντολήν του Θεού και κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, δηλαδή πλυσίματα κανατιών και ποτηριών και άλλα πολλά τέτοια και παρόμοια τηρείτε”.
Μαρκ. 7,9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε.
Μαρκ. 7,9 Και έλεγεν εις αυτούς· “πολύ εύκολα με την ιδέαν ότι καλώς πράττετε, παραβαίνετε την εντολήν του Θεού δια να τηρήσετε την παράδοσί σας.
Μαρκ. 7,10 Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω·
Μαρκ. 7,10 Διότι ο Μωϋσής είπε· τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που κακολογεί τον πατέρα η την μητέρα, να καταδικάζεται εις θάνατον.
Μαρκ. 7,11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς,
Μαρκ. 7,11 Σεις όμως λέγετε· ένας άνθρωπος είναι αδέσμευτος απέναντι των γονέων του, εάν πη στον πατέρα του η την μητέρα του, ότι αυτό που θέλεις να πάρης από εμέ δια την εξυπηρέτησίν σου είναι κορβάν, δηλαδή ιερόν δώρον και αφιέρωμα στον Θεόν.
Μαρκ. 7,12 καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ,
Μαρκ. 7,12 Και δεν τον αφίνετε πλέον αυτόν να κάμη τίποτε δια την εξυπηρέτησιν του πατρός του η της μητρός του, όπως διατάσσει ο νόμος του Θεού.
Μαρκ. 7,13 ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε. καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.
Μαρκ. 7,13 Και έτσι αχρηστεύετε τον λόγον του Θεού με την παράδοσίν σας, την οποίαν έχετε παραδώσει στον λαόν. Και πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε”.
Μαρκ. 7,14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε.
Μαρκ. 7,14 Και αφού προσεκάλεσε όλον τον λαόν, έλεγεν εις αυτούς· “ακούστε όλοι αυτό, που θα σας πω και καταλάβετέ το καλά.
Μαρκ. 7,15 οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον.
Μαρκ. 7,15 Τιποτε από όσα εισέρχονται απ’ έξω ως τροφή στον άνθρωπον δια του σώματος, δεν ημπορεί να κάμη τον άνθρωπον βέβηλον και ακάθαρτον απέναντι του Θεού. Αλλά όσα βγαίνουν από ακάθαρτον καρδίαν, αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπον.
Μαρκ. 7,16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
Μαρκ. 7,16 Οποιος έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του και καλήν διάθεσιν δια να ακούη, ας ακούη”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/02.%20Mark.htm