Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφημία, Εὐφρασία, Ἰουλιανή, Θεοδοσία, Κλαυδία καὶ Ματρώνη Μάρτυρες ἐν Ἀμινσῷ (ἑορτὴ Θεοδοσία)
Οἱ
Ἁγίες ἑπτὰ Μάρτυρες ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα
Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) στὴν πόλη Ἀμινσό, ὅταν ξεσηκώθηκε μεγάλος
διωγμὸς κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό.Οἱ Ἁγίες συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀμινσοῦ, ποὺ ἦταν
εἰδωλολάτρης. Καὶ ὅταν στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι
Χριστιανὲς καὶ τὸν ἔλεγξαν μὲ παρρησία, ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσαν σκληρὸ καὶ
ἄδικο καὶ ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίσθηκε.Τότε ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὶς τοποθέτησαν σὲ δημόσιο μέρος γιὰ θέαμα, ὅπου
ἄρχισαν νὰ τὶς χτυποῦν μὲ ραβδιά. Στὴν συνέχεια ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς
αὐτῶν μὲ ξίφη καί, ἀφοῦ τὶς κρέμασαν, τὶς ἔγδαραν τόσο πολύ, ὥστε
φάνηκαν τὰ ἔντερά τους. Τέλος, τὶς ἔριξαν σὲ μεγάλο καμίνι φωτιᾶς καί,
ἐνῷ ἔψαλλαν καὶ προσεύχονταν στὸν Θεό, παρέδωσαν τὶς ψυχές τους.Τὸ μαρτύριό τους ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 303-305 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀββάδες Μαῦροι, οἱ ἐν τὴ μονὴ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντες

Οἱ
Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἀσκήτευαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν περιοχὴ
τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ διάφορα μέρη. Ὅμως
Ἄραβες λῃστὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς καὶ συνέλαβαν τοὺς Πατέρες
αὐτῆς, ποὺ δὲν μπόρεσαν ἢ δὲν θέλησαν νὰ φύγουν.

Καὶ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν
μὲ διάφορους τρόπους, γιὰ νὰ ὑποδείξουν στοὺς λῃστὲς τοὺς κρυμμένους
θησαυροὺς τῆς μονῆς, τοὺς θανάτωσαν. Ἄλλους τούς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους
τοὺς τεμάχισαν καὶ ἄλλους τοὺς κατατρύπησαν μὲ τὰ ξίφη τους.

Καὶ μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπο, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ προσευχόμενοι, παρέδωσαν οἱ
Ἅγιοι τὶς μακάριες ψυχές τους στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωὴ
τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ τὴν ὁποία ὑπέμειναν πρόθυμα τοὺς μακροὺς
ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καὶ τὸ μαρτύριο τῆς ἐπίπονης ἀθλήσεως.

Τὴν φρικτὴ ἐκείνη σφαγὴ περιέγραψαν, ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης
(τιμᾶται 13 Ἰουλίου), ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὁ
Ὅσιος Ἀντίοχος ὁ Πάνδεκτος (τιμᾶται 24 Δεκεμβρίου). Μεταξὺ τῶν ἁγίων
Ἀββάδων ἀναφέρεται καὶ ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς τοῦ Σωτῆρος ἁγιόλεκτοι ἄρνες, ἐξωρμημένοι ἐκ χωρῶν διαφόρων, τὴ
Ποίμνη συνεδράμετε Σάββα τοῦ σοφοῦ, ὅθεν θανατούμενοι, ἀπηνεία βαρβάρων,
χαίροντες ἀνήλθετε, πρὸς οὐράνιον μάνδραν, καθάπερ Ὅσιοι καὶ Ἀθληταί,
ἐκδυσωποῦντες, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν

Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἔπαρχος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκύλας τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουὴλ ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐμμανουὴλ τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων τελειώθηκε μὲ χτυπήματα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Ροδιανὸς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ροδιανὸς τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἐκ Βρετανίας


Ὅσιος Κουθβέρτος γεννήθηκε στὸ Λάντερντεϊλ τὸ ἔτος 634 μ.Χ. καὶ σὲ
μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μία βραδιὰ τοῦ 651 μ.Χ., καθὼς βρισκόταν
στοὺς λόφους κοντὰ στὴ μονὴ Λίντισφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα.

Εἶδε τὴν ψυχὴ ἐνὸς ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μέσα σὲ ὑπερκόσμιο
φῶς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες πληροφορήθηκε γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου
Ἀϊδανοῦ, κτήτορα τῆς μονῆς καὶ κατάλαβε ποιὸν ἀφοροῦσε τὸ ὅραμα ποὺ
εἶδε. Ὁ δεκαεπτάχρονος Κουθβέρτος μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ γίνει
μοναχός. Γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὴ μονὴ Μέλροουζ καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ἅγιο
Ἰάτα (τιμᾶται 26 Ὀκτωβρίου).

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς διαφάνηκε ἡ ἱεραποστολικὴ διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, ποὺ
τὸν ὠθοῦσε σὲ διάφορες ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του εἴτε ὡς
συνοδὸ τοῦ Γέροντά του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς πιὸ
ἀπομακρυσμένες καὶ δυσπρόσιτες περιοχές.

Τὸ ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰάτα, γιὰ νὰ
ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καὶ ἵδρυσε μονὴ στὸ Ράιπον,
συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ
Ἅγιος Κουθβέρτος. Καθὼς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας συγκλονιζόταν ἀπὸ
τὴν διαμάχη γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καὶ Κουθβέρτος
ἐπέστρεψαν στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς τους, στὸ Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος
Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.

Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Γουίντμπι καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς
παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν (τιμᾶται 8 Αὐγούστου), σὲ
ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς Κελτικῆς παραδόσεως σχετικὰ
μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπική του ἕδρα καὶ
ἀποσύρεται στὴν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νὰ γίνει
Ἐπίσκοπος Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῷ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς
Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος.

Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν εὔκολα. Τὰ
πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νὰ συμφιλιώσει τὶς δυὸ
ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στὸ μοναστῆρι καὶ νὰ συνεχίσει τὴ
ἱεραποστολική του δράση.

Ὁ παροιμιώδης πραότητά του, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νὰ
διασφαλίσουν τὴν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτὴ τὴν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ
Ὅσιος ποὺ ἦταν ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε
καταφύγιο σὲ μία βραχονησίδα κοντὰ στὸ μοναστῆρι. Μέχρι σήμερα σῴζονται
σὲ αὐτὸ τὸ νησάκι τὰ ἴχνη τοῦ κελιοῦ του, στὴν θέση τοῦ ὁποίου βρίσκεται
ἕνας ξύλινος σταυρός.

Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, ὁ Ὅσιος λαχταροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν
ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτὴ ἡ δίψα τὸν ἔκανε νὰ ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στὴ
νησιωτικὴ ἔρημο τῶν νησιῶν Φέιρν. Διάλεξε τὸ νησὶ Ἴννερ Φέιρν, ἑπτὰ
μίλια νοτιότερα  τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικὰ
τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.

Στὴν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέιρν, ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδικὴ συντροφιὰ τὰ
θαλασσοπούλια καὶ κυρίως μία ράτσα ἀγριόπαπιας ποὺ ζεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁποία ὁ
Ὅσιος μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ φρόντιζε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε θεωρεῖται καὶ ὁ
πρῶτος ποὺ καθιέρωσε στὴν Βρετανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τὸ
σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τὰ ἄφθονα δάκρυά του κατὰ τὴν προσευχή, ἡ
αὐστηρή του νηστεία, ποὺ θύμιζε τοὺς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος,
τὸ προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τὸ ἀπόμακρο ἐρημικὸ νησί, τόπο εὐλογίας
γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο γιὰ νὰ διδαχθοῦν ἡ νὰ
θεραπευθοῦν σωματικὰ καὶ ψυχικά.

Ὅσο αὐτὸς κρυβόταν στὴν ἔρημο,
ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καὶ διακρίσεις, τόσο ὁ λαὸς λαχταροῦσε νὰ τὸν
συναντήσει καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά του.

Τὸ ἔτος 684 μ.Χ., στὴν Σύνοδο τοῦ Τάιφορτ, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Ἔξαμ.
Στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ μία ὁμάδα ἀπὸ Ἐπισκόπους,
κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ.

Τοῦ ἀνακοίνωσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ
ἐρημίτης τῆς Φέιρν ἀρνήθηκε νὰ ἀποχωριστεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ
βασιλέας καὶ ἡ συνοδεία του τὸν πίεσαν. Μέσα του πάλευαν ἡ ἡσυχία καὶ ἡ
ὑπακοή. Νίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685
μ.Χ., χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο
Καντουαρίας τὸν ἐκ Ταρσοῦ (τιμᾶται 19 Σεπτεμβρίου). Μετὰ ἀπὸ λίγο
μετατίθεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει
τὴν δική του.

Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δυὸ χρόνια. Κατὰ τὴν ἀρχιερατεῖα
του στήριξε, παρηγόρησε, δίδαξε, προφήτευσε καὶ θαυματούργησε. Ταξίδεψε
στὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ποίμνιό του
ποὺ τὸ θέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτὲ ὅμως δὲν ξέχασε τὴν
ἀγαπημένη του ἔρημο.

Δυὸ μῆνες πρὶν τὴν κοίμησή του προεῖδε τὸν θάνατό
του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Λίντισφρεϊν
γιὰ τὸ ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχὸς τὸν ρώτησε πότε θὰ ἐπιστρέψει καὶ ὁ
Ὅσιος προφητικὰ τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θὰ ξαναφέρετε τὸ σῶμα μου ἐδῶ».


Ἅγιος Βεδέας (τιμᾶται 27 Μαΐου) διασῴζει τὰ τελευταία του λόγια: «Νὰ
ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καὶ θεῖο ἔλεος».

Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 687 μ.Χ., σὲ ἡλικία
πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στὸ μοναστῆρι τοῦ
Λίντισφρεϊν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετὰ
ἀπὸ ἕνδεκα χρόνια τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο. Μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ
τῶν Βίκινγκς, τὸ ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας
τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καὶ Ὀσβάλδου (τιμᾶται 9 Αὐγούστου) καὶ
τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στὸ Ντάραμ, ὅπου τὰ
τοποθέτησαν στὸν ἀνεγερθέντα καθεδρικὸ ναό.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἦταν ἄνδρας
εὐσεβὴς καὶ πρόμαχος τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξελέγη
Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του
διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία του καὶ ἔγινε περιάκουστος
στὰ εὐαγγελικὰ ἔργα καὶ λόγια.

Ἐπὶ τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως ἐπὶ βασιλείας Λέοντος Ε’ τοῦ Ἰσαύρου (813-820
μ.Χ.) πιέσθηκε νὰ προχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν εἰκονοκλαστῶν, ἀλλὰ μὲ
παρρησία ἀρνήθηκε καὶ διεκήρυξε τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων,
ἀψηφώντας τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ μαρτύρια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίστηκε καί, μετὰ
ἀπὸ ἀσθένεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Ὁ Ἅγιος Λουαρσάβος βασιλέας τῆς Γεωργίας

Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 21η Ἰουνίου. Ἄγνωστο γιατί ἐπαναλαμβάνεται αὐτὴ τὴν ἡμέρα.

Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας


Ἱερομάρτυρας Εὐφρόσυνος (Σινοζέρσκιυ), κατὰ κόσμο Ἐφραίμ, γεννήθηκε σὲ
ἕνα χωριὸ τῆς Καρελίας, κοντὰ στὴν λίμνη Λάντοζσκοε, κατὰ τὸ δεύτερο
ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀρχικὰ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς
Φιλανδίας, ἔπειτα στὴν περιοχὴ    Ντολὸκ τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ τῆς
Ρωσίας καὶ στὴν συνέχεια κοντὰ στὴν λίμνη Σινίτσε.

Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στὴ μονὴ Οὐσπένσκι τῆς πόλεως Τιχβὶν καὶ τὸ
ἔτος 1600 ἄρχισε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ στοὺς ἄγριους βάλτους τῆς λίμνης
Σινίτσε. Ὁ Ὅσιος ἔσκαψε ἕνα σπήλαιο, τοποθέτησε ἕνα Σταυρὸ καὶ ἔζησε
ἐκεῖ δυὸ χρόνια.

Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα. Ὅταν οἱ χωρικοὶ ἀντιλήφθηκαν τὴν παρουσία
του, ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ νὰ τὸν συμβουλεύονται γιὰ
πνευματικὰ θέματα.

Τὸ ἔτος 1612 τὰ Πολωνικὰ στρατεύματα λεηλατοῦσαν τὴν Ρωσία. Πολὺς κόσμος
βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος προέβλεψε τὴν ἐπίθεση τῶν
Πολωνῶν στὴ μονή του καὶ προέτρεψε τοὺς ἀνθρώπους νὰ φύγουν. Καὶ ὅταν
τὸν ρώτησαν: «Ἐσύ, γιατί δὲν φεύγεις;» ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἐγὼ ᾖλθα
ἐδῶ νὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστό». Αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου
σώθηκαν. Ὅσοι παρέμειναν βρῆκαν τρομερὸ θάνατο.

Κοντὰ στὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ζοῦσε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰωνάς. Τρομαγμένος ἀπὸ τὴν
προφητεία τοῦ Ὁσίου θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ φύγει. Ὅμως ὁ Ὅσιος τὸν
σταμάτησε λέγοντας: «Ἀδελφὲ Ἰωνά, ὅταν θὰ ἀρχίσει ἡ μάχη, πρέπει νὰ
δείξουμε τὴν ἀνδρεία μας. Ἐμεῖς δώσαμε ὑπόσχεση νὰ ζήσουμε καὶ νὰ
πεθάνουμε ὡς ἐρημῖτες.

Ὀφείλουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ὑπόσχεση τὴν ὁποία δώσαμε στὸν Θεό. Μόνο ὁ
θάνατος φέρνει ἠρεμία. Ἄλλη περίπτωση οἱ λαϊκοί. Αὐτοὶ δὲν δεσμεύτηκαν
μὲ μοναχικὲς ὑποσχέσεις καὶ πρέπει νὰ προστατεύσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ
τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά τους».

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ὅσιος φόρεσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὅλη τὴ νύχτα
προσευχόταν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 20 Μαρτίου, οἱ Πολωνοὶ ἐπιτέθηκαν κατὰ
τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος φορώντας τὸ μοναχικὸ σχῆμα βγῆκε ἔξω καὶ στάθηκε
δίπλα στὸν Σταυρό, ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὅταν πρωτοπῆγε στὴν περιοχὴ
αὐτή. Οἱ ἐχθροὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο τὴν περιουσία τῆς μονῆς. «Ὅλη ἡ
περιουσία τῆς μονῆς καὶ ἡ δική μου, ἐπίσης, βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου», εἶπε ὁ Ἅγιος, ἐννοώντας τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό,
τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανένας νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ.

Οἱ κατακτητὲς δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια του καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χτύπησε
μὲ τὸ ξίφος στὸν λαιμό. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε νεκρός. Ὅταν οἱ Πολωνοί,
ὀργισμένοι ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν βρῆκαν τίποτε, γύρισαν, ὁ δήμιος τοῦ Ὁσίου,
σὰν νὰ μὴν ἦταν ἀρκετὸ τὸ πρῶτο θανατηφόρο χτύπημα, ἄνοιξε τὴν τίμια
κεφαλὴ τοῦ Ὁσίου μὲ τσεκοῦρι.

Στὴ μονὴ βρισκόταν, ἐπίσης καὶ ἕνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωάννης
Σουμά. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴ μονή, αὐτὸς βρισκόταν στὸ κελὶ τοῦ
Ὁσίου. Παρ’ ὅλα τὰ βαριὰ τραύματα ἔμεινε ζωντανὸς καὶ διηγήθηκε ἀργότερα
στὸν υἱό του αὐτὰ ποὺ συνέβησαν.

Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὶς 28 Μαρτίου καὶ
στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, μετὰ ἀπὸ τριάντα τέσσερα χρόνια,
κτίσθηκε ναὸς πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ
Μητροπολίτη Νόβγκοροντ  Μακαρίου, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1655, τὰ
ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου μετεκομίσθησαν κάτω ἀπὸ τὸ
κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο Κρήτης


Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ
σημερινὸ Ἡράκλειο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ὁ
πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ἦταν δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος.
Ὁ Ἅγιος ἦταν σεμνὸς καὶ σώφρων καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία καὶ
τὴν ἄσκηση.

Ἐργαζόμενος ὡς ράπτῃς στὸ Ἡράκλειο συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ
ὁποῖοι τὸν φθονοῦσαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία Τουρκοποῦλα. Στὸ
δικαστήριο ὁ Ἅγιος ἀπέρριψε ἀπολογούμενος τὴ συκοφαντία, ἀλλὰ ἐτέθη σὲ
αὐτὸν δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ θανάτου.

Ὁ Μάρτυρας Μύρων ἀποκρίθηκε μὲ παρρησία ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του,
ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστεῖ κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, καθ’ ὅσον γεννήθηκε Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν
τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ αὐτή, τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ὁ
Ἅγιος ἐπαναλάμβανε συνεχῶς ὅτι θέλει νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανός. Ἔτσι
καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο.

Λίγο πρὶν τὸ μαρτύριο, ὁ Μάρτυρας
Μύρων ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ πλησίασε τὸν πατέρα του.
Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐχή του
προσῆλθε πρὸ τῶν δημίων καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ
μαρτυρίου τὸ ἔτος 1793.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr