Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Ἦταν Καππαδόκης, σύγχρονός του Μ. Βασιλείου καὶ φίλος του.

Διακεκριμένος γιὰ τὴν  μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε
ἐπίσκοπος Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ
Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε.

Ὁ Ἀμφιλοχίας δὲν εἶχε κύρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ
κύρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές.

Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ
Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο
τῆς ἀληθείας.

Διότι στὸ ἔργο του, εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ
Ἀπ. Παύλου: «Σπούδασον σὲ αὐτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην
ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπ.
Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ
τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ
διδάσκει ὀρθὰ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.

Στὴν πρὸς Ἀμφιλοχία ἐπιστολὴ ὁ Μ. Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ
φυσιογνωμία τοῦ Ἀμφιλοχίου.

 Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ
γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη,
διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾶ, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο.

Ὁ Ἀμφιλοχίας συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 394.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς καθαρὸς μυηθεῖς, δογμάτων ὀρθότητος, φωτοειδεῖς
ἀστραπάς, ἐκλάμπεις τοῖς πέρασι· σὺ γὰρ τὴν ἐν Τριάδι, ὁμοούσιον φύσιν,
ἐκήρυξας ἀσυγχύτως, καθελὼν τὰς αἱρέσεις. Διό σε Ἱεράρχα  Ἀμφιλόχιε,
Χριστὸς ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος

Όρθοδοξίας ἀνεδείχθης σάλπιγξ εὔσημος

Καὶ αἰρέσεων καθεῖλες τὰς ἐπινοίας.

Τὴν Τριάδα ὁμοούσιον γὰρ Ὅσιε

Καὶ ὁμόθρονον τοῖς πᾶσιν ἀνεκήρυξας·

Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ἀμφιλόχιε.

Μεγαλυνάριον.

Ῥεῖθρα ἐκ χειλέων τὰ λογικά, θεορρημοσύνης, ἐπιρραίνων ὡς ἀληθῶς, ὤφθης
Ἐκκλησίας, πνευματικὴ νεφέλη· διό σε μεγαλύνει, ὦ Ἀμφιλόχιε.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἀκραγαντίνων

Γεννήθηκε
στὸν Ἀκράγαντα τῆς Σικελίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν
Χαρίτωνα καὶ τὴν Θεοδότη. Βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ποταμίωνα, ὁ
ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε, τὸν μόρφωσε καὶ τὸν κατάταξε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ
κλήρου, στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ρινότμητου (685 – 695).

Δεκαοκτὼ χρονῶν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ
χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο. Κατόπιν
ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ ἐκει στὴν Ρώμη, ὅπου γιὰ τὶς μεγάλες του
ἀρετὲς καὶ τὴν μεγάλη του μόρφωση προήχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ τῶν
Ἀκραγαντίνων.

Στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, βρῆκε σφοδροὺς κατηγόρους δύο κληρικούς, τὸν Σαβῖνο
καὶ τὸν Κρισκέντιο, ποὺ τὸν συκοφάντησαν γιὰ μοιχεία. Ἀλλὰ μὲ
θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Γρηγόριος τοὺς ντρόπιασε καὶ παρέλαβε πάλι τὴν
Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ διετὴ φυλάκιση καὶ ἀργία. Στὴν συνέχεια ἔκανε καὶ ἄλλα
θαύματα.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 690 μ.Χ. Σώζονται 10 ἐξηγηματικοὶ λόγοι του στὸν Ἐκκλησιαστή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων, φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοῖς δικαιώμασι Πάτερ, τοῦ
τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν
εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, ἰθύνεις τοὺς βοῶντάς σοι·
δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι
διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ἀνατολαῖς τῶν θαυμάτων, καταυγάζεις ἅπασαν, τὴν τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ἔσωσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πολλοὺς ἀνθρώπους·
ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ἐκ τῆς σῆς ποίμνης. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν,
θεόφρον Πάτερ, σοφὲ Γρηγόριε.

Μεγαλυνάριον.

Γρήγορσιν σοφίας καρποφορῶν, λόγοις ψυχοτρόφοις, διατρέφεις ὡς ἀληθῶς,
ὡς Χριστοῦ θεράπων, τὴν σοὶ λαχοῦσαν ποίμνην· διό σε μακαρίζει, Πάτερ
Γρηγόριε.

Ὁ Ὅσιος Σισίνιος ὁ Ὁμολογητής

Διέπρεψε κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (300 μ.Χ.).

Ὁ Ὅσιος Σισίνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ κήρυττε μὲ θάρρος καὶ
τόλμη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, ὑπέστη πολλὲς
φυλακίσεις καὶ ἀνελέητους δαρμούς.

Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Ὅσιος Σισίνιος ἀφέθηκε
ἐλεύθερος καὶ ἐξακολούθησε τὸν εὐσεβὴ καὶ θεάρεστο ἀγώνα του. Ἀλλὰ ὅταν
ξέσπασε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συμμετεῖχε στὴν πάλη ὑπέρμαχος τοῦ
ὀρθοδόξου δόγματος.

Καὶ ἔτσι γενναία ἀγωνιζόμενος ὁ Ὅσιος Σισίνιος, τελείωσε τὴν ὁλόψυχα ἀφιερωμένη στὸν Χριστὸ ζωή του.

Ὁ Ὅσιος Ἰσχυρίων ὁ Ἐπίσκοπος

Ἴσως ἦταν Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἐλένος Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Στοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ μνήμη του. Πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο Α’
τὸν Πελοποννήσιο, ποὺ ἀπὸ ἐπίσκοπος Φιλιππούπολης, ἐκλέχτηκε
οἰκουμενικὸς Πατριάρχης (Α’ τὸ 1467 – 1472 καὶ Β’ τὸ 1489 – 1491).

Μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν θρόνο, ἔζησε στὴ Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης στὴν Δράμα, ὅπου καὶ πέθανε εἰρηνικά.

Ἡ Ἁγία Μερόπη (ἢ Μυρώπη)

Εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ’ αὐτὸ τῆς 2ας  Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ τὸ σχετικὸ ὑπόμνημα. Ἄγνωστο γιατί ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται.

Κάποια Συναξαριακὴ πηγὴ ἀναφέρει: «Σύναξις αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῇ οὔσῃ πρὸς θάλασσαν».

Ὁ Ἅγιος Deiniol (Οὐαλός)

Ἅγιος Ντεϊνιόλ, ἤ Ντεϊνιόλεν ἤ Δανιόλος (Deiniol, Denoual, Daniel, Δανιήλ ὁ Νεότερος), 510-620 μ.Χ. (κατ’ ἄλλους τό 584).

Ἦταν γιός ἑνός γαιοκτήμονα τῆς Βόρειας Ἀγγλίας, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τήν γῆ του.

Συνδέεται
μέ τήν Νότια Οὐαλία, ὅπου μόνασε, καί ὅπου στό ὄνομά του τιμῶνται ναοί,
καθώς καί μέ τήν Βόρεια Οὐαλία, ὅπου ἀναφέρεται ὡς ἱδρυτής μονῶν.

Ὑπῆρξε ἱδρυτής στό μοναστήρι τοῦ Μπάνγκορ (Bangor), στό βασίλειο τοῦ Γκουίνεντ (Gwynedd) τῆς Β. Οὐαλίας.

Ὅσον
ἀφορᾶ τήν σημασία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἀναφέρεται ὅτι μετά τόν θάνατό
του τό μοναστήρι εἶχε ἑπτά ὑποδιαιρέσεις, μέ ὄχι λιγότερους ἀπό 300
μοναχούς ἡ καθεμία.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) καί μετάφραση και ἐπιμέλεια Βρετανῶν Ἁγίων από Κωνσταντίνο  Δ.

anavaseis.blogspot.gr