Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Τετ. λε΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Ἰω. γ΄ 21 – δ΄ 11).

Α Ιω. 3,21 ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν παῤῥησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν,

Α Ιω. 3,21 Αγαπητοί, εάν η συνείδησίς μας δεν μας κατηγορή, τότε έχομεν θάρρος προς τον Θεόν,

Α Ιω. 3,22 καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.

Α Ιω. 3,22 και ο,τιδήποτε και αν του ζητούμεν, το λαμβάνομεν από αυτόν, διότι τηρούμεν τας εντολάς του και πράττομεν αυτά, που του είναι ευάρεστα. Και γινόμεθα έτσι τέκνα των ευλογιών του.

Α Ιω. 3,23 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους καθὼς ἔδωκεν ἐντολήν.

Α Ιω. 3,23 Λοιπόν αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή του, να πιστεύωμεν δηλαδή στο όνομα του Υιού του, Ιησού Χριστού, και να αγαπώμεν με ειλικρίνειαν ο ένας τον άλλον σύμφωνα με την εντολήν της αγάπης που μας έδωσεν ο Χριστός.

Α Ιω. 3,24 καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν αὐτῷ. καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν.

Α Ιω. 3,24 Και εκείνος, που τηρεί τας εντολάς του Θεού, μένει στον Θεόν και ο Θεός μένει εις αυτόν. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπον έχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως, και γνωρίζομεν οτι ο Θεός μένει μέσα μας, από το Πνεύμα που μας έχει δώσει και το οποίον μας πληροφορεί δια την κοινωνίαν και ενότητα μας με τον Θεόν.

Α Ιω. 4,1 Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον.

Α Ιω. 4,1 Αγαπητοί, μη δίδετε εμπιστοσύνην εις κάθε πνεύμα ανθρώπων, αλλά να εξετάζετε τους ανθρώπους, που διαβεβαιώνουν ότι έχουν Πνεύμα Θεού και πνευματικά χαρίσματα, εάν πράγματι είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήται έχουν βγη στον κόσμον.

Α Ιω. 4,2 ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστι·

Α Ιω. 4,2 Ημπορείτε δε να ξεχωρίζετε και να γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού με τούτο το κριτήριον· κάθε δηλαδή άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι έχει Πνεύμα Θεού, εάν ομολογή αδιστάκτως και πιστεύη, ότι ο Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα και ήλθεν ως Θεάνθρωπος λυτρωτής εις την γην, είναι πράγματι εκ του Θεού.

Α Ιω. 4,3 καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη.

Α Ιω. 4,3 Και κάθε άνθρωπος, που ισχυρίζεται, ότι εμπνέεται από το Πνεύμα, δεν ομολογεί όμως, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εκ του ουρανού και έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, αυτός δεν είναι από τον Θεόν. Και αυτό ακριβώς, το να αρνήται κανείς την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, είναι το κήρυγμα του αντιχρίστου, περί του οποίου έχετε ακούσει ότι πρόκειται να έλθη.

Α Ιω. 4,4 Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ.

Α Ιω. 4,4 Και τώρα ευρίσκεται στον κόσμον εκπροσωπούμενος από τους αιρετικούς και τους ψευδοδιδασκάλους. Σεις, όμως, αγαπητά μου παιδιά, είσθε από τον Θεόν και έχετε νικήσει τους αιρετικούς, τους προδρόμους αυτούς του αντιχρίστου, διότι είναι μεγαλύτερος ο Θεός, που ευρίσκεται μέσα σας, που σας φωτίζει και σας ενισχύει, παρά ο σατανάς, που ενεργεί μέσα στον σκληρόν και αμετανόητον κόσμον.

Α Ιω. 4,5 αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει.

Α Ιω. 4,5 Αυτοί οι ψευδοπροφήται προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον. Δια τούτο και ομιλούν σύμφωνα με τας αμαρτωλάς αντιλήψεις και διαθέσστου κόσμου και ο κόσμος τους ακούει και τους προσέχει.

Α Ιω. 4,6 ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν. ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης.

Α Ιω. 4,6 Ημείς όμως, οι απόστολοι και οι κήρυκες του Ευαγγελίου, είμεθα εκ του Θεού και εμπνεόμεθα από αυτόν. Εκείνος δε που έχει γνωρίσει και πιστεύσει στον Θεόν, μας ακούει με προθυμίαν και προσοχήν. Οποιος όμως δεν προέρχεται από τον Θεόν, δεν μας ακούει και δεν δέχεται το κήρυγμά μας. Με αυτό δε το κριτήριον γνωρίζομεν και ξεχωρίζομεν το Πνεύμα της αληθείας, και το πνεύμα του διαβόλου, που οδηγεί εις την πλάνην.

Α Ιω. 4,7 Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν.

Α Ιω. 4,7 Αγαπητοί, ας αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, διότι η αγάπη προέρχεται εκ του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη. Και καθένας που αγαπά με ειλικρίνειαν τους άλλους, έχει γεννηθή από τον Θεόν, ζη εν τω Θεώ και ως εκ τούτου γνωρίζει τον Θεόν.

Α Ιω. 4,8 ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.

Α Ιω. 4,8 Εκείνος όμως που δεν έχει αυτήν την αγάπην, δεν εγνώρισε ποτέ τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η πηγή της αγάπης.

Α Ιω. 4,9 ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ.

Α Ιω. 4,9 Εφανερώθη δε εν μέσω ημών αυτή η άπειρος αγάπη του Θεού με τούτο το μέγα γεγονός· με το ότι δηλαδή ο Θεός έστειλε τον μονογενή του Υιόν στον κόσμον, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι με την θυσίαν εκείνου την αιωνίαν ζωήν.

Α Ιω. 4,10 ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.

Α Ιω. 4,10 Και στούτο ακριβώς συνίσταται και φαίνεται η αγάπη του Θεού, στο ότι δεν είμεθα ημείς, που πρώτοι ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ στο ότι αυτός ημάς τους αμαρτωλούς και ενόχους μας ηγάπησε και έστειλε τον Υιόν του, δια να προσφέρη τον εαυτόν του λυτρωτικήν θυσία υπέρ των αμαρτιών μας και να μας συμφιλιώση με τον Θεόν.

Α Ιω. 4,11 Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν.

Α Ιω. 4,11 Αγαπητοί, εάν κατ’ αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον μας ηγάπησεν ο Θεός, έχομεν και ημείς υποχρέωσιν να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Τετ. ἀπόκρεω (Μρ. ιδ΄ 43 – ιε΄ 1).

Μαρκ. 14,43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.

Μαρκ. 14,43 Και αμέσως, ενώ ο Κυριος ωμιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζή του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.

Μαρκ. 14,44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς.

Μαρκ. 14,44 Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων· “εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρατέ τον ασφαλώς”.

Μαρκ. 14,45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.

Μαρκ. 14,45 Και αφού ήλθεν εκεί ο Ιούδας, αμέσως επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν.

Μαρκ. 14,46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.

Μαρκ. 14,46 Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον επιασαν.

Μαρκ. 14,47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.

Μαρκ. 14,47 Καποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, ετράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.

Μαρκ. 14,48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·

Μαρκ. 14,48 Ελαβε τότε ο Ιησούς τον λόγον και τους είπε· “σαν να επρόκειτο δια ληστήν, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε;

Μαρκ. 14,49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.

Μαρκ. 14,49 Καθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και εδίδασκα εις τας αυλάς του ναού και δεν με επιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”.

Μαρκ. 14,50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.

Μαρκ. 14,50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.

Μαρκ. 14,51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.

Μαρκ. 14,51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα.

Μαρκ. 14,52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Μαρκ. 14,52 Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς. (Και έτσι έμεινε εντελώς μόνος ο Κυριος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητάς του και από οιανδήποτε άλλον, που θα έτρεφε κάποιαν συμπάθειαν προς αυτόν).

Μαρκ. 14,53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.

Μαρκ. 14,53 Και ωδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται εις την οικίαν του αρχιερέως όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.

Μαρκ. 14,54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς.

Μαρκ. 14,54 Και ο Πετρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζή με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά.

Μαρκ. 14,55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·

Μαρκ. 14,55 Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν ενάντιον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.

Μαρκ. 14,56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.

Μαρκ. 14,56 Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των.

Μαρκ. 14,57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες

Μαρκ. 14,57 Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες

Μαρκ. 14,58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω.

Μαρκ. 14,58 ότι “ημείς τον ακούσαμε να λέγη· Εγώ θα κρημνίσω τον ναόν αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και έντος τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον”.

Μαρκ. 14,59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.

Μαρκ. 14,59 Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνος η κατάθεσίς των.

Μαρκ. 14,60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;

Μαρκ. 14,60 Τοτε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων· “δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;”

Μαρκ. 14,61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;

Μαρκ. 14,61 Αυτός δε εσιωπούσε και δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. Παλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;”

Μαρκ. 14,62 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.

Μαρκ. 14,62 Ο δε Ιησούς είπε· “εγώ είμαι· και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”. (Προαναγγέλλει την ένδοξον δευτέραν του παρουσίαν, δια να τους δώση ευκαιρίαν μήπως και συναισθανθούν το βάρος του εγκλήματός των και μετανοήσουν).

Μαρκ. 14,63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;

Μαρκ. 14,63 Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε· “τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες;

Μαρκ. 14,64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου.

Μαρκ. 14,64 Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν· τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ’ ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε.

Μαρκ. 14,65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.

Μαρκ. 14,65 Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν· “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα.

Μαρκ. 14,66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,

Μαρκ. 14,66 Ενώ δε ο Πετρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως

Μαρκ. 14,67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα.

Μαρκ. 14,67 και όταν είδε τον Πετρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλήν προσοχήν και του είπε· “και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Ναζαρηνόν”.

Μαρκ. 14,68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε.

Μαρκ. 14,68 Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων· “δεν γνωρίζω ούτε ενοω τι λέγεις”. Και εβγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε.

Μαρκ. 14,69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν.

Μαρκ. 14,69 Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους.

Μαρκ. 14,70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει.

Μαρκ. 14,70 Ο δε Πετρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πετρον· “πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων”.

Μαρκ. 14,71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.

Μαρκ. 14,71 Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξεύρω τον άνθρωπον αυτόν, που λέτε”.

Μαρκ. 14,72 καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.

Μαρκ. 14,72 Και δευτέραν φοράν ο πετεινός ελάλησε. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είχε πη ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και εκάλυψε το πρόσωπον και ήρχισε να κλαίη. (Η βαθεία συναίσθησις του βαρέος σφάλματός του, η συγκλονιστική του λύπη, τα θερμά δάκρυα της μετανοίας τον επανέφεραν και πάλιν ψυχικώς πλησίον του Διδασκάλου και το έκαμαν άξιον να δεχθή την συγχώρησιν και την εξάλειψιν της μεγάλης του ενοχής).

Μαρκ. 15,1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.

Μαρκ. 15,1 Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον.

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/02.%20Mark.htm