Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Τριθέκτης (Ἡσαΐας ΝΗ´ 1-11).
Ησ. 58,1 Ἀναβόησον ἐν ἰσχύϊ καὶ μὴ φείσῃ, ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τὴν φωνήν σου, καὶ ἀνάγγειλον τῷ λαῷ μου τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν καὶ τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ τὰς ἀνομίας αὐτῶν.
Ησ. 58,1 Φωναξε με όλην σου την δύναμιν, μη λυπηθής την φωνήν σου· ύψωσε και δυνάμωσε την φωνήν σου σαν μεγαλόφωνον σάλπιγγα και, ειπέ καθαρά στον λαόν μου τα αμαρτήματά των και στους απογόνους του Ιακώβ τας παρανομίας των.
Ησ. 58,2 ἐμὲ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ζητοῦσι καὶ γνῶναί μου τὰς ὁδοὺς ἐπιθυμοῦσιν· ὡς λαὸς δικαιοσύνην πεποιηκὼς καὶ κρίσιν Θεοῦ αὐτοῦ μὴ ἐγκαταλελοιπὼς αἰτοῦσί με νῦν κρίσιν δικαίαν καὶ ἐγγίζειν Θεῷ ἐπιθυμοῦσι
Ησ. 58,2 Αυτοί κάθε ημέραν ζητούν να με εύρουν. Επιθυμούν να μάθουν τας εντολάς μου. Σαν λαός, ο οποίος έχει τάχα τηρήσει δικαιοσύνην εις την ζωήν του, και δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ τας εντολάς του Θεού, ζητούν τώρα από εμέ δίκαιον κρίσιν εναντίον των εχθρών των. Θέλουν να πλησιάσουν τον Θεόν εν τη επιθυμία να εύρουν προστασίαν
Ησ. 58,3 λέγοντες· τί ὅτι ἐνησταύσαμεν καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔγνως; ἐν γὰρ ταῖς ἡμέραις τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε τὰ θελήματα ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε.
Ησ. 58,3 και λέγουν· Διατί, όαν ενηστεύσαμεν, δεν επρόσεξες την νηστείαν μας; Εταπεινώσαμεν εν μετανοία τας ψυχάς μας και συ δεν ηθέλησες να λάβης γνώσιν. Δεν θα σας επροσεξα, όταν επράττετε αυτά, λέγει ο Κυριος, διότι και κατά τας ημέρας των νηστειών σας επραγματοποιούσατε τα ιδικά σας εγωϊστικά θελήματα. Κατεπιέζατε δε και ετραυματίζατε όλους εκείνους, που ήσαν υποχείριοί σας.
Ησ. 58,4 εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν, ἱνατί μοι νηστεύετε ὡς σήμερον, ἀκουσθῆναι ἐν κραυγῇ τὴν φωνὴν ὑμῶν;
Ησ. 58,4 Εάν, καθ’ ον χρόνον νηστεύετε, εκτρέπεσθε εις φιλονεικίας και εις μάχας, και με τους γρόνθους σας κτυπάτε και ταπεινώνετε τον άσημον και ανισχυρον, είναι ματαία και ανωφελής η νηστεία σας. Προς τι λοιπόν να νηστεύετε, όπως νηστεύετε σήμερον, δια να ακουσθή η έντονος κραυγή σας από εμέ;
Ησ. 58,5 οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ᾿ ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ, οὐδ᾿ οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν.
Ησ. 58,5 Εγώ δεν εξέλεξα και δεν ενέκρινα αυτού του είδους την νηστείαν. Δεν μου είναι ευάρεστος η ημέρα, κατά την οποίαν ο άνθρωπος με μίαν τέτοιαν νηστείαν ταπεινώνει τον εαυτόν του. Ούτε, εάν από την πολλήν νηστείαν κάμψης τον τράχηλόν σου, ωσάν τον κρίκον, και στρώσης να κοιμηθής επάνω εις στάκτην, ούτε αυτήν την κακουχίαν σας δεν ημπορείτε να την χαρακτηρίσετε ως νηστείαν δεκτήν από εμέ.
Ησ. 58,6 οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα·
Ησ. 58,6 Δεν εξέλεξα και δεν ώρισα εγώ τέτοιαν νηστείαν, λέγει ο Κυριος, αλλά λύε κάθε δεσμόν και σύνδεσμον με την αδικίαν. Ακύρωσε και σχίσε τας διεστραμμένας συμφωνίας, τας οποίας συ δια βίας και εξαναγκασμού έχεις συνάψει με τους άλλους.Στείλε ελευθέρους τους συντετριμμένους από τον πόνον και την συμφοράν, και κάθε συμβόλαιον αδίκου συναλλαγής σχίσε το.
Ησ. 58,7 διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει.
Ησ. 58,7 Κοβε το ψωμί σου και μοιράσου το με τον πτωχόν. Βαλε αστέγους στον οίκόν σου, εάν ίδης γυμνόν ένδυσέ τον. Και απέναντι των οικείων σου μη δείξης αδιαφορίαν και καταφρόνησιν.
Ησ. 58,8 τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπροσθέν σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε.
Ησ. 58,8 Εάν τηρήσης αυτά, τότε θα αναλάμψη σαν της αυγής χαρούμενον το φως της ειρήνης και της χαράς σου. Ταχέως θα ανατείλη η θεραπεία των πληγών σου και θα άποκα-τασταθή η υγεία σου. Εμπροσθέν σου θα προπορεύεται η αρετή σου, η δε δόξα του Θεού θα σε περιβάλλη πάντοτε.
Ησ. 58,9 τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ· ἰδοὺ πάρειμι. ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ
Ησ. 58,9 Τοτε, δια της ειλικρινούς προσευχής θα φωνάξης προς τον Θεόν, και ο Θεός θα σε ακούση. Καθ’ ην στιγμήν ακόμη συ θα προσεύχεσαι προς αυτόν, εκείνος θα σου απαντήση· Ιδού εγώ είμαι παρών, ευρίσκομαι κοντά σου. Και ταύτα, εάν αφαίρεσης και σταματήσης κάθε άδικον καταπίεσιν, κάθε εμπαικτικην και απειλητικήν χειρονομίαν, κάθε λόγον γογγυσμού.
Ησ. 58,10 καὶ δῷς πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ ψυχῆς σου καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς, τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία.
Ησ. 58,10 Εάν δώσης με όλην σου την καρδιά ψωμί στον πεινασμένον, εάν χορτάσης μίαν ψυχήν, η οποία ευρίσκεται εις κατάστασιν ταιτεινώσεως και πόνου. Τοτε, μέσα στο σκοτάδι της θλίψεώς σου θα ανατείλη το φως της χαράς και της ειρήνης σου. Και το σκοτάδι της πλάνης και της αθλιότητός σου θα μεταβληθή και θα λάμψη σαν το φως της μεσημβρίας.
Ησ. 58,11 καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ διαπαντός· καὶ ἐμπλησθήσῃ καθάπερ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καὶ τὰ ὀστᾶ σου πιανθήσεται, καὶ ἔσῃ ὡς κῆπος μεθύων καὶ ὡς πηγὴ ἣν μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ καὶ τὰ ὀστᾶ σου ὡς βοτάνη ἀνατελεῖ καὶ πιανθήσεται καὶ κληρονομήσουσι γενεὰς γενεῶν.
Ησ. 58,11 Τοτε ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζή σου. Θα χόρτασης, όπως επιθυμεί η ψυχή σου, και αυτά τα οστά σου θα ευφρανθούν και θα γίνουν ισχυρότερα, θα είσαί κήπος θαλλερός γεμάτος μεθυστικά άνθη, σαν πηγή από την οποίαν ποτέ δεν λείπει το νερό. Και τα οστά σου σαν δροσερό χορτάρι θα αναπτυχθούν, θα είναι ισχυρά και χονδρά και θα κληρονομήσης γενεάς γενεών.
Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Γένεσις ΜΓ´ 25-30, ΜΕ´ 1-16).
Γεν. 43,25 Εἰσῆλθε δὲ Ἰωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, εἰς τὸν οἶκον καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 43,25 Ηλθε πράγματι ο Ιωσήφ εις την οικίαν του και εκείνοι του προσέφεραν τα δώρα, τα οποία εκρατούσαν εις τα χέρια των, και τον επροσκύνησαν κύψαντες το πρόσωπόν των μέχρις εδάφους.
Γεν. 43,26 ἠρώτησε δὲ αὐτούς, πῶς ἔχετε; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ὑγιαίνει ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ πρεσβύτης, ὃν εἴπατε;
ἔτι ζῇ;
Γεν. 43,26 Ο Ιωσήφ τους ηρώτησε με καλωσύνην· “πως έχετε;” Και κατόπιν προσέθεσεν· “υγιαίνει ο γέρων πατέρας σας, δια τον οποίον την πρώτην φοράν μου εκάματε λόγον; Ζη ακόμη;”
Γεν. 43,27 οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἔτι ζῇ· καὶ εἶπεν· εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ Θεῷ. καὶ κύψαντες προσεκύνησαν αὐτῷ.
Γεν. 43,27 Εκείνοι του απήντησαν· “ο δούλος σου, ο πατέρας μας, υγιαίνει, ζη ακόμη”. Είπε δε ο Ιωσήφ· “ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος ενώπιον του Θεού”. Και κύψαντες μέχρις εδάφους τον προσεκύνησαν.
Γεν. 43,28 ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ Ἰωσὴφ εἶδε Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπεν· οὗτος ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος, ὃν εἴπατε πρός με ἀγαγεῖν; καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐλεήσαι σε τέκνον.
Γεν. 43,28 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Ιωσήφ, είδε τον ομομήτριον αδελφόν του, τον Βενιαμίν, και ηρώτησε τους αδελφούς· “αυτός είναι ο νεώτερος αδελφός σας, τον οποίον είπατε ότι θα οδηγήσετε προς εμέ;” Και στραφείς προς τον Βενιαμίν του είπε· “ο Θεός να σε ελεήση, τέκνον μου”.
Γεν. 43,29 ἐταράχθη δὲ Ἰωσήφ, συνεστρέφετο γὰρ τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, καὶ ἐζήτει κλαῦσαι· εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ ταμεῖον ἔκλαυσεν ἐκεῖ.
Γεν. 43,29 Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ, ανεστράφησαν τα σπλάγχνα αυτού, όταν είδε τον αδελφόν του τον Βενιαμίν, και εζήτει να εύρη ιδιαίτερον τινά απόκρυφον τόπον, δια να κλαύση. Εισήλθε πράγματι στο εσωτερικόν δωμάτιόν του και εκεί ανελύθη εις δάκρυα.
Γεν. 43,30 καὶ νιψάμενος τὸ πρόσωπον ἐξελθὼν ἐνεκρατεύσατο καὶ εἶπε· παράθετε ἄρτους.
Γεν. 43,30 Μετ’ ολίγον ένιψε το πρόσωπόν του, συνεκράτησε την συγκίνησίν του, εξήλθεν από το δωμάτιον και είπεν στους ανθρώπους του· “παραθέσατε το φαγητόν”.
Γεν. 45,1 Καὶ οὐκ ἠδύνατο Ἰωσὴφ ἀνέχεσθαι πάντων τῶν παρεστηκότων αὐτῷ, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐξαποστείλατε πάντας ἀπ᾿ ἐμοῦ. καὶ οὐ παρειστήκει οὐδεὶς τῷ Ἰωσήφ, ἡνίκα ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 45,1 Κατασυνεκινήθη ο Ιωσήφ, δεν ηδυνατο πλέον να κυριαρχήση επί του εαυτού του ενώπιον όλων των ακολούθων του, που ήσαν παρόντες, και είπεν· “απομακρύνατε όλους τους Αιγυπτίους απ’ εμπρός μου”. Και έτσι κανείς από τους Αιγυπτίους δεν ήτο παρών, όταν ο Ιωσήφ απεκαλύφθη στους αδελφούς του.
Γεν. 45,2 καὶ ἀφῆκε φωνὴν μετὰ κλαυθμοῦ· ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ ἀκουστὸν ἐγένετο εἰς τὸν οἶκον Φαραώ.
Γεν. 45,2 Ο Ιωσήφ αφήκε μεγάλην φωνήν μετά κλαυθμού. Ηκουσαν δε τούτο οι Αιγύπτιοι, έγινε δε γνωστόν και στον οίκον του Φαραώ.
Γεν. 45,3 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι Ἰωσήφ. ἔτι ὁ πατήρ μου ζῇ; καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἀδελφοὶ ἀποκριθῆναι αὐτῷ· ἐταράχθησαν γάρ.
Γεν. 45,3 Είπε δε ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του (εις την γλώσσαν των πλέον) “εγώ είμαι ο Ιωσήφ ! Ζη ακόμη ο πατήρ μου;” Οι αδελφοί έμειναν άναυδοι. Δεν ημπορούσαν να απαντήσουν ούτε λέξιν διότι συνεταράχθησαν, τα έχασαν.
Γεν. 45,4 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγγίσατε πρός με, καὶ ἤγγισαν. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ὃν ἀπέδοσθε εἰς Αἴγυπτον.
Γεν. 45,4 Είπε προς τους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “πλησιάσατέ με”. Εκείνοι τον επλησίασαν και ο Ιωσήφ τους είπεν· “εγώ είμαι ο Ιωσήφ, ο αδελφός σας, τον οποίον σεις επωλήσατε δια την Αίγυπτον.
Γεν. 45,5 νῦν οὖν μὴ λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανήτω, ὅτι ἀπέδοσθέ με ὧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν·
Γεν. 45,5 Ομως, μη λυπείσθε τώρα. Και το ότι, με επωλήσατε ως δούλον, ώστε να έλθω εδώ εις την Αίγυπτον, ας μη σας φανή πικρόν και οδυνηρόν διότι ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερον από σας, δια να σώσω και την ιδικήν σας ζωήν.
Γεν. 45,6 τοῦτο γὰρ δεύτερον ἔτος λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔτι λοιπὰ πέντε ἔτη, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἀροτρίασις οὐδὲ ἄμητος·
Γεν. 45,6 Το έτος τούτο είναι το δεύτερον έτος του λιμού εις την γην. Θα ακολουθήσουν και άλλα πέντε ακόμη, κατά τα οποία ούτε όργωμα θα γίνεται εις την γην ούτε θερισμός θα υπάρχη, διότι οι αγροί θα μενούν άκαρποι.
Γεν. 45,7 ἀπέστειλε γάρ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν, ὑπολείπεσθαι ὑμῖν κατάλειμμα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκθρέψαι ὑμῶν κατάλειψιν μεγάλην.
Γεν. 45,7 Ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερα από σας, δια να διατηρήσω σας εν τη ζωή εις την γην αυτήν και να σας διαθρέψω κατά το διάστημα της μεγάλης αυτής ανάγκης σας.
Γεν. 45,8 νῦν οὐχ ὑμεῖς με ἀπεστάλκατε ὧδε, ἀλλ᾿ ἢ ὁ Θεός, καὶ ἐποίησέ με ὡς πατέρα Φαραὼ καὶ κύριον παντὸς τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 45,8 Λοιπόν, δεν με απεστείλατε σεις εδώ, αλλά ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος και με ανέδειξε πατέρα του Φαραώ και κύριον όλου του οίκου του και άρχοντα όλης της Αιγύπτου.
Γεν. 45,9 σπεύσαντες οὖν ἀνάβητε πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ εἴπατε αὐτῷ· τάδε λέγει ὁ υἱός σου Ἰωσήφ· ἐποίησέ με ὁ Θεὸς κύριον πάσης γῆς Αἰγύπτου· κατάβηθι οὖν πρός με καὶ μὴ μείνῃς·
Γεν. 45,9 Σπεύσατε λοιπόν, πηγαίνετε προς τον πατέρα μου και ειπέτε του· Αυτά λέγει το παιδί σου ο Ιωσήφ· Ο Θεός με κατέστησεν άρχοντα όλης της Αιγύπτου. Ελα λοιπόν προς εμέ και μη μείνης άλλο εις την Χαναάν.
Γεν. 45,10 καὶ κατοικήσεις ἐν γῇ Γεσὲμ Ἀραβίας καὶ ἔσῃ ἐγγύς μου σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν σου, τὰ πρόβατά σου καὶ οἱ βόες σου καὶ ὅσα σοι ἐστί,
Γεν. 45,10 Θα κατοικήσης εις την χώραν Γεσέμ της Αραβίας και θα είσαι κοντά μου συ και οι υιοί σου και τα παιδιά των υιών σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου και όσα άλλα έχεις.
Γεν. 45,11 καὶ ἐκθρέψω σε ἐκεῖ· ἔτι γὰρ πέντε ἔτη λιμός· ἵνα μὴ ἐκτριβῇς σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντά σου.
Γεν. 45,11 Εγώ θα σε διαθρέψω εκεί· πέντε έτη θα κρατήση ακόμη ο λιμός. Ελα, δια να μην εξαφανισθήτε από την πείναν συ και τα παιδιά σου και όλα τα ζώα σου.
Γεν. 45,12 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν βλέπουσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅτι τὸ στόμα μου τὸ λαλοῦν πρὸς ὑμᾶς.
Γεν. 45,12 Ιδού, οι οφθαλμοί σας και οι οφθαλμοί του ομομητρίου αδελφού μου, του Βενιαμίν, βλέπουν ότι το ιδικόν μου το στόμα είναι που ομιλεί προς σας.
Γεν. 45,13 ἀπαγγείλατε οὖν τῷ πατρί μου πᾶσαν τὴν δόξαν μου τὴν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὅσα εἴδετε, καὶ ταχύναντες καταγάγετε τὸν πατέρα μου ὧδε.
Γεν. 45,13 Αναγγείλατε λοιπόν προς τον πατέρα μου όλα τα μεγαλεία μου, που έχω εις την Αίγυπτον και όσα είδατε. Λοιπόν μη βραδύνετε σπεύσατε και οδηγήσατε εδώ τον πατέρα μου”.
Γεν. 45,14 καὶ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ Βενιαμὶν ἔκλαυσεν ἐπὶ τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ.
Γεν. 45,14 Επεσε κατόπιν με ορμήν στον τράχηλον του αδελφού του του Βενιαμίν, έκλαυσεν επάνω του, όπως επίσης και ο Βενιαμίν έκλαυσε σφικταγκαλιασμένος στον τράχηλον του αδελφού του του Ιωσήφ.
Γεν. 45,15 καὶ καταφιλήσας πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλάλησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς αὐτόν.
Γεν. 45,15 Κατεφίλησε κατόπιν ο Ιωσήφ όλους τους αδελφούς του και έκλαυσεν εναγκαλιζόμενος αυτούς. Επειτα δε από όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα ανεθάρησαν και ωμίλησαν προς αυτόν οι αδελφοί του.
Γεν. 45,16 Καὶ διεβοήθη ἡ φωνὴ εἰς τὸν οἶκον Φαραὼ λέγοντες· ἥκασιν οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσήφ. ἐχάρη δὲ Φαραὼ καὶ ἡ θεραπεία αὐτοῦ.
Γεν. 45,16 Εκαμε κρότον το γεγονός και διεδόθη αμέσως στον οίκον του Φαραώ, ότι ήλθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ. Ο Φαραώ και το περιβάιλλον του εχάρησαν δι’ αυτό.
Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Παροιμίες ΚΑ´ 23-31, ΚΒ´ 1-4).
Παρ. 21,23 ὃς φυλάσσει τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τὴν γλῶσσαν, διατηρεῖ ἐκ θλίψεως τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Παρ. 21,23 Εκείνος, που προσέχει το στόμα του και την γλώσσαν του, προφυλάσσει την ψυχήν του από πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας.
Παρ. 21,24 θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν λοιμὸς καλεῖται, ὃς δὲ μνησικακεῖ, παράνομος.
Παρ. 21,24 Ο θρασύς και ο αυθάδης, ο αλαζονικός και επηρμένος, παρομοιάζεται και καλείται μολυσματική καταστρεπτική επιδημία, πανούκλα. Εκείνος δέ που μνησικακεί, είναι παράνομος, διότι καταπατεί τον νόμον της αγάπης.
Παρ. 21,25 ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν, οὐ γὰρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι.
Παρ. 21,25 Αι πολλαί επιθυμίαι, τα φαντασιώδη σχέδια, εξοντώνουν τον οκνηρόν, διότι τα χέρια του δεν προθυμοποιούνται να κάμουν κάτι, ώστε να επαρκέση αυτός εις τας ανάγκας του.
Παρ. 21,26 ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας κακάς, ὁ δὲ δίκαιος ἐλεᾷ καὶ οἰκτείρει ἀφειδῶς.
Παρ. 21,26 Ο ασεβής κυριαρχείται όλην την ημέραν από κακάς ιδιοτελείς επιθυμίας, ενώ ο δίκαιος ελεεί και ευσπλαγχνίζετσι και προσφέρει πλουσίαν την βοήθειάν του.
Παρ. 21,27 θυσίαι ἀσεβῶν βδέλυγμα Κυρίῳ, καὶ γὰρ παρανόμως προσφέρουσιν αὐτάς.
Παρ. 21,27 Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και μισηταί ενώπιον του Κυρίου, διότι προσφέρονται και προέρχονται από αδικίας και από καρδίας παρανόμους.
Παρ. 21,28 μάρτυς ψευδὴς ἀπολεῖται, ἀνὴρ δὲ ὑπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει.
Παρ. 21,28 Ο ψευδομάρτυς βαδίζει προς την καταστροφήν και τον όλεθρον. Ο μάρτυς όμως, ο οποίος υπακούει στον νόμον του Θεού και τηρεί αυτόν, θα λαλήση την αλήθειαν.
Παρ. 21,29 ἀσεβὴς ἀνὴρ ἀναιδῶς ὑφίσταται προσώπῳ, ὁ δὲ εὐθὴς αὐτὸς συνίει τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ.
Παρ. 21,29 Ο ασεβής άνθρωπος με αναιδές πρόσωπον υφίσταται ελέγχους και παρατηρήσεις, ο δε ειλικρινής και ενάρετος είναι συνετός εις την συμπεριφοράν του.
Παρ. 21,30 οὐκ ἔστι σοφία, οὐκ ἔστιν ἀνδρεία, οὐκ ἔστι βουλὴ πρὸς τὸν ἀσεβῆ.
Παρ. 21,30 Δεν υπάρχει σοφία, δεν υπάρχει ανδρεία, δεν υπάρχει συνετή και φωτισμένη σκέψις και αποφασις εις άνθρωπον ασεβή.
Παρ. 21,31 ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρὰ δὲ Κυρίου ἡ βοήθεια.
Παρ. 21,31 Δι’ ημέραν πολέμου ετοιμάζεται το ιππικόν. Από τον Κυριον όμως θα σταλή η βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης.
Παρ. 22,1 Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή,
Παρ. 22,1 Προτιμότερον είναι το καλόν όνομα, η καλή υπόληψις, από τον πολύν πλούτον. Ανωτέρα δε από το αργύριον και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεσις της καρδίας.
Παρ. 22,2 πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησε.
Παρ. 22,2 Πλούσιοι και πτωχοί υπάρχουν και ζουν πάντοτε κοντά ο ένάς με τον άλλον. Και τους δύο ο Κυριος τους έκαμε.
Παρ. 22,3 πανοῦργος ἰδὼν πονηρὸν τιμωρούμενον κραταιῶς αὐτὸς παιδεύεται, οἱ δὲ ἄφρονες παρελθόντες ἐζημιώθησαν.
Παρ. 22,3 Ο συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη τον κακόν να τιμωρήται και μάλιστα αυστηρώς, παιδαγωγείται ο ίδιος και συνετίζεται περισσότερον. Οι δε άφρονες, αντιπαρερχόμενοι με αδιαφορίαν κάτι τέτοια γεγονότα, βλάπτονται οι ίδιοι.
Παρ. 22,4 γενεὰ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ζωή.
Παρ. 22,4 Καρπός της αληθινής σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Είναι επί πλέον ο πλούτος, η δόξα και η ζωη.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/26.%20Paroimies.htm