Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρήτης

1. Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ἰώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μ᾿ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου. (Ἰώβ 30:4). Ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή δηλ. σ᾿ ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός.
«οὕτος ὁ πτωχός ἐκέκραξε, καί ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτοῦ
καί ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ ἔσωσεν αὐτόν»
(Ψαλμ. 33:7)

«ἐγγύς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τήν καρδίαν
καί τούς ταπεινούς τῷ πνεύματι σώσει»
(Ψαλμ. 33:19)

2. Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά.  Ἑτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μή κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ᾿ αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἔδιωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά.
Πόλη εἶναι ἡ προσευχή.
Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Βάση εἶναι ὁ θυμός.

«φοβήθητε τόν Κύριον πάντες οἱ ἅγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ
ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν»
(Ψαλμ. 33:10)

3.  Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας· ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ᾿ αὐτήν καί σ᾿ ἐμᾶς. Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ᾿ αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριοςμας: «Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί στό δρόμο γιά τό δικαστήριο» (Ματθ. 5:25). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἁμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τή συνείδησή του, τότε αὐτή τόν παραδίνει στούς ἐχθρούς του.


«λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αὐτοῦ,
καί οὐ μή πλημμελήσουσι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτόν»
(Ψαλμ. 34:23)

4. Ἄν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὑποτάχθηκε σ᾿ Αὐτόν ὁ νοῦς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί δέν ἔχει ἄλλη βοήθεια παρά Αὐτόν μόνο, τότε τόν ἐνδυναμώνει καί λέει· «Μή φοβᾶσαι, παιδί μου Ἰακώβ, ὀλιγάριθμε Ἰσραήλ» (Ἡσ. 41:13). Καί πάλι λέει: «Μή φοβᾶσαι, γιατί σέ λύτρωσα. Σοῦ ἔδωσα τό ὄνομά μου, σύ εἶσαι δικός μου. Καί ἄν περνᾶς ἀπό νερό, εἶμαι μαζί σου, ποτάμια ὁλόκληρα δέν θά σέ παρασύρουν, κι ἄν περάσεις ἀνάμεσα ἀπό φωτιά δέ θά καεῖς καί ἡ φλόγα δέν θά σε κατακάψει, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἅγιος Ἰσραήλ, πού σέ σώζω» (Ἡσ. 431-3).


«Δίκασον, Κύριε, τούς ἀδικοῦντας με,
πολέμησον τούς πολεμοῦντας με»
(Ψαλμ. 34:1)

5. Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας· «Ποιός εἶναι πού μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ᾿ ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος» (Ἡσ. 50:8).

 


«ἔκχεον ρομφαίαν καί σύγκλεισον ἐξεναντίας τῶν
καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου·
σωτηρία σού εἰμι ἐγώ»
(Ψαλμ. 34:3)

6. Ἄν ἡ καρδιά σου ἔφτασε νά ἀποκτήσει σάν φυσικό τό μῖσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τότε νίκησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό ἐκεῖνα πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία καί ἔβαλε στή μνήμη σου τήν κόλαση. Καί γνώριζε ὅτι Ἐκεῖνος πού σέ βοηθεῖ μένει κοντά σου· καί σύ νά μή Τόν λυπεῖς μέ καμία ἁμαρτία, ἀλλά κλαῖε ἐμπρός Του καί λέγε: «Ἐσύ Κύριε ἔχεις τό ἔλεος γιά νά μέ γλυτώσεις ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς δαίμονες, γιατί ἐγώ ἀδυνατῶ νά ξεφύγω ἀπό τούς ἐχθρούς χωρίς τή βοήθειά Σου». Καί πρόσεχε νά μήν παραδεχτεῖς πονηρές σκέψεις, καί Αὐτός σέ φυλάγει ἀπό κάθε κακό.



7. Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα.


«Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ
οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν,
εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων»
(Ψαλμ. 126:1)

8. Ὅταν χωριστεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή, θά γνωρίσει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ τά ὁποῖα ἁμάρτησε στό Θεό. Γιατί δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του πρίν χωριστεῖ ἀπό αὐτές, πράγμα πού θά τοῦ φανεῖ πικρό καί δύσκολο. Ὅσοι φτάνουν σ᾿ αὐτό τό μέτρο, κλαῖνε γιά τίς ἁμαρτίες τους καί παρακαλοῦν καί ντρέπονται μπροστά στό Θεό, φέρνοντας στό νοῦ τίς πονηρές φιλίες πού εἶχαν μέ τά πάθη. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἀδελφοί κατά τή δύναμή μας καί ὁ Θεός μᾶς βοηθᾶ κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του. Καί ἄν δέ φυλάξαμε καθαρή τήν καρδιά μας, τουλάχιστον ἄς βάλομε τά δυνατά μας νά φυλάξομε τά σώματά μας, ὅπως ζητάει ὁ Θεός, ἀναμάρτητα καί ἄς πιστεύομε ὅτι κατά τόν καιρό τῆς πνευματικῆς πείνας πού μᾶς βρῆκε, μᾶς ἐλεεῖ μαζί μέ τούς ἁγίους Του.


«Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον,
οἱ πορευόμενοι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ»
(Ψαλμ. 127:1)

9.  Πρόσεχε λοιπόν στόν ἑαυτό σου μήπως κάτι ἀπ᾿ ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί φύλαγε τήν καρδιά σου καί μήν ἀμελήσεις καί πεῖς: «Πῶς νά φυλάξω τήν καρδιά μου, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός;» Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τίς ἁμαρτίες του καί ἐπιστρέψει στό Θεό μετανοιωμένος, ἡ μετάνοια τόν ξαναγεννᾶ καί τόν κάνει ὅλον καινούργιο.


«οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν
ἀγαλλιάσει θεριοῦσι
πορευόμενοι ἐπορεύοντο καί ἔκλαιον
βάλλοντες τά σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι
δέ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἴροντες τά δράγματα αὐτῶν»
(Ψαλμ. 125:5-6)

10. Ὁ καιρός τῶν ἀγώνων ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς τήν προσευχή, ὅπως τόν πλοίαρχο οἱ ἄνεμοι καί οἱ τρικυμίες καί οἱ φουρτοῦνες. Γιατί δεχόμαστε προσβολή λογισμῶν καί ἐναρέτων καί κακῶν. Κύριος τῶν παθῶν εἵναι ὁ εὐσεβής καί φιλόθεος λογισμός.
Πρέπει ἐμεῖς οἱ ἡσυχαστές μέ σύνεση νά διακρίνομε καί νά ξεχωρίζομε καί τίς ἀρετές καί τίς κακίες· καί ποιές ἀρετές νά ἐργαζόμαστε μπροστά στούς ἀδελφούς μας καί ποιές μόνοι μας·
καί ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή, ποιά δεύτερη καί ποιά τρίτη·
καί ποιό πάθος εἶναι ψυχικό καί ποιό σωματικό,
καί ποιά ἀρετή ψυχική καί ποιά σωματική·
καί ἀπό ποιά ἀρετή ἡ ὑπερηφάνεια χτυπᾶ τό νοῦ,
ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ κενοδοξία,
ἀπό ποιά πλησιάζει ὁ θυμός
καί ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ γαστριμαργία.
Γιατί ὀφείλομε νά ἀνατρέπομε τίς πονηρές σκέψεις καί κάθε ὑψηλοφροσύνη πού ὑψώνεται καί ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά γνωρίσουν τό Θεό
(Β΄ Κορ. 10:5).


«ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων,
καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπόλεῖται»

(Ψαλμ. 1:6)

11. Πρώτη ἀρετή εἶναι ἡ ἀμεριμνία, δηλ. θάνατος σέ σχέση μέ κάθε ἄνθρωπο καί κάθε πράγμα. Αὐτή γεννᾶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή πάλι γεννᾶ τή φυσική ὀργή, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται σέ κάθε πειρρασμό τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βρίσκει κατοικία στόν ἄνθρωπο καί διά μέσου τοῦ φόβου φανερώνεται ἡ ἀγάπη.

«ἀγάθυνον, Κύριε, τοῖς ἀγαθοῖς καί
τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ»
(Ψαλμ. 124:4)

12. Πρέπει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ νά τήν ἀνατρέπομε ἀπό τήν καρδιά μας μέ εὐσεβή ἀντιλογία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μήπως καί βρεθοῦμε νά προσευχόμαστε στό Θεό μέ τά χείλη, ἐνῶ στήν καρδιά νά σκεφτόμαστε τά ἄτοπα. Γιατί ὁ Θεός δέν δέχεται ἀπό τόν ἡσυχαστή προσευχή θολή καί περιφρονητική. Σέ ὅλα τά μέρη της Γραφή συνιστᾶ ἔντονα νά φυλάγομε τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄν ὑποταχθεῖ τό θέλημα τοῦ μοναχοῦ στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, κατά τό νόμο αὐτό θά κυβερνήσει καί ὁ νοῦς ὅσα ἐξαρτῶνται ὡς ὑπήκοοί του ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις καί ἰδιαίτερα τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑπήκοοι τοῦ νοῦ. Ἀρετή ἐργαστήκαμε καί κάναμε τό σωστό, στρέψαμε τήν ἐπιθυμία στό Θεό καί τά θελήματά Του., καί τό θυμό κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού ζητεῖται ἀπό μᾶς; Ἡ ἐσωτερική μελέτη.



«Οἱ πεποιθότες ἐπί Κύριον ὡς ὄρος Σιών·
οὐ σαλευθήσεται εἰς τόν αἰῶνα ὁ κατοικῶν Ἱερουσαλήμ
ὄρη κύλῳ αὐτῆς, καί ὁ Κύριος κύκλῳ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος»
(Ψαλμ. 124:1-2).

13. Ἄν ὁ σπόρος τῆς αἰσχρότητας σπαρεῖ στήν καρδιά σου, ὅταν κάθεσαι στό κελί σου, πρόσεξε. Ἀντιστάσου κατά τῆς κακίας, μήπως σέ κυριεύσει. Θυμήσου τό Θεό ὅτι εἶναι παρών καί σέ προσέχει, καί ὅ,τι ἔχεις στήν καρδιά σου εἶναι φανερό μπροστά Του. Πές λοιπόν στήν ψυχή σου: Ἄν φοβᾶσαι ὅμοιούς σου ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς νά μή δοῦν τίς ἁμαρτίες σου, πόσο μᾶλλον τό Θεό πού ὅλα τά βλέπει; Καί ἀπό αὐτό φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου. Καί ἄν μείνεις μαζί του, μένεις ἀκίνητος ὡς πρός τά πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο· «Ὅσοι στηρίζονται στόν Κύριο εἶναι σάν τό ὄρος Σιών· δέν θά σαλευτεῖ στόν αἰώνα ὅποιος κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ» (Ψαλμ. 124:1). Καί σέ κάθε πράγμα πού κάνεις, νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός βλέπει κάθε σκέψη σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ.

Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο: “ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ” τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.

Ἐκδόσεις «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» Τόμος Α΄