Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἓκτης Ὣρας (Ἡσαΐας Α΄ 1-20).

Ησ. 1,1 Ὅρασις, ἣν εἶδεν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμώς, ἣν εἶδε κατὰ τῆς Ἰουδαίας καὶ κατὰ Ἱερουσαλὴμ ἐν βασιλεία Ὀζίου καὶ Ἰωάθαμ καὶ Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου, οἵ ἐβασίλευσαν τῆς Ἰουδαίας.

Ησ. 1,1 Αποκαλυπτικά οράματα, τα οποία εκ μέρους του Θεού είδε και ήκουσεν ο Ησαΐας, ο υιός του Αμώς, εναντίον της Ιουδαίας και ειδικώτερον εναντίον της Ιερουσαλήμ κατά το διάστημα της βασιλείας του Οζίου, του Ιωάθαμ, του Αχαζ και του Εζεκίου, οι οποίοι εβασίλευσαν στο βασίλειον της Ιουδαίας.

Ησ. 1,2 Ἄκουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν.

Ησ. 1,2 Ακου συ, ουρανέ, και βάλε εις τα αυτιά σου συ, η γη, διότι ο Κυριος ελάλησε και είπεν· υιούς εγέννησα και εδόξασα, εκείνοι όμως με ηρνήθησαν.

Ησ. 1,3 ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν.

Ησ. 1,3 Το βόϊδι γνωρίζει τον ιδιοκτήτην του και ο όνος γνωρίζει την φάτνην, ιδιοκτησίαν του κυρίου του· ο ισραηλιτικός όμως λαός δεν με αναγνωρίζει ως κύριόν του, δεν έχει ούτε στοιχειώδη κατανόησιν δι’εμέ.

Ησ. 1,4 οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι· ἐγκατελίπατε τὸν Κύριον καὶ παρωργίσατε τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.

Ησ. 1,4 Αλλά αλλοίμονον εις σε, έθνος αμαρτωλόν, λαε, που είσαι γεμάτος αμαρτίας, απόγονοι πονηρών προγόνων, υιοί παράνομοι. Εγκατελείψατε τον Κυριον και έτσι παρωργίσατε τον άγιον Θεόν εναντίον σας.

Ησ. 1,5 τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν; πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην.

Ησ. 1,5 Διατί εξακολουθείτε να πληγώνεσθε-αν και δεν έμεινε πλέον υγιές μέλος επάνω σας-προσθέτοντες αμαρτίας εις τας αμαρτίας; Ολόκληρος η κεφαλή σας εξ αιτίας των αμαρτιών σας έχει κατακυριευθή από τον πόνον και πάσα καρδία έχει πλημμυρίσει από την οδύνην και την λύπην.

Ησ. 1,6 ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους.

Ησ. 1,6 Από τα πόδια έως το κεφάλι σας δεν απέμεινεν άρτιον και υγιές μέρος. Δεν υπάρχει απώς ένα τραύμα εδώ, ένας μώλωψ εκεί, μία μολυσμένη πληγή άλλού· όλον το σώμα σας είναι μία πληγή και έτσι δεν είναι δυνατόν, να τεθή ένα κατάπλασμα επάνω εις τας πληγάς, ούτε λάδι, ούτε επίδεσμοι.

Ησ. 1,7 ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσι αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων.

Ησ. 1,7 Εξ αιτίας των αμαρτιών σας η χώρα σας έμεινεν έρημος από κατοίκους, αι πόλεις έχουν παραδοθή στο πυρ, τους καρπούς της χώρας σας κατατρώγουν οι ξένοι εμπρός εις τα μάτια σας, και έτσι η χώρα σας έχει ερημωθή από τους κατοίκους και τα αγαθά της· έχει καταστραφή από ξένους λαούς.

Ησ. 1,8 ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη·

Ησ. 1,8 Η δε πόλις Σιών, την οποίαν ως κόρην μου αγαπούσα, θα εγκαταλειφθή, όπως εγκαταλείπεται η πρόχειρος θερινή καλύβη μετά τον τρυγητόν της αμπέλου, και όπως εγκαταλείπεται το πρόχειρον οπωροφυλάκιον εις αγρόν αγγουριών· όπως εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της μία πολιορκημένη πόλις.

Ησ. 1,9 καὶ εἰ μὴ Κύριος σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμοῤῥα ἂν ὡμοιώθημεν. –

Ησ. 1,9 Εάν δε ο Κυριος των δυνάμεων, ο παντοκράτωρ δεν άφηνε μεταξύ μας μίαν κάποιαν εκλεκτήν μερίδα ιδικών του ανθρώπων, θα εγινόμεθα ωσάν τα Σοδομα και θα ωμοιάζαμεν ωσάν τα Γομορρα δια τας αμαρτίας και την διαφθοράν μας.

Ησ. 1,10 Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεοῦ λαὸς Γομόῤῥας.

Ησ. 1,10 Ακούσατε, λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου σεις, οι άρχοντες, οι οποίοι δια τας ιδικάς σας αμαρτίας και τας αμαρτίας του λαού σας αξίζει να ονομάζεσθε άρχοντες Σοδόμων. Δώστε προσοχήν στον νόμον του Θεού σεις, ο λαός, που ομοιάζετε με τον λαόν της Γομόρρας.

Ησ. 1,11 τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι,

Ησ. 1,11 Ο Κυριος λέγει· “τι να το κάμω εγώ το πλήθος των θυσιών σας; Είμαι γεμάτος και εχόρτασα από θυσίας ολοκαυτωμάτων κριών, που μου προσφέρετε. Δεν θέλω πλέον ούτε το λίπος των αμνών ούτε το αίμα των ταύρων και των τράγων.

Ησ. 1,12 οὐδὲ ἂν ἔρχησθε ὀφθῆναι μοι. τίς γὰρ ἐξεζήτησε ταῦτα ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; πατεῖν τὴν αὐλήν μου

Ησ. 1,12 Ούτε θέλω να έρχεσθε κατά τας τρεις μεγάλας εορτάς και να παρουσιάζεσθε ενώπιόν μου στον ναόν με τας προσφοράς και τας θυσίας σας. Ποιός εζήτησεν αυτά από τα χέρια σας; Δεν θα σας επιτρέψω, λοιπόν, να πατήσετε την αυλήν του ναού μου.

Ησ. 1,13 οὐ προσθήσεσθαι· ἐὰν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα, βδέλυγμά μοί ἐστι· τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι· νηστείαν καὶ ἀργίαν

Ησ. 1,13 Εάν μου προσφέρετε, δια τον τύπον μόνον, θυσίαν σημιγδαλιού, είναι ματαία και άχρηστος δια σας αυτή η προσφορά. Και αυτό ακόμη το ευώδες θυμίαμα είναι σιχαμερόν εις εμέ, όταν δεν συνοδεύεται από καθαρότητα καρδίας. Δεν θα ανεχθώ πλέον την εορτήν της πρώτης εκάστου μηνός, ουδέ καν και την ημέραν του Σαββάτου, ούτε την μεγάλην και επισημον εορτήν του Εξιλασμού. Τας νηστείας σας και τας αργίας των εορτών σας

Ησ. 1,14 καὶ τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου· ἐγενήθητέ μοι εἰς πλησμονήν, οὐκέτι ἀνήσω τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν.

Ησ. 1,14 και τας εορτάς εκάστης πρώτης του μηνός και τας άλλας εορτάς σας αποστρέφεται η ψυχή μου. Σας εχόρτασα, μου εκαθίσατε στο στομάχι, δεν θα ανεχθώ πλέον τας αμαρτίας σας.

Ησ. 1,15 ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις.

Ησ. 1,15 Οταν υψώνετε ικετευτικάς τας χείρας σας προς εμέ και ζητήτε την βοήθειάν μου, εγώ θα γυρίζω αλλού τα μάτια μου από σας με αποστροφήν. Και εάν πολλαπλασιάσετε και παρατείνετε τας δεήσεις σας, δεν θα σας ακούσω, διότι τα χέρια σας είναι γεμάτα από αίματα αθώων.

Ησ. 1,16 λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν,

Ησ. 1,16 Λουσθήτε, λοιπόν, στο λουτρόν της μετανοίας, γίνετε εσωτερικώς καθαροί, αφαιρέσατε τας πονηρίας και τα αμαρτωλά πάθη από τας ψυχάς σας, ώστε να είσθε καθαροί ενώπιόν μου. Παψετε πλέον τας πονηρίας σας.

Ησ. 1,17 μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν·

Ησ. 1,17 Μαθετε και συνηθίσατε να κάμετε το καλόν, επιδιώξατε με όλην σας την καρδίαν το δίκαιον, σώσατε από τα χέρια του άδίκου αυτόν, ο οποίος αδικείται, αποδώσατε το δίκαιον στο ορφανόν, δώσατε δικαιοσύνην εις την αδικουμένην χήραν.

Ησ. 1,18 καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ.

Ησ. 1,18 Και με αυτήν την μετάνοιαν και τας καλάς αποφάσεις σας, ελάτε να συζητήσωμεν, λέγει ο Κυριος. Και εάν αι ψυχαί σας εξ αιτίας των αμαρτιών σας είναι ερυθραί, εγώ θα τας καταστήσω λευκάς ωσάν το χιόνι. Εάν δε είναι ακόμη περισσότερον κατακόκκιναι, εγώ θα τας κάμω λευκάς ωσάν το μαλλί των προβάτων.

Ησ. 1,19 καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε·

Ησ. 1,19 Εάν δε θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθήτε προς τας εντολάς μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης.

Ησ. 1,20 ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα.

Ησ. 1,20 Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και απομακρυνθήτε από εμέ, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάγη”. Το στόμα του Κυρίου είναι εκείνο, το οποίον διεκήρυξεν αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε.

Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Γένεσις Α΄ 1-13).

Γεν. 1,1 Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.

Γεν. 1,1 Κατ’ αρχάς ο απειροτελειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.

Γεν. 1,2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.

Γεν. 1,2 Η γη ήτο αόρατος, αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.

Γεν. 1,3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.

Γεν. 1,3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”· και έγινε φως.

Γεν. 1,4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.

Γεν. 1,4 Και είδεν ο παντογνώστης Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το φως.

Γεν. 1,5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.

Γεν. 1,5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της δημιουργίας.

Γεν. 1,6 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως.

Γεν. 1,6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.

Γεν. 1,7 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος.

Γεν. 1,7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.

Γεν. 1,8 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.

Γεν. 1,8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον. Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.

Γεν. 1,9 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.

Γεν. 1,9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”. Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.

Γεν. 1,10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.

Γεν. 1,10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά των.

Γεν. 1,11 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.

Γεν. 1,11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.

Γεν. 1,12 καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς.

Γεν. 1,12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης.

Γεν. 1,13 καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.

Γεν. 1,13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα, που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας.

Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Παροιμίες Α΄ 1-20).

Παρ. 1,1 Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραήλ,

Παρ. 1,1 Οσα ακολουθούν είναι παροιμίαι, παραβολαί και γνωμικά και αποφθέγματα του Σολομώντος, υιού του Δαυίδ, ο οποίος υπήρξε βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού.

Παρ. 1,2 γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως

Παρ. 1,2 Σκοπόν έχουν αι παροιμίαι αυταί να καταστήσουν γνωστήν την θείαν σοφίαν και την ωφέλιμον δια την ψυχήν εκ μέρους του Θεού παιδαγωγίαν και να κάμουν τον άνθρωπον ικανόν να κατανόηση τους λόγους, δια των οποίων θα αποκτήση φρόνησιν και σύνεσιν.

Παρ. 1,3 δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα κατευθύνειν,

Παρ. 1,3 Ακόμη δε να δώσουν εις αυτόν την ικανότητα, ώστε να κατανοή και να αποκρούη την απάτην των περίτεχνων λόγων και τα υποκρυπτόμενα αυτών νοήματα, να εννοήση και δεχθή την αληθινήν δικαιοσύνην του Θεού, ώστε να είναι εις θέσιν να εκφέρη δικαίας κρίσεις και αποφάσεις.

Παρ. 1,4 ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν·

Παρ. 1,4 Σκοπός επίσης των παροιμιών είναι, να δώση στους αδόλους και απονηρεύτους σύνεσιν και ευφυΐαν, εις δε τον νεαρόν κατά την ηλικίαν συναίσθησιν και γνώσιν του καλού και κακού.

Παρ. 1,5 τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται.

Παρ. 1,5 Αλλά και αυτός ακόμη ο σοφός, όταν ακούση τας παροιμίας αυτάς, θα γίνη περισσότερον σοφός. Ο δε εκ φύσεως ευφυής και συνετός θα αποκτήση περισσοτέραν σύνεσιν και ικανότητα, ώστε ορθώς να διακυβερνά την ζωήν του και τους άλλους.

Παρ. 1,6 νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα.

Παρ. 1,6 Με τας σοφάς αυτάς παροιμίας καθένας θα είναι εις θέσιν να εννοή παραβολήν και δυσνόητον λόγον, όπως επίσης ρητά και γνωμικά των σοφών και αινιγματώδεις εκφράσεις, υπό τας οποίας κρύπτεται κάποιο βαθύτερον νόημα.

Παρ. 1,7 Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν.

Παρ. 1,7 Αρχή και θεμέλιον πάσης σοφίας είναι ο σεβασμός και ο φόβος προς τον Θεόν. Η δε σύνεσις είναι κατ’ εξοχήν ωφέλιμος εις εκείνους, ο οποίοι εφαρμόζουν τα σοφά προστάγματα της εις την ζωήν των. Η προς τον Θεόν ευσέβεια είναι η αρχή και το θεμέλιον της αληθινής σοφίας και γνώσεως. Οι ασεβείς όμως, δι’ ο και ασύνετοι, θα περιφρονήσουν την θείαν σοφίαν και παιδαγωγίαν.

Παρ. 1,8 ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου·

Παρ. 1,8 Συ όμως, υιέ, άκουε μετά προσοχής και υπάκουε προθύμως εις την διδασκαλίαν και παιδαγωγίαν του πατρός σου. Ποτέ δε να μη αποστροφής και απορρίψης τας στοργικάς παραγγελίας και τους θεσμούς της μητρός σου.

Παρ. 1,9 στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ.

Παρ. 1,9 Διότι, εάν προθύμως δεχθής την παιδαγωγίαν των γονέων σου, θα τιμηθής, θα δεχθής εις την κεφολήν σου στέφανον από τας χαρίτας των αρετών και περί τον λαιμόν σου περιδέραιον χρυσούν, ασυγκρίτως πολυτιμότερον από κάθε άλλο κόσμημα.

Παρ. 1,10 υἱέ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς,

Παρ. 1,10 Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε παραπλανήσουν προς το κακόν ασεβείς άνθρωποι και ποτέ να μη συγκατατεθής εις τας αμαρτωλάς αυτών σκέψεις και προτάσεις.

Παρ. 1,11 ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ᾿ ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως,

Παρ. 1,11 Εάν παρουσιασθούν ως φίλοι σου και σε προσκαλέσουν και σου είπουν· “έλα μαζή μας, λάβε μέρος και συ στο αίμα, το οποίον θα χύσωμεν· ας θανατώσωμεν αδίκως άνδρα δίκαιον και το πτώμα του ας το κρύψωμεν βαθειά στον τάφον.

Παρ. 1,12 καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς·

Παρ. 1,12 Ζωντανόν ας τον καταπίωμεν, όπως ο άδης. Ας σβήσωμεν το όνομα του και την ανάμνησίν του από τους ανθρώπους της γης, ώστε κανείς πλέον να μη τον ενθυμήται.

Παρ. 1,13 τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων·

Παρ. 1,13 Ας βάλωμεν χέρι και ας κάμωμεν ιδικήν μας την μεγάλην περιουσίαν του, ας γεμίσωμεν δε τα σπίτια μας από λάφυρα, τα οποία θα αρπάσωμεν από τους άλλους με τας ληστείας και τα εγκλήματά μας.

Παρ. 1,14 τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν.

Παρ. 1,14 Οσα χρήματα και κτήματα έχεις κληρονομήσει από τον πατέρα σου βάλε τα εδώ μαζή με τα ιδικά μας. Ταύτισε την τύχην σου μαζή μας και ας έχωμεν όλοι ένα κοινόν βαλάντιον, ένα κοινόν δερμάτινον σάκκον, όπου θα αποταμιεύωμεν, όσα θα αρπάζωμεν”.

Παρ. 1,15 μὴ πορευθῆς ἐν ὁδῷ μετ᾿ αὐτῶν, ἔκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν·

Παρ. 1,15 Παιδί μου, πρόσεξε, μη πορευθής στον ίδιον δρόμον μαζή των, αλλά άλλαξε πορείαν, λοξοδρόμησε μακρυά από τους δρόμους εκείνων.

Παρ. 1,16 οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα·

Παρ. 1,16 Διότι τα πόδια εκείνων τρέχουν ταχέως πάντοτε προς το κακόν, σπεύδουν να χύσουν αίματα αθώων ανθρώπων.

Παρ. 1,17 οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς.

Παρ. 1,17 Εχε δε υπ’ όψιν σου και τούτο· ότι, όπως δεν στήνονται χωρίς σκοπόν δίκτυα, αλλά δια να συλλάβουν λαίμαργα ασύνετα πουλιά, ετσι και αυτοί θα συλληφθούν εις παγίδα, και δεν θα μείνουν ατιμώρητοι, αν οχι από τους ανθρώπους, πάντως όμως από τον Θεόν. Θα συλληφθούν εις τα δίκτυα της παρανομίας των.

Παρ. 1,18 αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή.

Παρ. 1,18 Διότι αυτοί, οι οποίοι συμμετέχουν στο έγκλημα, από κοινού δε και εκ συστάσεως διαπράττουν φόνον, συσσωρεύουν εναντίον των πολλά κακά, η δε καταστροφή των παρανόμων ανθρώπων θα είναι τρομερά.

Παρ. 1,19 αὗται αἱ ὁδοί εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται.

Παρ. 1,19 Εις αυτά τα ολέθρια αποτελέσματα οδηγούν όλους τους εργάτας της παρανομίας αι οδοί των. Δια της παρανομίας των καταστρέφουν οι ιδιοί και την ζωήν και την ψυχήν των.

Παρ. 1,20 Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παῤῥησίαν ἄγει·

Παρ. 1,20 Αντιθέτως προς τους εργάτας του σκότους και τας δολιότητάς των, η σοφία του Θεού εξυμνείται δημοσία στους δρόμους από όσους την έχουν γνωρίσει και δεχθή, και με παρρησίαν ακούεται η διδασκαλία της εις τας πλατείας.

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/26.%20Paroimies.htm