Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Νικομήδεια.
Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν
ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ του ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ
πλούσια κατεῖχε τὸν θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία,
ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς
ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πνευματικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἄνθιμου ὤθησε τοὺς
χριστιανοὺς τῆς Νικομήδειας καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἀργότερα
ἐπίσκοπός τους.
Ὅταν, ὅμως, ἔγινε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού, τὸν κυνήγησαν καὶ τὸν
συνέλαβαν. Ὁ Διοκλητιανὸς τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεοὺς γιὰ νὰ
κερδίσει τὴν ζωή του, ἀλλιῶς τὸν περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια, καὶ τοῦ
ἔδειξε τὰ ὄργανα ποὺ θὰ τὸν βασάνιζαν.
Ὁ Ἄνθιμος εἶπε: «Γιατὶ μοῦ τὰ
δείχνεις; Γιὰ νὰ μὲ φοβίσεις; Αὐτὰ ἂς τὰ φοβοῦνται ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς
ὁποίους ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι μόνο ἡδονὴ καὶ τὴν στέρησή της θεωροῦν
μεγάλη ἀπώλεια. Ἀλλὰ σὲ μένα, ὅπως καὶ σὲ κάθε χριστιανό, αὐτὰ δὲν
ἀσκοῦν καμιὰ γοητεία.
Τὸ σῶμά μου εἶναι πρόσκαιρο καὶ εὐτελές, ποὺ μόνη
ἀξία ἔχει, ὅταν ἁγιασθεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ δοθεῖ εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν
ζωή. Ἑπομένως, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι γιὰ μένα πιὸ ποθητὰ ἀπὸ τοῦ νὰ
ἀρνηθῶ τὸν Σωτῆρα μου».
Τότε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καρποὶς τοῖς τῶν λόγων σου,
τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχάς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι· ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ
Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεής τοῦ Σωτῆρος, ᾧ πρέσβευε
δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον . Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἐν ἱερεῦσιν ἀκριβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν
εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεόφρον·
διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοῶσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι
ἡμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἀοίδιμε Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὑποτύπωσις καὶ κανών·
χαίροις τῶν Μαρτύρων, σύναθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἡμῶν
ἀντίληψις.
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος συνασκητὴς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου
Ὁ Ὅσιος καὶ μέγας αὐτὸς ἀσκητής, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε ἕξι μίλια ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου βρίσκεται ἡ Λαύρα Φάρα.
Ἐκεῖ κλείστηκε σὲ ἕνα κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατους ἀσκητικοὺς
ἀγῶνες. Στὰ χρόνια αὐτά, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα γειτονικὸ κελὶ τῆς Λαύρας
αὐτῆς καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος.
Ὁ κοινὸς πόθος τῆς ἄσκησης συνέδεσε στενὰ τοὺς δυὸ διασήμους ἀσκητές, οἱ
ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων πήγαιναν μακρύτερα μέσα
στὴν ἔρημο, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση. Ἐπέστρεφαν στὴν Λαύρα, τὴν Κυριακὴ
τῶν Βαΐων.
Μετὰ τὸ πέμπτο ἔτος, ἀποσύρθηκαν ὁριστικὰ στὴν ἔρημο μέσα σὲ μιὰ σπήλια.
Ἡ φήμη ὅμως τῆς ἀρετῆς τους, ἔφερε κοντὰ τοὺς πολλοὺς μαθητὲς καὶ ἔτσι
δημιουργήθηκε κοινόβιο, ποὺ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, προϊστάμενος ἦταν
ὁ Θεόκτιστος.
Μὲ τὴν μεγάλη ὑπόληψη καὶ ἀγάπη τῶν συνανθρώπων του, ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος
πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 451 μ.Χ.. Στὴν κηδεία του πρωτοστάτησαν ὁ
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀναστάσιος καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος, ποὺ τότε ἦταν 90
ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἐκ νεότητος, ἀνατεθεὶς ἱερῶς, κτιστῶν τὴν προσπάθειαν, ἀπεβδελύξω
στερρῶς, Θεόκτιστε Ὅσιε· ὅθεν τῆς ἡσυχίας, διαλάμψας τοῖς τρόποις, ὤφθης
τῶν Μοναζόντων, ἀκριβὴς παιδοτρίβης. Καὶ νῦν τοὺς προσιόντας σοι, Πάτερ
κυβέρνησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Θεοῦ κτίσιν Ὅσιε, τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα, διατηρήσας κηλίδων ἀκήρατον,
Κυρίῳ καθιέρωσας· οὗ τῇ θείᾳ ἐλλάμψει, τῶν ἀγώνων παιδεύεις τὰ
ἀκροθίνια, Θεόκτιστε θεόφρον, τὴν κλῆσιν ἔργοις πιστούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Κτίσας σου τὸν οἶκον τὸν τῆς ψυχῆς, ἐν θεμέθλῳ Πάτερ, τῆς ἀσκήσεως τῆς
στερρᾶς, τῷ τῶν ὅλων Κτίστῃ, ναὸν ἡγιασμένον, Θεόκτιστε τρισμάκαρ,
σαυτὸν ηὐτρέπισας.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων ὁ Μάρτυρας
Ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σ’ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ μολύβι, ἀπεβίωσε μαρτυρικά.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἁγία Βασίλισσα
Ὑπῆρξε τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας, κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανού.
Καταγγέλθηκε σὰν χριστιανή, ποὺ ἀποσποῦσε νεαρὲς εἰδωλολάτρισσες ἀπὸ τὴν
πολυθεΐα καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο. Ἐκεῖ ἡ Βασίλισσα
ὁμολόγησε χωρὶς κανένα δισταγμό, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ λατρεύει τὸν
ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας
διέταξε καὶ τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά.
Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἡ
Βασίλισσα, βγῆκε ἀπὸ τὴν φωτιὰ ἄθικτη. Οἱ εἰδωλολάτρες, θεώρησαν πὼς
αὐτὸ ἦταν μαγικὴ ἐνέργεια καὶ ἔτσι τὴν ἔριξαν γιὰ τροφὴ σὲ δυὸ
πεινασμένα λιοντάρια. Ἡ Βασίλισσα ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό,
ἔκανε τὰ δυὸ λιοντάρια νὰ σταθοῦν σὰν ἥμερα ἀρνιὰ μπροστά της.
Τότε
ἔγινε καὶ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ἄνοιξαν τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἡγεμόνα
Ἀλεξάνδρου καὶ ἔπεσε μετανοημένος στὰ πόδια τῆς Βασίλισσας καὶ ζήτησε
ἀπ’ αὐτὴν νὰ τὸν κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ἡ Βασίλισσα, χαρὰ γεμάτη, τὸν παρέπεμψε στὸν ἐπίσκοπο Νικομήδειας
Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Ἀλέξανδρο χριστιανό.
Εὐτυχισμένος πλέον ὁ Ἀλέξανδρος, ζήτησε διὰ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ
τὸν πάρει ὅσο γίνεται σύντομα κοντά Του, καὶ ἡ δέησή του εἰσακούστηκε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Κύριος δέχτηκε καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Βασίλισσας. Τὸ δὲ
τίμιο λείψανό της, τάφηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο, κοντὰ σὲ μία πέτρα,
ἀπὸ τὴν ὁποία ἄλλοτε, μετὰ ἀπὸ προσευχή της, εἶχε ἀναβλύσει νερό.
Ὁ Ἅγιος Χαρίτων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λάκκο μὲ βραστὸ ἀσβέστη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρχοντίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιμοῦ (ὀνομασία κάποιου θηρίου).
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Βασιλιὰς, ὁ Νέος ὁ ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις
Αὐτὸς φαίνεται, ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος γιὸς τοῦ βασιλιὰ Ἡρακλείου, ποὺ
βασίλευσε τὸ ἔτος 641 καὶ ὁ ὁποῖος, ἀπὸ ἄλλους μὲν καλεῖται Κωνσταντῖνος
Ἡράκλειος, ἀπὸ ἄλλους δέ, Κωνσταντῖνος ὁ νέος.
Αὐτὸς ἦταν πολὺ πιστὸς βασιλιὰς καὶ βασίλευσε ἕξι μῆνες. Κατὰ τὸν Μελέτιο, ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δηλητηριάστηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀριστίων ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἐγεννήθη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., εἰς τὴν ἐπαρχία τῆς Συρίας
Ἀπάμεια. Εἰλκύθη εἰς τὴν ἀληθινὴ τοῦ Χριστοῦ πίστιν ὑπὸ τοῦ μάρτυρος
Ἀντωνίου. Εἰς ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν ὁ Ἀντώνιος ὁδήγησε τὸν Ἀριστίωνα εἰς
τὴν Χριστιανικὴν πίστιν.
Ὡς ἐνάρετος καὶ πνευματοφόρος ἀνήρ, ἐκλεγεῖς ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς
Ἀλεξανδρείας τῆς μικρῆς, εἰς Κιλικίαν τῆς Μ. Ἀσίας (παρὰ τὴν πόλιν
Ἰσσόν), ἐγένετο ὁ δεύτερος ἐπίσκοπός της. Ὡς ποιμενάρχης ὁ Ἅγιος
ἐποίμανε θεαρέστως τὸ ἐμπιστευθὲν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνιό του.
Δίδασκε μετὰ παρρησίας μεγάλης καὶ κήρυττε τὴν τοῦ Κυρίου ἐν Σαρκὶ
ἐπιδημίαν καὶ τὴν αἰωνίαν αὐτοῦ Βασιλείαν, ὥσπερ καὶ τὴν μακαριότητα καὶ
τὴν χαρὰν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Πολλοὺς ἐθνικοὺς ἔπειθεν, ὅπως ἀπαρνηθώσι τὴν πλάνην τους καὶ ἀκολουθώσι
τὴν ἀληθινὴν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πίστιν, οὖς καὶ ἐβάπτιζεν.
Ἡ δρᾶσίς του αὐτὴ δὲν ἤρεσε εἰς τὸν Ρωμαῖον Ἔπαρχον τῆς περιοχῆς, ὅστις
καὶ διέταξεν νὰ συλληφθῆ καὶ νὰ ριφθῆ εἰς τὸ πῦρ. Παραχρήμα οἱ
στρατιῶτες αὐτοῦ, ἤναψαν μεγάλην κάμινον καὶ ἔρριψαν ἐντὸς αὐτῆς τὸν
μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐντὸς τῆς καμίνου ὁ Ἀριστίων, ὑμνῶν καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ἔλαβεν μακάριον καὶ ἐπίζηλον τέλος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἱεράτευσας ὦ Ἀριστίων καλῶς, ὢ ὕστερον ἔθυσας σαυτὸν ὡς θῦμα
σεπτόν, ἀθλήσας δι’ αἵματος· ὅθεν μὴ διαλίπης ἰκετεύειν ἀπαύστως, ὑπὲρ
τῶν σὲ τιμώντων, καὶ θερμῶς ἐκζητούντων, εὐχᾶς τᾶς ἁγίας σου, μαρτύρων
ἄριστε.
Ἡ Ἁγία Φοίβη ἡ διακόνισσα
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ
Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες
πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Ὁ Ἅγιος Πολύδωρος ὁ Νεομάρτυρας
Τὸ ὄνομά του δὲν εἶναι γνωστὸ στοὺς πολλούς. Κι ὅμως ἀποτελεῖ ἕνα
πραγματικὸ στολίδι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνα ἡρωικὸ μαχητὴ καὶ νέο μάρτυρα
τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως.
Γεννήθηκε στὴν Λευκωσία τῆς Κύπρου τὸ 1794. Χρόνια δύσκολα. Χρόνια σκοτεινά. Χρόνια μαύρης σκλαβιᾶς.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ γονεῖς του Χατζηλουκᾶς καὶ Λουρδανοῦ, ἄνθρωποι
θεοφοβούμενοι κι εὐσεβεῖς φρόντισαν νὰ δώσουν στὸ παιδί τους μόρφωση
χριστιανική.
Καὶ ἡ μόρφωση αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ κάνει κάθε ἄνθρωπο, ἀληθινὸ ἄνθρωπο.
Φρόνιμο, σοφό, ἄνθρωπο ἀρετῆς.Ὅταν ὁ Πολύδωρος μεγάλωσε, φύση ἔξυπνη
καὶ δημιουργική, ἐπιδόθηκε στὸ ἐμπόριο. Γιὰ τὶς δουλειὲς του μάλιστα
ἄρχισε νὰ ταξιδεύει σὲ διάφορα μέρη καὶ στὴν Αἴγυπτο. Γιὰ ἕνα διάστημα
οἱ συμβουλὲς τῶν γονιῶν του, νὰ προσέχει στὶς συναναστροφές του,
ἀντηχοῦσαν διαρκῶς στὰ αὐτιά του καὶ τὸν συγκρατοῦσαν.
Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως ἡ προσοχὴ χαλαρώθηκε καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε καὶ γι’
αὐτὸν τραγικό. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ταξίδια του στὴν χώρα τοῦ Νείλου γνωρίστηκε
μ’ ἕναν πλούσιο ἐξωμότη ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο καὶ προσλήφθηκε στὴν ὑπηρεσία
του.
Στὴν ἐργασία αὐτὴ συνδέθηκε καὶ μὲ διάφορους τύπους τῆς ἡλικίας του.
Τύπους ἄμυαλους καὶ διεφθαρμένους, τύπους ἀνήθικους καὶ αἰσχρούς. Στὴν
ἀρχὴ ἀγωνίστηκε νὰ κρατηθεῖ. Ὅμως δὲν τὸ κατόρθωσε.
Καὶ ὁ λόγος; Εὔκολος καὶ ἁπλός. Τὰ μέσα, ποὺ θὰ τὸν συγκρατοῦσαν καὶ θὰ
τὸν ἐνίσχυαν στὸν ἀγῶνα του, εἶχαν πρὸ πολλοῦ ἐγκαταλειφθεῖ. Στὴν ἀρχὴ
ἐγκαταλείφθηκε ἡ προσευχή. Ὕστερα ἀκολούθησε ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ οἱ
ἐπισκέψεις του σὲ πρόσωπα ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Μετὰ ᾖλθε ἡ
σειρὰ τοῦ πνευματικοῦ του.
Τὸν παράτησε καὶ αὐτόν. Καὶ σ’ ἐπίμετρο
ἄρχισε νὰ ξενυχτᾷ, νὰ πίνει καὶ νὰ μεθᾷ, νὰ χαρτοπαίζει καὶ νὰ
νυχτοξημερώνεται στὰ διάφορα καταγώγια.
Μιὰ βράδια σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ κέντρα αὐτὰ τῆς ἀκολασίας παρασύρθηκε καὶ ἤπιε
τόσο ποὺ μέθυσε. Καὶ στὸ μεθύσι ἐπάνω, ἀλίμονο! Ἀλλαξοπίστησε. Ναί! ὁ
Πολύδωρος μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος μὲ τὴ
δυνατὴ πίστη καὶ τὸ θάρρος γιὰ τὴ ζωὴ λύγισε, νικήθηκε, ἔπεσε.
Ἐγκατέλειψε τὸν πολύτιμο θησαυρό του, τὴν χαρὰ τῆς ψυχῆς του, τὴν
χριστιανική του πίστη, τὴν πίστη τῶν γονιῶν του καὶ ἀσπάσθηκε τὸν
μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅμως τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας δὲν
τὸν ἱκανοποίησαν. Ἡ νέα θρησκεία δὲν τοῦ πρόσφερε καμιὰ χαρά. Ἐκεῖνος
ποὺ ἔζησε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τὸ φῶς
τῶν πυγολαμπίδων. Ἔτσι καὶ ἡ καινούργια θρησκεία δὲν τοῦ πρόσφερε, δὲν
μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει καὶ τὴν ἐλάχιστη ψυχικὴ ἱκανοποίηση.
Παρὰ τὰ
χρήματα ποὺ κέρδιζε καὶ τὶς θέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἐξασφάλισε μὲ τὴ
νέα του ζωή, καμιὰ χαρὰ δὲν εἶδε. Ἀντίθετα οἱ τύψεις ποὺ ἄρχισαν νὰ
ξυπνοῦν μέσα του καὶ ποὺ μεγάλωναν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα καὶ πλήθαιναν δὲν
τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάσει. Ἡ συνείδησή του, μαστίγιο σκληρὸ καὶ ἀνελέητο,
τὸν ἔδερνε φρικτὰ καὶ χωρὶς οἶκτο.
Κάποια βραδιὰ σὲ μία τέτοια ψυχικὴ ἀναστάτωση, θυμήθηκε μὲ γλυκιὰ
νοσταλγία τὸ σπίτι του. Ἀγράμματοι ἦταν οἱ γονεῖς του. Μὰ εἶχαν τὴ
μόρφωση τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν μόρφωση
ἀγωνίστηκαν νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτόν. Στὴν ἀθῴα παιδικὴ ψυχή του φρόντισαν
νὰ σταλάζουν καθημερινὰ τῆς χάριτος τὴν δροσιὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τοῦ
Θεοῦ τὰ ἔργα. Πόση εἰρήνη ἦταν τότε χυμένη στὶς καρδιές! Πόση γαλήνη!
Καὶ ἡ προσευχὴ πόσο συγκινοῦσε καὶ ξεκούραζε! Πρὶν νὰ πᾶνε γιὰ ὕπνο τὸ
βράδυ καὶ ὑστέρα ἀπὸ τὴν σκληρὴ δουλειὰ καὶ τοὺς κινδύνους τῆς κάθε
ἡμέρας, τοὺς κινδύνους ποὺ δημιουργοῦσε ἡ βαρβαρότητα τοῦ Τούρκου
δυνάστη καὶ ἡ μαύρη σκλαβιά, γονάτιζαν ὅλοι μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς
Μεγαλόχαρης καὶ τοῦ ἀφέντη, τοῦ Χριστοῦ. Γονάτιζαν καὶ ἄκουαν μὲ
εὐλάβεια τὴ μανοῦλα νὰ λέει ἀργὰ καὶ κατανυχτικὰ μιὰ τέτοια περίπου
προσευχή:
— Σ’ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, ποὺ μᾶς φύλαξες καλὰ καὶ τούτη τὴν ἡμέρα. Σ’
εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἡ ἀγάπη σου μᾶς χάρισε. Σὲ
παρακαλοῦμε, Κύριε, φύλαξέ μας καὶ τούτη τὴ νύχτα. Φύλαξέ μας ἀπὸ τοῦ
Τούρκου τὴν μανία καὶ τὸ μαχαῖρι. Φύλαξέ μας ἀπὸ κάθε κακό.
Φύλαξέ μας ἀπ’ τοῦ Τούρκου τὴ μανία!… Ἀλίμονο! Αὐτοῦ τοῦ Τούρκου τὴ
θρησκεία ἀσπάσθηκε τώρα. Κι αὐτοῦ τὴ συντροφιὰ διάλεξε. Ὢ Θεέ μου! Τί
συμφορά! Τί τραγῳδία! Κάποια στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος σὰν δίκοπο μαχαῖρι
τοῦ τρυποῦσε τὴν καρδιά, μιὰ ἀχτίδα ἐλπίδας πέρασε ἀπὸ τὸ κουρασμένο
μυαλό του κι ἕνα παρήγορο φῶς πρόβαλε καὶ φώτισε τὰ δακρυσμένα μάτια
του. Ἦταν τὰ λόγια καὶ πάλι τῆς καλῆς του μάνας.
Τοῦ τὰ εἶπε σὲ μία
περίπτωση, ποὺ ἔκανε κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε καὶ ἦταν ἀνήσυχος καὶ
στενοχωρημένος, Παιδί μου, τοῦ εἶχε πεῖ, τὴν ταραγμένη συνείδηση ἕνα
πρᾶγμα μόνο τὴν καθησυχάζει καὶ τὴν γαληνεύει: Ἡ μετάνοια καὶ ἡ
ἐξομολόγηση. Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς μάνας του θυμήθηκε ἐκείνη τὴν στιγμή. Καὶ
ἡ θύμηση αὐτὴ τὸν ἐνίσχυσε κάπως.
Μὰ καὶ τὸν ἔσπρωξε χωρὶς καμιὰ
καθυστέρηση ἢ ἀναβολὴ νὰ ἀφήσει τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ φύγει γιὰ τὴ Βηρυτό.
Σὰν ἔφτασε, μὲ λαχτάρα ἔτρεξε νὰ ἰδεῖ τὸν Δεσπότη. Καὶ ὅταν τὸν βρῆκε,
μὲ βαθιὰ συντριβὴ ἔπεσε μπροστά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δεχθεῖ τὴν
ἐξομολόγησή του.
-Δέσποτά μου! Πατέρα μου! Ψέλλισε μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα. Εἶμαι ἕνας
ἄθλιος ἁμαρτωλός. Συγχώρεσέ με. Ναί! Συγχώρεσέ με, πατέρα… Τὰ εἶπε
ὅλα. Τίποτα δὲν ἀπέκρυψε. Ὁ Δεσπότης ἕνας εὐλαβὴς κληρικός, τὸν ἄκουσε
μὲ συμπόνια καὶ δάκρυα στοργῆς. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν
ἐνίσχυσε, τὸν συμβούλεψε γιὰ ἀσφάλειά του καὶ γιὰ ξεκούρασμα νὰ
καταφύγει σὲ κανένα μοναστῆρι.
Ἐκεῖ μὲ τὸ πρόγραμμα ψυχικῆς περισυλλογῆς
καὶ τὴν ὅλη πνευματικὴ ζωή, τὴν τακτικὴ προσευχή, τὴ λιτὴ τροφή, τὴν
ἀποκοπή σου ἀπὸ τὶς παλιὲς συναναστροφὲς καὶ τὴν ὅλη εἰρηνικὴ
ἀτμόσφαιρα, θὰ ξεκουραστεῖς. Θὰ γαληνέψεις. Θὰ ἠρεμήσεις.
Ὁ Πολύδωρος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχή. Ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν καλὸ γέροντα
ἔφυγε. Ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσει τὴν συμβουλή του. Κατέφυγε σ’ ἕνα μοναστῆρι.
Λίγο καιρὸ ὅμως ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀπὸ φόβο μήπως ἐκθέσει τὸν πνευματικό του
πατέρα ἔφυγε νωρίς. Περιῆλθε διάφορους τόπους καὶ κατέληξε στὸ μυροβόλο
νησὶ τῆς Χίου.
Ἐδῶ ἐπισκέφθηκε κάποιο ἄλλο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ
πάλι μὲ πόνο ψυχὴς καὶ ζήτησε νὰ ξαναγίνει δεκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ
πνευματικὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά του. Τοῦ διάβασε τὴ συγχωρητικὴ εὐχή,
τὸν ἔχρισε μὲ ἅγιο μύρο καὶ τὸν κοινώνησε τὰ ἄχραντα Μυστήρια.
Μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του αὐτὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πολύδωρος
ἀναχώρησε γιὰ τὴ Νέα Ἔφεσο.
Ὁ πόθος του νὰ ἐπανορθώσει πραγματικὰ τὸ
ἁμάρτημά του, δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ σκέψη στριφογυρίζει ἀδιάκοπα στὸ
μυαλό του. Ἡ σκέψη νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ μὲ παρρησία νὰ
διακηρύξει μπροστὰ σ’ αὐτοὺς τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀφοσίωσή
του στὸ θέλημά του. Καὶ τὸ ἔκαμε.
Μιὰ μέρα παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν μουφτὴ καὶ χωρὶς περιστροφὲς τὸν ρώτησε:
-Πές μου, ἀφέντη. Εἶναι νόμιμο καὶ σωστὸ νὰ δώσω πίσω ἕνα πρᾶγμα κάλπικο, ποὺ μοῦ ἔδωκαν πρὶν λίγο καιρὸ μὲ ἀπάτη;
Ὁ μουφτὴς ἀπήντησε καταφατικά. «Ναί, τοῦ εἶπε. Εἶναι νόμιμο».
Τότε ὁ ἀθλητὴς πρόσθεσε:
— Δῶσε μου, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴ τὴν ἀπόφαση γραπτῶς.
Ὁ μουφτὴς ἔγραψε τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦ τὴν ἔδωσε. Μόλις ὁ ἡρωικὸς
ἀγωνιστῆς πῆρε στὸ χέρι τὴν ἀπόφαση (τὸν φετφά), χωρὶς νὰ χάσει καιρό,
ἔτρεξε στὸν ἱεροδικαστὴ (Καδή) καὶ δείχνοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ μουφτῆ τοῦ
εἶπε:
— Πρὶν δέκα χρόνια μὲ ξεγελάσατε καὶ μὲ κάματε νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου.
Πέταξα τὸ χρυσάφι ποὺ κρατοῦσα γιὰ νὰ πάρω τὸ χῶμα. Τώρα μετανιώνω.
Λυπᾶμαι γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαμα καὶ στενοχωροῦμαι καὶ κλαίω. Πᾶρτε τὸ χῶμα
σας καὶ ἐγὼ ξαναπαίρνω τὸ χρυσάφι μου. Ἤμουνα χριστιανός! Μένω
χριστιανός! Κι εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω χριστιανός!
Στὰ λόγια τοῦ ὁμολογητῆ ὁ καδὴς μὲ κόπο συγκράτησε τὸν θυμό του.
Δοκίμασε κάτι νὰ πεῖ. Ἄρχισε τὶς κολακεῖες. Προχώρησε στὶς ὑποσχέσεις.
Προσπάθησε νὰ μεταπείσει τὸν Πολύδωρο τάζοντας χρήματα καὶ θέσεις καὶ
τιμές… Καὶ κατέληξε.
— Ἕναν καιρὸ ἤσουν χριστιανός. Τώρα ὅμως εἶσαι μωαμεθανός.
— Ὄχι! Ὄχι! Διαμαρτυρήθηκε ἔντονα ὁ ἀθλητής. Εἶμαι χριστιανός. Καὶ θὰ
πεθάνω χριστιανός. Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω.
Ὁ καδὴς δὲν ἀπογοητεύθηκε. Συνέχισε τὶς ὑποσχέσεις. Ὑποσχέσεις
δελεαστικές. Ἀπίθανες. Μὰ τίποτα. Στὸ τέλος, σὰν ἀντιλήφθηκε, πὼς οἱ
προσπάθειες τοῦ ἦταν χαμένες, διέταξε νὰ ἁρπάξουν τὸν Πολύδωρο, νὰ τὸν
κλείσουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Βασανιστήρια! Νὰ μία λέξη ποὺ προκαλεῖ ἀσυναίσθητα τὴν φρίκη.
Βασανιστήρια! Μιὰ λέξη τόσο γνωστὴ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θεέ μου! Ποῦ
καταντᾷ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπ’ τὴν καρδιὰ του φύγει ὁ αὐτοσεβασμός.
Ὅλη
νύχτα οἱ δήμιοι βασάνιζαν τὸν μάρτυρα. Νὰ ἀριθμήσει κανεὶς τὰ
βασανιστήρια; Εἶναι ἀδύνατο. Τοῦτο μόνο λέγουμε. Τὴν ἑπομένη ὁ μακάριος
ἀθλητὴς μὲ τὸ πρόσωπο ἀλλοιωμένο ἀπὸ τὶς ὁλονύχτιες κακώσεις καὶ τὸ
κορμὶ τσακισμένο ἀπὸ τοὺς ἀλύπητους ξυλοδαρμοὺς ὁδηγήθηκε μπροστὰ σ’ ἕνα
συμβούλιο ἀπὸ Τούρκους ἄρχοντες.
Γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ συντετριμμένος
ἀγωνιστὴς τῆς ἀλήθειας μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία ζηλευτὴ διακήρυξε
πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νὰ πεθάνει
γι’ Αὐτόν. Σ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἔκαμναν ἡ
ἀπάντησή του ἦταν:
— Εἶμαι χριστιανός! Θὰ μείνω χριστιανός! Καὶ θὰ πεθάνω χριστιανός.
Ἡ ἄκαμπτη ἐπιμονή του εἶχε ἐξοργίσει ὅλα τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου, ποὺ γιὰ
νὰ δώσουν μία διέξοδο στὸ ἀδιέξοδο, διέταζαν νὰ ρίξουν καὶ πάλι τὸν
ἅγιο στὴν φυλακὴ καὶ νὰ ἐπαναλάβουν τὰ βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι μὲ
ἀσυγκράτητη μανία ἅρπαξαν τὸ θῦμα ξανὰ καὶ τὸ πέταξαν σ’ ἕνα σκοτεινὸ
κελί.
Ἐκεῖ μὲ καννιβαλίστικο πάθος, τόσο γνωστὸ καὶ στὴν ἐποχή μας,
ἄρχισαν τὸ μακάβριο ἔργο τους. Ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ μάρτυρος
γιὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μετακινηθεῖ καὶ μὲ μαστίγια τὸν κτυποῦσαν συνέχεια
παντοῦ. Τὸ ἅγιο κορμὶ ἔγινε μία πληγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ αἷμα ἔτρεχε
ἄφθονο. Ὕστερα τοῦ ἔβαλαν σίδερα καυτὰ καὶ τοῦβλα πυρωμένα στοὺς ὤμους
καὶ τὶς μασχάλες καὶ ἄλλοι τὴν ἴδια ὥρα τοῦ φοροῦσαν στὸ κεφάλι ἕνα
πυρακτωμένο τάσι γιὰ σκοῦφο.
Δὲν θὰ ἀναφέρουμε ἄλλα βασανιστήρια. Μᾶς
εἶναι ἀδύνατο. Ἄλλωστε καὶ νὰ τ’ ἀκούει κανεὶς δυσκολεύεται. Τοῦτο μόνο
σημειώνουμε. Ὁ καρτερόψυχος ὁμολογητὴς τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ θάρρος καὶ
καρτερία μοναδική. Τὰ ὑπέμεινε προφέροντας μὲ πίστη: «Κύριε, συγχώρησέ
με». Εἶχε πιὰ ἀποφασίσει τὸν θάνατο καὶ ἔτσι ὁ πόνος δὲν τὸν φόβιζε.
Τὸν
φόβιζε μονάχα μήπως λυπήσει ξανὰ τὸν Χριστό μας. Ἀκόμη λίγο σκεφτόταν
καὶ τὸ μαρτύριο θὰ μεταβληθεῖ σὲ πηγὴ χαρὰς καὶ ἀγαλλίασης. Θὰ γίνει ἡ
σκάλα ποὺ θὰ μὲ ἀνεβάσει κοντὰ στὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή
μου. «Βαρὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος. Ἀλγεινὴ ἡ ψῦξις ἀλλ’
ἠδεία ἡ ἀπόλαυσις». Αὐτὰ μποροῦσε νὰ λέει κι ὁ Πολύδωρος μαζὶ μὲ τοὺς
Σαράντα Μάρτυρες τῆς Σεβάστειας.
Μὲ τὰ μαρτύρια πέρασε ὅλη ἡ νύχτα. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Χριστοῦ νὰ
στέκεται μπροστά του. Νὰ τὸν κοιτάζει μὲ εἰρηνικὸ χαμόγελο. Νὰ τοῦ
δροσίζει τὰ καμένα ἀπ’ τὸν πόνο χείλη του. Νὰ τοῦ δείχνει τὸν Παράδεισο.
Ὅταν ξημέρωσε, μερικοὶ δήμιοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ
φωνὲς καὶ βρισιὲς στὴν πλατεῖα, μπροστὰ στὸν κριτή, ποὺ περίμενε
καθισμένος σὲ μία ψηλὴ ἐξέδρα ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἐπίσημους μωαμεθανούς.
Λίγο πιὸ κάτω ἦταν στημένη μία ἀγχόνη. Ὁ μάρτυρας κοίταξε πρῶτα τὴν
ἀγχόνη καὶ ὑστέρα τὸν κριτή. Ἕνα αἴσθημα παρηγοριὰς ἔνοιωσε βλέποντας
τὴν πρώτη. Μιὰ ἀηδία σὰν ἀντίκρισε τὸν δεύτερο.
— Ἄϊ! τί λές; τοῦ φώναξε ὁ κριτὴς μὲ ἕνα γέλιο σαρδόνιο. Ἔβαλες μυαλὰ ἢ ἀκόμα ἐπιμένεις στὶς ἀπόψεις σου;
— Τὰ μυαλά μου τὰ ἔχασα μόνο, ὅταν παρασύρθηκα καὶ ἀντάλλαξα τὴν πίστη
μου μὲ τὴ δική σας. Τρέλα εἶναι νὰ πετᾶ κανεὶς τὸ χρυσάφι, γιὰ νὰ πάρει
τὸ χῶμα. Τώρα τὰ ἔχω τετρακόσια τὰ μυαλά μου. Τώρα ποὺ ξαναγύρισα στὸν
Χριστό μου. Στὰ λόγια τοῦ μάρτυρα ὁ κριτὴς ἔχασε τὴν ὑπομονὴ καὶ φώναξε:
— Κρεμᾶστε τὸν γκιαούρη νὰ γλυτώσουμε. Κρεμάστε τον. Εἶναι ἀγύριστο
κεφάλι. Οἱ δήμιοι ὁδήγησαν τὸν Πολύδωρο πρὸς τὴν ἀγχόνη. Καὶ αὐτὸς ἀφοῦ
μὲ σταθερὸ βῆμα πλησίασε, ἀσπάστηκε μὲ σεβασμὸ τὸ σχοινί της, ἔκαμε μὲ
εὐλάβεια τὸν σταυρό του καὶ γαλήνιος δέχτηκε τὸ σχοινὶ στὸν λαιμό του.
Δοξολόγησε ξανὰ τὸν Κύριο γιὰ τὴν τιμὴ καὶ στὰ λίγα δευτερόλεπτα ποὺ
μεσολάβησαν προσευχήθηκε θερμὰ γιὰ τοὺς ἐκτελεστές του καὶ τὴν ἀνάσταση
τοῦ Γένους. Κύριε, εἶπε. Συγχώρησε τοὺς βασανιστές μου! Χριστέ μου! Δῶσε
τὴ λευτεριὰ στὴ Ρωμιοσύνη! Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινί. Τὸ κορμὶ ὑψώθηκε
μετέωρο, ἐνῷ ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ μάρτυρα πέταξε στὰ γαλανὰ χάη τοῦ οὐρανοῦ,
γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό μας.
Τὸ ἅγιο λείψανο ἔμεινε τρεῖς
ἡμέρες στὴν ἀγχόνη. Τὴν τρίτη μέρα οἱ Τοῦρκοι διέταξαν τοὺς χριστιανοὺς
νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τὸ θάψουν. Μερικὲς ἁγνὲς ψυχὲς κατέβασαν τὸ ἅγιο
σκήνωμα ἀπὸ τὴν ἀγχόνη, τὸ ξέπλυναν μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ τὸ ἔθαψαν
ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τους.
Σὲ κάποια στιγμὴ πειρασμοῦ καὶ ἀπροσεξίας ὁ νεαρὸς Πολύδωρος γλίστρησε
κι ἔπεσε. Ἀρνήθηκε ὅτι πολυτιμότερο ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο τοῦτο.
Τὴν πίστη του. Παράξενο; Ὄχι! Φυσικὸ τὸ πρᾶγμα κι ἀνθρώπινο. «Ἡ διάνοια
τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητας αὐτοῦ» λέγει ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ. Ὅμως μὲ μία εἰλικρινὴ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ σταθερὴ ὁμολογία καὶ
αὐτὸ τὸ μαρτύριο τοῦ θανάτου ζήτησε καὶ θέλησε ὁ καρτερόψυχος ἀθλητὴς
γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὸ σφάλμα του. Καὶ τὸ πέτυχε.
Τὸ μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματά του.
Θὰ ἀναφέρομε δυό:
α) Στὴ Ν. Ἔφεσο ζοῦσε κάποιος χριστιανὸς ποὺ λεγόταν Νικόλαος. Ὁ
δυστυχισμένος εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ δαιμόνιο, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα του
καὶ σὰν τὴν παιδίσκη τῶν Φιλίππων φανέρωνε πολλὲς φορὲς καὶ τὰ μυστικὰ
ἐκείνων ποὺ κατέφευγαν σ’ αὐτόν. Κάποια μέρα γνώρισε τὸν ἄρρωστο ἕνας
κληρικός, ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του λείψανα τοῦ Ἁγίου Πολυδώρου καὶ ἕνα
κομμάτι ἀπὸ τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης καὶ τὸν λυπήθηκε. Πῆρε τὰ ἱερὰ
κειμήλια καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα καὶ τὸν εἶδε ὁ
δαιμονισμένος ἔβαλε τὶς φωνές:
-Ἐσὺ ἐδῶ; Ἐσὺ ἐδῶ; Τί ᾖρθες νὰ κάμεις; Τί θέλεις ἀπὸ μένα;
Ὁ ἱερέας χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του τὰ ἅγια λείψανα κι ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν ἄρρωστο.
Ὁ ἱερέας πλησίασε. Ἔβαλε πάνω στὸν ἄρρωστο τὰ λείψανα καὶ τὸ κομμάτι τοῦ
σχοινιοῦ ποὺ κρατοῦσε καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ὁ ἄρρωστος ἔβγαλε μία δυνατὴ
κραυγὴ κι ὕστερα ἠρέμησε. Τὸ δαιμόνιο ἔφυγε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πιὰ
καλά.
β) Τὶς θλιβερὲς καὶ μαῦρες ἐκεῖνες μέρες ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν μας ξεριζωνόταν ἀπὸ τὴν κοιτίδα του, τὴν Μ. Ἀσία καὶ ἔφευγε
κυνηγημένος, ἕνας Ἱερομόναχος, ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἐφέσου
Κύριλλος Ψύλλος ἅρπαξε τὴν ἁγία κάρα τοῦ μάρτυρος γιὰ νὰ τὴν σώσει. Ἡ
μανία τῶν Τούρκων ἐνάντια στοὺς κληρικοὺς καὶ ὁ ἔλεγχός τους γιὰ τὴν
ἀνεύρεσή τους ἦταν ἀπίστευτος. Ἡ μανία τους στρεφόταν ἀκόμη καὶ ἐνάντια
στοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια. Ὅταν ἀνακάλυπταν κληρικοὺς ἢ ἄλλα
πρόσωπα νὰ κρατᾶνε εἰκόνες, λείψανα κ.ἄ. τοὺς ἔσφαζαν χωρὶς καμιὰ
κουβέντα. Ἡ πράξη τοῦ Πρωτοσύγκελου ἦταν πολὺ τολμηρή. Ἂν τὸν
ἀνακάλυπταν, θὰ πλήρωνε ἀμέσως μὲ τὴ ζωή του αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ κάμει. Ὁ
εὐλαβὴς ὅμως ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ τὸ ἀποφάσισε. Ντύθηκε σὰν γερόντισσα,
πῆρε μαζί του τὸν πολύτιμο θησαυρό του, ἔκαμε τὸν σταυρό του καὶ
προχώρησε.
Ἀτέλειωτη σειρὰ περίμενε μπροστὰ του γιὰ ἔλεγχο. Σὰν ἔφτασε
στὸ τούρκικο φυλάκιο γιὰ τὴν ἔρευνα, οἱ Τοῦρκοι ἦσαν μανιασμένοι. Εἶχαν
ἀνακαλύψει μερικοὺς μεταμφιεσμένους καὶ εἶχαν γίνει ἔξαλλοι. Τὴν ὥρα
ἐκείνη ποὺ οἱ ἄπιστοι βρίζανε καὶ κτυποῦσαν τὰ θύματά τους καὶ οὔρλιαζαν
σὰν θεριὰ ᾖρθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ μεταμφιεσμένου Κύριλλου γιὰ ἔλεγχο.
Ὁ πιστὸς κληρικός, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία του, ἕσφιξε στὰ στήθη τὸν θησαυρό του, τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ ψιθύρισε μέσα του:
-Ἅγιε Πολύδωρε, σῶσέ με. Καὶ τὸν ἔσωσε.
– Γκὶτ πὲ χανοὺμ (γκρεμίσου χανούμισσα) φώναξε ὁ Τοῦρκος καὶ τὸν ἔσπρωξε
μπροστά. Σὲ λίγο ὁ ἱερομόναχος βρισκόταν πεταγμένος στὴ βάρκα σωτηρίας
μὲ τὸν θησαυρό του. Πῶς ἔγινε τοῦτο; Ὁ ἴδιος δὲν θυμᾶται. Δὲν κατάλαβε.
Ἕνα εἶναι τὸ γεγονός: Σώθηκε. Σώθηκε καὶ αὐτὸς κι ἡ ἁγία κάρα τοῦ
μάρτυρος. Ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθῆνα, τὴν κατέθεσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας
Αἰκατερίνης τῆς Πλάκας. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ σήμερα. Δεκάδες πιστῶν
περνᾶνε κάθε μέρα γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν. Καὶ χιλιάδες κάθε χρόνο στὶς 3
τοῦ Σεπτέμβρη, ποὺ εἶναι ἡ μέρα τῆς γιορτῆς του, τρέχουν νὰ τιμήσουν
τὸν μάρτυρα, τὸν ἐξωμότη, ποὺ μετανόησε, καὶ νὰ ζητήσουν τὴν χάρη του.
Τρομερὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο ἡ πτώση. Πολὺ τρομερό! Μεγάλη ἡ ἀξία τῆς
μετάνοιας. Πολὺ μεγάλη. Ἡ πτώση καταστρέφει, ἐξευτελίζει. Ἡ μετάνοια
ἀποκαθιστᾷ, σῴζει. Ἀποκαθιστᾷ τὸν ἄνθρωπο στὸ πατρικὸ σπίτι. Καὶ τὸν
σῴζει. Τὸν κάνει «συμπολίτην τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖον τοῦ θεοῦ».
Ναί! συμπολίτη τῶν ἁγίων καὶ οἰκιακό τοῦ Θεοῦ.
Πραγματικά! Τί ὡραία νὰ θυμόντουσαν συχνὰ οἱ ἄνθρωποι τούτη τὴν ἀλήθεια!.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Μέγα καύχημα τῆς Λευκωσίας, μέγα στήριγμα πόλει Ἐφέσου, μέγα κλέος τε
τῶν δυὸ πόλεων τῆς μὲν γὰρ γόνος σεπτὸς ἐχρημάτισας τὴν δὲ τὰ σὰ
ἐπορφύρωσαν αἵματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πολύδωρε, ἶνα ρυσθῶμεν
κινδύνων καὶ θλίψεων.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Ρώστωφ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Οὔγγλις, Ἱερεὺς (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ, τιμᾶται τὴν 9η Νοεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σεπτῶν σου λειψάνων, Ἱεράρχα Νεκτάριε, τὴν ἁγίαν ἐκ τάφου κομιδὴν
ἑορτάζοντες, σωμάτων καὶ ψυχῶν ἁγιασμόν, καὶ ἴασιν παθῶν παντοδαπῶν,
κομιζόμεθα προσπίπτοντες εὐλαβῶς, τῇ χάριτί σου κράζοντες· δόξα τῷ σὲ
δοξάσαντι λαμπρῶς, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ,
πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν σεπτῶν λειψάνων σου, τὴν ἐκ τοῦ τάφου, κομιδὴν γεραίροντες, Νεκτάριε
θαυματουργέ, εὐσεβοφρόνως βοῶμέν σοι· χαίροις Πατέρων ἐν πᾶσιν ἰσότιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλύζοντα δαψιλῆ, ὤφθησαν ἐκ τάφου, τὰ σὰ λείψανα τὰ σεπτά,
Νεκτάριε Πάτερ, οἷς πίστει προσιόντες, λαμβάνομεν ὑγείαν, ψυχῆς καὶ
σώματος.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)